ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KYRIACOS ALEXANDROU MYLONAS AND 2 OTHERS ν. MARGARITA KAILI (1967) 1 CLR 77
MOUSTAFA IMAM ν. COSTAS S. PAPACOSTAS (1968) 1 CLR 207
SOLOMOS KYRIACOU ν. NICOS ARISTOTELOUS (1970) 1 CLR 172
SOLON CHARALAMBIDES ν. YIANGOS HJI SOTERIOU & SON AND OTHERS (1975) 1 CLR 269
GLAFX LTD. ν. LOIZIA (1984) 1 CLR 729
Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 ΑΑΔ 1003
Bullows ν. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 ΑΑΔ 41
Kρομμύδα Xριστίνα Kωστή ν. Παρασκευούς Xαραλάμπους Γιάγκου (1994) 1 ΑΑΔ 665
Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 340
Xριστοδούλου Aνδρέας ν. Θεοδώρας Aγαθοκλέους (1997) 1 ΑΑΔ 396
Σολωμού Kαλομοίρα Σάββα ν. Eταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd. (1998) 1 ΑΑΔ 300
Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ και ’λλος ν. Ανδρέα Αλωνεύτη (2002) 1 ΑΑΔ 1863
Χ"Παύλου Χρίστος ν. ’ννας Κυριάκου και ’λλου (2006) 1 ΑΑΔ 236
Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ. (2006) 1 ΑΑΔ 705
Φιλίππου Χρυσόστομος ν. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ. και ’λλου (2006) 1 ΑΑΔ 1124
Baloise Insurance Co Ltd ν. Xαράλαμπου Kατωμονιάτη και ’λλων (2008) 1 ΑΑΔ 1275
Pαδιοφωνικό Ίδρυμα Kύπρου ν. Xαράλαμπου Kαψού (2009) 1 ΑΑΔ 1175
Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Κυριάκου Παπακυριάκου (2012) 1 ΑΑΔ 774
"Αλήθεια" Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Thamira Food Manufacturers Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 2276
Γ.Ι. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.44/2019, 18/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:B315
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:A187
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 62/2014
11 Μαΐου 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
1. BRAINVIBES LTD
2. XXX ΠΑΤΤΙΧΗΣ
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
1. ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
2. ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΚΡΟΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
3. XXX ΚΑΣΙΝΙΔΟΥ
4. XXX ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΗ
Εφεσίβλητοι
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΕΦΕΣΗ
1. ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
2. ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΚΡΟΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
3. XXX ΚΑΣΙΝΙΔΟΥ
4. XXX ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΗ
ΚΑΙ
1. BRAINVIBES LTD
2. XXX ΠΑΤΤΙΧΗΣ
Στ. Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες και Εφεσίβλητους στην Αντέφεση.
Ι. Τυπογράφος για Ίκαρος Τυπογράφος & Σία, για τους Εφεσίβλητους και Εφεσείοντες στην Αντέφεση.
---------------
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Σε τρείς διαδοχικές ημερομηνίες το Μάϊο του 2006, δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «ο Φιλελεύθερος» τρία άρθρα που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν δυσφημιστικά για την Εφεσείουσα 1 εταιρεία εμπορίας φαρμακευτικών προϊόντων και τον Εφεσείοντα 2 διευθυντή της. Ωστόσο, απέρριψε την αγωγή τους εναντίον της Εφεσίβλητης 1 εταιρείας, ιδιοκτήτριας και εκδότριας της εφημερίδας, της Εφεσίβλητης 2 εταιρείας, υπεύθυνης για τη διανομή της εφημερίδας και των Εφεσίβλητων 3 και 4, συνταχτών του τελευταίου και των πρώτων δύο δημοσιευμάτων αντίστοιχα, αφού διαπίστωσε ότι και τα τρία ήταν προνομιούχα υπό επιφύλαξη.
Η διαπίστωση αυτή, που καθόρισε την έκβαση της αγωγής, προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αναιτιολόγητη με το λόγο έφεσης 1.
Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα 2, ενώ με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η θετική αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης 3.
Με το λόγο έφεσης 4 προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αδικαιολόγητη η απόρριψη της αγωγής εναντίον του Εφεσίβλητου 4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφασίσει ότι τα πρώτα δύο δημοσιεύματα, που είχε συντάξει ο Εφεσίβλητος 4, ήταν δυσφημιστικά μόνο εξεταζόμενα σωρευτικά με το τρίτο. Έτσι τα εξέτασε, σε σχέση όμως με τις Εφεσίβλητες 1 και 2 μόνο. Όχι στην έκταση που αφορούσε τον Εφεσίβλητο 4, στη βάση της διαπίστωσης του ότι δεν υπήρχε προσυνεννόηση του με την Εφεσίβλητη 3, συντάχτρια του τρίτου δημοσιεύματος.
Με το λόγο έφεσης 5 προσβάλλεται ως έκδηλα ανεπαρκές το ποσό που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι θα επιδίκαζε ως αποζημιώσεις εάν η αγωγή είχε επιτύχει, ενώ με το λόγο έφεσης 6 προσβάλλεται η διαταγή ως προς τα έξοδα στη βάση ότι η αγωγή θα έπρεπε να επιτύχει.
Σημειώνουμε, εκ προοιμίου, ότι όταν η διαταγή ως προς τα έξοδα θεωρείται εσφαλμένη μόνο στη βάση ότι το αποτέλεσμα της αγωγής θα έπρεπε να ήταν διαφορετικό, παρέλκει η προσβολή της με ξεχωριστό λόγο έφεσης. Εφόσον το αποτέλεσμα ήθελε ανατραπεί, στη βάση λόγων που αφορούν την ουσία της υπόθεσης, το Εφετείο θα προβεί στην πρέπουσα διαταγή ως προς τα έξοδα και της πρωτόδικης διαδικασίας ανατρέποντας, όπου απαιτείται, τη σχετική διαταγή.
Με το λόγο αντέφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένο, αναιτιολόγητο και ιδιαιτέρα ψηλό το ποσό που θα επιδικαζόταν εφόσον η αγωγή επετύγχανε, ενώ με το λόγο αντέφεσης 2 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της προβαλλόμενης από τους Εφεσίβλητους υπεράσπισης της αλήθειας.
Προτού εγκύψουμε επί των λόγων έφεσης και αντέφεσης, κρίνουμε επιβεβλημένο να αναφερθούμε στο ζήτημα που τα επίδικα δημοσιεύματα αφορούσαν και το περιεχόμενο τους.
Κατά τους ουσιώδης χρόνους, δηλαδή το Μάϊο του 2006 και από το Σεπτέμβριο του 2005, διεξαγόταν από την Αστυνομία έρευνα για παρατυπίες στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Κράτους, ο διευθυντής των οποίων τελούσε υπό διαθεσιμότητα. Είχε προηγηθεί η ολοκλήρωση, τον Αύγουστο του 2005, πορίσματος από τον Ανδρέα Μολέσκη, Γενικό Διευθυντή στο Γραφείο Προγραμματισμού, τον οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο είχε διορίσει ως ερευνώντα λειτουργό. Το πόρισμα είχε παραδοθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά δεν είχε δημοσιευτεί.
Στο πρώτο δημοσίευμα, ημερ.15.5.2006, αναφερόταν ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ζητήσει σχετική έκθεση από την Αστυνομία και σημειωνόταν ότι:
«οι έρευνες επικεντρώνονται σε συμβόλαια που έγιναν με ιδιωτικές εταιρείες και του κράτους για προμήθεια φαρμάκων, ώστε να φανούν οι διαδικασίες που ακολουθούνταν, αν κατέληγαν στα ίδια πρόσωπα και αν αποκλείονταν άλλοι που είχαν καλύτερες τιμές.
Για την υπόθεση είχε διεξαχθεί έρευνα υπό τον Ανδρέα Μολέσκη, ο οποίος στο πόρισμα του είχε εντοπίσει 25 περιπτώσεις συμβολαίων που έχρηζαν διερεύνησης. Στη συνέχεια προέκυψε ανάγκη για εξέταση άλλων 50 περίπου συμβολαίων. Επίσης στο πόρισμα αναφέρεται ότι σε τέσσερις περιπτώσεις υπήρξε κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, ενώ καταγράφονται υποθέσεις για φερόμενες διασπαθίσεις δημοσίου χρήματος με την ανάθεση συμβολαίων σε συγκεκριμένες εταιρείες.»
Στο δεύτερο δημοσίευμα, ημερ.16.5.2006, αναφερόταν ότι η έκθεση της Αστυνομίας παραδιδόταν την ημέρα εκείνη στο Γενικό Εισαγγελέα και σημειωνόταν ότι:
«στην έκθεση καταγράφονται λεπτομερώς όλα τα ευρήματα και κυρίως αυτό που επεσήμανε και ο Ερευνών Λειτουργός Ανδρέας Μολέσκης, ότι δηλαδή πολλοί γνώριζαν για το τι συνέβαινε στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, αλλά ουδείς μιλούσε. Από τις 200 και πλέον καταθέσεις φαίνεται πως οι διαδικασίες που ακολουθούνταν από την παραγγελία ενός φαρμάκου μέχρι την παραλαβή (όχι σε όλες τις περιπτώσεις) δεν τηρούνταν κατά γράμμα οι διαδικασίες, ενώ υπήρξαν λάθη και παραλείψεις.»
Στο τρίτο δημοσίευμα, ημερ.17.5.2006, αναφερόταν ότι:
«Από την έρευνα, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύει σήμερα ο «Φ», ο κ. Μολέσκης εντοπίζει σωρεία περιπτώσεων, στις οποίες διαπιστώνονται παραβιάσεις τόσο της νομοθεσίας περί φαρμάκων, όσο και της νομοθεσίας περί προσφορών, καθώς και παρατυπίες στην εφαρμογή των προβλεπόμενων διαδικασιών. Αναλύονται, μάλιστα, οι παραβιάσεις με αναφορά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις
Αναφέρεται συγκεκριμένα στην έκθεση: «Ο διευθυντής Φαρμακευτικών Υπηρεσιών σε συνεργασία με την ανώτερη φαρμακευτική λειτουργό (το όνομα της αναφέρεται σε αρκετά σημεία της έκθεσης) προχώρησε σε επιλεκτικά αυστηρή εφαρμογή των προνοιών του νόμου, οδηγώντας σε δραστική μείωση των φαρμάκων με άδεια κυκλοφορίας και παράλληλα, με ιδιαίτερη χαλαρότητα μέσω του δημόσιου τομέα, προωθούσε την αγορά φαρμάκων που ποτέ προηγουμένως δεν είχαν κυκλοφορήσει στην Κύπρο. Σημειώνεται ότι για την αγορά των φαρμάκων αυτών, έγινε χρήση σε υπέρμετρο βαθμό των συνοπτικών διαδικασιών που προβλέπει ο νόμος προς όφελος δύο εταιρειών, της BrainVibes Ltd [πρόκειται για την Εφεσείουσα 1] και της [αναφέρεται το όνομα μιας άλλης εταιρείας]. Η πιο πάνω αντιφατική πολιτική, να υπάρχει δηλαδή υπέρμετρη αυστηρότητα στην εγγραφή και κυκλοφορία φαρμάκων στην ιδιωτική αγορά και την ίδια στιγμή, να εξαιρούνται από τις πρόνοιες της νομοθεσίας οι αγορές του δημοσίου, ώθησαν όπως ήταν φυσιολογικό, στη συρρίκνωση του ιδιωτικού τομέα, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να στρέφονται ολοένα και περισσότερο προς το δημόσιο τομέα για να εξασφαλίσουν τα φάρμακά τους, που δεν ήταν πλέον διαθέσιμα στην ιδιωτική αγορά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ στην έκθεση Μολέσκη αναφέρεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 82 της νέας νομοθεσίας (περί φαρμάκων) για να εξασφαλίσει κάποιος άδεια χονδρικής πώλησης, πρέπει μεταξύ άλλων:
(α) Να έχει δύο τουλάχιστον χρόνια πείρα στο χονδρικό/λιανικό εμπόριο όταν είναι απόφοιτος εξατάξιας σχολής. Στην περίπτωση του διευθυντή της BrainVibes Ltd (σημείωση, μαζί με την [αναφέρεται το όνομα της άλλης εταιρείας], όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, έτυχαν ευνοιοκρατικής μεταχείρισης από το διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, xxx Παναγή) δόθηκε η άδεια χωρίς να έχει την απαιτούμενη πείρα.
(β) Να έχει παρακαθήσει επιτυχώς στις εξετάσεις. Δημιουργούνται ερωτηματικά, σημειώνει ο κ. Μολέσκης, αναφορικά με το αδιάβλητο των εξετάσεων στην περίπτωση του διευθυντή της BrainVibes Ltd δεδομένου ότι οι ερωτήσεις για το γραπτό από τουλάχιστον δύο μέλη της Επιτροπής (αναφέρονται τα ονόματα δύο ανώτερων φαρμακευτικών λειτουργών) είχαν δοθεί στην ιδιαιτέρα του διευθυντή (Φαρμακευτικών Υπηρεσιών) 1-3, μέρες προηγουμένως, λόγω υποχρεώσεών τους στο εξωτερικό. Σημειώνεται ότι η πρακτική είναι να δίνονται οι ερωτήσεις και να δακτυλογραφείται το γραπτό την ίδια μέρα των εξετάσεων.»
Θα ασχοληθούμε πρώτα με τους λόγους έφεσης 2 και 3 ώστε να ξεκαθαρίσει το υπόβαθρο γεγονότων επί του οποίου θα κριθεί η υπόθεση.
Σε σχέση με το ζήτημα της αξιολόγησης των μαρτύρων, αναφέρεται στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, 320-1, ότι:
«Στο δικό ΅ας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται ΅όνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου,(1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan (1981) 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο ΅ε το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται ΅ε την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C. L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208) ».
Στη μεταγενέστερη Baloise Ins.Co. Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, επεξηγήθηκε ότι:
«με βάση την καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows ν. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Τόσο η Σολωμού, όσο και η Baloise , αναφέρονται με επιδοκιμασία στις πιο πρόσφατες Τοφαρίδου ν. Επίσημου Παραλήπτη ως Προσωρινού Εκκαθαριστή της Εταιρείας E & K Elian Developers Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση 14/2013, ημερ. 28.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:D267 και Ιωάννου ν. Δημοκρατία, Ποινική Έφεση 44/2019, ημερ. 18.9.2020.
Σε σχέση με τον Εφεσείοντα 2 υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιέβαλε τη μαρτυρία του με γενικούς και αόριστους χαρακτηρισμούς, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα σημεία της. Προσβάλλεται η μεθοδολογία της αξιολόγησης της μαρτυρίας του και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε σε ζητήματα άσχετα των επιδίκων και πλανήθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα της επίδικης διαφοράς. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ήταν έτσι εσφαλμένη και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επιβεβαιώνονταν από την ενώπιον του μαρτυρία.
Η επί του προκειμένου αγόρευση των δικηγόρων των Εφεσείοντων περιορίστηκε στην υπόδειξη σχετικής νομολογίας και επανάληψη της αιτιολογίας του λόγου. Η μόνη αναφορά στη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 αφορούσε στην έλλειψη θύμησης που αυτός είχε επικαλεστεί, αποτέλεσμα τροχαίου δυστυχήματος που είχε. Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εντελώς άδικα αμφισβήτησε τις επιπτώσεις του δυστυχήματος στον Εφεσείοντα 2.
Αυτό που είχε διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι ενώ σε αριθμό ερωτήσεων που αφορούσε την ακολουθητέα από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες συνοπτική διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων στην Εφεσείουσα 1, ο Εφεσείοντας 2 επικαλέστηκε αμνησία λόγω δυστυχήματος που είχε πριν την ακροαματική διαδικασία, στη συνέχεια, για τα ίδια και παραπλήσια ζητήματα εξέφρασε έντονη άποψη. Από την μαρτυρία του εύλογα προέκυπτε το συμπέρασμα ότι είχε επιλεκτική μνήμη, αποφεύγοντας να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις, συμπεριφορά που δικαιολογημένα μπορούσε να τον κατατάξει ως αναξιόπιστο μάρτυρα.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι σε επιμέρους ζήτημα η μαρτυρία του ήταν αντιφατική. Παρά το ότι ρητά ανέφερε ότι η πρόθεση της Εφεσείουσας 1 ήταν να διεισδύσει στην αγορά κάνοντας γνωστά τα φάρμακα που εισήγαγε μέσω των διαδικασιών του δημοσίου, κατά την αντεξέταση του αποκαλύφθηκε ότι δεν γνώριζε τις διαδικασίες των διαγωνισμών και παραδέχτηκε ότι ούτε όταν σύστηνε την Εφεσείουσα 1 τις γνώριζε. Όταν του υποδείχθηκε η αντίφαση, αναίρεσε τη θέση του αναφέροντας ότι γνώριζε τις διαδικασίες. Διαφοροποιήθηκε ακόμα αναφέροντας ότι πρόθεση της Εφεσείουσας 1 ήταν να δραστηριοποιηθεί μόνο στις συνοπτικές διαδικασίες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσει τον Εφεσείοντα 2 στο εδώλιο του μάρτυρα, διαπίστωσε, όπως σημειώνει στην απόφαση του, την έκδηλη πρόθεση του να μηδενίσει κάθε τι αντίθετο από εκείνο που ο ίδιος υποστήριζε και να απορρίψει το σύνολο των θέσεων που του είχαν τεθεί. H εντύπωση που αποκόμισε ήταν ότι στόχος του δεν ήταν η αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά η προώθηση των προσωπικών του συμφερόντων, διαπιστώνοντας ακόμα ότι η μαρτυρία του διακατεχόταν από αοριστολογία, ασάφεια και αντίφαση.
Επρόκειτο για ευρήματα στα οποία εύλογα μπορούσε να καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν βρίσκουμε κανένα βάσιμο λόγο για να επέμβουμε σε αυτά. Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Σε σχέση με την Εφεσίβλητη 3 υποστηρίζεται ότι αυτή είχε υποπέσει σε σημαντικές αντιφάσεις και υπεκφυγές οι οποίες κλόνιζαν την αξιοπιστία της, στις οποίες όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα και ότι κατάληξε σε ευρήματα που δεν επιβεβαιώνονταν από την ενώπιον του μαρτυρία. Το μόνο συγκεκριμένο ζήτημα που αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου αφορά στη θέση ότι ανασκεύασε την αρχική της θέση πως δεν γνώριζε ότι η αμεροληψία του ερευνώντα λειτουργού είχε αμφισβητηθεί έντονα.
Και αυτό δεν είναι ορθό. Η Εφεσίβλητη 3 δεν ανασκεύασε την αρχική της θέση ότι δεν γνώριζε για αμφισβήτηση της αμεροληψίας του ερευνώντα λειτουργού. Αυτό που γνώριζε ήταν για το ενδεχόμενο καταχώρησης αγωγής από το διευθυντή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών εναντίον του ερευνώντα λειτουργού.
Ό,τι άλλο συγκεκριμένο αναφέρθηκε στην αγόρευση των δικηγόρων των Εφεσειόντων αφορούσε στην παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη 3 τήρησε απόσταση στην υποβολή που της είχε τεθεί ότι τα επίδικα δημοσιεύματα συνιστούσαν λίβελλο. Δυσκολεύονται να αντιληφθούν, αναφέρουν, πως η απάντηση της, ότι δεν είχε τίποτα να πει, αποκάλυπτε ειλικρίνεια. Δεν ήταν άτοπη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να της αποδώσει ειλικρίνεια, εφόσον δεν προσέτρεξε να αρνηθεί τη θέση, που, αν ήταν ορθή, στοιχειοθετούσε πτυχή της εναντίον της και των άλλων Εφεσίβλητων υπόθεσης.
Είχε ακόμα σημειώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η Εφεσίβλητη 3, χωρίς περιστροφές και χωρίς ίχνος ενδοιασμού παραδέχτηκε ότι δεν είχε επικοινωνία με τους Εφεσείοντες πριν τη δημοσίευση του άρθρου της, ενώ η αναφορά της για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πριν το χρόνο έκδοσης των επίδικων δημοσιευμάτων, υποστηριζόταν από τα τεκμήρια που είχαν παρουσιαστεί.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της Εφεσίβλητης 3 ήταν, μέσα από την ενώπιον του μαρτυρία, επιτρεπτά και εύλογα και δεν βρίσκουμε κανένα λόγο για να επέμβουμε σε αυτά. Ακολουθεί ότι και ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Η πρωτόδικη κρίση ότι τα τρία δημοσιεύματα έπρεπε να εξεταστούν σωρευτικά δεν προσβάλλεται με την αντέφεση, ούτε και η κατάληξη πως έτσι εξεταζόμενα ήταν όλα δυσφημιστικά για τους Εφεσείοντες. Έτσι, η υπόθεση κρίνεται στο κατά πόσο και τα τρία δημοσιεύματα ήταν προνομιούχα υπό επιφύλαξη, όπως αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το άρθρο 21(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, προνοεί ότι η δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος είναι πρovoμιoύχα, υπό την επιφύλαξη ότι έγινε καλή τη πίστει, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων: (α) αν η σχέση μεταξύ του προσώπου από το oπoίo και του προσώπου πρoς το oπoίo έγινε η δημοσίευση είναι τέτοια ώστε το πρόσωπο που δημοσίευσε vα τελεί υπό voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα δημoσιεύσει αυτό πρoς τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση και o τελευταίoς έχει αvτίστoιχo συμφέρov στη λήψη τoυ δημoσιεύματoς, νοουμένου ότι η δημoσίευση δεv υπερβαίvει είτε κατ' έκταση είτε κατ' oυσία τo εύλoγα επαρκές υπό τις περιστάσεις. Στο εδάφιο (2) προβλέπεται ότι η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς δεv θεωρείται ότι έγιvε καλή τη πίστει από πρόσωπo εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (1) αv καταδειχθεί ότι-
«(α) Τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός δεv πίστευε αυτό ως αληθές͘ ή
(β) τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός πρoέβηκε στη δημoσίευση χωρίς vα καταβάλει εύλoγη φρovτίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθoύς ή τoυ αvαληθoύς αυτoύ͘ ή
(γ) πρoβαίvovτας στη δημoσίευση, εvήργησε με σκoπό βλάβης τoυ πρoσώπoυ πoυ δυσφημείται σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo ή κατά τρόπo σημαvτικά διαφoρετικό τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ για τo κoιvό συμφέρov ή για τηv πρoστασία τoυ ιδιωτικού δικαιώματoς ή συμφέρovτoς σε σχέση με τo oπoίo αξιώvει πρovόμιo.»
Στο εδάφιο (3) προνοείται ότι αv η δημoσίευση θα μπoρoύσε vα θεωρηθεί πρovoμιoύχα βάσει τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (1), και εγερθεί η υπεράσπιση τoυ πρovoμίoυ, τo βάρoς της απόδειξης ότι η δημoσίευση αυτή δεv έγιvε καλή τη πίστει φέρει o εvάγovτας.
Η έκταση κάθε λόγου έφεσης διέρχεται και διαπιστώνεται μέσα από την αιτιολόγηση του. Σκοπός του κανόνα είναι η εξάλειψη από τα επίδικα θέματα εκείνου του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που δεν είναι υπό αμφισβήτηση και με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο περιορισμός των επιδίκων θεμάτων της έφεσης στα αμφισβητούμενα ζητήματα (Κρομμύδα ν. Γιάγκου (1994) 1 Α.Α.Δ. 665, 667-8).
Μέσα από την αιτιολόγηση του λόγου έφεσης 1, προκύπτει πως δεν αμφισβητείται η πρωτόδικη επιμέρους κρίση ότι τα δημοσιεύματα αφορούσαν ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος και πως ήταν υποχρέωση των δημοσιογράφων που έλαβαν γνώση του ζητήματος να ενημερώσουν σχετικά το ευρύ κοινό, που είχε αντίστοιχο δικαίωμα στην ενημέρωση.
Ό,τι παραμένει προς εξέταση, στο στάδιο αυτό, είναι κατά πόσο τα δημοσιεύματα και ουσιαστικά το τρίτο υπερέβηκε, είτε κατ' έκταση είτε κατ' oυσία, τo εύλoγα επαρκές υπό τις περιστάσεις, κατά πόσο δηλαδή η αναφορά στο όνομα της Εφεσείουσας 1 εταιρείας και η αναφορά στον διευθυντή της, του οποίου το όνομα δεν αναφερόταν, συνιστούσε τέτοια υπέρβαση. Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση δεν είχε αμφισβητηθεί ότι ο Εφεσείων 2 «ήταν ο διευθυντής και μοναδικός μέτοχος τούτης», δηλαδή της Εφεσείουσας 1. Με την αιτιολογία του λόγου έφεσης 1 ζητείται η εξέταση του ζητήματος στα πλαίσια της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 21, ωστόσο η επιφύλαξη της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) επιβάλλει την εξέταση του σε αυτό το στάδιο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε επί του προκειμένου ότι, εφόσον οι Εφεσίβλητοι στόχευαν στην ενημέρωση του κοινού για το αποτέλεσμα του πορίσματος, δεν ήταν δυνατό να μην αναφερθούν στην Εφεσείουσα 1 εταιρεία και το διευθυντή της. Και τούτο γιατί η εμπλοκή της Εφεσείουσας 1 αποτελούσε μια από τις παραμέτρους της διερεύνησης σύμφωνα με τους όρους εντολής που έλαβε ο ερευνών λειτουργός, από τον οποίο είχε ζητηθεί να διερευνήσει κατά πόσο η Εφεσείουσα 1 εταιρεία είχε τύχει μεροληπτικής μεταχείρισης από το διευθυντή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών. Αναφερόταν στους όρους εντολής ότι:
«Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 13/04/2005 (αρ. απόφασης 61.878) «. να διορίσει τον κ. Ανδρέα Μολέσκη, Γενικό Διευθυντή στο Γραφείο Προγραμματισμού, ως Ερευνώντα Λειτουργό, για να διεξαγάγει έρευνα για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από το Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, κ. xxx Παναγή, τα οποία σχετίζονται μεταξύ άλλων και με τα ακόλουθα:
α) Τη μεροληπτική μεταχείριση υπέρ συγκεκριμένων εταιρειών, τη BrainVibes Ltd [πρόκειται για την Εφεσείουσα 1] και την [αναφέρεται το όνομα μιας άλλης εταιρείας], σε βάρος άλλων (με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία δυνατό να μην δικαιούνται να τύχουν άδειας κυκλοφορίας ή εμπορίας φαρμακευτικών σκευασμάτων).
β) Τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος.
γ) Την παραβίαση κανονισμών και νόμιμων διαδικασιών για την προμήθεια ιατροφαρμακευτικού υλικού.
δ) Την ενδεχόμενη απειλή της δημόσιας υγείας.»
Καταλήγουμε ότι η επιμέρους πρωτόδικη κρίση ήταν ορθή, για τους λόγους που εξηγήθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση. Η αναφορά στο τρίτο δημοσίευμα στο όνομα της Εφεσείουσας 1 και στο διευθυντή της, ως επίσης και στο αντικείμενο της εξέτασης γι' αυτούς, δεν υπερέβηκε, είτε κατ' έκταση είτε κατ' ουσία, το εύλογα επαρκές υπό τις περιστάσεις.
Επομένως, τύγχανε εφαρμογής η παράγραφος (α) του άρθρου 21(1) και οι επίδικες δημοσιεύσεις ήταν πρovoμιoύχες, νοουμένου ότι είχαν γίνει με καλή πίστη.
Κατ' ακολουθία του ευρήματος του σε σχέση με την αξιοπιστία της Εφεσίβλητης 3, συντάχτριας του τρίτου δημοσιεύματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα αποδέχτηκε ότι το κίνητρο της για τη δημοσίευση του δημοσιεύματος της ήταν η ενημέρωση του κοινού και όχι η εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού. Περαιτέρω, εύλογη ήταν και η κατάληξη του ότι αυτή δεν διακατεχόταν από έχθρα κακοβουλία ή κακοπιστία έναντι των Εφεσειόντων. Επομένως, η επιμέρους κατάληξη του, ως προς την υποκειμενική διάσταση του ζητήματος, ήταν στη βάση σχετικής μαρτυρίας εύλογη και αιτιολογημένη.
Παραμένει να εξεταστεί η αντικειμενική διάσταση του ζητήματος, κατά πόσο δηλαδή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι δημοσιεύσεις δεν έγιναν με καλή πίστη, στη βάση του εδαφίου (2) του άρθρου 21, που προϋποθέτει να έχει αποδειχτεί τουλάχιστον μια από τις περιστάσεις που περιγράφονται στις παραγράφους (β) ή και (γ) αυτού.
Οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν αποταθεί στους Εφεσείοντες για να ζητήσουν την άποψη τους πριν προβούν στις επίδικες δημοσιεύσεις και επ' αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτεταμένα με το κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι είχαν προβεί στις επίδικες δημοσιεύσεις χωρίς να καταβάλουν «εύλoγη φρovτίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθoύς ή τoυ αvαληθoύς αυτoύ͘ », δηλαδή των όσων δημοσίευσαν.
Οι Εφεσείοντες, με αναφορά στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπακυριακού (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 774, 789 και Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. ν. Αλωνεύτη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863, 1884-5, ότι η απόδοση προνομιακού χαρακτήρα σε δημοσίευμα, συναρτάται με σειρά παραγόντων που έχουν στο επίκεντρο το καθήκον του τύπου να διερευνά την αλήθεια εκείνων τα οποία δημοσιεύει και να προβάλλει με δίκαιο τρόπο διιστάμενες εκδοχές γι' αυτά, υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν αποταθεί στους Εφεσείοντες για να ζητήσουν την άποψη τους τεκμηριώνει την απουσία καλής πίστης.
Στη βάση ότι είναι οι περιστάσεις της κάθε υπόθεσης που αναδεικνύουν ποιες είναι οι ενδεδειγμένες ενέργειες που όφειλε να εκπληρώσει ο δημοσιογράφος και δεν υφίσταται άκαμπτος κανόνας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσίβλητοι ορθά δεν αποτάθηκαν στους Εφεσείοντες για να ζητήσουν την άποψη τους πριν προβούν στις επίδικες δημοσιεύσεις. Όλα τα δυσφημιστικά στοιχεία του τρίτου δημοσιεύματος συνιστούσαν αντιγραφή μερών του πορίσματος Μολέσκη και απέδιδαν με ακρίβεια τα αποτελέσματά του. Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο το πόρισμα ήταν επίσημο και έγκυρο έγγραφο που αντανακλούσε το αποτέλεσμα της διερεύνησης που ζητήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και που είχε ήδη κατατεθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο. Παρέπεμψε στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Thamira Food Manufactures Ltd (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2276, 2285, όπου η στάση της εφημερίδας να βασιστεί πάνω στα ευρήματα του Κρατικού Χημείου για σκοπούς τεκμηρίωσης του άρθρου της κρίθηκε δικαιολογημένη. Τα γεγονότα στα οποία στηρίχθηκαν οι εφεσείοντες στην Thamira, προκύπταν από έκθεση κρατικού οργάνου, χωρίς οι ίδιοι να είχαν απολύτως καμιά υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω διερεύνηση ή να ζητήσουν την άποψη των εφεσίβλητων επ' αυτού (βλ. ακόμα Jameel (Mohammed) v. Wall Street Journal Europe SPRL [2006] UKHL 44, [2007] 1 A.C. 359 και Flood v. Times Newspapers Limited [2012] UKSC 11, παρ.80, 87, 98 και 167). Ανάφερε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ήταν και υποχρέωση των Εφεσίβλητων να απόσχουν από προσωπική διερεύνηση ώστε να μην επηρεάσουν δυσμενώς τις έρευνες των διωκτικών αρχών παρεμβαίνοντας με μάρτυρες, να μην προκαταλάβουν την κοινή γνώμη με αγνώστου ποιότητας πληροφορίες και βεβαίως να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ν. Καψού (2009) 1(Β) Α.Α.Δ.1175, 1189 και 1197). Και δεν συμφωνούμε με τη θέση των Εφεσείοντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα την Καψού, επειδή τα δεδομένα εκεί ήταν διαφορετικά. Η αρχή να μην παρεμβαίνει ο δημοσιογράφος κατά τρόπο που να είναι δυνατό να επηρεάσει την ποινική έρευνα που διεξάγει η Αστυνομία, ασφαλώς και εφαρμοζόταν και στην επίδικη περίπτωση.
’λλωστε, όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η πτυχή της έρευνας που αφορούσε τους Εφεσείοντες είχε τεθεί υπόψη τους, σε συνάντηση του ερευνώντα λειτουργού με τον Εφεσείοντα 2 και είχαν την ευκαιρία να απαντήσουν. Το επιμέρους παράπονο των Εφεσείοντων ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίστηκε στο εσφαλμένο εύρημα του ότι ο ερευνών λειτουργός ζήτησε τη θέση τους «για τα πλείστα τόσα ζητήματα που απασχόλησαν το πόρισμα του», είναι ανεδαφικό. Ήταν η θέση των ιδίων ότι ο ερευνών λειτουργός δεν ζήτησε τη θέση τους «για τα πλείστα τόσα ζητήματα που απασχόλησαν το πόρισμα του» και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι «αυτή η θέση δεν αντανακλά όλη την αλήθεια». Και για να υποδείξει ότι είχαν υποβληθεί ερωτήσεις από τον ερευνώντα λειτουργό επί συγκεκριμένου ζητήματος, αναφέρθηκε και στο περιεχόμενο επιστολής των Εφεσειόντων προς αυτόν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απαντούσε στη θέση των Εφεσειόντων και για το ζήτημα δεν είχε σημασία ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν υπόψη τους το περιεχόμενο της επιστολής.
Ήταν η καταληκτική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα επίδικα δημοσιεύματα απέδωσαν με ακρίβεια τα αποτελέσματα του πορίσματος και με σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας των Εφεσείοντων γνωστοποίησαν ότι διεξάγονταν έρευνες από τις διωκτικές αρχές, υπερτονίζοντας ότι επρόκειτο για διερεύνηση και όχι οτιδήποτε άλλο. Είχαν μάλιστα, σημειώνεται, αποφύγει να αναφερθούν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα τα οποία ήταν πολύ επιβλαβή για τους Εφεσείοντες. Αυτή η στάση τους, αναδείκνυε ότι δεν διακατέχονταν από κακοπιστία ή κακοβουλία και ότι μοναδικός στόχος τους ήταν η έγκυρη ενημέρωση του κοινού. Επομένως, στην περίπτωση δεν είχε εφαρμογή ούτε η παρ.(γ) του εδαφίου (2).
Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση του ζητήματος κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι είχαν καταβάλει εύλογη φροντίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθούς ή τoυ αναληθούς των όσων δημοσίευσαν, που γίνεται στα πλαίσια της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 21, θα είχε σημασία εφόσον θα είχε διαφανεί ότι «τo δημoσίευμα ήταν αναληθές». Στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδείχτηκε ότι το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων ήταν αναληθές. Η απόρριψη της υπεράσπισης της αλήθειας στη βάση ότι δεν είχε προσκομιστεί ίχνος μαρτυρίας ικανής να αποδείξει την αλήθεια των δυσφημιστικών αναφορών, δεν συνιστούσε απόδειξη ότι αυτές ήταν ψευδείς. Για να τεκμηριωθεί η υπεράσπιση της αλήθειας, πρέπει να αποδειχτεί από τον εναγόμενο, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι η ουσία των δυσφημιστικών λέξεων είναι αληθής (Φιλίππου ν. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1124, 1130 και Glafx Ltd v. Loizia (1984) 1 C.L.R. 729, 733). Αντίθετα, σύμφωνα με το εδάφιο (3), εναπόκειται στον ενάγοντα και εδώ στους Εφεσείοντες να αποδείκνυαν ότι το περιεχόμενο του τρίτου δημοσιεύματος ήταν ψευδές, για να καταρρίψουν την προϋπόθεση της καλής πίστης, συστατικό της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη, στα πλαίσια του εδαφίου (2) του άρθρου 21 του Κεφ.148. Υπενθυμίζεται ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 με την οποία υποστηρίχτηκε ότι όλα όσα αναφέρονταν στο πόρισμα Μολέσκη ήταν ψευδή και ανυπόστατα δεν είχε γίνει αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο σε κανένα μέρος της απόφασης του δεν προβαίνει σε εύρημα ότι το περιεχόμενο των επίδικων δημοσιευμάτων ήταν αναληθές.
Το γεγονός ότι ο διευθυντής των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών αθωώθηκε και απαλλάχτηκε των σχετικών ποινικών κατηγοριών που του είχαν προσαφθεί και ότι η Εφεσείουσα 1 κέρδισε προσφυγή που είχε καταχωρίσει όταν της στερήθηκε το δικαίωμα συμμετοχής σε μελλοντικούς διαγωνισμούς του δημοσίου, δεν αποδείκνυε στα πλαίσια της επίδικης αγωγής ότι το περιεχόμενο του τρίτου δημοσιεύματος ήταν αναληθές. Και όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωνε ότι υιοθετούσε αυτά ως ευρήματα του, ό,τι εννοούσε ήταν ότι αποδεχόταν ότι έγιναν οι διαδικασίες και ότι είχαν τα αποτελέσματα που είχαν, για τους λόγους που είχαν αναφερθεί, αλλά όχι ότι υιοθετούσε τα όποια ευρήματα των άλλων δικαστηρίων ως προς τα γεγονότα ως δικά του.
Καταλήγουμε ότι και ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Καθίσταται συνεπώς αχρείαστη η εξέταση του προαναφερθέντος λόγου έφεσης 4, του λόγου αντέφεσης 2 που αφορά στην απόρριψη της υπεράσπισης της αλήθειας, του λόγου έφεσης 5 και του λόγου αντέφεσης 1 που αφορούν στο ποσό που θα επιδικαζόταν εφόσον η αγωγή επετύγχανε και του λόγου έφεσης 6 που αφορά στην επιδίκαση των εξόδων της αγωγής.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται 3.000 έξοδα της έφεσης υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσείοντων. Δεν εκδίδεται οιαδήποτε διαταγή για έξοδα στην αντέφεση.
Π. Παναγή, Π.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.