ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αντωνίου Ανδρέας (2009) 1 ΑΑΔ 656
ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση 348/2015, 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216
EIΡΗΝΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.59/2016, 23/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:D107
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 102(I)/2013 - Περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων (Τροποποιητικός) (Αρ.3) Νόμος του 2013
Ν. 138(I)/2002 - Ο περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:D219
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.221/20
4 Ιουνίου, 2021
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΒΑΝΚ OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LIMITED, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΗΜΕΡ. 6.11.2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ.379/2020 KAI ENANTION TΩΝ ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 1-30, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ (ΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ΚΑΙ CYPRUS POPULAR BANK CO LTD) (ΩΣ ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 5) ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 45 ΚΑΙ 46 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 2007 ΕΩΣ 2019 (Ν.188(Ι)/2007)
Π.Πολυβίου με Γ.Μίτλεττον, Π.Μακρίδη, για τους αιτητές
Α.Αριστείδης με Παπακυριακού, (κα), για τους καθ΄ων η αίτηση.
----------------- -
A Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 2.12.2020, εδόθη άδεια στους αιτητές για καταχώρηση της παρούσας αίτησης με αιτούμενη θεραπεία την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προς ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερ. 6.11.2020, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της αίτησης 379/20. Διατάχθηκε επίσης η αναστολή της ισχύος του επίδικου διατάγματος.
Να σημειωθεί, ότι ομού με την παρούσα καταχωρήθηκε αριθμός αιτήσεων με τον ίδιο σκοπό που αφορούσε μεν το ίδιο διάταγμα αλλά άλλους αιτητές, έτερα τραπεζικά ιδρύματα.
Δόθηκε άδεια στους αιτητές αναφορικά με τους κάτωθι λόγους:
(α) Παραπλάνηση του κατώτερου Δικαστηρίου και μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων.
(β) ΄Ελλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας και νομικό σφάλμα γιατί εκδόθηκε για ανύπαρκτα ποινικά αδικήματα και ενώ δεν στοιχειοθετήθηκε εύλογη αιτία.
(γ) Το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά.
Είναι ορθό να λεχθεί ότι σε κάποια σημεία οι τρεις πιο πάνω πυλώνες συναντώνται και αλληλοκαλύπτονται.
Θα πρέπει, καθηκόντως, η αφετηρία εξέτασης των λόγων να γίνει από το κατά πόσον προβάλλεται (αλλά και στοιχειοθετείται στο βαθμό που χρειάζεται) από την αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για εξασφάλιση του επίδικου διατάγματος αποκάλυψης, η διάπραξη ποινικών αδικημάτων προς διερεύνηση και για ποια αδικήματα πρόκειται; Δηλαδή το (β) ανωτέρω. Η εύλογη αιτία για την έκδοση του διατάγματος είναι το επόμενο προς απάντηση ερώτημα, μόνον εφόσον απαντηθεί θετικά για τους καθ΄ων η αίτηση, το πρώτο ερώτημα. Το ίδιο ισχύει και για τα έτερα εγερθέντα θέματα, όπως το θέμα της ειλικρινούς αποκάλυψης και άλλα παρεμφερή.
Στην ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αίτηση και τη στηρικτική ένορκη δήλωση Υπ. Αζά, παρουσιάζονται διάφορα αδικήματα, ως προβλέπονται στη νομοθεσία, ως εξής:
(1) Ο περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμος 66(Ι)/1997 άρθρα 2, 30, 41 και 43
(2) Ο περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος 138(Ι)/02 άρθρα 2, 6, 48 και 65.
(3) Ο περί της επιβολής περιοριστικών μέτρων στις συναλλαγές Νόμος 12(1)113 άρθρα 4, 5, και 7.
(4) Ο περ( της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς Νόμος 23(111)12000 άρθρα 2, 3, 4, 7, 8 και 14.
(5) Ο περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμος (ΚΕΦ.161) άρθρα 2, 3, 4 και 5.
(6) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ.154 άρθρο 133 - Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό.
(7) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ.154 άρθρο 105 - Κατάχρηση εξουσίας.
(8) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ.154 άρθρο 135(1){3} - Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και αποκάλυψη κρατικού απορρήτου.
(9) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ.154 άρθρο 302 - Συνομωσία για καταδολίευση.
(10) Ο περί αθέμιτης κτήσης περιουσιακού οφέλους από αξιωματούχους και λειτουργούς του δημοσίου Νόμος 51 (1)/04 άρθρα (2) (3) και (4).
(11) Αδικήματα Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των ’ρθρων 4 και 5, του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες δραστηριότητες, Νόμος 188(1)1 2007 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.
που διαπράχθηκαν κατά ή περί τα έτη 2012-2013 στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στο εξωτερικό».
(τονίζονται οι δύο πρώτοι Νόμοι από το παρόν Δικαστήριο, λόγω της σημασίας που τους εδόθη από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές).
Το νομικό έρεισμα που στήριζε την αίτηση και κατ΄ακολουθία το επίδικο διάταγμα είναι τα άρθρα 45 και 46 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/2007, τα οποία έχουν ως εξής:
45. (1) ’νευ επηρεασ΅ού των διατάξεων άλλων Νό΅ων, σε σχέση ΅ε τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχό΅ενο διάπραξης αδικη΅άτων, για σκοπούς ανάλυσης χρη΅ατοοικονο΅ικών συναλλαγών ή έρευνας σχετικά ΅ε τη διάπραξη καθορισ΅ένων αδικη΅άτων ή σχετικά ΅ε έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή ΅έσων, το δικαστήριο δύναται κατόπιν ΅ονο΅ερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγ΅α αποκάλυψης σύ΅φωνα ΅ε τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλα΅βάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση ΅ε έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλα΅βάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνά΅ει του σχετικού νό΅ου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγ΅α αποκάλυψης δυνά΅ει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε ΅εταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνά΅ει του άρθρου αυτού.
46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες:
(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα˙
(ii) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου «χρηματοοικονομική συναλλαγή» σημαίνει δραστηριότητα, όπως αυτή καθορίζεται στον ορισμό των όρων «χρηματοοικονομικές δραστηριότητες» ή «άλλες δραστηριότητες» στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου.
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη˙
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών˙
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας˙ και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
(3) Το διάταγμα αποκάλυψης-
(α) Εκδίδεται και σε σχέση με πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού˙
(β) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική ή άλλη διάταξη δυνάμει της οποίας δημιουργείται υποχρέωση για τήρηση μυστικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισμοί στην αποκάλυψη πληροφορίας˙
(γ) δεν παρέχει δικαίωμα αποκάλυψης ή παράδοσης πληροφοριών οι οποίες είναι προνομιούχες˙
(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.
Θα επικεντρωθούμε στους δύο πρώτους Νόμους, στους οποίους άλλωστε, επικεντρώθηκαν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι.
Α. Ο περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμος του 1997, Ν.66(Ι)/1997, ο βασικός νόμος, ειδικά, το άρθρο 43 αλλά και τα άρθρα 2, 30 και 41, ως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο[1].
Β. Ο περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος του 2002, Ν.138(Ι)/2002 - ειδικά τα άρθρα 2, 6, 48(3) 65 και 68, όπως ίσχυαν βεβαίως κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Εδώ τίθεται το ερώτημα: Ποια χρονική περίοδο αφορούν τα αδικήματα και πότε, κατά την Ε/Δ Αζά, διαπράχθηκαν;
΄Εχοντας υπόψη το σύνολο της δοθείσας στην αίτηση μαρτυρίας, τα αδικήματα προσδιορίζονται κατά το χρονικό διάστημα που ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας επέβαλε προσωρινή αναστολή των τραπεζικών εργασιών, ενόψει της απόφασης του Eurogroup ημερ.15.3.32013 που οδήγησε σε «bail in» στις τραπεζικές καταθέσεις. Συγκεκριμένα στις 16.3.2013 ο Διοικητής αποφάσισε μεταξύ άλλων, την προσωρινή αναστολή των συστημάτων πληρωμών και συναλλαγών, που διατηρούσαν τα τραπεζικά ιδρύματα. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε την ίδια μέρα στις Τράπεζες με επιστολή του Διοικητή (τεκμ.3). Ο Διοικητής κάλεσε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε «πιστή εφαρμογή και συμμόρφωση» με τις κοινοποιηθείσες οδηγίες με σκοπό την «προστασία του δημοσίου συμφέροντος για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος». Η χρονική περίοδος (στο εξής καλούμενη ως «κλειστή περίοδος») κατά την οποία οι τράπεζες ανέστειλαν τις εργασίες τους και ειδικότερα τα συστήματα πληρωμών και συναλλαγών διήρκησε από τις 16.3.13 μέχρι την 28.3.13, ημερομηνία κατά την οποία πλέον ανακλήθηκαν οι σχετικές Αποφάσεις/Οδηγίες. Σημειώνεται, επίσης, ότι με επιστολή του Διοικητή ημερομηνίας 19.3.13, οι Τράπεζες μπορούσαν να εξασφαλίσουν προηγούμενη έγκριση από την Κεντρική Τράπεζα για επιλεκτικές, κατ' εξαίρεση, πληρωμές υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, κριτήρια και περιπτώσεις.
Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, υπήρξε μείωση καταθέσεων και διαπιστώθηκαν εκροές κεφαλαίων, μεταξύ 8.3.2013 και 15.3.2013. Θεωρήθηκε ότι οι συναλλαγές έγιναν μετά τις 15.3.2013 αλλά έφεραν προηγούμενη της 15.3.2013 ημερομηνία, σε μια προσπάθεια των τραπεζών να μεταφέρουν κεφάλαια εκτός Κύπρου, κατά παράβαση της Απόφασης ημερ. 16.3.2013 και των Οδηγιών της Κεντρικής, γνωστές ως «backdated» συναλλαγές με ημερομηνία προηγούμενη της 15.3.2013.
Από την άλλη, στον ίδιο όρκο γίνεται ευρεία αναφορά στην προηγηθείσα περίοδο και στην υπολανθάνουσα αντίληψη, ότι υπήρχε πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας και ότι θα επακολουθούσε κούρεμα καταθέσεων. Μάλιστα γίνεται αναφορά σε σχετικό άρθρο των Financial Times που δημοσιεύτηκε στις 10.2.2013 και ότι από τότε παρουσιάστηκαν τεράστιες εκροές κεφαλαίων, σύμφωνα με τον τέως Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.
Kαθίσταται σαφές από τα πιο πάνω, ότι η επίδικη και δεσπόζουσα απόφαση, είναι αυτή του Διοικητή της Kεντρικής Τράπεζας ημερ. 16.3.2013. Συνεπακόλουθα, τίθεται το ερώτημα, του τι συνιστά νομικά η απόφαση αυτή, η κοινοποίηση αυτής, και σε τελευταία ανάλυση, το κατά πόσον η κατ΄ ισχυρισμόν παράβαση της, συνιστά ποινικό αδίκημα.
Χωρίς αυτούς τους προσδιορισμούς και απαντήσεις η όλη συνέχεια είτε του όρκου του κ.Αζά είτε της σκέψης του κατώτερου Δικαστηρίου, δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα.
Ενόψει της σημασίας της, μεταφέρω αυτούσια τη σχετική επιστολή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ημερ. 16.3.2013, «προς όλες τις τράπεζες και υποκαταστήματα στην Κύπρο» με την ένδειξη «εμπιστευτική» - (τεκμ.3).
«Ενεργώντας με βάση -
(α) τις διαλαμβανόμενες στις παραγράφους (ε) και (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 6 των περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμων αρμοδιότητες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, αναφορικά με τη διασφάλισή της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και τη ρύθμιση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών, και
(β) την εξουσία που της παραχωρεί: το εδάφιό (3) του άρθρου 48 των αυτών Νόμων περί της έκδοσής αποφάσεων αναφορικά με την αναστολή λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών.
η Κεντρική Τράπεζα δια της παρούσης-
α) απαγορεύει προσωρινά, και μέχρι νεωτέρας, την εισαγωγή, είτε από ιδρύματα υποκείμενα στην εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας ή-κατ' άλλον τρόπο, εντολών πληρωμής ή μεταφοράς κεφαλαίων σε οιοδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που λειτουργεί εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων εντολών εντός του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος (intra-bank transactions),
β) αναστέλλει προσωρινά, και μέχρι νεωτέρας, το διακανονισμό εντολών που έχουν ήδη εισαχθεί προς εκτέλεση σε οιοδήποτε σύστημα, πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που λειτουργεί εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων εντολών εντός του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος (intra-bank transactions).
Τα ως άνω μέτρα ισχύουν από την κοινοποίηση της παρούσας επιστολής στους παραλήπτες της.
Οι παραλήπτες της παρούσης καλούνται σε πιστή εφαρμογή και συμμόρφωση προς την παρούσα απόφαση, προς προστασία του δημοσίου, συμφέροντος για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, καθώς και σε αυστηρή τήρηση του απορρήτου της παρούσης επιστολής».
(τονίζονται από το παρόν Δικαστήριο οι αναφορές στη Νομοθεσία).
Στο άρθ.48(3) του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, Ν.138(Ι)/2002, αναφέρεται πως:
«Η Τράπεζα (Κεντρική) δύναται να αναστέλλει τη λειτουργία οποιουδήποτε συστήματος πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών ή να τερματίζει τη συμμετοχή οποιουδήποτε μέλους σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών ή να τερματίζει τη συμμετοχή οποιουδήποτε μέλους σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών ... που βρίσκεται υπό την επίβλεψη της, με επιστολή προς τα μέλη του συστήματος υπό όρους που καθορίζονται από την ίδια και περιέχονται στη σχετική επιστολή».
Αμέσως μετά καταγράφεται:
«Νοείται ότι, η σχετική απόφαση της Τράπεζας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας»
Οι αιτητές επικαλούνται προσθέτως το άρθρο 48(4) του ιδίου Νόμου, στη βάση του οποίου,
«(α) Σε περίπτωση, κατά την οποία διαπιστώνεται ότι μέλος ή διαχειριστής συστήματος πληρωμών παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε όρο λειτουργίας του συστήματος αυτού, η Τράπεζα [η Κεντρική] έχει εξουσία να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ...».
Από την άλλη πλευρά, οι καθ΄ων η αίτηση επικαλούνται το άρθρο 43 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και το άρθρο 65 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, τα οποία ομοίως αποτελούσαν τη βάση του αιτήματος της Αστυνομίας στο Ε.Δ.
Το άρθρο 43 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων έχει ως εξής:
«43.-(1) Η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές και σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, τιμωρείται με περαιτέρω χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται[2].
(2) Η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15, 21, 23, 24, 25 ή 26 του παρόντος Νόμου συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (1.000.000) και σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, τιμωρείται με περαιτέρω χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (5.000) για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία διαπράττεται οποιοδήποτε αδίκημα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είτε αυτό διαπράττεται από ΑΠΙ είτε από οργανισμό προσώπων με νομική ή χωρίς νομική προσωπικότητα, τότε οποιοδήποτε μέλος διοικητικού οργάνου, πρώτος εκτελεστικός διευθυντής, διευθυντής, συνέταιρος ή άλλος λειτουργός ή υπάλληλος της Τράπεζας ή του οργανισμού που εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξη του, είναι ένοχος του αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στα εδάφια (1) ή (2) αναλόγως της περιπτώσεως».
Το άρθ.65 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου έχει ως εξής:
«65. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν ειδική προς τούτο πρόβλεψη και στην έκταση που δεν προβλέπεται αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να επιβάλλει κυρώσεις, όποιος παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες και εάν το αδίκημα συνεχίζεται, με περαιτέρω χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται η παράβαση».
Παρατηρείται πως το πρώτο, πιο πάνω άρθρο, ομιλεί για παράβαση του συγκεκριμένου Νόμου δηλαδή του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και όχι του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Νόμου. Το δε δεύτερο άρθρο ομιλεί για παράβαση του Νόμου και όχι Οδηγιών.
Όπως ήδη έχω τονίσει, ο προσδιορισμός της διάπραξης αδικήματος ή αδικημάτων είναι αναγκαίο προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε άλλη εξέταση νομιμότητας του επίδικου διατάγματος. Και βεβαίως το πρώτο που θα έπρεπε ο στηρικτικός όρκος να συγκεκριμενοποιεί. Ενώ τα λοιπά στοιχεία όπως «η εύλογη αιτία να πιστεύεται .....», η «εύλογη υποψία», δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται με κάτι περισσότερο από ενδείξεις,[3] (ακριβώς κατ΄αντιδιαστολή του τι η κατηγορία θα έπρεπε να περιλαμβάνει), αντιθέτως η διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος του οποίου ζητείται η διερεύνηση, θα πρέπει να προκύπτει ξεκάθαρα και αναμφίβολα από το στηρικτικό όρκο και την αίτηση που γίνεται στο Δικαστήριο.
Παρά την πληθώρα αναφερόμενων νόμων στην αίτηση της Αστυνομίας, προκύπτει, ότι μόνο η ενδεχόμενη παράβαση της επιστολής - τεκμ.3, δυνατόν να οδηγεί σε «διερευνόμενο αδίκημα», νοουμένου πάντα, ότι πρόκειται για ποινικό αδίκημα.
Είναι σαφές από τα ίδια τα άρθρα που αναφέρονται στην ίδια την επιστολή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας (βλ. ανωτέρω άρθρα 6 και 48 του Ν.138(Ι)/2002) πως είναι στις πρόνοιες (και στις συνέπειες παράβασης) του συγκεκριμένου Νόμου που θα πρέπει να επικεντρωθούμε, ώστε να διαπιστώσουμε εάν δημιουργείται ποινικό αδίκημα. Θα ήταν αντίθετο με οποιανδήποτε έννοια δικαίου, να αναζητηθούν ποινικές κυρώσεις σ΄ άλλους νόμους που δεν αποτέλεσαν το βάθρο εξουσίας του Διοικητή, όταν επικαλείτο συγκεκριμένο Νόμο και παράβαση εξ αυτού. Δεν θα έπρεπε ο αποδέκτης της επιστολής να υποστεί ενδεχόμενες κυρώσεις πέραν από το Νόμο για τον οποίο γίνεται επίκληση.
Συνεπώς, με βάση τον περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο και το άρθ.48(3) που επικαλείται ο Διοικητής στην επιστολή, μόνο για διοικητικές κυρώσεις μπορούμε να ομιλούμε [άρθρ.48(4)] και δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί ποινική ευθύνη, σε συνδυασμούς άρθρων και νομοθεσιών, ως η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση, που ουδέποτε αποτέλεσαν βάση της επιστολής του Διοικητή και της συναφούς του εξουσίας.
Με όλο το σεβασμό, σίγουρα αυτό δεν απασχόλησε το κατώτερο Δικαστήριο αλλά ούτε και την Αστυνομία στον επίδικο όρκο.
Επιπρόσθετα, το άρθρο 65 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, ομιλεί ευθέως για παράβαση των προνοιών του Νόμου (όχι επιστολών) για να υπάρξει ποινική κύρωση. Με τον προσήκοντα σεβασμό, άλλη θεώρηση θα έθετε εν κινδύνω το αξίωμα «nulle poena sine lege», αφού άλλως πως η «επιστολή» θα μπορούσε να δημιουργεί κίνδυνο ποινικών κυρώσεων.
Περαιτέρω, ενώ συμφωνώ με τους καθ΄ων η αίτηση ότι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δεν αποτελεί άμεσο προαπαιτούμενο της ισχύος της απόφασης, όμως αυτό θα πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατόν μετά την αποστολή της επιστολής. Η ανενέργεια της απόφασης που περιλαμβάνει η επιστολή είναι ορατό ως ενδεχόμενο, εάν τελικά δεν δημοσιευθεί ποτέ το περιεχόμενο της στην Επίσημη Εφημερίδα.
Ωστόσο, το θέμα δεν έχει τελική σημασία εφόσον, εν προκειμένω η θεώρηση μου επί της ανεπάρκειας της νομικής βάσης του επίδικου διατάγματος, ώστε να κριθεί «διάπραξη αδικήματος» αναπόδραστα, οδηγεί στην επιτυχία της αίτησης επ΄αυτού του σημείου.
Το κατώτερο Δικαστήριο χωρίς τον προσδιορισμό αδικήματος, ως άνω, υπερέβη την εξουσία του, εκδίδοντας το ρηθέν διάταγμα.
Βεβαίως, δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι απόπειρα του Δικαστηρίου να ασχοληθεί με άλλους λόγους ακυρότητας, θα συνιστούσε όχι μόνο ακαδημαϊκή άσκηση αλλά και ατελέσφορο έργο, αφού ελλείπουν τα αναγκαία προαπαιτούμενα για τη διαπίστωση διάπραξης αδικήματος.
Ως εκ τούτου, η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα certiorari ακύρωσης του επίδικου διατάγματος, στη βάση της διαπίστωσης μη ύπαρξης διάπραξης ποινικού αδικήματος, ως άνω εξηγήθηκε.
Τα έξοδα της μονομερούς αίτησης και της παρούσας εκ ποσού 2.500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
[1] Ο Ν.66(Ι)/97 μετονομάστηκε με αρθ.1 του Ν.102(Ι)/2013 ως οι περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμοι του 1997 έως (Αρ.3) του 2021, όπως ισχύει σήμερα.
[2] Νοείται ότι με την τροποποίηση που έγινε με το Ν.21(Ι)/2016 άρθρ.28Α οι ποινές αυτές έχουν αυξηθεί, ως ισχύουν σήμερα.
[3] Βλ. την ακριβή έννοια στις Μαρκίδης (2014)1A A.A.Δ 756, Αντωνίου (2009)1Α Α.Α.Δ. 656, Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.ά., Πολ. Εφ. 348/15, 9.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:A216 και Odyssey Retriever Inc., Πολ.εφ. αρ.59/16, 3.5.2017).