ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σάντης, Νικόλας Χρ. Χριστοφή (κα), για Δημητρίου και Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-06-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ GILLIE ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI , Πολιτική Αίτηση Αρ. 126/21, 28/6/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D280

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                          Πολιτική Αίτηση Αρ. 126/21

 

 

28 Ιουνίου, 2021

 

 

[Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 1Α, 11, 30. 35, 169, 179 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 8(1)(Β) ΚΑΙ 8(2) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ (97/1970) ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11(1) ΚΑΙ 11(2) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 8(ΙΙΙ)/2008

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΧΧ XXX GILLIE ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜ. 19/05/2021 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ

.......

 

 

Χρ. Χριστοφή (κα), για Δημητρίου και Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Απευθείας από την Έδρα)

 

 

      Ν.Γ.ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ζητούνται διά της ενώπιον μου μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 16.6.21 («η Αίτηση») - με την περικοπή που έπεται να παρατίθεται αυτούσια όπως και όλες οι άλλες που ακολουθούν - τα εξής:

 

 

«............................................

Α. Άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari που να ακυρώνει ή/και να παραμερίζει το ένταλμα σύλληψης ημ. 19/05/2021 που εκδόθηκε από την Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και με το οποίο διατάχθηκε ή/και αποφασίσθηκε η σύλληψη του Αιτητή, για σκοπούς έκδοσης ή/και παράδοσης του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ως δικαστική πράξη παράνομη ή/και αντίθετη στο Σύνταγμα ή/και στο Ευρωπαϊκό ή/και Διεθνές Δίκαιο.

 

Β. Ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η έναρξη της διαδικασίας έκδοσης του Αιτητή, Αίτηση Φυγόδικου με αρ. 3/21 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, που είναι ορισμένη στις 22/05/2021 μέχρι αποπεράτωσης της εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας ή οποιασδήποτε μεταγενέστερης διαδικασίας αίτησης Certiorari.

.............................................».

 

 

      Η Αίτηση βασίζεται (μεταξύ άλλων) και στον Περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού 5/18, συνοδεύεται δε (κατά τα δικονομικά ειωθότα), από Έκθεση Γεγονότων ημερομηνίας 16.6.21 («η Έκθεση Γεγονότων») και ένορκη δήλωση ίδιας ημερομηνίας («η Ένορκη Δήλωση»).

 

      Για καλύτερη κατανόηση του εκτυλισσόμενου σκεπτικού (αλλά και της επιχειρηματολογίας εκ πλευράς Αιτητή), παραθέτω αμέσως σχετικά αποσπάσματα από την Έκθεση Γεγονότων:

«...................................................

1.     Η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδώσει το ένταλμα σύλληψης του Αιτητή ημ. 19/05/2021 και λειτούργησε με πλάνη περί το Νόμο, δεδομένου ότι η νομική βάση της έκδοσης του ήταν τα άρθρα 8(1 )(β) και 8(2) του Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Ν. 97/70 (εφ' εξής «ο Νόμος του 1970»), ενώ αποκλειστική εφαρμογή για τη διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (εφ' εξής «ΗΠΑ») και την έκδοση προσωρινού εντάλματος σύλληψης, έχουν οι πρόνοιες του «Περί του Εγγράφου, που προβλέπεται από το Άρθρο 3(2) της Συμφωνίας για Έκδοση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου 2003, αναφορικά με την εφαρμογή της Συνθήκης μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για Έκδοση Φυγοδίκων, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 1996, (Κυρωτικός) Νόμος του 2008 (Ν. 8(111)/2008)» (εφ' εξής «ο Νόμος του 2008») και συγκεκριμένα το άρθρο 11 Νόμου του 2008, λόγω του ότι ο τελευταίος υπερισχύει του Νόμου του 1970 δυνάμει των προνοιών του άρθρου 1 Α και του άρθρου 179 του Συντάγματος.

 

     Και αυτό γιατί, ο Νόμος του 2008 ψηφίστηκε σε ημεδαπό Νόμο κατόπιν Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ, ως η υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

     Εξάλλου, ο Νόμος του 2008 ψηφίστηκε σε αντικατάσταση του Νόμου Ν. 9(ΙΙΙ)/97 με τίτλο «Ο περί της Συνθήκης Έκδοσης Φυγόδικων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Κυρωτικός) Νόμος του 1997 εκδίδεται με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα με το Άρθρο 52 του Συντάγματος» για να κυρώσει τη συμφωνία μεταξύ ΕΕ - ΗΠΑ για έκδοση και ως εκ τούτου υπερισχύει του Νόμου του 1970 λόγω της πρόνοιας του άρθρου 1 Α και του άρθρου 179 του Συντάγματος.

 

     Ως εκ τούτου, η έκδοση Εντάλματος Σύλληψης κατ' ακολουθία των διαλαμβανομένων στο Νόμο του 1970 ενώ ισχύουν οι πρόνοιες του Νόμου του 2008, τεκμηριώνει ζήτημα υπέρβασης ή έλλειψης δικαιοδοσίας ή έκδηλης πλάνης περί το Νόμο.

 

2.     Η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδώσει το ένταλμα σύλληψης του Αιτητή και λειτούργησε με πλάνη περί το Νόμο, δεδομένου ότι η νομική βάση της έκδοσης του είναι τα άρθρα 8(1 )(β) και 8(2) του Νόμου του 1970, ενώ αποκλειστική εφαρμογή για τη διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την έκδοση προσωρινού εντάλματος σύλληψης, έχουν οι πρόνοιες του Νόμου του 2008 και συγκεκριμένα το άρθρο 11(1) και(2)(α-στ) του Νόμου του 2008, λόγω του ότι ο τελευταίος υπερισχύει του Νόμου του 1970 δυνάμει των προνοιών του άρθρου 169 του Συντάγματος.

 

     Με βάση το άρθρο 169 του Συντάγματος, Διεθνείς Συμβάσεις, Συνθήκες ή Συμφωνίες που συνομολογούνται με άλλα κράτη, έχουν μετά την κύρωση τους με Νόμο και την δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου και υπερισχύουν σε περίπτωση σύγκρουσής τους με οποιοδήποτε τέτοιο νόμο.

 

3.     Η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδώσει το προσωρινό ένταλμα σύλληψης του Αιτητή και λειτούργησε με πλάνη περί το Νόμο, δεδομένου ότι η νομική βάση της έκδοσης του είναι τα άρθρα 8(1 )(β) και 8(2) του Νόμου του 1970, ενώ αποκλειστική εφαρμογή για τη διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την έκδοση προσωρινού εντάλματος σύλληψης, έχουν οι πρόνοιες του Νόμου του 2008 και συγκεκριμένα το άρθρο 11(1) και (2)(α-στ) του Νόμου του 2008, καθότι αυτές συγκρούονται με τις διατάξεις του Νόμου του 1970.

 

     Η έκδοση Προσωρινού εντάλματος σύλληψης από την Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου παραπέμπει στα διαλαμβανόμενα των άρθρων 8(1 )(β) και 8(2) του Νόμου του 1970. Σε αντίθεση με τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου, το άρθρο 11(1) και (2)(α-στ) του Νόμου του 2008 προβλέπει για συγκεκριμένη διαδικασία, με εξειδικευμένα έγγραφα, ρητά προνοούμενα στο Νόμο του 2008, χωρίς να απαιτεί την έκδοση από Πρόεδρο του Δικαστηρίου και επίσης σε διαδικασία διαφορετική από τη γενική διαδικασία των άρθρων 8(1 )(β) και (2) του Νόμου του 1970.

 

Συγκεκριμένα, τα άρθρα 8(1 )(β) και 8(2) του Νόμου του 1970 επί των οποίων εκδόθηκε το προσωρινό ένταλμα σύλληψης από την Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, στην ουσία καθορίζουν 3 βασικές προϋποθέσεις για έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης και δη:

1.     Καταγγελία ότι το πρόσωπο ευρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία (άρθρο 8(1 )(β))

2.          Έκδοση από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου (άρθρο 8(1 )(β))

3.     Τέτοια αποδεικτικά στοιχεία που κατά την κρίση του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου, δικαιολογούν την έκδοση Εντάλματος Σύλληψης διωκόμενου για διάπραξη ανάλογου αδικήματος ή προσώπου καταζητούμενου δια έκτιση ποινής (άρθρο 8(2)).

Αντίθετα με το άρθρο 8 του Νόμου του 1970, το άρθρο 11 του Νόμου του 2008 προνοεί ότι Συμβαλλόμενο κράτος δύναται να ζητήσει προσωρινή σύλληψη ενώ εκκρεμεί η αίτηση για έκδοση, μέσω της διπλωματικής οδού ή μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Περαιτέρω, το εν λόγω άρθρο 11 προνοεί την ακόλουθη διαδικασία για την προσωρινή σύλληψη η οποία προϋποθέτει αυστηρά την εξέταση των ακόλουθων σωρευτικών προϋποθέσεων:

 

Άρθρο 11(2) - η αίτηση για προσωρινή σύλληψη θα περιλαμβάνει:

 

1.     Περιγραφή του προσώπου που καταζητείται .

2.     Τον τόπο που βρίσκεται το πρόσωπο που καταζητείται, αν είναι γνωστός

3.     Σύντομη έκθεση των γεγονότων της υπόθεσης περιλαμβανομένου αν είναι δυνατό του χρόνου και τόπου του αδικήματος

4.     Παραπομπή στο νόμο και περιγραφή των ενεχομένων εγκληματικών ενεργειών

5.     Δήλωση για την ύπαρξη εντάλματος σύλληψης, ή εύρεση ενοχής ή ύπαρξη καταδικαστικής απόφασης εναντίον του προσώπου που καταζητείται και

6.     Δήλωση ότι θα ακολουθήσει αίτηση για έκδοση του προσώπου που καταζητείται

 

Πέραν των πιο πάνω εμφανών διαφορών στην διαδικασία έκδοσης προσωρινού εντάλματος σύλληψης, προκύπτουν και άλλες διαφορές στις λοιπές διαδικασίες που προνοούν οι δύο Νόμοι με αποτέλεσμα να είναι εμφανές ότι οι δύο αυτοί Νόμοι προνοούν 2 διαφορετικές διαδικασίες έκδοσης και αφ' η στιγμής που ο Νόμος του 1970 δεν μπορεί να ισχύσει στην παρούσα υπόθεση μαζί με τον Νόμο του 2008, λόγω της εμφανούς σύγκρουσης των δύο, η έκδοση του επίδικου εντάλματος είναι εξ' υπαρχής άκυρη και/ή παράνομη, αφού ως ανωτέρω αναφέρουμε, ο Νόμος του 2008 υπερισχύει του Νόμου του 1970.

 

4.     Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά και/ή άνευ βλάβης των πιο πάνω λόγων, εάν ήθελε διαφανεί ότι ο Νόμος του 1970 και οι πρόνοιες αυτού θα μπορούσαν δυνάμει του άρθρου 20 του Νόμου του 1970 να εφαρμοστούν κατ' αναλογία των προνοιών της διμερούς σύμβασης μεταξύ ΗΠΑ-Κύπρου και πάλι το Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση Νόμου και/ή με έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, αφού δεν εξέτασε κατά πόσον πληρούνταν και δεν εφάρμοσε τις πρόνοιες του ειδικού Νόμου του 2008 και δη του άρθρου 11(1) και (2)(α-στ) του Νόμου του 2008 που υπερισχύουν του Νόμου του 1970, κατά την έκδοση του επίδικου εντάλματος σύλληψης.

 

Το επίδικο Ένταλμα Σύλληψης πάσχει καθ' ότι εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και χωρίς να εφαρμοστούν ή να εξεταστούν οι πρόνοιες των άρθρων 11(1) και (2)(α-στ) του Νόμου του 2008. Τονίζεται δε, ότι ο Νόμος του 2008 είναι ειδικός Νόμος ο οποίος προϋποθέτει για συγκεκριμένη διαδικασία έκδοσης προσωρινού εντάλματος σύλληψης, πρόνοιες οι οποίες δεν εξετάστηκαν και δεν εφαρμόστηκαν στην παρούσα.

 

5.     Το Δικαστήριο που εξέδωσε το επίδικο ένταλμα για την αποστέρηση της ελευθερίας του Αιτητή ενήργησε καθ' υπέρβαση του άρθρου 11 (2) (στ) του Συντάγματος ή/και άρθρου 5 (1) (στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Θεμελιωδών Ανθρωπίνων Ελευθεριών καθώς και των άρθρων 11 (1) και (2) του Νόμου του 2008 που ορίζουν τις αυστηρές προϋποθέσεις για την αποστέρηση της ανθρώπινης ελευθερίας μέσα από διαδικασία και δικονομικές εγγυήσεις (procedural guarantees) που προβλέπονται στις ανωτέρω πρόνοιες, γεγονός που σύμφωνα με την νομολογία αποτελεί υπέρβαση εξουσίας ή/και δικαιοδοσίας.

 

Ενόψει των ανωτέρω, δεν υπάρχει ασφαλής δικαστική αιτιολογημένη κρίση ότι το αιτούμενο ένταλμα ερείδεται επί νόμιμης βάσης, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το ίδιο το Σύνταγμα που απαιτεί τέτοιας φύσης αποφάσεις να είναι αιτιολογημένες και να βασίζονται επί ορθής νομικής βάσης.

 

6.     Το επίδικο Ένταλμα Σύλληψης πάσχει καθ' ότι είναι προϊόν παραπλάνησης του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι το ίδιο το αίτημα παραπλανητικά στηριζόταν στα άρθρα 8(1 )(β) και 8(2) του Νόμου του 1970 και η βάση έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Σύλληψης στηριζόταν αποκλειστικά επί των άρθρων 8(1 )(β) και 8(2) του Νόμου του 1970, ενώ ίσχυαν οι πρόνοιες του άρθρου 11(1) και (2) του Νόμου του 2008.

 

Ως εκ τούτου, το επίδικο Ένταλμα Σύλληψης πάσχει καθ' ότι η αίτηση βασίζεται επί του Νόμου του 1970 και το Δικαστήριο εφάρμοσε αποκλειστικά τις πρόνοιες του Νόμου του 1970, ενώ ίσχυαν αποκλειστικά οι πιο εξειδικευμένες πρόνοιες του Νόμου του 2008 και ως εκ τούτου, το επίδικο Ένταλμα Σύλληψης είναι άκυρο και/ή παράνομο εν τη γενέσει του καθότι βασίζεται επί εσφαλμένης δικαιοδοτικής βάσης.

 

7.     Το Δικαστήριο, κατά παράβαση και/ή καθ' υπέρβαση του άρθρου 11(3) του Συντάγματος και του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, εσφαλμένα και καθ' έκδηλη υπέρβαση της συνταγματικής επιταγής, εξέδωσε το επίδικο Ένταλμα Σύλληψης, χωρίς να εξάξει ή να αναφέρει ή να δικαιολογήσει την έκδοση του και προέβη σε μια μηχανιστική προσέγγιση κατά την έκδοσή του.

 

Και αυτό εξάγεται από τα ακόλουθα:

 

(α) Για το εν λόγω Ένταλμα Σύλληψης δεν συντάχθηκε πρακτικό εκ μέρους του Δικαστηρίου που να αιτιολογεί την έκδοση του.

 

(β) Ενώ γίνεται αναφορά στο Παράρτημα Α και Β που επισυνάπτεται επί του όρκου του Αστυνομικού στη συμφωνία του 2006 μεταξύ ΗΠΑ και Κύπρου, εντούτοις, ούτε στον όρκο αναφέρεται, αλλά ούτε το Δικαστήριο ανέτρεξε στις πρόνοιες της εν λόγω συμφωνίας, αλλά ούτε εξέτασε το άρθρο 11 του κυρωτικού Νόμου του 2008 για να εφαρμόσει τις πρόνοιες αυτού κατά την έκδοση του επίδικου εντάλματος σύλληψης.

 

     Ουσιαστικά, οι πρόνοιες του άρθρου 11 του Νόμου του 2008 αγνοήθηκαν παντελώς από το Δικαστήριο.

 

(γ) Το Δικαστήριο δεν προέβηκε σε δική του κατάληξη και/ή αιτιολόγηση αναφορικά με το κατά πόσον αποδείχθηκε και/ή στοιχειοθετήθηκε η έκδοση του εντάλματος σύλληψης και ως εκ τούτου το εκδοθέν ένταλμα είναι έκθετο σε ακύρωση, εκδόθηκε καθ' υπέρβαση των Νομοθετικών και Νομολογιακών Αρχών που προστάζουν την δικαιολόγηση της έκδοσης του εντάλματος, άνευ ορθού υπόβαθρου και πρέπει να ακυρωθεί αφού λήφθηκε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας που ορίζει το Σύνταγμα αλλά και ο Νόμος του 2008.

 

     Εν αντιθέσει της υποχρέωσης αιτιολόγησης έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, το λεκτικό του επίδικου Εντάλματος αποτελεί μια μηχανική αποτύπωση και περίληψη του όρκου, χωρίς το Δικαστήριο να προβαίνει σε εξαγωγή δικών του συμπερασμάτων ως προς το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις, ακόμα και του Νόμου του 1970 τον οποίο εσφαλμένα εφάρμοσε. Πόσον μάλλον οι πρόνοιες του Νόμου του 2008 που όφειλε να εφαρμόσει και/ή εξετάσει πριν την έκδοση του επίδικου προσωρινού εντάλματος σύλληψης.

 

     Εξάλλου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το θέμα έκδοσης ενός εντάλματος σύλληψης δεν είναι τυπικό.

 

8.     Η επίδικη απόφαση και/ή διάταγμα και/ή ένταλμα εκδόθηκε κατά παράβαση του Νόμου και/ή ένεκα έκδηλης παρανομίας (error of law on the face of the record).

 

9.     Η παρούσα διαδικασία αποτελεί την μόνη διαθέσιμη προβλεπόμενη και πρακτικά εφαρμοστέα Δικονομική εγγύηση με βάση το εθνικό δίκαιο ώστε το Ανώτερο Δικαστήριο να αποκαταστήσει, έστω και εκ των υστέρων, την νομιμότητα στον αιτητή.

.....................................................».

 

 

 

 

      Αξιολόγησα - στον επιτρεπτό πάντα βαθμό για ό,τι ενεστώτως απασχολεί - τα όσα τέθηκαν μαρτυριακώς προς υποστήριξη του αιτήματος.

     

      Το ίδιο, έπραξα και σε σχέση προς τη σθεναρή αγόρευση της κ. Χριστοφή, η οποία περιεστράφη, εν πολλοίς, γύρω από τα όσα αποτυπώνονται στην Έκθεση Γεγονότων.

 

      Αποκλίνω από τις τοποθετήσεις της δικηγόρου.

 

      Εξηγώ.

 

      Οι αρχές που διέπουν τα της έκδοσης του επιδιωκόμενου, εδώ, προνομιακού εντάλματος είναι καλώς εμπεδωμένες. Ενδεικτικώς και μόνον, παραπέμπω στην Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακόλα και Άλλου, ΠΕ 7/20, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A239, όπου ειπώθηκαν και αυτά από το Ανώτατο Δικαστήριο (Ολομέλεια):

 

«.....................................................................................................

Υπάρχει, ως παρατηρούμε, κάποια αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των πρώτων δύο λόγων έφεσης (ιδιαίτερα στην αιτιολογία που τους συνοδεύει). Μια από τις κοινές αυτές συνισταμένες (στη βασική της μορφή), άπτεται των αρχών που περιστοιχίζουν τη γενικότερη εξουσία του Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται και αποφασίζει επί αιτημάτων για προνομιακά εντάλματα certiorari (προπαντός σε ό,τι αφορά στους προϋποθετικούς όρους έκδοσης τους).

 

Ως εκ τούτου, επιλέγουμε να υπενθυμίσουμε σε αυτό το στάδιο - και προτού αναλύσουμε εξειδικευμένως τους λόγους έφεσης 1 και 2 - το εφαρμοζόμενο πεδίο αρχών εντός του οποίου λειτούργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο (ως συνάγεται και από την απόφαση του), διότι με αυτό τον τρόπο θα καταστεί, ίσως, πιο καθαρή η υπό αναφοράν διασύνδεση πτυχών που συναπαρτίζουν τους λόγους έφεσης 1 και 2.

 

Το πράττουμε αμέσως δίχως να χρειάζεται να πούμε τίποτε περισσότερο (για ό,τι προς το παρόν ενδιαφέρει) από τα όσα συνόψισε το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό Πενταμελή Σύνθεση) στην Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημ. 6.4.21:

 

«.........................................................Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση» Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.

 

Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Μιτέλλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερομηνίας 2/4/2019 και Αυγουστή, Πολιτική Έφεση Αρ.133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.

 

Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο to πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για certiorari ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για συγκεκριμένους λόγους (βλ. Ανδρέου Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2015, ημερομηνίας 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216 και Πετρίδου Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.

 

Το νοηματικό εύρος των εννοιών «συζητήσιμη υπόθεση» και «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» οριοθετήθηκε στην υπόθεση In Re Kakos (ανωτέρω) με αναφορά στη Sidnell v. Wilson and Others (1966) 1 All Ε.R 681, στην οποίαν μας παρέπεμψε ο εκ των δικηγόρων της εφεσείουσας κ. Πολυβίου, εισηγούμενος ότι απλά σε διαδικασία παροχής άδειας για προνομιακό ένταλμα το επίπεδο απόδειξης ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης είναι χαμηλό, αρκεί ο Δικαστής να ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής παρουσιάζει ένα θέμα που κεντρίζει την προσοχή του.

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 686 της πιο πάνω Αγγλικής υπόθεσης:

 

"I agree with my brethren that the Court must be satisfied that there is material on which, if it were accepted as accurate, an arguable case can be put forward that the conditions set out in the subsection are fulfilled. I use the expression 'arguable case' rather than the expression 'prima facie case', because the difficulty of the latter expression seems to me to be that it invites an enquiry at the hearing of the application itself into evidence contradicting what in the first in- stance is a prima facie case and therefore would lead to a complete trial of the action or is capable of leading to a complete trial of the action on, the application for leave. It is sufficient that the landlord should show that there is a bona fide arguable case that the conditions or one or other of them set out in the paragraphs of the subsection are fulfilled, and that if he does that, it is no function of the county Court Judge on the application for leave to go into the merits of the matter and hear rebutting evidence, as if the trial were taking place then."

...............................................................................».

     

 

      Προσθέτως, στο σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα: Αρχές και Υποθέσεις, 2004, σελ. 205-208, αναφέρονται και τούτα:

«...................................................

Για την υποβολή αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, είναι αναγκαία η άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο λόγος είναι προφανής: Η δικαιοδοσία αυτή είναι το κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για καθορισμένους λόγους.

 

Για τη χορήγηση άδειας ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει "εκ πρώτης όψεως" υπόθεση και/ή ότι υπάρχει "συζητήσιμο ζήτημα", στην έννοια που δόθηκε στις αποφάσεις αυτές στις Αγγλικές υποθέσεις Sidnell v. Wilson [ 1966] 1 All E.R. 681 και Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην υπόθεση In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.

 

Στο παρόν στάδιο, το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αίτησης. Είναι ικανοποιητικό για την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari να φαίνεται στην αίτηση και στις ενόρκους δηλώσεις που την υποστηρίζουν και γενικά το υλικό των πρακτικών που τη συνοδεύει, πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση ώστε να δοθεί άδεια. [Attorney General of the Republic v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129, στις σελίδες 133 και 134, Costas Papadopoulos (Ex Parte) (1968) 1 C.L.R. 496, In re Nina Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165 και In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250].

 

Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και/ή διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, παραχωρεί άδεια.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε πρόσφατα την ευκαιρία να ασχοληθεί με τα θέματα αυτά και συγκεκριμένα στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, για άδεια να καταχωρήσει αίτηση για ένταλμα Certiorari.

 

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η ύπαρξη ωστόσο αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση. Διότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενόψει των οποίων το άλλο ένδικο μέσο να εμφανίζεται μη ευχερές και μη αποτελεσματικό. Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, (στις σελ. 48-49):

 

 

"Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και/ή διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, παραχωρεί άδεια. Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια."

.................................................».

     

      Παρομοίως, στην Base Metal Trading Ltd v Fastact Developments Ltd και Άλλων (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1535, 1541-1542, λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (Ολομέλεια), πως:

 

 

«......................................................

 

[Ά]δεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.

.....................................................».

 

 

      Με όλα τα ανωτέρω κατά νουν, λέγω εν συντομία, τα ακόλουθα.

 

      Η διεργασία απόφανσης του Κατώτερου Δικαστηρίου δεν ήταν επιβεβλημένο να έχει ως σταθερό σημείο αναφοράς τη φραστική εκφορά (και επανάληψη) των προαπαιτούμενων για την έκδοση του Επίδικου Εντάλματος βάσει του Περί του Εγγράφου, που προβλέπεται από το Άρθρο 3(2) της Συμφωνίας για Έκδοση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου 2003, αναφορικά με την εφαρμογή της Συνθήκης μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για Έκδοση Φυγοδίκων, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 1996, (Κυρωτικού) Νόμου 8(ΙΙΙ)/2008 ο Νόμος 8(ΙΙΙ)/08») και του Περί Φυγοδίκων Νόμου 97/70 ο Νόμος 97/70»). Το ζήτημα συνιστά θέμα ουσίας και όχι τύπου. Αφορά στη δύναμη της δικαστικής αιτιολογίας και όχι στη μηχανιστική επανάληψη των συναφώς προαπαιτούμενων. Καμία αναφορά στα νομοθετήματα επί των οποίων βασίστηκε το αίτημα για έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης απαιτεί, ως μεθοδολογία, αυτά που ο Αιτητής ισχυρίζεται πως όφειλε να πράξει και δεν έπραξε στην προκειμένη περίπτωση το Κατώτερο Δικαστήριο (να παραθέσει με άλλα λόγια, ακόμη και αυτολεξεί, ως εισηγήθηκε στην προφορική της τοποθέτηση η κ. Χριστοφή, την κάθε νομοθετική προϋπόθεση ξεχωριστώς και να την αναπτύξει). Το Κατώτερο Δικαστήριο κατέγραψε (ως φαίνεται στο Επίδικο Ένταλμα), λειτουργώντας εντός του πεδίου των εξουσιών του - και συνεκτιμώντας το και περιεχόμενο (κατά την παράγραφο 4 της Ένορκης Δήλωσης) τού συνοδευτικού τού εντάλματος όρκου («ο όρκος») «. που στηρίζει την αίτηση για έκδοση του επίδικου εντάλματος, με τα επισυναπτόμενα σε τούτη Παραρτήματα, επισυνάπτονται ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2» - ότι «. υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που παρέχουν εύλογη υπόνοια .» πως ο Αιτητής «.καταζητείται από τις Αρχές των ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ σε σχέση με τα αδικήματα 1) Συνομωσία για Διάπραξη Διαδικτυακής Απάτης (Conspiracy to commit wire Fraud, 2) Συνομωσία για Διάπραξη Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες (Conspiracy to commit money laundering) και 3) Πλαστογραφίας (Aggravated Identity Theft), που προνοούν ποινές φυλάκισης 1) 20 ετών, 2) 20 ετών και 3) 2 ετών αντίστοιχα .». Τα αυτά, ισχύουν και για την περιγραφή και τον τόπο διαμονής του Αιτητή στην Κυπριακή Δημοκρατία (Πάφο). Ομοίως, το Κατώτερο Δικαστήριο, βασίστηκε στα αναλυτικά γεγονότα που εκτίθενται στον όρκο όπως και στα της φερόμενης εμπλοκής του Αιτητή στα όσα του αποδίδονται, με αναφορά και σε συγκεκριμένες νομοθετικές προβλέψεις και αναφυόμενες από αυτές εγκληματικές κατ' ισχυρισμόν ενέργειες του. Περιπλέον, το Κατώτερο Δικαστήριο στηριζόμενο και πάλιν στον όρκο, έκρινε, διά δικής του αποτίμησης και αξιολόγησης, ότι μπορεί να υπάρξει έκδοση του Αιτητή για τα επίμαχα αδικήματα σύμφωνα με τον Νόμο 8(ΙΙΙ)/08 και τον Νόμο 97/70 «. και ειδικότερα τις διατάξεις του Άρθρου 8(1)(β) και 8(2) .» και πως (μετά από την εκτέλεση του Επίδικου Εντάλματος), θα ακολουθηθούν τα προνοούμενα για την έκδοση του Αιτητή συμφώνως των προβλέψεων της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας. Επομένως, μπορεί μεν να μην εντοπίζεται η απαρίθμηση των προειρημένων προϋποθέσεων μία προς μία στο Επίδικο Ένταλμα, δεν είναι ωστόσο αυτό που απαρτίζει κειμένως το ουσιωδώς ζητούμενο. Ζητούμενο, είναι να φύονται από τη δικαστική νοητική διεργασία και αιτιολογία του Κατώτερου Δικαστηρίου τα όσα επί τούτω έπρεπε, προς ικανοποίηση των διαλαμβανομένων στο άρθρο 11 του Νόμου 8(ΙΙΙ)/08. Αυτό, έγινε. Είναι εκεί. Ως εικόνα. Αλλά και ως σαφής εξωτερίκευση των σκέψεων του Κατώτερου Δικαστηρίου οι οποίες το οδήγησαν, ως καταγεγραμμένη πλέον αιτιολογία, στην έκδοση του Επίδικου Εντάλματος. Το ότι το αίτημα για έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης, όπως και το ίδιο το Ένταλμα Σύλληψης, στηρίχθηκαν στον Νόμο 8(ΙΙΙ)/08 και στον Νόμο 97/70, δεν εγείρει (υπό τις περιστάσεις) πρόβλημα υπέρβασης, έλλειψης δικαιοδοσίας ή έκδηλης νομικής πλάνης, ασχέτως αν, στοιχειωδώς, ο Νόμος 8(ΙΙΙ)/08 υπερτερεί, ως κυρωτικός, του Νόμου 97/70, με τον τελευταίο (εκτός όπου άλλως προβλέπεται), να «. ρυθμίζει γενικά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την έκδοση φυγοδίκων .» (βλ. Επί τοις Αφορώσι τον Εl Bustani (1991) 1 AAΔ 736, 742). Η Αστυνομία αιτήθηκε λοιπόν την έκδοση του Επίδικου Εντάλματος στη βάση νομοθετημάτων που επέτρεπαν το διάβημα (αναφορικώς προς τον Αιτητή), με τον Νόμο 97/70 να εφαρμόζεται (κατά τα προνοούμενα στο άρθρο 20 αυτού) σε όλες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει διμερής συμφωνία ή διμερής διευθέτηση μεταξύ ξένου κράτους - όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής - ή χώρας της Κοινοπολιτείας, και της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Επιφανείου, Πολ. Αίτ. 212/19, ημ. 23.1.20, ECLI:CY:AD:2020:D28). Δεν διαφεύγει την προσοχή - και είναι ορθή η επισήμανση της κ. Χριστοφή - πως, τωόντι, το Επίδικο Ένταλμα τιτλοφορείται «Ο ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΣ 97/70 - Άρθρο 8(1)(β) και 8(2) / ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΕΩΣ». Τούτο όμως, ως εντυπωμένο γεγονός, δεν θα μπορούσε να προδικάσει απαρεγκλίτως τα πράγματα και να τα εντάξει μονοσήμαντα στην ερμηνευτική του Αιτητή. Μήτε και ο τίτλος του Εντάλματος Σύλληψης προξενεί εξ αντικειμένου κάποια σύγχυση ούτως ώστε να ανακύπτει θέμα συζήτησης επί των γραμμών που επέλεξε να ξεδιπλώσει αντίστοιχη εισήγηση ο Αιτητής, και αυτό διότι, ξανά, το τι μέλει στην κάθε περίπτωση (με την παρούσα να μην αποτελεί εξαίρεση), είναι η ουσία των πραγμάτων ως τούτη ορίζεται και από το συνολικό περιεχόμενο του Εντάλματος Σύλληψης και του όρκου, με τρόπο ώστε να μην παρουσιάζεται, στο μέτρο που εδώ ισχύει, έλλειμα ως προς το πραγματικό και δικαιοδοτικό υπόβαθρο επί του οποίου βασίστηκε το Κατώτερο Δικαστήριο για να εκδώσει το Επίδικο Ένταλμα. Όσα το Κατώτερο Δικαστήριο κατέγραψε ως αιτιολογική κρίση, δεν μπορούν, κατ' ακολουθίαν, να αποτμηθούν από το περιεχόμενο του όρκου (και πάντως καμιά τέτοια εισήγηση έγινε από τον Αιτητή). Ακριβώς το αντίθετο. Ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε το Κατώτερο Δικαστήριο, ποσώς θα μπορούσε αντικειμενικώς να δημιουργήσει υπόνοιες (έστω), για το πλαίσιο νομιμότητας εντός του οποίου κινήθηκε δικαιοδοτικώς και ουσιαστικώς εν σχέσει προς το Επίδικο Ένταλμα και τον συσχετισμό του τελευταίου με το καθολικό περιεχόμενο τού (αλληλένδετου και κατ' ουσίαν ενσωματωμένου με το Επίδικο Ένταλμα) όρκου (βλ. Groh v Ramirez 540 US 551 (2004), People v Cahill, 2 NY 3d 14 [2003], Foster v State, 633 NE 2d 337 (1994), Maryland v Garrison, 480 US 79 [1987], United States v Womack, 509 F 2d 368, 382 [1974], People v Staes, 235 NE 2d 882, 885 [1968]).  

 

      Δεν έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση (ή συζητήσιμη υπόθεση) για υπέρβαση, έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη και έλλειψη αιτιολόγησης κατά την έκδοση του Επίδικου Εντάλματος, ή οτιδήποτε άλλο που θα καλούσε σε διάφορη θεώρηση και κατ' επέκτασιν αποδοχή των αιτητικών στην Αίτηση.

 

 

          Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                                       Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο