ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D192
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 219/2020)
18 Μαΐου 2021
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ CAC CORAL LIMITED ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 10.11.2016 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ - ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 426/2016
--------------
Ξένια Κόκκινου (κα) με Νικόλα Καλλένο, για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
Δέσποινα Κουρουσίδου (κα), για το Γενικό Εισαγγελέα, για το Διευθυντή του Κτηματολογίου, Καθ' ου η Αίτηση 1.
Βασιλική Παντελή (κα) για Στυλιανός Ν. Χριστοφόρου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αναστασία ’στρα, Καθ' ης η Αίτηση 3.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Την 2.12.2020 δόθηκε άδεια για την καταχώρηση αίτησης ΅ε κλήση για την έκδοση προνο΅ιακού εντάλ΅ατος Certiorari για την προσαγωγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της απόφασης η΅ερ.10.11.2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Έφεση 426/2016 για να ακυρωθεί.
Τα ουσιώδη γεγονότα όπως καταγράφηκαν στην απόφαση με την οποία δόθηκε η άδεια, πλαισιωμένα από το αδιαμφισβήτητο νομικό υπόβαθρο είναι τα ακόλουθα:
«Η υπόθεση αφορά ένα διαμέρισμα στη Λεμεσό το οποίο η ιδιοκτήτρια του υποθήκευσε δύο φορές, το 1989 και το 1992, προς όφελος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, που έκτοτε έχει διαδεχτεί η Αιτήτρια, ως εξασφάλιση για την αποπληρωμή χρεών της. Μεταγενέστερα, το 1999, το πώλησε. Η αγοράστρια κατάθεσε το αγοραπωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης και πλήρωσε το τίμημα αγοράς του στην ιδιοκτήτρια.
Στη βάση του Μέρους VIB «Προστασία Αγοραστών» των περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμων του 1965 έως 1981, που εισάχθηκε το 2014 και τροποποιήθηκε στη συνέχεια, η αγοράστρια αποτάθηκε στο Διευθυντή του Κτηματολογίου ζητώντας να της μεταβιβαστεί το διαμέρισμα.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία και εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να γίνει η μεταβίβαση, ο Διευθυντής απευθύνει ειδοποίηση (Τύπος «ΙΕ») στην έκταση που εδώ ενδιαφέρει προς τον ενυπόθηκο δανειστή, ότι, σε περίπτωση μη υποβολής εκ μέρους του ένστασης, θα προβεί σε απαλλαγή, εξάλειψη ή ακύρωση της υποθήκης και θα μεταβιβάσει το ακίνητο στον αγοραστή.[1] Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να υποβληθεί ένσταση είναι περιορισμένοι και αναφέρονται εξαντλητικά στο νόμο.[2] Παρέχεται ακόμα η δυνατότητα στον ενυπόθηκο δανειστή να αιτηθεί όπως η υποθήκη του μεταφερθεί σε άλλη ακίνητη ιδιοκτησία του πωλητή, αντί της απαλλαγής, εξάλειψης ή ακύρωσης της.[3] Αν υποβληθεί ένσταση αλλά δεν τεκμηριωθεί, ο Διευθυντής εκδίδει απόφαση την οποία κοινοποιεί στον ενιστάμενο (Τύπος «ΙΣΤ») πληροφορώντας τον για τους λόγους απόρριψης της ένστασης του και ότι θα προχωρήσει στη μεταβίβαση εκτός αν μέσα σε 30 ημέρες εκδοθεί δικαστικό διάταγμα που να απαγορεύει τη μεταβίβαση.[4] Ο ενυπόθηκος δανειστής μπορεί τότε να υποβάλει έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά της απόφασης του Διευθυντή[5] και να εξασφαλίσει, εφόσον επικαλεστεί επιτυχώς τις πρόνοιες του άρθρου 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων, απαγορευτικό διάταγμα ώστε το ακίνητο να μην μεταβιβαστεί μέχρις ότου εκδικαστεί και αποφασιστεί η έφεση.
Με την απόφαση ημερ.10.11.2020 απορρίφθηκε η Έφεση που η Αιτήτρια καταχώρησε για την ακύρωση ή και τον παραμερισμό της απόφασης του Διευθυντή να προχωρήσει στη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου στο όνομα της αγοράστριας, που της κοινοποιήθηκε με επιστολή του ημερ.13.10.2016 (Τύπος «ΙΣΤ»). Η Αιτήτρια είχε με την Έφεση εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας της σχετικής νομοθεσίας, στη βάση ότι παραβιάζει δικαιώματα του ενυπόθηκου δανειστή όπως αυτά κατοχυρώνονται από τα ’ρθρα 23 και 26 του Συντάγματος.
Το κατώτερο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Αιτήτρια δεν είχε locus standi να εφεσιβάλει την απόφαση του Διευθυντή, αφού η ίδια τον εξουσιοδότησε να μεταφέρει τις υποθήκες της, απαλλάσσοντας το επίδικο διαμέρισμα από αυτές. Κατ' ακολουθία ότι η ενώπιον του Έφεση δεν ήταν παραδεκτή και επομένως ότι το ίδιο δεν είχε δικαιοδοσία να αναθεωρήσει την προσβαλλόμενη πράξη του Διευθυντή. Έτσι το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας δεν εξετάστηκε. Δεν αμφέβαλε το κατώτερο Δικαστήριο ότι η Αιτήτρια ως ενυπόθηκος δανειστής επηρεαζόταν από την εφαρμογή του Νόμου, άλλωστε γι' αυτό της είχαν κοινοποιηθεί τόσο η ειδοποίηση ημερ.18.2.2016, όσο και η απόφαση ημερ.13.10.2016. Η κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου βασίστηκε στην ανταπόκριση της Αιτήτριας στην ειδοποίηση ημερ.18.2.2016 (Τύπος «ΙΕ»), που υποβλήθηκε στο Διευθυντή με την επιστολή της ημερ.17.3.2016. Αποφάνθηκε το κατώτερο Δικαστήριο ότι η Αιτήτρια «δεν υπέβαλε ουσιαστικά ένσταση» με αποτέλεσμα να μην νομιμοποιείται στην καταχώρηση έφεσης κατά της απόφασης του Διευθυντή ημερ.13.10.2016.
Με την επιστολή της ημερ.17.3.2016 προς το Διευθυντή, η Αιτήτρια σημείωνε ότι υπόβαλλε ένσταση με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της και ειδικά του δικαιώματος της να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα της νομοθεσίας στην οποία εδράζονταν οι ενέργειες του Διευθυντή. Πάλι με πλήρη επιφύλαξη, η Αιτήτρια αξίωσε από το Διευθυντή τη μεταφορά των υποθηκών της σε άλλα ακίνητα της ιδιοκτήτριας που υπέδειξε. Στην απόφαση του Διευθυντή ημερ.13.10.2016 αναφερόταν ότι «ο Διευθυντής δεν αποδέχεται την ένσταση σας ημερομηνίας 17.03.2016». Σε σχέση με την μεταφορά των υποθηκών, αναφερόταν στην απόφαση του Διευθυντή ότι το αίτημα γινόταν αποδεχτό σε σχέση με δύο ακίνητα της ιδιοκτήτριας και ότι η μεταφορά των υποθηκών θα διεκπεραιωνόταν αμέσως πριν την μεταβίβαση του διαμερίσματος στο όνομα της αγοράστριας. Σε σχέση με τρίτο ακίνητο που είχε υποδειχτεί, το αίτημα δεν έγινε αποδεχτό γιατί το ακίνητο βρίσκεται στα κατεχόμενα. Η απόφαση τελείωνε με την αναφορά ότι: «ο Διευθυντής θα προχωρήσει στη μεταβίβαση του ακινήτου επ' ονόματι του αγοραστή, εκτός εάν προσκομίσετε εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής, διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει διαφορετικά».»
Ένσταση στην Αίτηση καταχωρίστηκε από τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, Καθ' ου η Αίτηση 1 και την αγοράστρια του διαμερίσματος, Καθ' ης η Αίτηση 3.
Η κρίση ότι η επιστολή της Αιτήτριας ημερ.17.3.2016 δεν συνιστούσε στην ουσία ένσταση προσβάλλεται με την παρούσα Αίτηση ως αποτέλεσμα έκδηλης πλάνης νόμου και υπέρβαση εξουσίας. Την ίδια κρίση έχει προσβάλει η Αιτήτρια ως εσφαλμένη με την Έφεση αρ.342/2020 που καταχώρησε μετά την καταχώριση της αίτησης για άδεια και πριν η άδεια δοθεί.
Και είναι το κατά πόσο η κρίση αυτή ήταν το αποτέλεσμα έκδηλης πλάνης νόμου και συνιστά υπέρβαση εξουσίας ή απλά μπορεί να πρόκειται για εσφαλμένη απόφαση, που ήταν το καίριο σημείο αναφοράς κατά τη συζήτηση της Αίτησης, με τη συνδρομή, στο στάδιο αυτό, των αγορεύσεων εκ μέρους του Διευθυντή και της αγοράστριας του επίδικου διαμερίσματος.
Εισηγήθηκαν λοιπόν οι ενιστάμενοι ότι ακόμα και αν το κατώτερο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Αιτήτρια απώλεσε το έννομο της συμφέρον και δεν είχε locus standi, αυτός δεν είναι λόγος ο οποίος οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης μέσω προνομιακού εντάλματος, αλλά είναι ζήτημα που θα απασχολήσει την εφετειακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το κατώτερο Δικαστήριο, αναφέρουν, όχι μόνο εξουσία, αλλά και καθήκον είχε να διαπιστώσει κατά πόσο η Αιτήτρια είχε locus standi (Mobil Oil Cyprus Ltd v.Έλληνα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 837, 843-4) και επομένως, η κατάληξη του, έστω και εσφαλμένη να ήταν, δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα certiorari. Εφόσον το κατώτερο Δικαστήριο είχε την εξουσία, δεν μπορεί να θεωρείται ότι την υπερέβηκε απλά και μόνο γιατί ερμήνευσε λανθασμένα το νόμο ή και τα γεγονότα της υπόθεσης. Το ζήτημα, καταλήγουν, δεν αφορά στη νομιμότητα αλλά στην ορθότητα της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου που θα κριθεί κατόπιν «ενδελεχούς ανάλυσης», δυνατής μόνο στα πλαίσια της έφεσης και δεν πρόκειται «ούτε κατ' ελάχιστον» περί έκδηλου νομικού σφάλματος προφανούς στην απόφαση.
Οι δικηγόροι της Αιτήτριας υποστήριξαν ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δοθεί η άδεια, γιατί η διαδικασία της έφεσης δεν θα αποτρέψει το Διευθυντή από του να προχωρήσει στην εξάλειψη των υποθηκών και τη μεταβίβαση του διαμερίσματος στην αγοράστρια. Ακόμα, ότι η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου δεν μπορεί να ανασταλεί εκκρεμούσας της έφεσης γιατί πρόκειται για απορριπτική απόφαση.
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το ζήτημα της νομιμοποίησης της Αιτήτριας να καταχωρίσει την ενώπιον του έφεση. Στην Πατσαλίδης (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1350, 1355-6 αναφέρεται ότι:
«Όταν το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέβη ή έκανε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του, απλά και μόνο γιατί παρεμπιπτόντως ερμήνευσε λανθασμένα νομοθέτημα»
Η υπόσταση που δόθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο στην επιστολή ημερ.17.3.2016 και η ορθή σημασία και αποτέλεσμα των προνοιών για επιφύλαξη των δικαιωμάτων της Αιτήτριας και ειδικά του δικαιώματος της να προσφύγει στη δικαιοσύνη, όπως και αναφορικά με τη θέση της για μεταφορά των υποθηκών της σε άλλα ακίνητα της ιδιοκτήτριας που υπέδειξε, είναι ζητήματα που μπορούν να κριθούν μόνο στα πλαίσια της έφεσης που έχει καταχωριστεί κατόπιν απόφανσης επί της ερμηνείας της σχετικής νομοθεσίας σε συνδυασμό με την ερμηνεία του κειμένου της επιστολής της Αιτήτριας ημερ.17.3.2016. Όπως αναφέρεται στην Ανδρέου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 472, 475:
«Είναι ορθό ότι ένταλμα της φύσης Certiorari μπορεί να εκδοθεί σε περίπτωση όπου έχει εμφιλοχωρήσει νομική πλάνη που είναι εμφανής από τη δικογραφία, αυτό όμως δεν περιλαμβάνει τις νομικά εσφαλμένες αποφάσεις. Αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση. Δεν είναι αρκετό να υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση ακόμα και με καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας (βλέπε σχετικά Γενικός Eισαγγελέας (Aρ. 2) (1995) 1 A.A.Δ. 126 και Γρηγορίου Aνδρέας (Aρ. 2) (1995) 1 A.A.Δ. 396).»
Το γεγονός ότι η έφεση που η Αιτήτρια καταχώρισε δεν θα εκδικαστεί το ίδιο σύντομα, δεν επιτρέπει χαλάρωση του κανόνα, εφόσον η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την έκδοση προνο΅ιακών ενταλ΅άτων δεν είναι υποκατάστατη της δικαιοδοσίας της έφεσης, ούτε ΅πορεί να χρησι΅οποιείται ως έφεση υπό ΅ετα΅φίεση (Πατσαλίδης, 1355 και Καμηλάρης (2013) 1Β Α.Α.Δ. 1001,1006).
Ο χρόνος εκδίκασης της έφεσης, ότι δηλαδή κατά τεκμήριο η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων είναι γρηγορότερη, δεν συνιστά αφ' εαυτού και χωρίς άλλο εξαιρετικές περιστάσεις (Καλλιτσιώνης (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2089, 2094 και Itera Group Ltd (2011) 1(Β) Α.Α.Δ.1541, 1546). Είχε άλλωστε επισημανθεί από πολύ πιο νωρίς στη Μεστάνας (2000) 1Γ Α.Α.Δ. 1469, 1478, πως αυτό θα ίσχυε για κάθε περίπτωση και εξηγήθηκε πως εάν επρόκειτο ο χρόνος εκδίκασης να είχε σημασία, αυτός θα πρέπει να συσχετίζεται προς τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περίπτωσης, στο πλαίσιο των κριτηρίων που διέπουν το θέμα.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται 1.500 έξοδα υπέρ των Καθ' ου η Αίτηση 1 και 1.500 έξοδα υπέρ της Καθ' ης η Αίτηση 3 και εναντίον της Αιτήτριας.
Χ. Μαλαχτός, Δ.