ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1992) 1 ΑΑΔ 882
Γεωργιάδης Κώστας ν. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (2005) 1 ΑΑΔ 1491
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:A261
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 163/14)
17 Ιουνίου, 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
ΧΧΧ ΕΛΛΗΝΑ
Εφεσίβλητος
---------
Γ. Παπαθεοδώρου, για εφεσείοντες.
Α. Νεοκλέους, για εφεσίβλητο.
------------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος υπηρέτησε στη θέση έκτακτου φαρμακοποιού στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας από 7.1.2003 μέχρι 31.8.2005. Την 1.9.2005 διορίστηκε σε μόνιμη θέση φαρμακοποιού. Προτού επικυρωθεί ο διορισμός του, δηλαδή ενόσω βρισκόταν σε υπηρεσία υπό δοκιμασία, υπέβαλε παραίτηση με ισχύ από 1.1.2007. Η παραίτηση του έγινε αποδεκτή.
Στις 6.2.2007 ο Γενικός Λογιστής με επιστολή του προς την Αν. Διευθύντρια Φαρμακευτικών Υπηρεσιών την πληροφόρησε ότι ο εφεσίβλητος σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Συντάξεων Νόμου, Ν. 97(Ι)/1997 δεν εδικαιούτο στην καταβολή οποιουδήποτε φιλοδωρήματος αλλά και επιπρόσθετα πως θα έπρεπε να επιστρέψει £1.327,30 πλέον τόκο ως το ύψος της επιπρόσθετης εισφοράς στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων που όφειλε μετά που αφαιρέθηκε το ποσό των εισφορών του στο Ταμείο Χηρών, εν όψει της παραίτησης του.
Ως επακόλουθο, στις 20.2.2007, η Αν. Διευθύντρια Φαρμακευτικών Υπηρεσιών απέστειλε επιστολή στον εφεσίβλητο με την οποία τον πληροφόρησε για τα παραπάνω και ειδικότερα ότι οφείλει στη Δημοκρατία το ποσό των £1.414,07 που αποτελεί το ύψος της επιπρόσθετης εισφοράς στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ζητώντας του όπως καταβάλει το ποσό αυτό στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες μέχρι 31.3.2007. Ο εφεσίβλητος δεν το έπραξε και ακολούθησε αγωγή με την οποία οι εφεσείοντες αξίωσαν το εν λόγω ποσό με αναφορές που παραπέμπουν σε πτυχές του δικαίου των συμβάσεων και της οιονεί συμβατικής ευθύνης και κυρίως επί τη βάσει των αρχών περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με την υπεράσπιση προβάλλεται η θέση ότι τέτοιος όρος δεν περιείχετο στη σύμβαση εργοδότησης του εφεσίβλητου και ότι οι αξιώσεις των εφεσειόντων αντίκεινται στους κανόνες και την αρχή της χρηστής διοίκησης και αποτελούν αντισυμβατική συμπεριφορά έναντι του εφεσίβλητου ο οποίος με καλή πίστη συμβλήθηκε μαζί τους και εκ των υστέρων του απαιτούν ένα τόσο μεγάλο ποσό φέρνοντας σε πολύ δύσκολη θέση το βιοτικό του επίπεδο.
Το δικαστήριο εξέτασε την αγωγή υπό το πρίσμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά το άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και κατέληξε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ώστε να πετύχαινε τέτοια αξίωση. Προς τούτο υπεισήλθε στις πρόνοιες των νομοθεσιών περί Συντάξεων και περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων με αναφορά σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία.
Τούτο παρά το γεγονός ότι το ίδιο το δικαστήριο κατέγραψε πως ο εφεσίβλητος δεν είχε προσβάλει με προσφυγή την «απόφαση της διοίκησης που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 20.2.2007», εκλαμβάνοντας ως δεδομένο ότι επρόκειτο για απόφαση υποκείμενη σε προσφυγή, ήτοι για εκτελεστή διοικητική πράξη. Εξ ου και προχώρησε στη διαπίστωση ότι η απόφαση αυτή «παρέμεινε απρόσβλητη». Η θεώρηση αυτή του πρωτοδίκου δικαστηρίου θα έπρεπε να το οδηγήσει, αυτεπάγγελτα εφόσον δεν τέθηκε από την πλευρά των εφεσειόντων, στην περαιτέρω διαπίστωση ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να ελέγξει τη νομιμότητα ή και το αποτέλεσμα της απρόσβλητης πράξης, υπό το πρίσμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού ή άλλως πως.
Θέσαμε εμείς το ερώτημα, ως δικαιοδοτικό, και αμφότεροι οι δικηγόροι απάντησαν ότι δεν πρόκειται για διοικητική πράξη. Η ομογνωμία των διαδίκων δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να εξετάσουμε στο πλαίσιο της έφεσης το ζήτημα ως δικαιοδοτικό. Άλλωστε η διαπίστωση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι επρόκειτο περί απρόσβλητης απόφασης της διοίκησης υπό την έννοια της διοικητικής πράξης, δεν προσβλήθηκε με την έφεση. Και ορθά. Η απαίτηση των εφεσειόντων δεν ήταν στα πλαίσια συμβατικής σχέσης, αλλά αποτελούσε άσκηση δημόσιας εξουσίας κατ' εφαρμογήν των εν λόγω νομοθεσιών. Στην ουσία, εφόσον ο εφεσίβλητος παραιτήθηκε ενώ τελούσε υπό δοκιμασία και χωρίς να δικαιούται σε συνταξιοδοτικά οφέλη, δεν θα εδικαιούτο σύνταξη επαγγελματικού σχεδίου ώστε τότε να μπορούσε να αφαιρεθεί στο μέλλον η επιπρόσθετη εισφορά που του κατέβαλλαν οι εφεσείοντες, αντί ο ίδιος, από τη σύνταξη που θα του καταβαλλόταν από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Πρόκειται, όπως ανέφερε η ΜΕ2 χχχ Χατζηγεωργίου, που υπηρετεί στον Τομέα Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου ως προϊσταμένη, για το λεγόμενο «αναλογικό», το οποίο τέθηκε σε ισχύ από 6.10.1980, ώστε να αφαιρείται εκείνο το μέρος της σύνταξης που κερδήθηκε με εισφορές του εργοδότη, αντί του υπαλλήλου.
Οι διοικητικές πράξεις που υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως αντιδιαστέλλονται από τις πράξεις οργάνων του κράτους οι οποίες εκδίδονται στα πλαίσια συμβατικών τους υποχρεώσεων με τις οποίες δεν ασκείται δημόσια εξουσία (Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 ΑΑΔ 218). Όπως υποδείχθηκε στην Δημοκρατία ν. Sunoil (1994) 3 AAΔ 26:
«Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ' αυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης. (Βλ. ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, 1929-1959, σελ. 240, Τσάτσος - Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ, σελ. 125). Χρήσιμη αναφορά για τη φύση και χαρακτήρα των πράξεων της Αρχής Λιμένων μπορεί να γίνει στην Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882 καθώς και στα χαρακτηριστικά πράξεων εξουσίας.»
Με βάση τα παραπάνω κριτήρια επρόκειτο για διοικητική πράξη και συνεπώς «η αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου περιοριζόταν μόνο στην πτυχή που αφορούσε την είσπραξη του ποσού, με δεδομένη πάντοτε τη νομιμότητα της επιβολής του». (Γεωργιάδης ν. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (2005) 1 ΑΑΔ 1491).
Όπως υποδείχθηκε και στην Theosavva Co Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. Αρ. 177/12, 5.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:A78:
«.Υπό το πρίσμα αυτό και δεδομένου ότι η πράξη του Συμβουλίου, ως εκτελεστή διοικητική απόφαση, παρήγαγε άμεσα, έννομα, αποτελέσματα και παρείχε το δικαίωμα λήψης δικαστικών μέτρων προς είσπραξη, η αγωγή οδηγήθηκε σε επιτυχία και εκδόθηκε απόφαση εις βάρος των Εφεσειόντων.»
Αυτή θα ήταν η μορφή που θα έπρεπε να λάβει η αξίωση των εφεσειόντων ως αξίωση για την είσπραξη οφειλόμενου ποσού προς εκπλήρωση επιβληθείσας, με αμάχητα πλέον νόμιμη διοικητική πράξη, υποχρέωσης. Αυτή θα ήταν η πορεία που θα έπρεπε να ακολουθήσει το δικαστήριο καταλήγοντας σε απόφαση για καταβολή των οφειλομένων, επί τη βάσει της απρόσβλητης διοικητικής πράξης.
Ως αποτέλεσμα η απόφαση θα ανατραπεί, τόσο σε ότι αφορά το αποτέλεσμα, όσο και σε ότι αφορά τα έξοδα που επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσίβλητου. Καθορίζοντας το ζήτημα των εξόδων τώρα λαμβάνουμε υπόψιν ότι η διαδικασία πρωτοδίκως περιεπλάκη λόγω των χειρισμών εκ μέρους των εφεσειόντων, εφόσον αντί μιας απλής απαίτησης για οφειλόμενο ποσό προκλήθηκαν, στη βάση της αξίωσης τους όπως δικογραφήθηκε και προωθήθηκε, αχρείαστη διαδικασία και σύνθετα νομικά ζητήματα. Στα ίδια πλαίσια παρέμεινε και η έφεση, παρά το γεγονός ότι, ως άνω, θέσαμε το ζήτημα, χωρίς όμως ανταπόκριση. Κρίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις είναι ορθό και δίκαιο να μην επιδικαστούν έξοδα, ούτε πρωτοδίκως, ούτε κατ' έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων ως η απαίτηση. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
/φκ