ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D273
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 122/2021)
24 Ιουνίου 2021
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛAI ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 11, 30, 35, 169, 179 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 8(1)(Β) ΚΑΙ 8(2) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ (97/1970) ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11(1) ΚΑΙ 11(2) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 8(ΙΙΙ)/2008
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX GEORGIOU ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜ.19.5.2021 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ
--------------
Χαρά Αλεξάνδρου (κα) για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., Στέλιος Αμερικάνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και Κώστας Σατολιάς Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
--------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari που να ακυρώνει το προσωρινό ένταλμα σύλληψης του, ημερ.19.5.2021, που εκδόθηκε από την Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ως δικαστική πράξη παράνομη, αντίθετη στο Σύνταγμα το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο. Επιζητεί ακόμα ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία της Αίτησης Φυγόδικου Αρ.3/2021, Ε.Δ. Πάφου, που κατ' ακολουθία του εντάλματος σύλληψης καταχωρίστηκε για την έκδοση του.
Το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε στη βάση ένορκης δήλωσης αστυνομικού οργάνου η οποία κατέληγε ότι η σύλληψη ζητείτο για σκοπούς έκδοσης του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Ο βασικός λόγος για τον οποίο ζητείται η άδεια είναι γιατί, κατά τον Αιτητή, το ένταλμα εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών των άρθρων 8(1)(β) και 8(2) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/1970), ενώ ο νόμος που εφαρμοζόταν στην περίπτωση ήταν ο περί του Εγγράφου που προβλέπεται από το Άρθρο 3(2) της Συμφωνίας για Έκδοση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου 2003, αναφορικά με την εφαρμογή της Συνθήκης μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για Έκδοση Φυγοδίκων, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 1996 (Κυρωτικός) Νόμος του 2008 (Ν.8(ΙΙΙ)/2008).
Καταλήγει ο Αιτητής ότι, εφόσον το ένταλμα εκδόθηκε δυνάμει νόμου που δεν εφαρμοζόταν, τεκμηριώνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το νόμο.
Κατά τη συζήτηση της Αίτησης, η δικηγόρος του Αιτητή διευκρίνισε ότι από τα στοιχεία της υπόθεσης που είχαν τεθεί ενώπιον της Προέδρου που εξέδωσε το ένταλμα, δεν παρουσιάζονταν ελλείψεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Ν.8(ΙΙΙ)/2008 και διαπιστώνεται ότι πράγματι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση προσωρινού εντάλματος σύλληψης δυνάμει του Άρθρου 11 του Εγγράφου. Αυτό όμως, συνέχισε η δικηγόρος του Αιτητή, ήταν τυχαίο. Η Πρόεδρος, υποστήριξε, εξέτασε τις προϋποθέσεις του Ν.97/1970 και όχι τις προϋποθέσεις του Ν.8(ΙΙΙ)/2008 όπως θα έπρεπε.
Επιχειρηματολόγησε ακόμα ότι το ένταλμα είναι αναιτιολόγητο και πως η Πρόεδρος όφειλε, διερχόμενη τις προϋποθέσεις των παραγράφων (α) μέχρι (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 11 «του Ν.8(ΙΙΙ)/2008» να καταγράψει τα στοιχεία μαρτυρίας που ικανοποιούσαν την κάθε μια. Κατέληξε ότι η προβλεπόμενη «συγκεκριμένη διαδικασία, με εξειδικευμένα έγγραφα, ρητά προνοούμενα στο Νόμο του 2008, διαδικασία διαφορετική από τη γενική διαδικασία των άρθρων 8(1)(β) και 8(2) του Νόμου του 1970» δεν ακολουθήθηκε.
Είναι δεδομένο από τη νομολογία (Ellinas ν. Republic (1989) 1 C.L.R. 17, In Re Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, 212, In Re Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, 1018 και Σιακαλλής (Αρ.1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 282, 285) ότι η νομιμότητα εντάλματος σύλληψης ή έρευνας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari και μάλιστα ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα ενός τέτοιου εντάλματος.
Το ένταλμα έχει τίτλο «Ο ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΣ 97/1970, Άρθρο 8(1)(β) και 8(2), ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΕΩΣ». Στο σώμα του εντάλματος διαπιστώνεται από την Πρόεδρο ότι ο Αιτητής καταζητείται από τις αρχές των Η.Π.Α., όπως δηλαδή προνοείται στο Άρθρο 1 του Εγγράφου και καταγράφονται οι προβλεπόμενες για τα αδικήματα ποινές με βάση το δίκαιο των Η.Π.Α. και της Κύπρου, προς ικανοποίηση των προϋποθέσεων ότι επρόκειτο για αδικήματα για τα οποία μπορούσε να χωρήσει έκδοση. Συγκεκριμένα καταγράφεται στο ένταλμα ότι επρόκειτο για «αδικήματα για τα οποία δύναται κατά νόμο να εκχωρήσει έκδοση σύμφωνα με τις πρόνοιες της Συνθήκης της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, για έκδοση φυγόδικων (κυρωτικός) Νόμος 8(ΙΙΙ)/2008 και του περί Εκδόσεως Φυγόδικων Νόμου του 1970 Ν.97/1970 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 97/90 και ειδικότερα της διάταξης του Άρθρου 8(1)(β) και 8(2)». Δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο άρθρο του Ν.8(ΙΙΙ)/2008, που ως νόμος κυρωτικός ενσωματώνει το Έγγραφο, ούτε και σε επιμέρους Άρθρα του Εγγράφου. Ωστόσο, με κανένα τρόπο δεν καταδεικνύεται από το πρακτικό, δηλαδή το ίδιο το ένταλμα, ότι η Πρόεδρος που το εξέδωσε δεν έλαβε υπόψη τις πρόνοιες του Ν.8(ΙΙΙ)/2008. Αντίθετα, τον επικαλείται, και αν είχε την όποια σημασία, πρώτο. Η επίκληση και άλλης νομοθεσίας δεν εξυπακούει ότι παραγνωρίστηκαν οι προϋποθέσεις της πρώτης. Ούτε ότι η Πρόεδρος πλανήθηκε ως προς το νόμο που εφαρμοζόταν.
Αυτό που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να καταδείξει εκ πρώτης όψεως, ότι παρά τη ρητή αναφορά στο Ν.8(ΙΙΙ)/2008, η Πρόεδρος παραγνώρισε τις διατάξεις του, ήταν εάν καταφαινόταν ότι κάποια από τις προϋποθέσεις του δεν ικανοποιείτο, οπόταν και η διαπίστωση της Προέδρου ότι υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούσαν την έκδοση εντάλματος σύλληψης του Αιτητή, θα εκτίθετο ως μηχανική, πέραν από εσφαλμένη. Αυτό όμως, κατά παραδοχή, δεν υφίσταται. Ούτε και έχει καταδειχτεί ότι η Πρόεδρος ακολούθησε μια ξένη προς το Ν.8(ΙΙΙ)/2008 διαδικασία και δεν υποδείχτηκε κάτι το συγκεκριμένο προς αυτή την κατεύθυνση.
Το ζήτημα είναι αλληλένδετο με το ζήτημα της δέουσας αιτιολόγησης του εκδοθέντος εντάλματος.
Είναι συνταγματική επιταγή (Άρθρο 11.3) ότι κάθε δικαστικό ένταλμα σύλληψης πρέπει να είναι αιτιολογημένο και ο Δικαστής που θα το εκδώσει οφείλει να ικανοποιείται ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του νόμου που εξουσιοδοτεί την έκδοση του. Οι αναγκαίες διαπιστώσεις πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της νοητικής διεργασίας του ίδιου του δικαστή, χωρίς η γνώμη του ενόρκως δηλούντος να είναι αρκετή (Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207, 215-6, Μακρίδης (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238 και CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. Αρ.219/14, 29.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A126). Αυτή η νοητική διεργασία πρέπει να μπορεί να εξαχθεί από το σχετικό πρακτικό. Και ο ρόλος του δικαστή που καλείται να αναθεωρήσει το ένταλμα δεν είναι να υποκαταστήσει υποκειμενικά τον δικαστή που το εξέδωσε, αλλά να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε επαρκής μαρτυρία ώστε εύλογα να εκδόθηκε το ένταλμα (Garofoli, v. Q. [1990] 2 S.C.R. 1421, R. ν. Araujo, 2000 SCC 65, R. v. Morelli [2010] 1 S.C.R. 253).
Στην Σιακαλλής κρίθηκε ότι η αόριστη, όπως χαρακτηρίστηκε, αναφορά στο τέλος του εντάλματος από τον Δικαστή ότι: «Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του Εντάλματος» δεν μπορούσε να θεραπεύσει την έλλειψη διαπίστωσης από τον ίδιο το δικαστή της ύπαρξης εύλογης υποψίας ή εύλογης αιτίας να πιστεύεται. Αναφέρθηκε πως: «Μόνο με βάση το τι αναφέρεται στο ίδιο το ένταλμα και τη συναρτούμενη προς τούτο μαρτυρία μπορεί να ελεγχθεί η δέουσα αιτιολόγηση του εντάλματος από το δικαστή». Στην Αντωνίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 656, 660, αναφέρθηκε ότι η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων περιστατικών. Αποφασίστηκε ότι η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστή είχε εξειδικευτεί και δεν υπήρχε έλλειμμα ως προς το πραγματικό υπόβαθρο που μπορούσε να τεκμηριώσει την εύλογη υπόνοια. Ως αποτέλεσμα, όταν ο δικαστής κατέγραψε πως είχε λογικά ικανοποιηθεί για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος, ασφαλώς και παρέπεμπε στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση και ενσωμάτωνε τη δική του κρίση πάνω στο θέμα. Αναφέρθηκαν ως πιο όμοιες ως προς τα περιστατικά τους οι Φωτίου κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ.782 , Γεωργίου κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1217, Πολυδώρου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1166 και Χρυσάνθου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1175 , ενώ διακρίθηκαν οι Παναγιώτου (Αρ.2) (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1957, Γεωργαλλίδης (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 302, και Σιακαλλής (Αρ. 1).
Στην Παναγιώτου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1094, 1103 αναφέρθηκε από την Ολομέλεια ότι το τι αποτελεί δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης (Μ.Χ. Δικηγόρος (1993) 1 Α.Α.Δ. 734) και πως μια δικαστική απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη όταν παρέχει στο Εφετείο τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση (Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195). Από το κείμενο του επίδικου εντάλματος προέκυπτε πως ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο κατέληξε στην έκδοση του επίδικου εντάλματος ήταν η ύπαρξη υπόνοιας για τη διάπραξη αδικήματος από την εφεσείουσα, όπως μπορούσε να εξαχθεί από τα αναφερόμενα στην σχετική ένορκη δήλωση.
Στη προκειμένη περίπτωση, επαρκής μαρτυρία υπήρχε. Αυτό δεν αμφισβητείται. Και καθ' όσον αφορούσε τις πιο ουσιαστικές προϋποθέσεις καταγράφηκε στο ένταλμα, το κείμενο του οποίου καλύπτει κάτι περισσότερο από μία δακτυλογραφημένη σελίδα. Πέραν των όσων έχουν ήδη αναφερθεί, καταγράφηκε η περιγραφή του Αιτητή, ότι εναντίον του είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης και ότι αυτός βρισκόταν στην Κύπρο. Οι επιμέρους διαπιστώσεις, σε συνδυασμό με την καταληκτική διαπίστωση της Προέδρου ήταν ότι: «. κατά τη γνώμη μου υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την έκδοση εντάλματος σύλληψης του αναφερόμενου προσώπου», καθιστούσαν την αιτιολόγηση της έκδοσης του εντάλματος επαρκή.
Καταληκτικά, δεν έχει καταδειχτεί συζητήσιμη υπόθεση ούτε σε σχέση με υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το νόμο, αλλά ούτε και αναφορικά με έλλειψη αιτιολόγησης κατά την έκδοση του επίδικου προσωρινού εντάλματος σύλληψης.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Χ. Μαλαχτός, Δ.