ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σάντης, Νικόλας Β. Παπαγιάννη (κα) με Χ. Χριστοδούλου, για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-06-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ MURPHY, ΕΚ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 110/21, 11/6/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D251

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                          Πολιτική Αίτηση Αρ. 110/21

 

 

11 Ιουνίου, 2021

 

 

[Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ XXX XXX MURPHY, ΕΚ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16/02/2021, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΡ. 3247/2020 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΩΣ ΤΟ ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

.......

 

 

Β. Παπαγιάννη (κα) με Χ. Χριστοδούλου, για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Απευθείας από την Έδρα)

 

 

      Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Διά της ενώπιον μου μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 4.6.21, ζητούνται από την Αιτήτρια τα πιο κάτω (με την περικοπή που ακολουθεί να παρατίθεται αυτούσια όπως και όλες οι άλλες που ακολουθούν):

 

«(Α) Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης διά Κλήσεως για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος φύσεως Certiorari για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς το σκοπό ακύρωσης της Απόφασης και/ή του Διατάγματος που εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας . την 16η ημέρα του Φεβρουαρίου 2021 (η «Απόφαση»), στο πλαίσιο της Αγωγής Αρ. 3247/2020.

(Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή της ισχύος του Απόφασης μέχρι την τελική εκδίκαση της Αίτησης διά Κλήσεως της Αιτήτριας για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος φύσεως Certiorari για παραπομπή της Απόφασης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση της ή/και μέχρι άλλης νεότερης οδηγίας από το Δικαστήριο.

(Γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή κάθε διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αναφορικά με και/ή στο πλαίσιο της Αγωγής Αρ. 3247/2020 μέχρι την τελική εκδίκαση της Αίτησης διά Κλήσεως της Αιτήτριας για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος φύσεως Certiorari για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Απόφασης προς ακύρωση της ή/και μέχρι άλλης νεότερης οδηγίας από το Δικαστήριο.

(Δ) Άδεια για μεταφορά του φακέλου της Αγωγής Αρ. 3247/2020 στο Ανώτατο Δικαστήριο, με σκοπό την εξέταση της Αίτησης διά Κλήσεως της Αιτήτριας για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος φύσεως Certiorari.

....................................................».

 

      Η αίτηση εδράζεται (μεταξύ άλλων) και σε σειρά διατάξεων των Περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικών Κανονισμών 2018.

 

      Τα γεγονότα που (κατά την άποψη της Αιτήτριας), επιρρώνουν το αίτημα, φαίνονται σε Έκθεση Γεγονότων ημερομηνίας 4.6.21 («η Έκθεση Γεγονότων»), και σε συνοδευτική ένορκη δήλωση (ίδιας ημερομηνίας), με ομνύοντα δικηγόρο στο Δικηγορικό Γραφείο που αντιπροσωπεύει την Αιτήτρια. Παρενθέτω, ότι σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερομηνίας 11.6.21, επισυνάφθηκαν πιστά αντίγραφα εγγράφων που δεν είχαν καταχωριστεί ευθύς εξ αρχής ως πιστά αντίγραφα βάσει του Κανονισμού 3(2) των Περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικών Κανονισμών 2018. Τούτο, έγινε έπειτα από άδεια του Δικαστηρίου, στη βάση του σκεπτικού στις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Αίτ. 62/21, ημ. 20.4.21, ECLI:CY:AD:2021:D162, Αναφορικά με την Αίτηση του Ευθυμίου (1990) 1 ΑΑΔ 1, 4-5 και Αναφορικά με την Αίτηση του Ροδοθέου (1997) 1(Β) ΑΑΔ 602, 605-608, όπου (θα πρέπει να σημειωθεί), η ακρόαση της αίτησης (σε αντίθεση με όσα κειμένως ισχύουν), είχε αρχίσει (και δη μετά από τη χορήγηση άδειας για προνομιακό ένταλμα certiorari).

 

      Για καλύτερη παρακολούθηση του παρόντος σκεπτικού, παραθέτω αμέσως σχετικά αποσπάσματα από την Έκθεση Γεγονότων:

 

«..................................................

1. Η κα xxx xxx Murphy (εφεξής η «Αιτήτρια») είναι υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και της Δομινικανής Δημοκρατίας. Η Αιτήτρια δραστηριοποιείται επί σειρά ετών στον τομέα της συγγραφής και έκδοσης βιβλίων μυθοπλασίας με ιδιαίτερη επιτυχία και αναγνωσιμότητα ανά το παγκόσμιο.

 

2. Η Αιτήτρια είναι μία εκ των τριών Εναγομένων («Εναγόμενη 3») στην Αγωγή Αρ. 3247/2020 που εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία καταχωρίσθηκε από τους Ενάγοντες CS & Ρ SA, εκ Παναμά και κ. xxx Scevola, εξ Ιταλίας, στις 12/11/2020, με Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο.

 

3. Στο πλαίσιο της εν λόγω Αγωγής, οι Ενάγοντες εξασφάλισαν στις 16.2.2021 την έκδοση της προσβαλλόμενης Απόφασης εναντίον των Εναγομένων 1 και 2, με την οποία δηλώνεται ότι "η Ενάγουσα 1 είναι η μοναδική εγγεγραμμένη μέτοχος της Εναγόμενης 1 εταιρείας κατέχοντας ολόκληρο το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο της τελευταίας" και ότι "ο Ενάγων 2 ως ο εγγεγραμμένος μέτοχος και/ή κάτοχος ολόκληρου του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της Ενάγουσας 1 αποτελεί τον αποκλειστικό απώτερο δικαιούχο (sole beneficial owner) της Εναγόμενης 1 εταιρείας". Η εν λόγω Απόφαση εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας . εν τη απουσία της Αιτήτριας, στην οποία δεν είχε ακόμα καν επιδοθεί η Αγωγή και ενώ υπήρχε στην Οπισθογράφηση του Κλητηρίου Εντάλματος των Εναγόντων ρητά καταγεγραμμένη η θέση της Αιτήτριας πως αυτή είναι η αποκλειστική τελική δικαιούχος της Εναγόμενης 1.

 

..................................................

 

5. Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται το παρόν αίτημα για θεραπεία είναι οι ακόλουθοι:

 

(α) Η Απόφαση προνοεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

"Της αγωγής αυτής παρουσιασθείσης προς ακρόαση στην παρουσία του κ. Τσαρδέλλη για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε δικηγόρους εναγόντων και του κ. Κυριάκου για Α. Π. Κυριάκου Δ.Ε.Π.Ε. δικηγόρους εναγομένων αρ. 1 και 2 και αφού ακούσθηκε παν ό,τι λέχθηκε από τους πιο πάνω δικηγόρους,

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΚΔΙΔΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑ εναντίον των εναγομένων αρ. 1 και 2 με το οποίο ΔΗΛΩΝΕΙ ότι η Ενάγουσα 1 είναι η μοναδική εγγεγραμμένη μέτοχος της Εναγόμενης 1 εταιρείας κατέχοντας ολόκληρο το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο της τελευταίας.

 

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΔΗΛΩΝΕΙ ότι ο Ενάγων αρ. 2 ως ο εγγεγραμμένος μέτοχος και/ή κάτοχος ολόκληρου του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της Ενάγουσας αρ. 1 αποτελεί τον αποκλειστικό απώτερο δικαιούχο (sole beneficial owner) της Εναγόμενης 1 εταιρείας."

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, εκδίδοντας την πιο πάνω Απόφαση, υπερέβη την εξουσία και/ή τη δικαιοδοσία και/ή τη διακριτική ευχέρεια του και/ή ενήργησε παράτυπα και/ή αντικανονικά παραγνωρίζοντας και/ή παρερμηνεύοντας και/ή μη λαμβάνοντας υπόψιν του τις ρητές νομοθετικές και/ή δικονομικές και/ή νομολογιακές πρόνοιες αναφορικά με τις αρχές της "δίκαιης δίκης" και/ή της φυσικής δικαιοσύνης και/ή την υποχρέωση της παροχής ευκαιρίας σε διάδικο να ακουστεί και/ή να παρουσιάσει την θέση του πριν τη έκδοση απόφασης που τον επηρεάζει είτε άμεσα είτε εμμέσως, εκφέροντας τελεσίδικη κρίση ως προς το βασικό ή έστω ένα υψίστης σημασίας επίδικο ζήτημα της Αγωγής χωρίς την παρουσία διαδίκου που επηρεάζεται από την απόφαση αυτή.

 

Συγκεκριμένα, το Επαρχιακό Δικαστήριο, βασιζόμενο στην "παραδοχή" από πλευράς της Εναγόμενης 1 εταιρείας - στην οποία οι Ενάγοντες παρέχουν διοικητικές υπηρεσίες και η οποία τελεί, συνεπώς, υπό τον πρακτικό έλεγχο τους - πως ο αποκλειστικός τελικός δικαιούχος της είναι ο Ενάγοντας 2, προχώρησε και έκρινε το επίδικο ζήτημα του πραγματικού ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Εναγομένης 1 εταιρείας εκδίδοντας τελική δηλωτική απόφαση επ' αυτο, χωρίς όμως ακόμα και/ή προτού να λάβει χώρα η επίδοση της Αγωγής στην Εναγόμενη 3/ Αιτήτρια, η οποία προβάλλει πως αυτή είναι η αποκλειστική τελική δικαιούχος της Εναγόμενης 1 εταιρείας.

 

Σημειώνεται πως η θέση αυτή της Εναγόμενης 3/ Αιτήτριας δεν ήταν άγνωστη στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ήταν ξεκάθαρα δικογραφημένη από τους ίδιους τους Ενάγοντες στην Οπισθογράφηση του Κλητηρίου Εντάλματος που οι ίδιοι καταχώρησαν.

 

Συγκεκριμένα, στις παραγράφους 19-22 του Ειδικά Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος αναφέρονται τα εξής:

 

"19. Κατά ή περί τις 17/7/2020% η Εναγόμενη 3 απέστειλε στις πιο πάνω τράπεζες ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε ότι είναι ιδιοκτήτρια ή/και δικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού της Εναγόμενης 1 και περαιτέρω τους καλούσε όπως της επιτρέψουν ξανά την πρόσβαση.

 

20.       Κατά ή περί τις 20/7/20, η Εναγόμενη 3 απέστειλε νέα ηλεκτρονικά μηνύματα στις πιο πάνω τράπεζες με τα οποία μεταξύ άλλων τους καλούσε να μην επιτρέψουν την αποξένωση οποιουδήποτε ποσού από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της Εναγόμενης 1 με την δικαιολογία, για πρώτη φορά από την ίδρυση της, ότι αμφισβητείται ο πραγματικός δικαιούχος της Εναγόμενης 1.

21.       Κατά η περί τις 21/7/20, η Εναγόμενη 3 αμφισβήτησε στις πιο πάνω Τράπεζες τον πραγματικό δικαιούχο των τραπεζικών λογαριασμών της Εναγόμενης 1 ή/και ότι ο Ενάγοντας 2 είναι ο πραγματικός δικαιούχος των τραπεζικών λογαριασμών της Εναγόμενης 1 ή/και ισχυρίστηκε ότι πραγματικός δικαιούχος των λογαριασμών της Εναγόμενης είναι η ίδια.

 

22. Συνεπεία των πιο πάνω ή/και της αμφισβήτησης του πραγματικού δικαιούχου των λογαριασμών της Εναγομένης 1 από την Εναγόμενη 3, η τράπεζα Ansbacher (Bahamas) Ltd από τις Μπαχάμες παγοποίησε τον τραπεζικό λογαριασμό της Εναγομένης 1."

 

Είναι ξεκάθαρο από τα πιο πάνω, συνεπώς, πως η Εναγόμενη 3/Αιτήτρια, κατά παραδοχή μάλιστα των Εναγόντων, αμφισβητούσε και είχε προβεί σε σειρά διαβημάτων αναφορικά με το πραγματικό ιδιοκτησιακό καθεστώς της Εναγομένης 1 εταιρείας και, κατά συνέπεια, και των λογαριασμών της, συνεπεία της οποίας αμφισβήτησης η πραγματική ιδιοκτησία της Εναγομένης 1 εταιρείας είχε καταστεί επίδικο ζήτημα. Αυτή ήταν, άλλωστε, και η ουσία της ίδιας της Αγωγής, εξ ού και οι Ενάγοντες αξίωναν τις συγκεκριμένες δηλωτικές αποφάσεις από το Σεβαστό πρωτόδικο Δικαστήριο εναντίον τόσο των Εναγομένων 1 και 2, όσο και της ίδιας της Εναγομένης 3, την οποία αυτοί συμπεριέλαβαν στην Αγωγή.

 

Ενόψει των πιο πάνω, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας προχώρησε εσφαλμένα στην ταχεία έκδοση της Απόφασης με την οποία αποφασίστηκε κατά τρόπο τελικό ή τελεσίδικο η ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου της Εναγόμενης 1 εταιρείας, αποστερώντας έτσι την δυνατότητα στην Εναγόμενη 3/Αιτήτρια να λάβει, αφενός, γνώση της διαδικασίας εγκαίρως και, αφετέρου, να παρουσιαστεί προς υποστήριξη της θέσης της ενώπιον του Δικαστηρίου, ως είναι άλλωστε και το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα της.

 

Είναι η θέση της Αιτήτριας πως, εάν το Επαρχιακό Δικαστήριο ακολουθούσε την ορθή δικονομική και νομολογιακή πρακτική και επιταγή, δεν θα εξέδιδε την πιο πάνω Απόφαση ερήμην της Εναγομένης 3/Αιτήτριας, η οποία Απόφαση δημιουργεί και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων και δύναται να τύχει πλέον αναγνώρισης και εκτέλεσης σε τρίτα κράτη, προκαλώντας σοβαρότατες συνέπειες στα συμφέροντα της Εναγόμενης 3/ Αιτήτριας.

 

Σημειώνεται πως, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά τον χρόνο έκδοσης της Απόφασης, εκκρεμούσε ακόμα η Μονομερής Αίτηση των Εναγόντων ημερ. 19.11.2020, με την οποία ζητείτο να επιτραπεί η επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος ημερ. 12.11.2020 εκτός δικαιοδοσίας στη βάση του καθορισμένου μηχανισμού επίδοσης του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1393/2007 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, αλλά και η υποκατάστατη επίδοση αυτού στην Εναγόμενη 3/Αιτήτρια μέσω υπηρεσίας ταχείας μεταφοράς εγγράφων.

 

Έτι περαιτέρω, κατά την ίδια την ημερομηνία έκδοσης της Απόφασης, ήτοι την 16.02.2021, το Επαρχιακό Δικαστήριο προχώρησε και στην έκδοση του σχετικού Διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας και υποκατάστατης επίδοσης.

 

Παρά το γεγονός της καταγεγραμμένης αμφισβήτησης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Εναγομένης 1 εταιρείας, αλλά και της μη επίδοσης των σχετικών με την Αγωγή εγγράφων στην Εναγόμενη 3/Αιτήτρια μέχρι τις 16.2.2021, το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία και/ή τη δικαιοδοσία και/ή τη διακριτική ευχέρεια του και ενεργώντας εσφαλμένα και/ή παράτυπα και/ή αντικανονικά, προχώρησε κατά την εν λόγω ημέρα στην έκδοση της Απόφασης, με την οποία αποφασιζόταν κατά τρόπο τελικό ο πραγματικός δικαιούχος της Εναγόμενης 1.

 

Ευσεβάστως υποβάλλεται πως εάν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν προέτρεχε στην εκ προοιμίου κρίση του επίδικου ζητήματος αυτού στην απουσία της Εναγομένης 3/Αιτήτριας, αλλά αντ' αυτού άφηνε περιθώριο στην Εναγομένη 3/Αιτήτρια να εμφανιστεί και να προωθήσει την θέση της στη διαδικασία, θα είχε την ευκαιρία να αντιληφθεί το αβάσιμο των θέσεων των Εναγόντων και ουδέποτε θα αποφάσιζε πως ο Ενάγων 2 αποτελεί τον πραγματικό τελικό δικαιούχο της Εναγόμενης 1.

 

Και αυτό, γιατί θα είχε καταδειχθεί μέσω της μαρτυρίας που θα προσέφερε η Αιτήτρια πως η Ενάγουσα 1 δεν είναι στη πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από μια εταιρεία παροχής διοικητικών υπηρεσιών (fiduciary services) και ότι ο Ενάγων 2 είναι απλά ο εγγεγραμμένος διευθυντής/μέτοχος αυτής.

 

Με άλλα λόγια, θα καταδεικνυόταν ξεκάθαρα και θα αποτελούσε ξεκάθαρο συμπέρασμα πως από τη φύση και μόνο των καταστατικών σκοπών και των υπηρεσιών που προσέφεραν οι Ενάγοντες στην Εναγομένη 1 εταιρεία, δεν θα μπορούσε ο Ενάγων 2 να είναι ο πραγματικός τελικός δικαιούχος της Εναγόμενης 1- μιας εταιρείας που ασχολείται με την έκδοση μυθιστορημάτων. Αντιθέτως, θα διαφαινόταν με σχετική ευκολία το απατηλό σχέδιο υφαρπαγής του ελέγχου της Εναγόμενης 1 από τους Ενάγοντες, εις βάρος της πραγματικής τελικής δικαιούχου αυτής, ήτοι της Αιτήτριας.

 

β) Περαιτέρω και/ή άνευ επηρεασμού του πιο πάνω λόγου, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας υπερέβη την εξουσία και/ή δικαιοδοσία του υπό τις περιστάσεις και κατέληξε στην Απόφαση ημερ. 16.02.2020 μετά από μια ξεκάθαρη καταστρατήγηση και/ή παράτυπη και/ή αντικανονική εφαρμογή των εν ισχύι δικονομικών κανονισμών, αφού ακολούθησε μια ανορθόδοξη και/ή παράτυπη διαδικασία που επέφερε, όπως μπορεί πλέον να διαφανεί, εσφαλμένα αποτελέσματα.

 

Συγκεκριμένα, όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό από το περιεχόμενο του δικαστικού φακέλου, οι Ενάγοντες προχώρησαν στην καταχώριση του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου στις 12.11.2020. Στις 19.11.2020, οι Ενάγοντες προχώρησαν στην καταχώριση της Μονομερούς Αίτησης για άδεια επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας της ειδοποίησης του κλητηρίου, αλλά και της υποκατάστατης επίδοσης αυτού μέσω υπηρεσίας ταχείας μεταφοράς εγγράφων.

 

Στις 23.11.2020, οι Εναγόμενες 1 και 2 προχώρησαν στην ταυτόχρονη καταχώριση Σημειώματος Εμφάνισης και Υπεράσπισης (3 μόλις σελίδων), με την οποία ουσιαστικά παραδέχονταν την πλειοψηφία των ισχυρισμών των Εναγόντων.

 

Στις 26.11.2020, οι Ενάγοντες καταχώρησαν Αίτηση δια Κλήσεως με την οποία ζητούσαν την έκδοση Απόφασης ως οι παράγραφοι Α και Β της Έκθεσης Απαίτησης, σύμφωνα με τις παραγράφους 1-3, 6, 7-10, 12, 14, 15, 16 της Υπεράσπισης των Εναγομένων 1 και 2 και χωρίς να αναμένεται η τελική εκδίκαση της Αγωγής. Στην εν λόγω αίτηση, δεν καταχωρίσθηκε οποιαδήποτε Ένσταση από πλευράς των Εναγομένων 1 και 2.

 

Στις 15.2.2021, ήτοι μια μέρα πριν την ακρόαση της πιο πάνω Αίτησης ημερ. 26.11.2020 και την έκδοση της προσβαλλόμενης Απόφασης, οι Εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρησαν Αποδοχή Γεγονότων σύμφωνα με ειδοποίηση (Δ.24.5) [ ΤΥΠΟΣ 20 ], με την οποία δήλωναν ως αποδεκτά γεγονότα τα ακόλουθα:

1.     Η Ενάγουσα 1 είναι η μοναδική εγγεγραμμένη μέτοχος της Εναγόμενης 1.

2.     Ο Ενάγοντας 2 είναι ο αποκλειστικός απώτερος δικαιούχος (sole beneficial owner) της Εναγόμενης .

 

Σημειώνεται πως δεν φαίνεται να είχε προηγηθεί οποιαδήποτε καταχώριση ειδοποίησης μέσω του ΤΥΠΟΥ 19 από μέρους των Εναγόντων, όπως προβλέπει η Δ.24.5 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

Διαφαίνεται, συνεπώς, πως η Προσβαλλόμενη Απόφαση είναι απότοκο της πιο πάνω ανορθόδοξης μίξης δικονομικών διαδικασιών. Η Προσβαλλόμενη Απόφαση πάσχει, συνεπώς, ποικιλοτρόπως, αφού είναι όχι μόνο στην ουσία λανθασμένη και παράτυπη, καθότι επηρεάζει τα συμφέροντα διαδίκου που είχε προστεθεί στη διαδικασία από τους ίδιους τους Ενάγοντες αλλά δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ακουσθεί στη διαδικασία και αποφασίζει το βασικό επίδικο ζήτημα της Αγωγής στην απουσία της Εναγομένης 3, αλλά είναι επίσης και αποτέλεσμα καταφανούς κάμψης των ορθών δικονομικών διαδικασιών, που φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν κατατεμαχισμένες ή κατά το δοκούν, ώστε να γίνει δυνατή η έκδοση της Προσβαλλόμενης Απόφασης υπό την αδικαιολόγητη ανοχή του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

6. Η υπέρβαση της εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε σχέση με την έκδοση της Απόφασης ημερ. 16/02/2021 δημιουργεί εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες ενεργοποιούν τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για εξέταση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, ενώ η Αιτήτρια δεν έχει στην διάθεση της οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο πλην της αιτούμενης έκδοσης προνομιακού Εντάλματος Certiorari, αφού (α) αφενός η θεραπεία που παρέχεται από τη Δ.48.8 (4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, με σκοπό τον παραμερισμό ενδιάμεσου διατάγματος ή απόφασης δεν προσφέρεται στην προκείμενη περίπτωση, καθότι η παρούσα απόφαση εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 είναι τελική απόφαση, αλλά (β) αφετέρου δεν προσφέρεται ούτε και το ένδικο μέσο της έφεσης στην Αιτήτρια εναντίον της προαναφερόμενης Απόφασης, αφού η Εναγόμενη 3 δεν ήταν διάδικος στη συγκεκριμένη διαδικασία μεταξύ των Εναγόντων 1 και 2 και των Εναγομένων 1 και 2.

 

7. Η καθ' υπέρβαση και/ή κατ' έλλειψη δικαιοδοσίας κρίση και διαταγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας πλήττει ουσιαστικά τα Συνταγματικά θεμελιωμένα δικαιώματα της Αιτήτριας και της προκαλεί αδικαιολόγητη ζημία, ταλαιπωρία και αβεβαιότητα.

 

8. Για τους λόγους οι οποίοι αναφέρονται στις πιο πάνω παραγράφους, πληρούνται υπό τις περιστάσεις όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, αφού υπάρχει υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας, εκ πρώτης όψεως καλή συζητήσιμη υπόθεση για την παραχώρηση άδειας και εξαιρετικές περιστάσεις, ενώ η Αιτήτρια δεν έχει οποιοδήποτε εναλλακτικό ένδικο μέσο για να προσβάλλει την Απόφαση ημερ. 16/02/2021.

 

9. Τέλος, η Αίτηση για Άδεια καταχωρείται εντός της τεθείσας εκ του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018 των 45 ημερών. Η υπό αναφορά Απόφαση εκδόθηκε στις 16.02.2020 και η παρούσα Αίτηση καταχωρείται στις 04/06/2021, ήτοι εντός λιγότερο από 30 ημερών από την ημερομηνία που η Εναγόμενη 3/Αιτήτρια έλαβε γνώση της ύπαρξης της Προσβαλλόμενης Απόφασης μετά την αποστολή σε αυτήν στις 7.5.2021 μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος (e-mail) κάποιων εκ των δικαστικών εγγράφων της διαδικασίας, για σκοπούς ενημέρωσης της και/ή συμπληρωματικής υποκατάστατης επίδοσης, στη βάση του σχετικού Διατάγματος ημερ. 15.4.2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

..................................................».

 

 

 

      Η ευπαίδευτη συνήγορος για την Αιτήτρια, αγορεύοντας για να πείσει πως το Δικαστήριο πρέπει να ενασκήσει την εξαιρετική του ευχέρεια για χορήγηση της επιζητούμενης άδειας, αναφέρθηκε στις βασικές αρχές που περιβάλλουν τα πράγματα. Αυτό, έγινε, διά ενός κράματος ανάλυσης γεγονότων και αρχών, με απόληξη το ότι συντρέχουν εν προκειμένω όλα τα προαπαιτούμενα για επιτυχία της αίτησης. Οι επί τούτω εξειδικευμένοι λόγοι συνοψίζονται ως άνω στην Έκθεση Γεγονότων. Επ' αυτού, θα μπορούσε (αδρομερώς), να συνοψισθεί πως τα δικαιώματα της Αιτήτριας έχουν (κατ' αυτήν) πληγεί διότι δεν της δόθηκε το δικαίωμα να ακουστεί στην αγωγή (ενώ θα έπρεπε), και τούτο εξαιτίας του περιεχομένου της δικογραφίας, δοσμένου μάλιστα και του ότι η μνεία, εκεί, στην εναγόμενη 3 (Αιτήτρια), μάλλον δεν μπορεί να αντικριστεί απομονωμένως. Επιπλέον (και ουχί αποτμημένα από τα έτερα), η διαδικασία που ακολουθήθηκε από το Κατώτερο Δικαστήριο για να εκδώσει την επίμαχη απόφαση εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 ήταν (ως λέγει η Αιτήτρια), δικονομικώς παράδοξη, ή εν πάση περιπτώσει τέτοιου είδους - κατ' αρχήν ή και κατ' εφαρμογήν - που οδήγησε τελικώς σε αυτά που σήμερον αμφισβητούνται.

 

      Προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας της, η κ. Παπαγιάννη παρέπεμψε στην Αναφορικά με την Αίτηση της Αlpha Bank Cyprus Ltd (Αlpha Bank Cyprus Ltd v Winkless και Άλλων), ΠE 313/2013, ECLI:CY:AD:2014:A109, ημ. 13.2.14, η οποία (κατά την ερμηνευτική της δικηγόρου), φέρεται να αφορά σε παρόμοια με τα ενεστώτα γεγονότα, κάτι που δικαιολογεί (κατά τη θέση), αποδοχή του αιτήματος.

 

      Άκουσα την συνήγορο και συνεκτίμησα τις θέσεις της.

 

      Αξιολόγησα προσέτι - και στον επιτρεπτό πάντα βαθμό για ό,τι σήμερα απασχολεί - όσα άλλα τέθηκαν προς υποστήριξη του αιτήματος.

 

       Οι αρχές που διέπουν τα της έκδοσης του επιδιωκόμενου εδώ προνομιακού εντάλματος είναι καλώς εμπεδωμένες. Ενδεικτικώς και μόνον, παραπέμπω στην Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακόλα και Άλλου, ΠΕ 7/20, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A239, όπου ειπώθηκαν και αυτά από το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό Πενταμελή Σύνθεση):

 

«...............................................................................................

Υπάρχει, ως παρατηρούμε, κάποια αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των πρώτων δύο λόγων έφεσης (ιδιαίτερα στην αιτιολογία που τους συνοδεύει). Μια από τις κοινές αυτές συνισταμένες (στη βασική της μορφή), άπτεται των αρχών που περιστοιχίζουν τη γενικότερη εξουσία του Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται και αποφασίζει επί αιτημάτων για προνομιακά εντάλματα certiorari (προπαντός σε ό,τι αφορά στους προϋποθετικούς όρους έκδοσης τους).

 

Ως εκ τούτου, επιλέγουμε να υπενθυμίσουμε σε αυτό το στάδιο - και προτού αναλύσουμε εξειδικευμένως τους λόγους έφεσης 1 και 2 - το εφαρμοζόμενο πεδίο αρχών εντός του οποίου λειτούργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο (ως συνάγεται και από την απόφαση του), διότι με αυτό τον τρόπο θα καταστεί, ίσως, πιο καθαρή η υπό αναφοράν διασύνδεση πτυχών που συναπαρτίζουν τους λόγους έφεσης 1 και 2.

 

Το πράττουμε αμέσως δίχως να χρειάζεται να πούμε τίποτε περισσότερο (για ό,τι προς το παρόν ενδιαφέρει) από τα όσα συνόψισε το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό Πενταμελή Σύνθεση) στην Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημ. 6.4.21:

«....................................................Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση» Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.

 

Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Μιτέλλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερομηνίας 2/4/2019 και Αυγουστή, Πολιτική Έφεση Αρ.133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.

 

Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο τo πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για certiorari ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για συγκεκριμένους λόγους (βλ. Ανδρέου Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2015, ημερομηνίας 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216 και Πετρίδου Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.

 

Το νοηματικό εύρος των εννοιών «συζητήσιμη υπόθεση» και «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» οριοθετήθηκε στην υπόθεση In Re Kakos (ανωτέρω) με αναφορά στη Sidnell v. Wilson and Others (1966) 1 All Ε.R 681, στην οποίαν μας παρέπεμψε ο εκ των δικηγόρων της εφεσείουσας κ. Πολυβίου, εισηγούμενος ότι απλά σε διαδικασία παροχής άδειας για προνομιακό ένταλμα το επίπεδο απόδειξης ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης είναι χαμηλό, αρκεί ο Δικαστής να ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής παρουσιάζει ένα θέμα που κεντρίζει την προσοχή του.

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 686 της πιο πάνω Αγγλικής υπόθεσης:

 

"I agree with my brethren that the Court must be satisfied that there is material on which, if it were accepted as accurate, an arguable case can be put forward that the conditions set out in the subsection are fulfilled. I use the expression 'arguable case' rather than the expression 'prima facie case', because the difficulty of the latter expression seems to me to be that it invites an enquiry at the hearing of the application itself into evidence contradicting what in the first in- stance is a prima facie case and therefore would lead to a complete trial of the action or is capable of leading to a complete trial of the action on, the application for leave. It is sufficient that the landlord should show that there is a bona fide arguable case that the conditions or one or other of them set out in the paragraphs of the subsection are fulfilled, and that if he does that, it is no function of the county Court Judge on the application for leave to go into the merits of the matter and hear rebutting evidence, as if the trial were taking place then."

.........................................................................».

     

 

      Προσθέτως, στο σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα: Αρχές και Υποθέσεις, 2004, σελ. 205-208, αναφέρονται και τούτα:

«...................................................

Για την υποβολή αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, είναι αναγκαία η άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο λόγος είναι προφανής: Η δικαιοδοσία αυτή είναι το κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για καθορισμένους λόγους.

 

Για τη χορήγηση άδειας ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει "εκ πρώτης όψεως" υπόθεση και/ή ότι υπάρχει "συζητήσιμο ζήτημα", στην έννοια που δόθηκε στις αποφάσεις αυτές στις Αγγλικές υποθέσεις Sidnell v. Wilson [ 1966] 1 All E.R. 681 και Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην υπόθεση In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.

 

Στο παρόν στάδιο, το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αίτησης. Είναι ικανοποιητικό για την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari να φαίνεται στην αίτηση και στις ενόρκους δηλώσεις που την υποστηρίζουν και γενικά το υλικό των πρακτικών που τη συνοδεύει, πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση ώστε να δοθεί άδεια. [Attorney General of the Republic v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129, στις σελίδες 133 και 134, Papadopoulos (Ex Parte) (1968) 1 C.L.R. 496, In re  Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165 και In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250].

 

Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και/ή διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, παραχωρεί άδεια.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε πρόσφατα την ευκαιρία να ασχοληθεί με τα θέματα αυτά και συγκεκριμένα στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του xxx Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, για άδεια να καταχωρήσει αίτηση για ένταλμα Certiorari.

 

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η ύπαρξη ωστόσο αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση. Διότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενόψει των οποίων το άλλο ένδικο μέσο να εμφανίζεται μη ευχερές και μη αποτελεσματικό. Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, (στις σελ. 48-49):

 

 

"Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και/ή διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, παραχωρεί άδεια. Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια."

................................................».

     

      Παρομοίως, στην Base Metal Trading Ltd v Fastact Developments Ltd και Άλλων (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1535, 1541-1542, λέχθηκαν και αυτά (διά θεσμικώς δικαστικού λόγου πια), από Πενταμελή Σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

 

 

«...................................................

 

[Ά]δεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, xxx Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και xxx Μιχαήλ και xxx. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, xxx Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.

....................................................».

 

 

      Με όλα τα ανωτέρω κατά νουν, λέγω εν συντομία, τα εξής.

 

      Το τι φύεται από τα προαναφερθέντα (από μια πρώτη όψη των πραγμάτων και δίχως τελεσίδικη απόφανση εννοείται), είναι ότι η διαδικασία ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου, με τον τρόπο που εκτυλίχθηκε (στην απουσία της Αιτήτριας), θα μπορούσε, πιθανώς, να συζητηθεί πως επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματα της Αιτήτριας, σε ένα διαδικαστικό μάλιστα στάδιο όπου η αγωγή δεν είχε επιδοθεί σε αυτήν (εντάσσοντας την περίπτωση κατά συζήτησιν στην κατηγορία των εξαιρετικών περιστάσεων ως τούτες προσδιορίζονται από τη νομολογία στην οποία ήδη παρέπεμψα). Συνταιριαζόμενο με αυτό είναι και το ότι στο Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα (βλ. Τεκμήριο 1 στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερομηνίας 11.6.21), περιέχονται ισχυρισμοί οι οποίοι υπό μια οπτική (προς το παρόν εκείνη της Αιτήτριας), παρουσιάζονται να καθιστούν ως επίδικο γεγονός (και) το μετοχικό ιδιοκτησιακό καθεστώς των εναγόμενων 1 (Hot Pancakes Limited) από τους ενάγοντες, με επιζητούμενη κιόλας συγκεκριμένη θεραπεία (ανάμεσα σε άλλες τέτοιες) κατά της Αιτήτριας (στην παράγραφο 25 της Έκθεσης Απαίτησης), ήτοι « . Γ. Διάταγμα που να απαγορεύει ή/και να εμποδίζει την Εναγόμενη 3 να παρουσιάζεται ή/και να ενεργεί ή/και προβάλλει τον εαυτό της ως ιδιοκτήτη ή/και μέτοχο ή/και πραγματικό ή/και απώτερο δικαιούχο της Εναγομένης 1 .», καθώς και (εναντίον της Αιτήτριας αλλά και των υπολοίπων εναγόμενων αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως), οποιαδήποτε «. άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει το Σεβαστό Δικαστήριο όπως είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθεί».

 

      Στην Αναφορικά με την Αίτηση της Αlpha Bank Cyprus Ltd (Αlpha Bank Cyprus Ltd v Winkless και Άλλων), ΠE 313/2013, ECLI:CY:AD:2014:A109, ημ. 13.2.14 - η οποία αποτέλεσε και το δόρυ εκ πλευράς Αιτήτριας - αναπτύχθηκαν τα ακόλουθα, με τη δική τους εκ πρώτης όψεως δυνητική αξία και βαρύτητα σε ό,τι τώρα μέλει (τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών):

 

«..................................................................Η εφεσείουσα είχε υποβάλει αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση της απόφασης-διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που εκδόθηκε, ερήμην, εναντίον του εναγομένου 3 στην Αγωγή 3308/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, λόγω παράλειψης του τελευταίου να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης.

Στην Αγωγή 3308/13, η εφεσείουσα τράπεζα είναι πρώτη εναγόμενη. Ο ενάγων εμφανίζεται να είναι Άγγλος αγοραστής ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο, ο οποίος δανείστηκε χρήματα από την πρώτη εναγόμενη τράπεζα. Δεύτερη εναγόμενη εμφανίζεται να είναι πρόσωπο προς το οποίο ο ενάγων υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο και τρίτος εναγόμενος εμφανίζεται να είναι πιστοποιών υπάλληλος, ο οποίος σφράγισε (πιστοποίησε) το προαναφερόμενο πληρεξούσιο έγγραφο.   

Το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην Αγωγή 3308/13, αναφορικά με το οποίο υποβλήθηκε η προαναφερόμενη αίτηση, προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι οιαδήποτε συναλλαγή έλαβε χώραν, η οποία αφορά τον ενάγοντα και δια της οποίας αυτός απεκόμισε υποχρέωση προς την εναγομένη 1 και/ή δόθηκαν δικαιώματα στην εναγομένη 1 και για την οποία χρησιμοποιήθηκε το προαναφερόμενο πληρεξούσιο έγγραφο, είναι άκυρη εξ υπαρχής και μη δυνάμενη να προσδώσει στον ενάγοντα υποχρέωση (και στην εναγομένη 1 δικαιώματα).

Το παράπονο της εφεσείουσας είναι ότι, με την προαναφερόμενη απόφαση-διάταγμα, που εκδόθηκε εναντίον του εναγομένου 3 λόγω μη καταχωρήσεως εμφανίσεως, επηρεάζονται δικαιώματα δικά της, εφόσον ουσιαστικά ακυρώνονται συναλλαγές που έγιναν μεταξύ του ενάγοντα και της εφεσείουσας τράπεζας με την χρήση του προαναφερόμενου πληρεξουσίου εγγράφου. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα της να ακουστεί στην προαναφερόμενη διαδικασία, ενώ στην πραγματικότητα επηρεάζονται και δικά της ζωτικά συμφέροντα. Προς ενίσχυση της θέσης της η εφεσείουσα επέσυρε την προσοχή της Ολομέλειας στο γεγονός ότι είχε καταχωρήσει και σημείωμα εμφανίσεως και υπεράσπιση στην προαναφερόμενη Αγωγή 3308/13, τα οποία ουδόλως λήφθηκαν υπόψη.  

Ο ευπαίδευτος Δικαστής που επιλήφθηκε της αιτήσεως για άδεια, θεώρησε ότι δεν επηρεάζονταν τα δικαιώματα της εφεσείουσας από την προαναφερόμενη απόφαση-διάταγμα. Εφόσον η εφεσείουσα δεν ήταν διάδικος στην προαναφερόμενη διαδικασία μεταξύ ενάγοντα και εναγόμενου 3, αυτή ήταν απόλυτα ελεύθερη να προβάλει την υπεράσπιση της στην Αγωγή 3308/13 και παράλληλα να προωθήσει και την απαίτηση της σε άλλη σχετική αγωγή, την Αγωγή 2064/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, την οποία η τράπεζα και εδώ αιτήτρια είχε εγείρει εναντίον του Άγγλου αγοραστή και άλλου προσώπου. Προς τούτο έκαμε αναφορά στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Γ & Κ Βιονευρολογική Λτδ κ.α. (2011) 1 ΑΑΔ 234. Κατά συνέπεια απέρριψε την αίτηση για άδεια.   

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και, με όλον τον προσήκοντα σεβασμό, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη. Το συμπέρασμα μας βασίζεται στο γεγονός ότι από το προαναφερόμενο απόφαση-διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην Αγωγή 3308/13, τουλάχιστον, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι επηρεάζονται αρνητικά (συμβατικά) δικαιώματα της εφεσείουσας που απορρέουν από συναλλαγές που έγιναν μεταξύ της εφεσείουσας και του ενάγοντα, με τη χρήση του προαναφερόμενου (γενικού) πληρεξουσίου εγγράφου. Αυτό φαίνεται από το ότι στο προαναφερόμενο διάταγμα αναγράφεται ότι οποιαδήποτε συναλλαγή έλαβε χώραν κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, είναι άκυρη εξ υπαρχής και μη δυνάμενη να προσδώσει στον ενάγοντα υποχρέωση και κατά συνέπεια, στην εφεσείουσα, δικαιώματα. 

Η υπόθεση Βιονευρολογική (ανωτέρω) διακρίνεται από την παρούσα, καθότι σε εκείνη την περίπτωση λήφθηκε απόφαση εναντίον εγγυητή, στη βάση εκκαθαρισμένης απαίτησης και αποφασίστηκε ότι η απόφαση εναντίον του εγγυητή δεν αποστερούσε τον πρωτοφειλέτη από το δικαίωμα του να προβάλει την υπεράσπιση του. Στην προκείμενη περίπτωση, με το προαναφερόμενο διάταγμα-απόφαση εναντίον του εναγομένου 3 φαίνεται να επηρεάζονται, άμεσα, δικαιώματα και επομένως και η υπεράσπιση της εφεσείουσας-εναγόμενης 1.

Με δεδομένο λοιπόν ότι, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι παραβιάστηκε το νόμιμο και θεμιτό δικαίωμα της εφεσείουσας να ακουστεί, πριν την έκδοση απόφασης που επηρεάζει αρνητικά τα συμφέροντα της, προχωρούμε στην εξέταση της ύπαρξης εναλλακτικής θεραπείας.

Στην προκείμενη περίπτωση, η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσείουσα υπέδειξε στην Ολομέλεια ότι δεν προσφέρεται διαζευκτική θεραπεία. Η προσέγγιση αυτή είναι ορθή. Η θεραπεία που παρέχεται από τη Δ.48.8 (4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, με σκοπό τον παραμερισμό ενδιάμεσης απόφασης που εκδόθηκε ερήμην, δεν προσφέρεται στην προκείμενη περίπτωση καθότι η παρούσα απόφαση εναντίον του εναγομένου 3 είναι τελική απόφαση. Επιπρόσθετα δεν φαίνεται να προσφέρεται και το ένδικο μέσο της έφεσης στην εφεσείουσα εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης-διατάγματος, εφόσον η εφεσείουσα δεν ήταν διάδικος στη διαδικασία μεταξύ ενάγοντα και εναγόμενου 3.

Έστω, όμως και αν παρείχετο διαζευκτική θεραπεία, επίκληση εξαιρετικών περιστάσεων γίνεται από την εφεσείουσα στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για παροχή άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari και ειδικά στις παραγράφους 6, 7 και 8 της ενόρκου δηλώσεως. Τα στοιχεία που παρατίθενται και τα οποία περιστρέφονται γύρω από την αδικία που προκλήθηκε στην εφεσείουσα από την έκδοση απόφασης ερήμην, υπέρ του ενάγοντα και εις βάρος του εναγόμενου 3, κατά παράβαση του δικαιώματος της να ακουστεί, συνιστούν, εκ πρώτης όψεως, και εξαιρετικές περιστάσεις.

..................................................».  

      Φαίνεται από όλα όσα έχουν τεθεί - και χωρίς (το ξαναλέγω), να αποτυπώνω οιονδήποτε εύρημα παρά μόνον εξ όψεως εντύπωση - πως δικαιολογείται η ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για χορήγηση της άδειας περί ης αίτηση.

 

      Τούτη, παρέχεται, κατά τα αιτητικά Α, Β, Γ, Δ στην αίτηση.

 

      Κατά τις προβλέψεις των Κανονισμών 8 και 9 των Περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικών Κανονισμών 2018, η αίτηση διά κλήσεως να καταχωριστεί μέχρι την Παρασκευή 18.6.21. Να οριστεί για την 25.6.21 (στις 8:30 π.μ.) και να επιδοθεί το συντομότερον προς τους καθ' ων η αίτηση.

 

                                                                                      Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο