ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Marketrends Finance Ltd ν. Ανδρέα Πέρδικου και Άλλων (2006) 1 ΑΑΔ 1042
Συρίμη Μαρία ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1131
Καλλικάς Γιαννάκης ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1238
Μάτση Σοφία ν. Ellinas Finance Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 2400
Χατζηγαβριήλ Μιχάλης ν. Ellinas Finance Public Company Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 668
Nικολάου Μαρία ν. Ellinas Finance Ltd και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 2392
Κουλλαπής Γιώργος ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 2376, ECLI:CY:AD:2015:A751
Γεωργίου Αντώνης ν. Ellinas Finance Ltd και Άλλων (2015) 1 ΑΑΔ 2475, ECLI:CY:AD:2015:A764
Περικλέους Χριστίνα ν. Ellinas Finance Ltd και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 792, ECLI:CY:AD:2016:A172
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:A255
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 301/2013)
16 Ιουνίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσείων,
και
1. ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD,
2. ELLINAS FINANCE (CUSTODIAN) LTD,
3. SHARELINK SECURITIES AND FINANCIAL SERVICES LTD,
Εφεσιβλήτων.
― ― ― ― ―
Χρ. Χριστοδούλου (κα) για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Χαβιαράς για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη 1 και Εφεσίβλητη 2.
Καμιά εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη 3.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Πρωτοδίκως, η Εφεσίβλητη 1 - ενάγουσα αξίωνε από τον Εφεσείοντα - εναγόμενο ποσό εκ ΛΚ150.369,97, πλέον τόκο, καθώς επίσης και διάταγμα πώλησης 52.000 μετοχών, οι οποίες ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα της Εφεσίβλητης 2 - εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενης και την πίστωση του προϊόντος πώλησης των υπό αναφορά μετοχών έναντι των υποχρεώσεων του Εφεσείοντα προς την Εφεσίβλητη 1. Ως βάση απαίτησης προβαλλόταν έγγραφη συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου και, συνακόλουθης, παροχής στον Εφεσείοντα πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δανείων.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία η Εφεσίβλητη 1 ισχυρίστηκε ότι ο Εφεσείοντας χρησιμοποίησε τις διευκολύνσεις που του παρείχε, παρέλειψε όμως να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις, και, συγκεκριμένα, να διατηρήσει το περιθώριο ασφαλείας για σκοπούς εγγύησης. Ως εκ τούτου, με επιστολή της ημερ. 18.6.2004, τερμάτισε τη συμφωνία και τη λειτουργία λογαριασμού και αξίωσε την πληρωμή του οφειλόμενου ποσού πλέον τόκους. Ο Εφεσείοντας καταχώρησε πολυσέλιδη υπεράσπιση και ανταπαίτηση, τόσο εναντίον της Εφεσίβλητης 1 όσο και εναντίον των Εφεσιβλήτων 2 και 3 - εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων 2 και 3. Στο δικόγραφό του, παραδεχόταν την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας, προέβαλλε όμως διάφορους ισχυρισμούς, μεταξύ των οποίων ότι η Εφεσίβλητη 1 παράνομα ασκούσε εργασίες χρηματοδότησης, ότι δεν κατείχε άδεια άσκησης τραπεζικών εργασιών και ότι η υπογραφή της επίδικης συμφωνίας ήταν το αποτέλεσμα εις βάρος του πιέσεων εκ μέρους τόσο της Εφεσίβλητης 1 όσο και των Εφεσίβλητων 2 και 3. Ισχυριζόταν, περαιτέρω, ότι το όριο του επίδικου λογαριασμού ήταν πλήρως εξασφαλισμένο με τις μετοχές τις οποίες είχε δεσμεύσει μετά από απαίτηση της Εφεσίβλητης 1 και ότι ουδέποτε ο ίδιος έδωσε οδηγίες για αγοραπωλησία μετοχών μετά την ανατροπή του ορίου εξασφάλισης. Επιπρόσθετα, σε σχέση με τις εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενες 2 και 3, έθεσε ότι ενήργησαν αμελώς, κακόπιστα και με πλήρη αδιαφορία ως προς τα συμφέροντά του. Στη βάση των πιο πάνω, ο Εφεσείοντας αξίωνε ανταπαιτητικά ακύρωση της επίδικης συμφωνίας, διαγραφή του ισχυριζόμενου χρέους, επιστροφή σε αυτόν ποσού εκ ΛΚ200.000, το οποίο ο Εφεσείων είχε στη διάθεση της Εφεσίβλητης 1 και αντιπροσώπευε την αξία των υπό παρακαταθήκη μετοχών, καθώς επίσης και αποζημιώσεις για παράβαση της επίδικης συμφωνίας εξ αιτίας αμέλειας και/ή παράβασης των νομίμων καθηκόντων της Εφεσίβλητης 1.
Μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αποδεχόμενη την μαρτυρία που πρόσφερε η πλευρά των Εφεσιβλήτων και απορρίπτοντας την αντίστοιχη του Εφεσείοντα, ο οποίος «.. έδωσε την εικόνα του δραστήριου ανθρώπου και παράλληλα πολύ πονηρού. Διαμόρφωνε τη μαρτυρία του ανάλογα με το συμφέρον του, με αποτέλεσμα να περιπέσει σε σωρεία αντιφάσεων..», προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ της Εφεσίβλητης 1 για το ποσό των €256.912,10, πλέον τόκο 8.5% επί του εν λόγω ποσού από 1.1.04 μέχρι εξόφλησης. Διέταξε επίσης την πώληση των 52.000 μετοχών και την πίστωση του προϊόντος πώλησης έναντι των υποχρεώσεων του Εφεσείοντα προς την Εφεσίβλητη 1. Η ανταπαίτηση οδηγήθηκε σε απόρριψη. Κατά προέκταση, τα έξοδα επιδικάσθηκαν υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον του Εφεσείοντα.
Εικοσιπέντε, εκτεταμένοι, λόγοι έφεσης, ο κάθε ένας από τους οποίους διαχωρίζεται και αιτιολογείται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, προσβάλλουν την πρωτόδικη κρίση. Κατά τη συζήτηση της έφεσης, μετά από σχετική υπόδειξη του Εφετείου, η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα προχώρησε στην απόσυρση έντεκα λόγων έφεσης και ομαδοποίησε τους υπόλοιπους σε πέντε διαφορετικές ενότητες. Οι λόγοι έφεσης που καλύπτουν τις τρεις πρώτες ενότητες συμπλέκονται. Προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει για το χρόνο, σε σχέση με την παραβίαση της επίδικης συμφωνίας, κατά τον οποίο οι εφεσίβλητοι 1 και 3 θα εξασκούσαν το δικαίωμα πώλησης των μετοχών. Τίθεται, επίσης, προς συζήτηση στις τρεις θεματικές αυτές ενότητες, ζήτημα ευθύνης της Εφεσίβλητης 2 ως εμπιστευματοδόχου και ευθύνης της Εφεσίβλητης 3 ως χρηματιστή. Στην τέταρτη ενότητα, η οποία καλύπτεται από τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητείται η πρωτόδικη κρίση ως προς τις συνέπειες της παράλειψης της Εφεσίβλητης 1 να εξασκήσει το δικαίωμά της για μετριασμό της ζημιάς της και τίθεται ότι η παράλειψη αυτή την εμπόδιζε να απαιτεί οτιδήποτε από τον Εφεσείοντα. Η πέμπτη ενότητα αφορά ένα και μόνο λόγο έφεσης και περιστρέφεται γύρω από τον ισχυρισμό ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του προχωρώντας στην ακρόαση της εφεσιβαλλόμενης υπόθεσης.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης, της κατ΄ ισχυρισμό υπέρβασης της δικαιοδοσίας, θα μας απασχολήσει κατά προτεραιότητα. Είναι η θέση της πλευράς του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να λάβει υπόψη το αγώγιμο δικαίωμα της ανταπαίτησής του για ακύρωση και διαγραφή του ισχυριζόμενου χρέους, καθώς επίσης και το μέρος της ανταπαίτησης που αφορούσε αποζημιώσεις για τις μετοχές. Εισηγείται ο Εφεσείων ότι το άθροισμα των ποσών που καλύπτουν οι ανταπαιτήσεις αυτές υπερέβαινε τη δικαιοδοσία Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή και ενέπιπτε στην αρμοδιότητα Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Το υπό εξέταση θέμα απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας που έλαβε χώρα ενώπιόν του, αφού, προτού αυτή ολοκληρωθεί, ο συνήγορος του εναγόμενου-Εφεσείοντα αμφισβήτησε την αρμοδιότητα, ως ανωτέρω.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, με ενδιάμεση απόφασή της, ημερομηνίας 15.3.2012, αφού σημείωσε, με αναφορά στο άρθρο 22(3)(α) και (5) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60, ότι το αμφισβητούμενο ποσό ή η αξία της επίδικης διαφοράς είναι το ποσό ή η αξία που πράγματι αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων, ως αποκαλύπτεται στις έγγραφες προτάσεις, έκρινε ότι οι αξιώσεις του εναγόμενου που αφορούσαν ακύρωση συμφωνίας και διαγραφή χρέους είχαν την ίδια βάση με την αγωγή και, κατ΄ επέκταση, εγείρονταν τα ίδια θέματα προς επίλυση. Αποφάσισε, προεκτείνοντας, ότι η αξίωση του Εναγόμενου για διαγραφή του χρέους δεν αφορούσε αξία ή ποσό που πραγματικά τελούσε υπό αμφισβήτηση.
Έχοντας κατά νου τις δικογραφημένες θέσεις και τα γεγονότα της υπόθεσης, μας βρίσκει σύμφωνους η πρωτόδικη κατάληξη. Η αξίωση για διαγραφή του χρέους δε συνιστούσε πραγματικώς αμφισβητούμενα ποσά εν τη εννοία του Νόμου. Ως εκ τούτου, η επίδικη διαφορά δεν υπερέβαινε το ποσό των €500.000 και, συνεπώς, ενέπιπτε στη δικαιοδοσία Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή και στην αρμοδιότητά του προς εκδίκαση.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, παρά την πολυπλοκότητά τους, έχουν ως κοινό παρονομαστή την ερμηνεία και το πλαίσιο λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου, στη βάση του οποίου ηγέρθηκε η αγωγή. Τα όσα καλύπτουν έχουν κατ΄ επανάληψη τεθεί και αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Παραθέτοντας την πλούσια νομολογία επί όλων των θεμάτων που εγείρονται (Συρίμη ν. Παγκυπριακής Χρηματ. Δημόσια Ετ. Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1131, Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1238, Μάτση ν. Ellinas Finance Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 2400, Χατζηγαβριήλ ν. Ellinas Finance Public Company Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 668, Νικολάου ν. Ellinas Finance Ltd κ.ά. (2013) 1 ΑΑΔ 2392, Κουλλαπής ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση 141/2010, ημερομηνίας 13.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:A751, Γεωργίου ν. Ellinas Finance Ltd κ.ά., Πολ. Έφεση 351/2010, 19.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:A764 και Περικλέους ν. Ellinas Finance Ltd κ.ά. Πολ. Έφεση 283/2010, ημερομηνίας 24.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:A172), δεν είναι χωρίς σημασία να υπομνησθεί ότι στις πλείστες από τις πιο πάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως δικηγόρος των εφεσειόντων, εγείροντας ταυτόσημα με την υπό κρίση ζητήματα, εμφανιζόταν ο κ. Παπαντωνίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, έχοντας, ακριβώς, πλήρη επίγνωση της νομολογιακής επίλυσης των θεμάτων, επιχείρησε να θέσει ενώπιόν μας ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από τις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικά, (ανωτέρω). Επικαλέσθηκε, ως διαφοροποιόν στοιχείο, ότι στις πιο πάνω υποθέσεις οι μετοχές παρέμεναν στο όνομα του επενδυτή και απλά ενεχυριάζονταν προς όφελος του πιστωτή. Παρόμοια, όμως, εισήγηση προέβαλε ο κ. Παπαντωνίου στην υπόθεση Περικλέους, (ανωτέρω). Αποφασίστηκε, σχετικά:
«Η εφεσείουσα στηρίζει κυρίως την εισήγηση της για διαφοροποίηση στη θέση ότι στις πιο πάνω υποθέσεις, οι μετοχές παρέμειναν στο όνομα του επενδυτή και απλώς ενεχειριάζονταν προς όφελος του πιστωτή και συνεπώς ορθά είχε αποφασιστεί σ΄εκείνες τις υποθέσεις ότι δεν δημιουργείτο εμπίστευμα εν αντιθέσει με την κρινόμενη υπόθεση. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Το γεγονός ότι οι αξίες χαρτοφυλακίου και αξίες περιθωρίου ασφαλείας ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα των εφεσιβλήτων 2 για σκοπούς εξασφάλισης των υποχρεώσεων της εφεσείουσας προς τους εφεσιβλήτους 1 δεν σήμαινε ότι η εφεσείουσα απώλεσε το δικαίωμα να τις πωλήσει με σχετική εντολή προς τους εφεσίβλητους 3. Δεν μπορεί η εφεσείουσα να ισχυρίζεται ότι στην παρούσα υπόθεση δημιουργήθηκε εμπίστευμα καθώς και σχέση θεματοφύλακα μεταξύ των εφεσιβλήτων 1 και 2 με την εφεσείουσα ώστε να διαφοροποιείται η παρούσα με τις πιο πάνω υποθέσεις. Η δε περαιτέρω εισήγηση της ότι υπάρχει ομοιότητα της παρούσας με την Μarketrends ν. Πέρδικος (2006) 1Β Α.Α.Δ. 1042 στερείται βασιμότητας ως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο με το οποίο συμφωνούμε πλήρως. Επίσης είναι ορθή η θέση της εφεσίβλητης 3 ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε σχέση εμπιστοσύνης ή καταπίστευμα μεταξύ όλων ή οποιονδήποτε των εφεσιβλήτων και της εφεσείουσας. Ορθή είναι και η πρωτόδικη προσέγγιση ότι η εφεσίβλητη 3 ουδέποτε ανέλαβε τη διαχείριση των αξιών χαρτοφυλακίου και ή αξιών περιθωρίου ασφαλείας της εφεσείουσας. Η επίδικη συμφωνία πουθενά δεν προνοούσε την παραίτηση της εφεσείουσας από το δικαίωμα να δίδει εντολές στην εφεσίβλητη 3 σε σχέση με τη διαχείριση και το χειρισμό του λογαριασμού. Συναφώς ορθή είναι και η επεξήγηση του όρου διαχείριση στη βάση των λέξεων administration και management.»
Η αυστηρή προσήλωση στη νομολογία συνιστά καθιερωμένη αρχή δικαίου, θεμελιωμένη στο δόγμα της δεσμευτικότητας του δικαστικού προηγούμενου, ως μέσου διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου.
Οι ενώπιόν μας λόγοι έφεσης αφορούν σε ζητήματα τα οποία, στην ολότητά τους, έχουν ήδη κριθεί μέσα από ευθυγραμμισμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, παρέλκει η όποια περαιτέρω επέκτασή μας, δεδομένου, επιπρόσθετα, ότι δεν τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις απόκλισης από τις προηγούμενες αποφάσεις.
Προσθέτουμε, ολοκληρώνοντας, ότι δεν έχει καταδειχθεί σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας, κατά τρόπο που να ενεργοποιείται η εξουσία του Εφετείου προς επέμβαση στα πρωτόδικα ευρήματα, ούτε έχει τεκμηριωθεί ότι έσφαλε καθ΄ οιονδήποτε άλλο τρόπο.
Με βάση τα πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης και της απόρριψης της ανταπαίτησης, επιβεβαιώνεται ως ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ των Εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
ΣΦ.