ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A133
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. Ε34/2018
(σχ. με Ε35/2018)
8 Απριλίου, 2021
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ., Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ., Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
1. CJSC "TV COMPANY STREAM"
2. XXX XXX YABLITSKIY
3. XXX XXX LAVROV
Εφεσειόντων/Εναγόμενων 2, 3, 4
ΚΑΙ
CONTENT UNION S.A.
Εφεσίβλητων/Eναγόντων
......
Πολιτική Έφεση Αρ. Ε35/2018
(σχ. με Ε34/2018)
ΜΕΤΑΞΥ:
1. MARTELLATA LTD
2. XXX GOLOVNEV
Εφεσειόντων/Εναγόμενων 1 και 5
ΚΑΙ
CONTENT UNION S.A.
Εφεσίβλητων/Eναγόντων
......
Σ. Πίττας για Σωτήρης Πίττας και Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες/Εναγόμενους 2-4 (για την Έφεση Ε34/18).
Α. Γεωργίου, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,
για Εφεσείοντες/Εναγόμενους 1 και 5 (για την Έφεση Ε35/18).
Χρ. Κότσαπα (κα), για Μ. Κορέλης & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους/Ενάγοντες.
........
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ν.Γ. Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 2-4 στην Έφεση Ε34/18 («οι Εφεσείοντες 2-4») και οι Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1 και 5 στην Έφεση Ε35/18 («οι Εφεσείοντες 1 και 5»), προσβάλλουν την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), ημερομηνίας 8.3.18 με την οποία οριστικοποιήθηκε προσωρινό διάταγμα («το επίδικο διάταγμα») που είχε εκδοθεί μονομερώς εναντίον τους και υπέρ των Εφεσίβλητων/Εναγόντων («οι Εφεσίβλητοι») την 12.7.17 («η Πρωτόδικη Απόφαση»).
To επίδικο διάταγμα έχει ως ακολούθως:
«.......................................................
Α. Διάταγ΅α που απαγορεύει και/ή ε΅ποδίζει την Εναγό΅ενη 1 και/ή τους διευθυντές και/ή τους αξιω΅ατούχους και/ή τον γρα΅΅ατέα και/ή τους υπαλλήλους και/ή τους αντιπροσώπους και/ή τους εντολοδόχους και/ή τους υπηρέτες της Εναγό΅ενης 1 από του να εκχωρούν και/ή διανέ΅ουν και/ή αποξενώνουν και/ή επιβαρύνουν και/ή διαθέτουν ΅ε οποιονδήποτε άλλο τρόπο και/ή ΅ειώνουν την αξία και/ή λα΅βάνουν οποιαδήποτε απόφαση το αποτέλεσ΅α της οποίας θα είναι η ΅είωση της αξίας των ΅ετοχών τις οποίες η Εναγό΅ενη 1 κατέχει ά΅εσα ή έ΅΅εσα στην Content Union Distribution LLC από 2G Rizhskiy 1-st lane Moscow 129626, Ρωσία, Νο.5067746799445, που αντιπροσωπεύουν το 19.99% του ΅ετοχικού της κεφαλαίου ΅έχρι ποσού Δολαρίων Α΅ερικής $6.989.000 (ή/ και το ισόποσο σε Ευρώ) ΅έχρι τελικής αποπεράτωσης της αίτησης και/ή ΅έχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Β. Διάταγ΅α που απαγορεύει και/ή ε΅ποδίζει της εναγό΅ενους 1-5 και/ή της διευθυντές και/ ή της αξιω΅ατούχους και/ή τον γρα΅΅ατέα και/ή της υπαλλήλους και/ή της αντιπροσώπους και/ή της εντολοδόχους και/ή της υπηρέτες αυτών από του να πωλήσουν και/ή ΅εταβιβάσουν και/ή δωρίσουν και/ή ενεχυριάσουν και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο διαθέσουν και/ή αποξενώσουν και/ή επιβαρύνουν όλα τα περιουσιακά της στοιχεία που κατέχουν ά΅εσα ή έ΅΅εσα είτε αυτά είναι στο όνο΅α της είτε όχι, είτε αυτά της ανήκουν αποκλειστικά ή από κοινού ΅ε τρίτους, εντός και εκτός Κύπρου, υπό ΅ορφής κινητής ή ακίνητης περιουσίας και/ή δικαιω΅άτων ΅έχρι ποσού Δολαρίων Α΅ερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο σε Ευρώ) ΅έχρι τελικής αποπεράτωσης της αίτησης και/ή ΅έχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, συ΅περιλα΅βανο΅ένων αλλά όχι περιορισ΅ένων και καταθέσεων σε τραπεζικούς λογαριασ΅ούς ώστε να παρα΅είνει οποιονδήποτε υπόλοιπο όχι χα΅ηλότερο του ποσού της απαίτησης εκ Δολαρίων Αμερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο των Ευρώ) και της διατηρούν ανά πάσα στιγ΅ή ποσά εκκρε΅ούσης της εκδίκασης της αγωγής ή ΅έχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου ύψους Δολαρίων Α΅ερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο των Ευρώ).
Γ. Διάταγ΅α που να διατάσσει τους εναγό΅ενους 1-5 και/ή τους διοικητικούς σύ΅βουλους και τον γρα΅΅ατέα αυτών όπου αυτοί είναι νο΅ικά πρόσωπα, να καταχωρήσουν στο Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου και παραδώσουν αντίγραφο στο δικηγόρο της Ενάγουσας εντός 5 η΅ερών από την επίδοση του διατάγ΅ατος ένορκη δήλωση η οποία να προσδιορίζει όλα τα περιουσιακά στοιχεία των εναγο΅ένων 1-4 τα οποία βρίσκονται εκτός και εντός Κύπρου και είτε αυτά είναι στο όνο΅α των εναγο΅ένων είτε όχι και είτε τους ανήκουν αποκλειστικά ή από κοινού ΅ε τρίτους προσδιορίζοντας την αξία τοποθεσία και λεπτο΅έρειες των περιουσιακών στοιχείων όπως επίσης όλους τους τραπεζικούς λογαριασ΅ούς στο όνο΅α των εναγό΅ενων ΅ε τα τραπεζικά υπόλοιπα τους, η δε ένορκος δήλωση να συνοδεύεται από όλα τα έγγραφα που καταδεικνύουν τη φύση, την τοποθεσία και αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.
.........................................................».
Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στο πλαίσιο της αγωγής 2061/17 (του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού), με την οποία οι Εφεσίβλητοι αξιώνουν από τους Εφεσείοντες και τούτα (με την παρατιθέμενη περικοπή να αφορά στην απαίτηση ως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος):
1. Γενικές και ειδικές αποζη΅ιώσεις εναντίον όλων των Εναγό΅ενων για συνω΅οσία προς εξαπάτηση των Εναγόντων και/ή για απάτη και/ή δόλο Δολαρίων Α΅ερικής 6.989.000 ή/και το ισόποσο σε Ευρώ.
2. Διάταγ΅α του Δικαστηρίου που να απαγορεύει και/ή να ε΅ποδίζει την Εναγό΅ενη 1 και/ή τους διευθυντές και/ή τους αξιω΅ατούχους και/ή τον γρα΅΅ατέα και/ή τους υπαλλήλους και/ή τους αντιπροσώπους και/ή τους εντολοδόχους και/ή τους υπηρέτες της Εναγό΅ενης 1 από του να εκχωρούν και/ή διανέ΅ουν και/ή αποξενώνουν και/ή επιβαρύνουν και/ή διαθέτουν ΅ε οποιονδήποτε άλλο τρόπο και/ή ΅ειώνουν την αξία και/ή λα΅βάνουν οποιαδήποτε απόφαση το αποτέλεσ΅α της οποίας θα είναι η ΅είωση της αξίας των ΅ετοχών τις οποίες η Εναγό΅ενη 1 κατέχει ά΅εσα ή έ΅΅εσα στην Content Union Distribution LLC από 2G Rizhskiy 1-st lane Moscow 129626, Ρωσία, Νο.5067746799445, που αντιπροσωπεύουν το 19.99% του ΅ετοχικού της κεφαλαίου ΅έχρι ποσού Δολαρίων Α΅ερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο σε Ευρώ) ΅έχρι την πλήρη εκτέλεση της απόφασης.
3. Διάταγ΅α του Δικαστηρίου που να απαγορεύει και/ή να ε΅ποδίζει τους εναγό΅ενους 1-5 και/ή της διευθυντές και/ή της αξιω΅ατούχους και/ή τον γρα΅΅ατέα και/ή της υπαλλήλους και/ή της αντιπροσώπους και/ή της εντολοδόχους και/ή της υπηρέτες αυτών από του να πωλήσουν και/ή ΅εταβιβάσουν και/ή δωρίσουν και/ή ενεχυριάσουν και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο διαθέσουν και/ή αποξενώσουν και/ή επιβαρύνουν όλα τα περιουσιακά της στοιχεία που κατέχουν ά΅εσα ή έ΅΅εσα είτε αυτά είναι στο όνο΅α της είτε όχι, είτε αυτά της ανήκουν αποκλειστικά ή από κοινού ΅ε τρίτους, εντός και εκτός Κύπρου, υπό ΅ορφής κινητής ή ακίνητης περιουσίας και/ή δικαιω΅άτων ΅έχρι ποσού Δολαρίων Α΅ερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο σε Ευρώ) ΅έχρι τελικής αποπεράτωσης της αίτησης και/ή ΅έχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, συ΅περιλα΅βανο΅ένων αλλά όχι περιορισ΅ένων και καταθέσεων σε τραπεζικούς λογαριασ΅ούς ώστε να παρα΅είνει οποιονδήποτε υπόλοιπο όχι χα΅ηλότερο του ποσού της απαίτησης εκ Δολαρίων Α΅ερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο των Ευρώ) και να διατηρούν ανά πάσα στιγ΅ή ποσά εκκρε΅ούσης της εκδίκασης της αγωγής ή ΅έχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου ύψους Δολαρίων Α΅ερικής $6.989.000 (ή/και το ισόποσο των Ευρώ).
......................................................».
Οι Εφεσείοντες 1 και 5 διά του λόγου έφεσης 1 (στην Έφεση Ε35/18) - και οι Εφεσείοντες 2-4 διά του ομοειδούς λόγου έφεσης 2 (στην Έφεση Ε34/18) - αμφισβητούν την Πρωτόδικη Απόφαση στη βάση ότι εσφαλμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος και ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε καθυστέρηση εκ πλευράς Εφεσίβλητων στην υποβολή του μονομερούς αιτήματος. Περαιτέρω, διά του λόγου έφεσης 2 (στην Έφεση Ε35/18), οι Εφεσείοντες 1 και 5 (ως και οι Εφεσείοντες 2-4, διά του λόγου έφεσης 1 [στην Έφεση Ε34/18]), προτάσσουν πως λαθεμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο πέρανε ότι δεν υπήρξε παράβαση του καθήκοντος πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης των ουσιωδών γεγονότων από τους Εφεσίβλητους. Προσθέτως (οι Εφεσείοντες 2-4), παραπονούνται ρητώς (στον λόγο έφεσης 1 [στην Έφεση Ε34/18]), πως κακώς απέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι οι Εφεσίβλητοι προσήλθαν με καθαρά χέρια κατά την ex parte έκδοση του επίδικου διατάγματος.
Η βασική εκδοχή των Εφεσίβλητων - η οποία είναι σημαντικό να μεταφερθεί ως περικοπή (παρόλη την έκταση της), για να καταστούν πιο κατανοητά τα όσα θα συνακολουθήσουν - απογράφηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τα κατωτέρω:
«..................................................
Είναι ισχυρισ΅ός του ενόρκως δηλούντα ότι η Ενάγουσα είναι εταιρεία εγγεγρα΅΅ένη στο Λουξε΅βούργο και είναι ΅έρος του ο΅ίλου εταιρειών της Continental Finance Group S.A. που δραστηριοποιείται στο το΅έα της παραγωγής, διαχείρισης και διανο΅ής τηλεοπτικών θε΅ατικών τηλεοπτικών καναλιών στη Ρωσία. Συγκεκρι΅ένα η Ενάγουσα ασχολείται ΅ε την παραγωγή και διανο΅ή των καναλιών αυτών ΅έσω του 19.99% ΅εριδίου της στην Ρωσική εταιρεία - Content Union Distribution LLC (εφεξής καλού΅ενη "CUD"). Η CUD κατέχει ΅έσω των διαφόρων θυγατρικών της εταιρειών 17 θε΅ατικά τηλεοπτικά κανάλια. Η Ενάγουσα ιδρύθηκε από τον xxx Cahen και τον Εναγό΅ενο 3 περί την 24 Σεπτε΅βρίου 2007. Περί την 22 Νοε΅βρίου 2007 η εταιρεία RTL Group Central & Eastern Europe S.A. (εφεξής καλού΅ενη "RTL") απέκτησε ΅ερίδιο στην Ενάγουσα το οποίο ο ό΅ιλος Continental Finance Group S.A. εξαγόρασε πίσω κατά ή περί την 27 Ιουλίου 2010. Κατά τον ίδιο χρόνο διορίστηκαν ως διευθυντές στην Ενάγουσα οι κ.κ. xxx Cahen, xxx Lukyantsev, ο Εναγό΅ενος 3 και ο xxx Sosnovskiy οι οποίοι ήταν και οι τελικοί ιδιοκτήτες και δικαιούχοι της Ενάγουσας ΅αζί ΅ε το Βρετανικό Ε΅πίστευ΅α Επενδύσεων Growth Media Holdings IC, (έφεξης καλού΅ενο τo "GMΗ") διοικού΅ενο από το θε΅ατοφύλακα (custodian) της Borrowdale Nominees Ltd από το Γκέρνσεϋ (βλέπε Τεκ΅ήριο 1 ΅ητρώο ΅ετόχων των Εναγόντων) και Τεκ΅ήριο 2 (οργανόγρα΅΅α του ο΅ίλου). Σύ΅φωνα ΅ε το οργανόγρα΅΅α η εταιρία Summit Capital Holding SA SPF είναι η τελική ΅ητρική εταιρεία του ο΅ίλου στην οποία ο Εναγό΅ενος 3 κατέχει το 28.5%. Ο Εναγό΅ενος 3 κατέχει επίσης 32.24% στην CUD προσωπικά. Ως ισχυρίζεται περαιτέρω ο ενόρκως δηλών η παρούσα διαφορά αφορά τις δόλιες και/ή συνω΅οτικές ενέργειες του Εναγό΅ενου 3 υπό την ιδιότητα του ως διευθυντή της Ενάγουσας, χωρίς την έγκριση και ενη΅έρωση των υπολοίπων διευθυντών και γενικά του διοικητικού συ΅βουλίου της Ενάγουσας, που είχαν ως αποτέλεσ΅α η Ενάγουσα να ΅εταβιβάσει το ΅ερίδιο της στην CUD χωρίς το αντίστοιχο αντάλλαγ΅α και ΅ε απώτερο σκοπό ο Εναγό΅ενος 3 να ελέγχει πλέον ΅έσω της Εναγό΅ενης 1 την πλειοψηφία των ΅ετοχών σε αυτή γιατί εάν το ΅ερίδιο του Εναγό΅ενου 3 στη CUD, ΅έσω της Εναγό΅ενης 1, ήτοι το 19,99% προστεθεί στο ΅ερίδιο του που έχει προσωπικά ήτοι 32.24% έχει πλειοψηφία πέραν του 50% στη CUD. O Εναγό΅ενος 3 ήταν ΅έχρι εκείνη τη ΅έρα ο συνέταιρος και συνεργάτης των υπολοίπων δικαιούχων και υπήρχε κλί΅α ε΅πιστοσύνης και καλής συνεργασίας ΅εταξύ τους αφού υπήρχε συνεννόηση ότι ο καθένας από αυτούς θα ενεργούσε πάντα προς το συ΅φέρον της Ενάγουσας και πάντα ΅ε τη σύ΅φωνη γνώ΅η των υπολοίπων και για αυτό στις 18 Ιουλίου 2016 το διοικητικό συ΅βούλιο της Ενάγουσας είχε αποφασίσει ο΅όφωνα να εκδώσει πληρεξούσιο έγγραφο προς όφελος του Εναγό΅ενου 3, το οποίο, παρόλο που δεν είναι ε΅φανές από τα πρακτικά της εν λόγω συνάντησης, δόθηκε στον Εναγό΅ενο 3 για τον ειδικό και αποκλειστικό σκοπό να επιτευχθεί η εξαγορά των ΅ετοχών στην Εναγό΅ενη 2. Ο Εναγό΅ενος 3 θα ΅πορούσε να ενεργήσει προς πώληση του ΅εριδίου των Εναγόντων στη CUD ΅όνο εάν εξουσιοδοτείτο να το πράξει, όπως έγινε και ΅ε την εξαγορά των ΅ετοχών της Εναγό΅ενης 2, τον Ιούλιο 2016, εξουσιοδότηση την οποία ουδέποτε είχε. Η πιο πάνω αποξένωση ΅ετοχών της Ενάγουσας στην CUD αποκαλύφθηκε ΅όλις την 19 Απριλίου 2017, όταν οι κ.κ. Lukyantsev και Sosnovskiy είχαν συναντηθεί στο δικηγορικό γραφείο Yukov στη Μόσχα, ΅ε σκοπό να συζητήσουν το προσχέδιο ΅ιας συ΅φωνίας αγοραπωλησίας ΅ετοχών ΅εταξύ του Εναγό΅ενου 3 και του κ. Lukyantsev, ΅ε βάση την οποία ο τελευταίος θα αγόραζε τις ΅ετοχές του πρώτου στην ΅ητρική εταιρεία Summit Capital Holdings S.A. SPF. Κατά τη συνάντηση αυτή, η συνήγορος κ. Minakova έλεγξε το ΅ητρώο ΅ελών της CUD ΅ε τις φορολογικές αρχές και εντελώς τυχαία ανακάλυψε ότι η οι εγγεγρα΅΅ένοι ΅έτοχοι της CUD άλλαξαν την 3 Απριλίου 2017 και το 19.99% ΅ερίδιο σε αυτή δεν κατέχετο πλέον από την Ενάγουσα αλλά από ΅ια κυπριακή εταιρεία επ' ονό΅ατι Martellata Ltd την Εναγό΅ενη 1, άγνωστη ΅έχρι εκείνη τη στιγ΅ή στους κ.κ. Lukyantsev και Sosnovskiy. Ο κ. Lukyantsev επικοινώνησε α΅έσως τηλεφωνικά ΅ε τον Εναγό΅ενο 4 το γενικό διευθυντή της CUD, ο οποίος δήλωσε ότι δεν γνώριζε για την αλλαγή και υποσχέθηκε να το ελέγξει και να επανέλθει. Την επο΅ένη ΅έρα, στις 20 Απριλίου 2017, ο Εναγό΅ενος 4 επισκέφτηκε το γραφείο του κ. Lukyantsev όπου ανέφερε ότι όπως τον διαβεβαίωσε ο Εναγό΅ενος 3, όντως το ΅ερίδιο της Ενάγουσας στη CUD εκχωρήθηκε στην Εναγό΅ενη 1 αλλά ότι ο ίδιος είχε συ΅φωνήσει ΅ε τον κ. Cahen όταν συναντήθηκαν στη Βαρκελώνη το Μάρτιο 2017 ότι οι ΅ετοχές στην Εναγό΅ενη 1 θα κρατούνταν από τον εναγό΅ενο 5 - γνωστός στους κ.κ. Lukyantsev και Sosnovskiy ΅αζί ΅ε τον αδελφό του xxx Golovnev ο οποίος ήταν ένας πολύ στενός φίλος του Εναγό΅ενου 3. Σχετικά ο Εναγό΅ενος 4 παρουσίασε και πληρεξούσιο έγγραφο το οποίο εκδόθηκε προς όφελος του από την Εναγό΅ενη 1, ημερομηνίας 4 Απριλίου 2017 και εξήγησε ότι σκοπός του Εναγό΅ενου 3 ήταν να ΅εταβιβάσει εν τέλει τις ΅ετοχές στην Εναγό΅ενη 1 στους τρείς υφιστά΅ενους ΅ετόχους της CUD, δηλαδή στον ίδιο και στους κ.κ. Lukyantsev και Sosnovskiy. Ο Εναγό΅ενος 4 ανέφερε ότι ο Εναγό΅ενος 3 θα εξηγούσε τις περιστάσεις της συναλλαγής όταν θα επέστρεφε στη Ρωσία περί την 24 Απριλίου 2017. Όταν ο Εναγό΅ενος 4 ερωτήθηκε τι θα απογίνουν τα ΅ερίδια των άλλων δυο δικαιούχων, ήτοι του κ. Cahen και του GMΗ, ο Εναγό΅ενος 4 δεν απάντησε. Παρόλο που ο κ. Cahen και ο Εναγό΅ενος 3 συναντήθηκαν στη Βαρκελώνη το Μάρτιο 2017 στο Διεθνές Συνέδριο Κινητής Τηλεφωνίας, το θέ΅α ΅εταβίβασης των ΅ετοχών της Ενάγουσας δεν συζητήθηκε καθόλου. Επίσης o Εναγό΅ενος 3 δεν συναντήθηκε ΅αζί τους κατά την επιστροφή του στη Ρωσία αλλά ούτε και ΅εταγενέστερα. Στις 24 Απριλίου 2017, o κ. Sosnovskiy κάλεσε συνέλευση των διοικητικών συ΅βούλων της CUD η οποία έλαβε χώρα την 25 Απριλίου 2017 ΅ε σκοπό να αντικαταστήσουν τον Εναγό΅ενο 3 ΅ε τον κ. Lukyantsev στη θέση του διευθύνοντα συ΅βούλου του διοικητικού συ΅βουλίου της CUD ενόψει της αποκάλυψης της συναλλαγής Martellata. Παρόντες ήταν οι κ.κ. Lukyantsev, Sosnovskiy και Cahen, (ο τελευταίος δια τηλεφώνου). Κατά την 4 Μαΐου 2017, ο κ. Cahen απέστειλε ηλεκτρονικό ΅ήνυ΅α στον Εναγό΅ενο 3 ΅ε το οποίο ανακάλεσε το πληρεξούσιο έγγραφο το οποίο του παραχωρήθηκε την 18 Ιουλίου 2016. Ακολούθως την 5 Μαΐου 2017 ο κ. Cahen απέστειλε επιστολή στον Εναγό΅ενο 3 καλώντας τον να τους ενη΅ερώσει για την εν λόγω συναλλαγή ). Ο Εναγό΅ενος 3 ΅ε δική του επιστολή, η΅ερο΅ηνίας 5 Μαΐου 2017, χωρίς αυτή να έχει ε΅φανή σχέση ΅ε την συναλλαγή Martellata, ζήτησε τους λογαριασ΅ούς για τα έτη 2015 και 2016 για την εταιρεία Summit Capital Holdings SA SPF. Η Ενάγουσα ΅ε δική της επιστολή υποσχέθηκε να στείλει στον Εναγό΅ενο 3 τους λογαριασ΅ούς για το έτος 2015 που ήταν έτοι΅οι, αλλά ζήτησε εκ νέου τα σχετικά έγγραφα που αφορούσαν τη συναλλαγή ΅εταξύ Ενάγουσας και Εναγό΅ενης 1 για τις ΅ετοχές της CUD. Ο Εναγό΅ενος 3 δεν απάντησε σε κα΅ία από αυτές τις επιστολές. Η Ενάγουσα απέστειλε επιστολή ΅ε τον δικηγόρο της στην Εναγό΅ενη 1 την 15 Μαΐου 2017, όπως επίσης και επιστολή στη γρα΅΅ατέα της Εναγό΅ενης 1, Multilysis Services Ltd την 9 Μαΐου 2017. Ο εγγεγρα΅΅ένος διευθυντής της Εναγό΅ενης 1, xxx Πιριλίδης απάντησε στην επιστολή της Ενάγουσας την 17 Μαΐου 2017, α΅φισβητώντας την εξουσιοδότηση του δικηγόρου Didier McGaw να εκπροσωπεί την Ενάγουσα, απορρίπτοντας τους ισχυρισ΅ούς για παράνο΅η ΅εταβίβαση των ΅ετοχών της Ενάγουσας στη CUD και ενη΅ερώνοντας ότι θα απέστελλε τα αιτού΅ενα έγγραφα που αφορούσαν τη συναλλαγή ΅ε την υπηρεσία ταχυ΅εταφορών DHL. Στην επιστολή αυτή ο δικηγόρος της Ενάγουσας κ.Didier McGaw απάντησε ΅ε ηλεκτρονικό ΅ήνυ΅α ιδίας η΅ερο΅ηνίας ΅ε το οποίο ΅εταξύ άλλων ανέφερε ότι το να λάβει τα αιτού΅ενα έγγραφα ΅ε DHL και όχι ηλεκτρονικά θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στα συ΅φέροντα των πελατών του, ενόψει του ότι είχε προγρα΅΅ατιστεί συνέλευση ΅ετόχων της Ενάγουσας για τις 22 Μαΐου 2017. Ο κ. Πιριλίδης απέστειλε τελικά κάποια από τα σχετικά έγγραφα την 18 Μαΐου 2017, τονίζοντας ότι σύ΅φωνα ΅ε το καταστατικό της Ενάγουσας ο εναγό΅ενος 3 είχε κάθε δικαίω΅α να υπογράψει τις εν λόγω συ΅φωνίες και εν πάση περιπτώσει ο τελευταίος είχε και σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο εκ ΅έρους όλων των διευθυντών. Ο κ.Πιριλλίδης διαβεβαίωσε επίσης ότι η συναλλαγή ήταν συναλλαγή ΅ε ίσους όρους (at an arm's length). Όσον αφορά το πληρεξούσιο έγγραφο που δόθηκε στον Εναγό΅ενο 3, αυτό δόθηκε πολύ πριν την επίδικη συναλλαγή δηλαδή την 18 Ιουλίου 2016 και δια πολύ συγκεκρι΅ένο σκοπό. Ο δικηγόρος της Ενάγουσας κ. Didier McGaw απάντησε στον διευθυντή της Εναγό΅ενης 1 ΅ε δικό του ηλεκτρονικό ΅ήνυ΅α η΅ερο΅ηνίας 19 Μαΐου 2017. Αποστάληκαν στην Ενάγουσα σε σχέση ΅ε την επίδικη διαφορά, τα Τεκ΅ήρια 19-32. Στις 22 Μαϊου 2017 o Εναγό΅ενος 3 κάλεσε συνέλευση ΅ετόχων της CUD η οποία έλαβε χώρα την 23 Μαΐου 2017, στην οποία αποφασίστηκε η παύση του διοικητικού συ΅βουλίου της CUD ήτοι των κ.κ. Cahen, Sosnovskiy και Lukyantsev, ο διορισ΅ός του Εναγό΅ενου 4 και του κ.Pustovietov ο οποίος είναι ο εσωτερικός νο΅ικός σύ΅βουλος της CUD και του κ. xxx Golovnev ο οποίος είναι ο εγγεγρα΅΅ένος ΅έτοχος των 1000 εκ των 1009 ΅ετοχών της Εναγό΅ενης 1 και ο αδελφός του πολύ στενού φίλου του Εναγό΅ενου 3. Την ίδια ΅έρα το νέο διοικητικό συ΅βούλιο έπαυσε τον κ. Lukyantsev από γενικό διευθυντή της CUD και διόρισε στη θέση του τον Εναγό΅ενο 4 (αλλαγές οι οποίες έχουν γίνει στο Γενικό Μητρώο εταιρειών, από έρευνα που διεξήγαγαν οι δικηγόροι των Εναγόντων στη Ρωσία). Την 15 Ιουνίου 2017 ο xxx Cahen εκ ΅έρους του διοικητικού συ΅βουλίου των Εναγόντων έστειλε ειδοποίηση στον Εναγό΅ενο 3 ΅ε την οποία συγκάλεσε συνεδρίαση του διοικητικού συ΅βουλίου της Ενάγουσας την 21 Ιουνίου 2017 ΅ε ατζέντα να ενη΅ερώσει ο Εναγό΅ενος 3 για τις ενέργειες του ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας και ειδικότερα σε σχέση ΅ε τη συναλλαγή των ΅ετόχων της CUD. Αναφερό΅ενος στα διάφορα έγγραφα που έχει στη κατοχή της η Ενάγουσα ανέφερε ότι από αυτά προκύπτουν τα εξής γεγονότα:
(α) Την 28 Φεβρουαρίου 2017 ο Εναγό΅ενος 3 υπέγραψε για λογαριασ΅ό της Ενάγουσας και υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της Ενάγουσας συ΅φωνία εγγραφής (subscription agreement) ΅ε την οποία η Ενάγουσα συ΅φώνησε να εκδοθούν προς όφελος της 9 ΅ετοχές στην Εναγό΅ενη 1 έναντι του ποσού των 180.000, ποσό το οποίο η Ενάγουσα όφειλε να πληρώσει ΅έχρι την 14 Μαρτίου 2017.
(β) Την 15 Μαρτίου 2017, αποστάληκε ΅ια επιστολή στην Ενάγουσα ΅ε την οποία η Εναγό΅ενη 1 απαιτεί την πληρω΅ή των 180.000. Ο υπεύθυνος διαχείρισης των Εναγόντων στην 8 Rue Henrich Heine Luxembourg, όπου υποτίθεται στάληκε και που είναι υπεύθυνος παραλαβής αλληλογραφίας βεβαιώνει ότι τέτοια επιστολή ουδέποτε παραλήφθηκε.
(γ) Την 16 Μαρτίου 2017 ο εναγό΅ενος 3 εκπροσωπώντας την Ενάγουσα, απάντησε αποστέλλοντας επιστολή συ΅βιβασ΅ού ΅ε την οποία πρότεινε διακανονισ΅ό της οφειλής της Ενάγουσας ύψους 180.000 ΅ε πληρω΅ή ποσού 15.000 δια τραπεζικής εντολής και του υπόλοιπου ποσού των 165.000 δια παραχώρησης/ εκχώρησης/συνεισφοράς του 19.99% που η Ενάγουσα κατείχε στην CUD. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι το ποσό των 15.000 πληρώθηκε ή/και κατέληξε στο λογαριασ΅ό των Εναγόντων.
(δ) Την 3 Απριλίου 2017 η Ενάγουσα απέστειλε ειδοποίηση προς τους ΅ετόχους της Εναγό΅ενης 1 για την πρόθεση της να πουλήσει τις 9 ΅ετοχές που κατείχε στο ΅ετοχικό κεφάλαιο της εναγο΅ένης 1 στην Εναγό΅ενη 2 για ποσό $316.000, ζητώντας τους να εξασκήσουν τα δικαιώματα πρώτης προτί΅ησης αγοράς των ΅ετοχών αυτών.
(ε) Την 10 Απριλίου 2017, η Ενάγουσα φαίνεται να ΅εταβιβάζει τις 9 ΅ετοχές στην Εναγό΅ενη 1 στην Εναγό΅ενη 2, δια της υπογραφής και πάλι του εναγό΅ενου 3.
(στ) Την 7 Απριλίου 2017 το ποσό των $316.000 ΅εταφέρθηκε στο λογαριασ΅ό της Ενάγουσας. Η διεύθυνση της Ενάγουσας δεν γνώριζε γιατί και πως το ποσό αυτό κατέληξε στο λογαριασ΅ό τους. Η Ενάγουσα σπάνια πληρώνει ποσά εκτός από ΅ικρά ποσά ΅ισθών και πληρω΅ή φόρων και τα διαθέσι΅α ΅ετρητά διαχειρίζονται ΅έσω άλλων εταιρειών του ο΅ίλου που έχουν συχνά ΅εταφορές χρη΅άτων και για πιο ΅εγάλα ποσά. Όταν το εν λόγω ποσό κατέληξε στο λογαριασ΅ό ΅ιας εκ των εταιρειών του ο΅ίλου ήτοι την GT Satellite Systems SA, η κ.xxx Cherstobitova η οικονο΅ική σύ΅βουλος της ως άνω αναφερό΅ενης εταιρείας ζήτησε ένα αντίγραφο της συ΅φωνίας που αφορούσε την εν λόγω πληρω΅ή. Η κ. xxx Nagdaeva, οικονο΅ική σύ΅βουλος της Ενάγουσας τον καιρό εκείνο, καθοδηγού΅ενη όπως φαίνεται από τον εναγό΅ενο 3 ισχυρίστηκε κατά την 10 Απριλίου 2017 ότι ενόψει του ότι η πληρω΅ή ζητήθηκε να γίνει κατεπείγον, η εν λόγω συ΅φωνία δεν είχε ακό΅η υπογραφεί αλλά θα ήταν σύντο΅α έτοι΅η και θα της την έστελνε. Ακό΅η και την 18 Μαϊου 2017, η Nagdaeva δικαιολογείτο για τη ΅η αποστολή της υπογεγρα΅΅ένης συ΅φωνίας που αφορούσε τη συναλλαγή γιατί ήταν ΅ε τη διεύθυνση της Εναγό΅ενης 2 και περί΅ενε τον εναγό΅ενο 3, διευθυντή της Εναγό΅ενης 2 να επιστρέψει από τις διακοπές του. Ενώ την ίδια ΅έρα η Nagdaeva φαίνεται να υπογράφει ως ΅άρτυρας στο πιστοποιητικό ΅εταβίβασης η΅ερ. 10 Απριλίου 2017 (Τεκ΅ήριο 30), ΅ε το οποίο η Ενάγουσα ΅ετέφερε τις 9 ΅ετοχές από την Εναγό΅ενη 1 στην Εναγό΅ενη 2. (Βλ. Τεκ΅ήριο 36 ηλεκτρονικά ΅ηνύ΅ατα που ανταλλάγησαν ΅εταξύ Nagdaeva και Cherstobitova). Ο κ. Cahen έχει δώσει οδηγίες για το εν λόγω ποσό να κατατεθεί σε λογαριασ΅ό του Εναγό΅ενου 2 (suspense account) ΅έχρι επίλυσης της παρούσας διαφοράς.
(ζ) Την 22 Μαΐου 2017, οι Cahen, Sosnovskiy και Lukyantsev παύονται από διοικητικοί σύ΅βουλοι της CUD και ο Lukyantsev από γενικός διευθυντής, ΅ε αποτέλεσ΅α η Ενάγουσα να ΅ην έχει πλέον κανένα έλεγχο ή λόγο στη CUD.
.......................................................».
Συνέθεσε θέση των Εφεσειόντων 1 και 5 ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για έκδοση (και οριστικοποίηση) του επίδικου διατάγματος, μια που (κατά παρέκκλιση του άρθρου 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6), δεν υπήρχε κατά τη μονομερή έκδοση ο δικαιοδοτικός όρος τού κατεπείγοντος «. δοθέντος του ότι δεν υπάρχουν οποιοιδήποτε ισχυρισμοί που να υποστηρίζουν τον κατεπείγοντα χαρακτήρα της αίτησης .» και πως, στον βαθμό και έκταση που το κατεπείγον του ζητήματος συνδέεται με την πρόθεση αποξένωσης «. η Ενάγουσα απέτυχε να παρουσιάσει τέτοια στοιχεία ή τέτοια πρόθεση εκ ΅έρους των Εναγο΅ένων 1 και 5 παρά ΅όνο γενικευμένες και αόριστες θέσεις για «΅εγάλο και σοβαρό κίνδυνο», σε συνάρτηση δε ΅ε το γεγονός ότι ακό΅α και στη βάση των ελεγ΅ένων λογαριασ΅ών για την περίοδο που έληξε την 31.12.2015 - Τεκ΅ήριο 37 στην Ένορκη Δήλωση του κ. xxx Οικονό΅ου - τα περιουσιακά στοιχεία της Εναγόμενης 1 ανέρχονται σε περίπου 19,4 εκ., που ξεπερνούν κατά πολύ σε αξία την απαίτηση της Ενάγουσας, το κατεπείγον του ζητή΅ατος εξέλειπε κατά το στάδιο της ΅ονο΅ερούς παρουσίασης της επί΅αχης αίτησης».
Επιπροσθέτως - και παραμένοντας στην περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης θεματική - το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφοντας τις εναντιώσεις των Εφεσειόντων 1 και 5 (προβαίνοντας ταυτοχρόνως σε παραπομπή στο μαρτυριακό υπόβαθρο που συνόδευε την ένσταση), μετέφερε και αυτά (ως λόγους ένστασης των Εφεσειόντων 1 και 5), για τα ενεστώτως επίμαχα:
«.................................................
7. Το γεγονός και ΅όνο ότι η Ενάγουσα δεν προσήλθε στο Δικαστήριο εγκαίρως και/ή καθυστέρησε αδικαιολόγητα στην καταχώρηση της Αίτησης και/ή στην επιδίωξη των ισχυριζό΅ενων δικαιω΅άτων της, επιβεβαιώνει την έλλειψη του στοιχείου του κατεπείγοντος ούτως ώστε να δικαιολογείτο η ΅ονο΅ερής έκδοση του Διατάγ΅ατος ειδικότερα λα΅βανο΅ένων υπόψη ότι:
i. Γνώριζε για την ΅εταβίβαση του 19.99% των ΅ετοχών της CUD τρείς ολόκληρους ΅ήνες πριν την καταχώρηση της Αίτησης και συγκεκρι΅ένα από την 19.04.2017.
ii. Έλαβε τα ζητηθέντα έγγραφα τα οποία δικαιολογούσαν και/ή επεξηγούσαν την επ' ονό΅ατι της Εναγο΅ένης 1 ΅εταβίβαση του 19.99% των ΅ετοχών της CUD ΅έσω email του διευθυντή της Εναγο΅ένης 1 από την 18.05.2017, ήτοι δύο ΅ήνες πριν την καταχώρηση της Αίτησης πλην ό΅ως ακό΅η και τότε παρέ΅εινε αδρανής στην επιδίωξη των ισχυριζό΅ενων δικαιω΅άτων της.
iii. Η εξήγηση που έδωσε η Ενάγουσα για να δικαιολογήσει την καθυστέρησή της ότι χρειάστηκε χρόνο για ν' αντιληφθεί και να κατανοήσει το ΅μηχανισμό της συνομωσίας, να διορίσουν δικηγόρους σε διάφορες δικαιοδοσίες, να ΅εταφράσουν τα τεκ΅ήρια και/ ή να προχωρήσουν σε εκτίμηση των ΅μετοχών της CUD (δέστε Τεκμήριο 38 της Ε/Δ Οικονό΅ου), καταρρίπτεται από το γεγονός και ΅όνο ότι η Ενάγουσα και οι κ.κ. Sosnovskiy και Lukyantsev «γνώριζαν» τα γεγονότα, κάτι που καταφαίνεται από τις 5 διαδικασίες που καταχώρησαν στη Ρωσική Ο΅οσπονδία κυρίως κατά τη διάρκεια του Μαΐου 2017 αλλά και τη διαδικασία που καταχώρησαν στο Λουξε΅βούργο την 20.06.2017.
8. Η Ενάγουσα δεν προσήλθε στο Δικαστήριο ΅ε καθαρά χέρια αφού αλλοίωσε το πραγ΅ατικό υπόβαθρο και/ή τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση και/ή υποβάθ΅ισε όπως την βόλευε το αδια΅φισβήτητο γεγονός ότι οι Εναγό΅ενοι 1 και 5 συναλλάχθηκαν ΅ε τον Εναγό΅ενο 3, ο οποίος παρουσίασε όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά ως προς την εξουσία του να εκπροσωπεί την Ενάγουσα, ως καλόπιστοι τρίτοι και όχι ως ε΅πλεκό΅ενα ΅έρη σε συνω΅οσία προς εξαπάτηση όπως παραπλανητικά τους παρουσίασε η Ενάγουσα στο Δικαστήριο, παρά την περί του αντιθέτου γνώση της, ούτως ώστε να αποκο΅ίσει δικαστικό πλεονέκτη΅α και/ή όφελος ΅ε την ΅ονο΅ερή έκδοση του Διατάγ΅ατος εις βάρος, ΅εταξύ άλλων, και των Εναγό΅ενων 1 και 5 για να ΅πορεί εν κατακλείδι να το χρησι΅οποιήσει ως ΅οχλό πίεσης και/ή εκβιαστικά.
9. Δεν έγινε πλήρης και ακριβής αποκάλυψη εκ ΅έρους της Ενάγουσας όλων των ουσιωδών γεγονότων που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Τουναντίον η Ενάγουσα προσπάθησε να παραπληροφορήσει και παραπλανήσει το Σεβαστό Δικαστήριο αποκρύβοντας ουσιώδη γεγονότα και έγγραφα, επηρεάζοντας έτσι την κρίση του Δικαστηρίου για να πετύχει την έκδοση του Διατάγ΅ατος ΅ονο΅ερώς, παραβιάζοντας έτσι το καθήκον πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης, κάτι το οποίο θέτει το Διάταγ΅α υποκεί΅ενο σε απόρριψη.
................................................».
Εν σχέσει προς τις ενστάσεις των Εφεσειόντων 2-4, το Πρωτόδικο Δικαστήριο (με αναφορά στα όσα μαρτυριακώς υποστήριζαν κατ' αυτούς τη διαφωνία τους), παρέθεσε ακέραιους τους λόγους ένστασης (που αφορούν στην παρούσα έφεση):
«.................................................
2. Κατά το στάδιο έκδοσης του διατάγ΅ατος η΅ερ. 17/07/2017 (το «Διάταγ΅α») δεν υφίστατο ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος κατά παρέκκλιση του ’ρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονο΅ίας Νό΅ου, Κεφ. 6, εφόσον η Ενάγουσα δεν απέδειξε το ζήτη΅α του κατεπείγοντος ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις και συνεπώς το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το διάταγ΅α σε ΅ονο΅ερή βάση.
3. Η Ενάγουσα είναι ένοχη αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην καταχώρηση της ΅ονο΅ερής αίτησης για ενδιά΅εσα διατάγ΅ατα, αφού τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζει τους ισχυρισ΅ούς της ήταν γνωστά σε αυτήν για ΅εγάλο χρονικό διάστη΅α πριν την καταχώρηση της Μονο΅ερούς Αίτησης για ενδιά΅εσα διατάγ΅ατα.
4. Η Ενάγουσα δεν προσήλθε στο Δικαστήριο ΅ε καθαρά χέρια (clean hands) και δεν προέβη σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη των γεγονότων (full and frank disclosure) που αφορούν την παρούσα υπόθεση και ειδικότερα γεγονότων και εγγράφων τα οποία βρίσκοντο στην κατοχή της και/ή ήταν εν γνώσει της κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και αφορούν ά΅εσα την παρούσα υπόθεση ΅ε σκοπό να εξασφαλίσει ΅ονο΅ερώς το διάταγ΅α στο οποίο δεν εδικαιούντο.
......................................................».
Προτού προχωρήσουμε στους λόγους έφεσης, σημειώνουμε ότι δεν ευσταθεί η θέση των Εφεσίβλητων στην προφορική τους αγόρευση πως υπάρχει μη θεραπεύσιμη παρατυπία τής Έφεσης Ε35/18 σε σχέση προς το ότι «. δεν επισυνάφθηκε στην έφεση η πρωτόδικη απόφαση και δεν περιλήφθηκε στο περίγραμμα ιστορικό της διαδικασίας όπως επιβάλλουν οι θεσμοί».
Είναι γεγονός πως αυτά που περιγράφουν οι Εφεσίβλητοι συγκροτούν, εν συνόλω, πραγματικότητα και - κατ' αυστηρήν ακολουθίαν - παρατυπία, που καλόν θα ήταν ωστόσο να αποφευγόταν (βλ. κατ' αναλογίαν, Lawson v Financial News, Limited (1918) 1 Ch 1, 5).
Πρόκειται όμως - υπό τις περιστάσεις - για παρατυπία επουσιώδους μορφής.
Το διασαφηνίζουμε.
Οι Εφεσίβλητοι συμπορεύθηκαν με την παρατυπία, καταχώρισαν εμφάνιση και επέκεινα ακολούθησαν όλα τα δικονομικά διαβήματα που μεσολάβησαν (συμπεριλαμβανομένης της καταχώρισης περιγραμμάτων), δίχως να πουν ή να υποδείξουν εγκαίρως και ουσιαστικώς οιεσδήποτε επιπτώσεις στα δικαιώματα τους (βλ. κατ' αναλογίαν, David και ’λλης ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, ΠΕ 208/12, ημ. 24.11.17), ECLI:CY:AD:2017:A415.
Ουδέν καταδείχθηκε εκ πλευράς Εφεσίβλητων που να δείχνει, υπό οποιαδήποτε οπτική, κάποιο, έστω, δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων τους, ή άλλες περιστάσεις, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν οιουσδήποτε περί του αντιθέτου συνειρμούς (βλ. Ετήσια Δικονομική Πρακτική 1954, σελ.1246).
Θεωρούμε πως η περί ης ο λόγος παρατυπία, σε κάθε έκφανση της, έχει θεραπευθεί (βλ. κατ' αναλογίαν, CMA Holdings Ltd ν Tράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ΠΕ 265/14).
Προχωρούμε στην ουσία.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης και στις δύο εφέσεις, ενιαίως μια και τούτοι αφορούν, αδρομερώς, σε δύο κοινές ενότητες, και δη στα ζητήματα του κατεπείγοντος και της μη αποκάλυψης.
Αρχίζουμε με τα αφορώντα στο κατεπείγον και στον αντίστοιχο λόγο έφεσης 2 (στην Έφεση Ε34/18) και στον λόγο έφεσης 1 (στην Έφεση Ε35/18).
Οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι είναι λαθεμένο το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως υπήρχε το στοιχείο του κατεπείγοντος κατά τη μονομερή έκδοση του επίδικου διατάγματος και ότι, κατ' ουσίαν (και λογική επακολουθία), το Πρωτόδικο Δικαστήριο σύγχυσε τον δικαιοδοτικό όρο του κατεπείγοντος με την καθυστέρηση στην όποια προώθηση του αιτήματος αυτή καθ' εαυτή. Η ελλιπής αυτή ενασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με τον δικαιοδοτικό όρο τού κατεπείγοντος (ως ισχυρίζονται αμοιβαίως οι Εφεσείοντες), προκύπτει ως αντιμαχόμενη με τη συναρτώμενη νομολογία. Κατά συνέπειαν, λέγουν οι Εφεσείοντες, οι Εφεσίβλητοι πέτυχαν την έκδοση του επίδικου διατάγματος (στο άνευ ειδοποιήσεως στάδιο), δίχως να δείξουν πως η παροχή της προσωρινής θεραπείας ήταν επείγουσα, ή, έστω, ότι συνέτρεχαν οιεσδήποτε ιδιαίτερες περιστάσεις που να δικαιολογούν την προκύψασα δικαστική κρίση.
Δεν συμφωνούμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως σαφώς αναφέρει στην απόφαση του (στη σελίδα 53), εξέτασε το θέμα «. του κατεπείγοντος και της καθυστέρησης που εγείρεται από τους Καθ΄ ων η αίτηση» (η υπογράμμιση είναι δική μας). Η διάκριση τούτη, στην οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ του δικαιοδοτικού όρου τού κατεπείγοντος και της σπουδαιότητας που θα μπορούσε να ενέχει και η όποια καθυστέρηση, αναδύεται εναργώς όχι μόνον από το ειρημένο λεκτικό (ως απεικόνισμα της δικαστικής σκέψης), αλλά και από την πρωτόδικη ανάλυση που επακολούθησε με ρητή αναφορά στην ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία και στις εκδοχές των μερών, αποτυπώνοντας και αυτά:
«.................................................Ως έχει νο΅ολογηθεί η ύπαρξη του κατεπείγοντος και η ση΅ασία οιασδήποτε καθυστέρησης, κρίνεται πάντοτε ΅ε βάση την πολυπλοκότητα της υπόθεσης. Όσον αφορά το κατεπείγον η Ενάγουσα ισχυρίζεται στην παράγραφο 19 της ε/δ Οικονό΅ου ότι από τις 19/5/17 που έλαβε τα έγγραφα από τον κ. Πιριλίδη «χρειάστηκαν χρόνο να αντιληφθούν και να κατανοήσουν το ΅ηχανισ΅ό της συνο΅ωσίας, να διορίσουν δικηγόρους σε διάφορες δικαιοδοσίες, να ετοι΅άσουν τα σχετικά έγγραφα και να ΅εταφράσουν τα τεκ΅ήρια όπως επίσης και την εκτί΅ηση των ΅ετοχών της CUD». Οι Καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται πως οι Εναγό΅ενοι είχαν ήδη ξεκινήσει δικαστικές διαδικασίες στη Ρωσία και Λουξε΅βούργο πολύ πριν κατατεθεί η εν λόγω Αγωγή και ως εκ τούτου εξέλειπε το κατεπείγον και υπήρχε καθυστέρηση στην καταχώρηση της επίδικης αίτησης.
Ως προκύπτει από τα γεγονότα οι εν λόγω διαδικασίες άρχισαν ΅εταξύ 18/5/17 - 20/6/17. Έχοντας υπόψη ότι η παρούσα Αγωγή διαφέρει από τις άλλες διαδικασίες οι οποίες αποσκοπούσαν σε άλλες θεραπείες και έχοντας υπόψη τη περιπλοκότητα της επίδικης συνο΅ωσίας όσο και τον απαραίτητος χρόνο εντοπισ΅ού των αναγκαίων στοιχείων, ως εξηγήθηκε από την Αιτήτρια δεν βρίσκω ότι υπάρχει καθυστέρηση στη προώθηση της παρούσας και ως εκ τούτου οι εν λόγω ισχυρισ΅οί δεν ευσταθούν και απορρίπτονται».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε λοιπόν τα πράγματα σφαιρικώς και πάντως με την αναγκαία προσοχή και έγνοια ώστε να διαπιστώσει και ενασκήσει λελογισμένως και δικαστικώς τη διακριτική του ευχέρεια για το αν συνέτρεχε, τωόντι, το προαπαιτούμενο του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικού όρου. Δεν διαφεύγει την προσοχή, πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πραγματευόμενο το όλον ζήτημα, παρέπεμψε στην Tσιαντής ν Hellenic Bank (Investments) Ltd (2001) 1(Γ) AAΔ 2029, ως νομολογιακή πηγή για το ότι η μεταβλητή του κατεπείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6. Το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε στην εν λόγω απόφαση (στις σελίδες 2037-2040) - για ό,τι εδώ απασχολεί - τα ακόλουθα, τα οποία προφανώς και είχε κατά νουν το Πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αποφάσιζε επί του κρίσιμου αυτού ζητήματος:
«.................................................
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση από μέρους των εφεσιβλήτων στην προώθηση του αιτήματος τους είναι εσφαλμένο εν όψει των ευρημάτων του αναφορικά με το χρόνο δημιουργίας του χρέους, το χρόνο εξάσκησης του δικαιώματος επίσχεσης επί των μετοχών και τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι εν όψει της μαρτυρίας οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν το στοιχείο του επείγοντος «ως απαιτεί το άρθρο 9 του Κεφ. 6 αλλά ούτε και καμιά εξήγηση έδωσαν για την πολύμηνη καθυστέρηση στην καταχώριση της αγωγής τους και ως εκ τούτου το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το επίδικο διάταγμα ex parte».
Στην Bacardi & Co. Ltd, πιο πάνω, έχει γίνει εκτεταμένη παράθεση της νομολογίας που διέπει το θέμα της καθυστέρησης. Λέχθηκαν τα εξής:
«Η καθυστέρηση, εκτός αν επεξηγηθεί, στην προώθηση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, είναι γενικώς μοιραία, άνκαι τα δικαστήρια θα σταθμίσουν το ζήτημα της καθυστέρησης έναντι της πιθανότητας του ενάγοντα να πετύχει τελικά στην αγωγή του, και θα λάβουν υπόψη κατά πόσο ο εναγόμενος έχει οδηγηθεί σε έξοδα ή έχει καθησυχασθεί ότι όλα ήταν ασφαλή ή παραπλανήθηκε λόγω της απραξίας του ενάγοντα. Ωστόσο η τάση της σύγχρονης νομολογίας είναι να μη απορρίπτεται αξίωση για διάταγμα κατά την ακρόαση της αγωγής απλώς και μόνο λόγω της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αγωγής τηρουμένων των προνοιών του περί Παραγραφής Νόμου, 1939 (Copinger and Skone James on Copyright, 12η έκδοση, παρα. 633).
Στον Kerly΄s (πιο πάνω), παρα. 15-68 το θέμα τίθεται ως εξής:
'Οποιαδήποτε σημαντική μη αναγκαία καθυστέρηση στην επιδίωξη ενδιάμεσης θεραπείας ενδέχεται να γείρει το ισοζύγιο της ευχέρειας εναντίον του ενάγοντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία πρέπει να αρχίζει χωρίς προειδοποίηση. Η καθυστέρηση λόγω της παράλειψης των εναγομένων να απαντήσουν σε επιστολές μπορεί να συγχωρεθεί'.
Στον Kerr of Injunctions (πιο πάνω), σελ. 360-61 υιοθετείται η ίδια προσέγγιση. 'Η απλή καθυστέρηση στην έναρξη διαδικασίας μετά τη διαπίστωση της παραβίασης φαίνεται ότι δεν αποτελεί κώλυμα για την έκδοση διατάγματος κατά την ακρόαση της αγωγής. Ωστόσο καθυστέρηση δυνατόν να οδηγήσει το δικαστήριο στο να αρνηθεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος ειδικά όταν ο εναγόμενος έχει δημιουργήσει μια επιχείρηση στην οποία έχει χρησιμοποιήσει το επίδικο σήμα με πασίγνωστο τρόπο'.»
Έχει νομολογηθεί ότι το υπαρκτό του επείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας κάτω από το άρθρο 9 του Κεφ. 6 (Βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598, Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1179, Χριστοδούλου ν. Vraets (1999) 1 Α.Α.Δ. 1475, Zein v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606, Re Stavros Hotel Appartments Ltd κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 836, 841 και Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 861, 864).
Στην Timberland (πιο πάνω), μετά από μονομερή αίτηση των εφεσειόντων το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απαγορευτικό διάταγμα, παρεμποδίζον τους εφεσίβλητους να πωλούν ή διαθέτουν υποδήματα με το έμβλημα των προϊόντων των εφεσειόντων ή με έμβλημα ουσιωδώς όμοιο προς αυτό.
Οι εφεσείοντες, ενώ έλαβαν γνώση των δραστηριοτήτων των εφεσιβλήτων, πωλητών υποδημάτων στην Πάφο, αφότου άρχισε η εμπορική τους δραστηριότητα στην Κύπρο, το Μάϊο του 1994, δεν πήραν κανένα μέτρο εναντίον τους μέχρι το Φεβρουάριο του 1995. Η επίκληση των επικείμενων ξεπουλημάτων, ως στοιχείου προσδίδοντος την υφή του κατεπείγοντος στο αίτημά τους, χαρακτηρίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως «μη σοβαρή». Στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα εν όψει, ανάμεσα σ' άλλα, και της αποκαλυφθείσας καθυστέρησης.
Το Εφετείο διαφώνησε με την πρωτόδικη προσέγγιση. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Διαφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι τα 'επικείμενα ξεπουλήματα' δεν αποτελούσαν γεγονός που έτεινε να προσδώσει επείγοντα χαρακτήρα στο αίτημα. Πρόκειται για περίοδο, κατά την οποία οι πωλήσεις είναι σε έξαρση και ο πιθανός επηρεασμός από την αντιποίηση εμπορευμάτων μεγάλος. Η έναρξη εμπορικής δραστηριότητας, εκ μέρους των εφεσειόντων, στην Πάφο, συνιστούσε γεγονός το οποίο καθιστούσε το αίτημα ακόμη πιο επείγον. Το ότι το γεγονός δεν αποκαλύφθηκε εξαρχής, δεν αναιρούσε το κατεπείγον του αιτήματος, αλλά το καθιστούσε ολιγότερο δραστικό. Σημασία θα είχε η μη αποκάλυψή του, εάν αφαιρούσε από τα ερείσματα του κατεπείγοντος.
....................................................................................................................................................................................................................................................
Όπως αποφασίστηκε στην M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. ν. The Timberland Co. of USA (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, έτσι και στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώνουμε ότι, δοθείσας της αποκάλυψης συζητήσιμης υπόθεσης από τους εφεσείοντες, με ορατή την πιθανότητα επιτυχίας, η προστασία των δικαιωμάτων τους καθίστατο επείγον ζήτημα, λόγω της φύσης των παραβιάσεων και των άμεσων ζημιογόνων επιδράσεων στα δικαιώματα τους.»
Από τα λεχθέντα στην Bacardi & Co., πιο πάνω, είναι καθαρό ότι κατά την εξέταση της καθυστέρησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής καθώς και το κατά πόσο ο εναγόμενος έχει επηρεασθεί με οποιοδήποτε τρόπο λόγω της καθυστέρησης.
Στην παρούσα υπόθεση, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η έκδοση του επίδικου διατάγματος σε καμιά περίπτωση δεν επηρεάζει τον εφεσείοντα «έχοντας υπόψη την δεδηλωμένη θέση του ότι οι μετοχές αγοράσθηκαν χωρίς τις οδηγίες του και επομένως δεν του ανήκουν». Επομένως σε σχέση και με τους δύο παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη η πλάστιγγα κλίνει εναντίον του εφεσείοντα.
Αυτό που προκύπτει από τα νομολογηθέντα στην Timberland (πιο πάνω) είναι το εξής:
Το κατεπείγον του θέματος μπορεί να προκύψει και μετά την γένεση της βάσης της αγωγής. Όπως παρατηρεί ο Χατζηχαμπής, Δ. στην Χριστοδούλου (πιο πάνω) «το κρίσιμο στοιχείο για την αίτηση δεν ήταν ο χρόνος έγερσης της αιτίας αγωγής αλλά ο χρόνος πληροφόρησης του εφεσίβλητου για τη δυνατότητα του να επιτύχει την ενδιάμεση θεραπεία».
......................................................».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - ως εξάγεται από την Πρωτόδικη Απόφαση - έκρινε το κατεπείγον έχοντας πρώτα καταλήξει πως υφίστατο ο δικαιοδοτικός όρος για την έκδοση του επίδικου διατάγματος, αποφαινόμενο, βάσει τής μαρτυρίας, για το ζήτημα και ανεξαρτήτως της ύπαρξης (ή όχι) οποιωνδήποτε φραστικών αναφορών στην ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση, είτε για τα περί του κατεπείγοντος είτε για τα περί της όποιας καθυστέρησης.
Σωστά είναι που έπραξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Τούτο, επειδή, το θέμα άπτεται της ουσίας των πραγμάτων ως αυτή εξάγεται ή και συνάγεται από τα γεγονότα και όχι από την οποιαδήποτε περιγραφή ή ονομασία που επιλέγουν να αποδίδουν ή να προσαρτούν σε αυτά οι διάδικοι (βλ. κατ' αναλογίαν, Lariena Investments Ltd και ’λλων ν RFI Consortium Ltd, ΠΕ 164/19, ημ. 22.1.21, ECLI:CY:AD:2021:A16, Penderhill Holdings Limited και ’λλων ν Abramchyk και ’λλων, ΠΕ 319/11, ημ.13.1.14, ECLI:CY:AD:2014:A21, Χατζηβασιλείου ν Whight Knight Holdings Ltd (2004) 1 AAΔ 203, 207).
Ο λόγος έφεσης 2 στην Έφεση Ε34/18 και ο λόγος έφεσης 1 στην Έφεση Ε35/18 απορρίπτονται.
Περνούμε στο ζήτημα της μη αποκάλυψης με το οποίο καταπιάνεται ο λόγος έφεσης 1 στην Έφεση Ε34/18 και ο λόγος έφεσης 2 στην Έφεση Ε35/18.
Συνιστά θέση των Εφεσειόντων ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε (και) ως προς την αποτίμηση του καθήκοντος των Εφεσίβλητων για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, προκειμένου να διαφωτιζόταν δεόντως για την πραγματική εικόνα της υπόθεσης και να λάμβανε τη σωστή και δίκαιη απόφαση δεδομένης και της απουσίας, τότε, των αντιδίκων ως επηρεαζομένων μερών. Οι Εφεσίβλητοι προσήλθαν στο Δικαστήριο, ως αντιτάσσουν οι Εφεσείοντες, αποκρύπτοντας τεχνηέντως σωρεία ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων τα οποία, εάν γνώριζε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στον κατάλληλο χρόνο, δεν θα προέβαινε στη μονομερή έκδοση του επίδικου διατάγματος. Μολαταύτα - και παρόλο που οι Εφεσείοντες έθεσαν, ως διισχυρίζονται, όσα σχετίζονταν με τη θεματολογία αυτή - το Πρωτόδικο Δικαστήριο υποβάθμισε τις συναφείς παραλείψεις των Εφεσίβλητων, όπως έπραξε και για την από μέρους τους προσπάθεια παραπλάνησης.
Αποκλίνουμε από τις θέσεις των Εφεσειόντων.
Επεξηγούμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενδελεχώς είναι που ασχολήθηκε με τις θέσεις των Εφεσειόντων, ξεψαχνίζοντας τις επί τούτω εισηγήσεις και τη σχετική μαρτυρία υπό το πρίσμα των αρχών που διέπουν τα πράγματα.
Σε πρώτο στάδιο, επιλέγουμε την αυτούσια παράθεση των όσων είπε περί του συζητούμενου το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με το απόσπασμα να φανερώνει και τη βάσανο με την οποία προσέγγισε το θέμα η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής:
«.................................................Έχοντας λοιπόν υπόψη τα γεγονότα της παρούσας, κρίνω ότι δεν έχουν τεθεί τέτοια γεγονότα που να ε΅φαίνεται κατάχρηση όσον αφορά τις εκκρε΅ούσες αλλοδαπές διαδικασίες και ως εκ τούτου, οι πιο πάνω ισχυρισ΅οί δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Μετά την αντι΅ετώπιση των πιο πάνω ισχυρισ΅ών, προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισ΅ούς των Καθ' ων η αίτηση που αφορούν ζητή΅ατα ΅η αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων και/ή διαστρέβλωση περιστατικών από την Ενάγουσα κατά την έκδοση των διαταγ΅άτων ΅ονο΅ερώς. Η προκαταρκτική εξέταση της συγκεκρι΅ένης πτυχής των ενστάσεων επιβάλλεται από αυτή την ίδια τη φύση της, καθότι, από ΅όνη της επηρεάζει καθοριστικά την εγκυρότητα και βιωσι΅ότητα της Αίτησης, έτσι ώστε σε περίπτωση που αυτή γίνει δεκτή, τότε να ΅ην παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί η ουσία της Αίτησης.
Σύ΅φωνα ΅ε την πάγια θέση της νο΅ολογίας, η διαδικασία σε ΅ονο΅ερή Αίτηση δη΅ιουργεί στον Αιτητή, λόγω της φύσης της Αίτησης, την υποχρέωση να αποκαλύψει στο Δικαστήριο όλα τα γεγονότα που γνωρίζει ή που ΅ε εύλογη επι΅έλεια γνώριζε και τα οποία ΅πορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση. Παράλειψη του Αιτητή να αποκαλύψει τα εν λόγω γεγονότα, ΅πορεί να οδηγήσει στην ακύρωση του διατάγ΅ατος χωρίς το Δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της Αίτησης. Το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός είναι αντικει΅ενικό, το στοιχείο δε της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση του διατάγ΅ατος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων (βλ. Global Cruises S.A. v. Metro Shipping Travel Ltd (1989) 1 Α.Α.Δ., Ε.602, Στυλιανού ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ., 583, Resola Cyprus Ltd v. Christou (1998) 1(Β) Α.Α.Δ., 598 και Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation (1996) 1 Α.Α.Δ.). Εκείνα που πρέπει να αποκαλυφθούν σε ΅ονο΅ερείς αιτήσεις για προσωρινό διάταγ΅α που έχουν σχέση ΅ε το αστικό αδίκη΅α της συνω΅οσίας, σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονότα γνωστά στους Αιτήτρια, ή γεγονότα τα οποία θα ΅πορούσαν να ανακαλύψουν ΅ε εύλογες προσπάθειες τα οποία σχετίζονται ΅ε το βάσι΅ο του δικαιώ΅ατος τους όπως διαγράφεται στο δικόγραφο, τη σοβαρότητα του ζητή΅ατος που εγείρεται καθώς και την πιθανότητα επιτυχίας.
Στην παρούσα υπόθεση, ως προκύπτει από την ένορκο δήλωση του κ. xxx Οικονό΅ου που συνοδεύει την Αίτηση, όλα τα σχετικά γεγονότα που έχουν σχέση ΅ε το αγώγι΅ο δικαίω΅α της Αιτήτριας για την συνω΅οσία έχουν αποκαλυφθεί από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση.
Οι Καθ' ων η αίτηση 1 & 5 ισχυρίζονται ΅η αποκάλυψη από την Αιτήτρια των συζητήσεων για πιθανή συνεργασία των ο΅ίλων Vostok/Cherva και του Summit Capital Holdings κατά την περίοδο 2014-2017. Συ΅φωνώ ΅ε τη θέση της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι οι εν λόγω διαπραγ΅ατεύσεις ΅εταξύ των δύο ο΅ίλων δεν ΅πορούν να θεωρηθούν ότι είχαν οποιαδήποτε σχέση ΅ε την υπό εκδίκαση συναλλαγή. Από τα ηλεκτρονικά ΅ηνύ΅ατα που αποκαλύφθηκαν και από τις δυο πλευρές (Τεκ΅ήριο 1 στην ένορκη δήλωση Λά΅πρου και Τεκ΅ήρια 12-18 στην συ΅πληρω΅ατική ένορκη δήλωση Χλωρακιώτου) φαίνεται ότι οι διαπραγ΅ατεύσεις των δύο ο΅ίλων δεν περιλα΅βάνουν την εγγραφή των 9 ΅ετοχών της Εναγό΅ενης 1 στο όνο΅α της Ενάγουσας, έχοντας υπόψη την χρονική διάρκεια αυτών, δηλαδή το κο΅΅άτι «Vostok» έληξε την 25/1/15 ενώ το δεύτερο κο΅΅άτι «Cherva» συνεχίστηκε ΅έχρι την 29/03/17 δηλαδή ΅ετά τη σύναψη της Συ΅φωνίας Εγγραφής των 9 ΅ετοχών. Επίσης, συ΅φωνώ ΅ε τη θέση της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι εάν σκοπός ήταν να συ΅΅ετάσχει ο ένας ό΅ιλος σε εταιρεία του άλλου δεν δικαιολογείται, εκ πρώτης όψεως, η υπογραφή Συ΅φωνίας Εγγραφής απόκτησης 9 ΅ετοχών στην Εναγό΅ενη 1, ούτε το γεγονός ότι ένα ΅ήνα ΅ετά, ΅έσω Συ΅φωνίας Συ΅βιβασ΅ού να ΅εταφέρεται το 19.99% της CUD προς εξόφληση των 9 ΅ετοχών, ενώ τρεις ΅έρες ΅ετά να πωληθούν και οι 9 ΅ετοχές. Οι εν λόγω συναλλαγές στο χρονικό ση΅είο που συνέβησαν δεν ΅πορούν εκ πρώτης όψεως να θεωρηθούν ότι ήταν το αποτέλεσ΅α των ισχυριζό΅ενων συνο΅ιλιών για συνεργασία.
Επίσης ούτε ο ισχυρισ΅ός για απόκρυψη του πρακτικού του Διοικητικού Συ΅βουλίου της Ενάγουσας, η΅ερο΅ηνίας 13/9/16, για αναδιάρθρωση του 100% της CUD, λόγω της τροποποίησης του Ρωσικού Νό΅ου, για τα Μέσα Μαζικής Ενη΅έρωσης δικαιολογεί ζήτη΅α απόκρυψης. Ως προκύπτει από τα γεγονότα, παρά το ότι ψηφίστηκε ο Νό΅ος αυτός και έγινε αναδιοργάνωση της CUD, ώστε η Ενάγουσα να κατέχει ΅όνο το 19.99% αντί του 100%, αυτό δεν έχει σχέση ΅ε το 19.99% που η Ενάγουσα βρέθηκε να ΅εταβιβάζει στην Εναγό΅ενη 1 ως συ΅βιβαστική λύση της οφειλής της για αγορά των 9 ΅ετοχών στην Εναγό΅ενη 1. Ορθή είναι η παρατήρηση της κας Κότσαπα ότι εάν είχε σχέση η ψήφιση του Νό΅ου αυτού τότε, (α) Γιατί η Εναγό΅ενη 1 να ζητήσει ΅εταβίβαση του 19.99% ΅όλις την 16/3/17 ενώ η αναδιάρθρωση λόγω του Νό΅ου να συ΅πληρώθηκε την 20/02/17; (Τεκ΅.7 της συ΅πληρω΅ατικής ένορκης δήλωσης Χλωρακιώτου); (β) Ποια η ανάγκη η ΅εταβίβαση του 19.99% να προταθεί ως ΅έρος συ΅βιβασ΅ού εφόσον έγινε για σκοπούς του Νό΅ου; (γ) Ποια η λογική του 19.99% να ΅εταβιβάσει σε ξεχωριστή και ασύνδετη εταιρεία ενώ το 80% ΅εταβιβάστηκε στους Ρώσους δικαιούχους της Ενάγουσας στην οποία άνηκε το 80%; (δ) Γιατί δεν δηλώθηκε ρητά η ΅εταβίβαση του 19.99% στην Εναγό΅ενη 1 στο πρακτικό - Τεκ΅ήριο 11 της ε/δ Πιριλίδη και στο επισυνη΅΅ένο σε αυτό παράρτη΅α);
Ούτε επίσης ο ισχυρισ΅ός για απόκρυψη του γεγονότος ότι το 19.99% της CUD πουλήθηκε στην ίδια αξία που δόθηκε και στους υπόλοιπους ΅ετόχους ήτοι τους Sosnovskiy, Lukyantsev και Εναγό΅ενο 3, ως οι συ΅φωνίες πώλησης, ΅πορεί να θεωρηθεί απόκρυψη, αφού το 80.01% που δόθηκε στους Ρώσους ΅ετόχους Sosnovskiy, Lukyantsev και Εναγό΅ενο 3 όπως προκύπτει από τα γεγονότα, δεν πουλήθηκε σε αυτούς στην πραγ΅ατική αξία που οι ΅ετοχές αυτές θα πουλιούνταν στην ελεύθερη αγορά εφόσον οι προαναφερό΅ενοι δεν ήταν νέοι ΅έτοχοι που θα επένδυαν στην CUD, αλλά οι ιδιοκτήτες της CUD, ΅έσω των ΅ετοχών τους στην Ενάγουσα που ήταν η αποκλειστική ΅έτοχος της CUD ΅έχρι που τροποποιήθηκε ο Ρωσικός Νό΅ος για τα Μέσα Μαζικής Ενη΅έρωσης και έπρεπε πλέον οι ΅ετοχές να κρατούνται από Ρώσους - κάτι που σή΅αινε ότι οι Ρώσοι ιδιοκτήτες της CUD έπρεπε να είναι πλέον και εγγεγρα΅΅ένοι ιδιοκτήτες των ΅ετοχών της Ρωσικής εταιρείας. Ούτε ο ισχυρισ΅ός των Καθ' ων η αίτηση για απόκρυψη από την Ενάγουσα του γεγονότος ότι η αποπληρω΅ή του δανείου που η Ενάγουσα παραχώρησε στη CUD επεκτάθηκε ΅έχρι την 31/1/22, ΅ε βάση συ΅πληρω΅ατική συ΅φωνία, ευσταθεί, αφού ως προκύπτει από τα γεγονότα που έθεσε η Ενάγουσα αυτή δεν γνώριζε για την ύπαρξη της εν λόγω συ΅φωνίας.
Ο ισχυρισ΅ός επίσης των Καθ' ων η αίτηση για απόκρυψη από την Ενάγουσα ότι αυτή είχε ά΅εση ανάγκη για ρευστότητα, έχοντας υπόψη την άρνηση της Ενάγουσας για το γεγονός αυτό, δεν ΅πορεί να δικαιολογήσει εκ πρώτης όψεως θέ΅α ανάγκης ρευστότητας της Ενάγουσας. Ση΅ειώνω ότι το ηλεκτρονικό ΅ήνυ΅α του κ. Cahen η΅ερο΅ηνίας 03.04.2017 δεν δικαιολογεί τον ισχυρισ΅ό των Καθ' ων η αίτηση για έλλειψη ρευστότητας της Ενάγουσας. Ούτε ο ισχυρισ΅ός ότι δεν αποκαλύφθηκε το ηλεκτρονικό ΅ήνυ΅α της Εναγό΅ενης 1, η΅ερο΅ηνίας 19/5/17 (Τεκ΅ήριο 17) ευσταθεί, αφού τo περιεχό΅ενο του καταγράφεται στην ένορκη δήλωση Οικονό΅ου και δεν δικαιολογείται ζήτη΅α απόκρυψης αυτού του στοιχείου.
Ως προς τους ισχυρισ΅ούς των Καθ' ων η αίτηση για απόκρυψη της ύπαρξης της ποινικής διαδικασίας στο Λουξε΅βούργο και των επιστολών που ανταλλάχτηκαν προς τούτο (Τεκ΅ήρια 18, 19, 20 και 21 στην ε/δ Πιριλίδη) και ισχυρισ΅οί ότι η ΅η αποκάλυψη της πολλαπλότητας των διαδικασιών που εκκρε΅ούν και άπτονται του ίδιου ζητή΅ατος δη΅ιουργούν κώλυ΅α στη προώθηση της παρούσας Αγωγής, εξετάζοντας τα Τεκ΅ήρια 13-18 της ένορκης δήλωσης Οικονό΅ου που έχουν επισυναφθεί, φαίνονται τα όσα αναφέρθηκαν ΅εταξύ του κ. Πιριλίδη και του κ. Didier και ως εκ τούτου τίποτε νέο δεν ε΅περιέχεται στις επιστολές (Τεκ΅ήρια 18-21 της ε/δ Πιριλλίδη) που θα άλλαζε την κρίση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του παρόντος διατάγ΅ατος. Επίσης ο ισχυρισ΅ός ότι υποβλήθηκε παράπονο στον Εισαγγελέα του Λουξε΅βούργου δεν ΅πορεί να συνιστά πολλαπλότητα διαδικασίας, ούτε δη΅ιουργεί κώλυ΅α προς προώθηση της παρούσας αγωγής η ισχυριζό΅ενη απόκρυψη συ΅φωνίας δανείου η΅ερο΅ηνίας 26/06/17, ΅εταξύ της Vostok Service Spetckomplektatciya και της JSC Television Company Stream, δυνά΅ει της οποίας η πρώτη δάνεισε τη δεύτερη ποσό ύψους $6.000.000 για να αποπληρωθεί παλαιότερο δάνειο της CUD από τη VTB της Ρωσίας δεν φαίνεται να συνδέεται ΅ε τη παρούσα υπόθεση και δεν συνιστά απόκρυψη. Δεν θεωρώ επίσης απόκρυψη, έχοντας υπόψη τα γεγονότα της παρούσας, από την Ενάγουσα, του γεγονότος ότι οι Sosnovskiy και Lukyantsev είχαν λάβει πρόσκληση στη συνέλευση των ΅ετόχων της CUD στις 23 Μαΐου 2017. Επίσης δεν θα ΅πορούσε να διαφοροποιήσει ΅ε οποιοδήποτε τρόπο την έκδοση των διαταγ΅άτων το γεγονός ότι ο Εναγό΅ενος 3 δεν ε΅φανίστηκε στη συνεδρίαση του διοικητικού συ΅βουλίου της Ενάγουσας στις 21.06.17 για προσωπικούς λόγους. (Ση΅ειώνω ότι αυτό αποκαλύφθηκε ΅ε το Τεκ΅ήριο 35 της ενόρκου δηλώσεως Οικονό΅ου και απλώς δεν παραπέ΅φθηκε το Δικαστήριο σε αυτό).
Οι Καθ' ων η αίτηση 2, 3, και 4 επιπλέον των πιο πάνω ζητη΅άτων ΅η αποκάλυψης υποστηρίζουν ότι η Αιτήτρια δεν αποκάλυψε την ύπαρξη ρήτρας διεθνούς ε΅πορικής διαιτησίας στην Συ΅φωνία Εγγραφής η΅ερ. 28.02.17. Αυτό δεν ΅πορεί να κριθεί ΅η αποκάλυψη αφού, ως εξηγήθηκε ανωτέρω, η παρούσα αγωγή δεν πηγάζει από τις συ΅βατικές πρόνοιες της Συ΅φωνίας Εγγραφής, η οποία ε΅περιέχει τη ρήτρα διεθνούς ε΅πορικής διαιτησίας, αλλά πρόκειται για αγωγή συνο΅ωσίας, ΅έρος της οποίας πραγ΅ατοποιήθηκε ΅ε την υπογραφή της εν λόγω Συ΅φωνίας Εγγραφής. Επίσης ο ισχυρισ΅ός ότι η Αιτήτρια δεν έκανε λεπτο΅ερή ανάλυση των δικαστικών διαδικασιών δεν ευσταθεί. Η Ενάγουσα αποκάλυψε τις διάφορες διαδικασίες στο Τεκ΅ήριο 41 της ε/δ Οικονό΅ου στο οποίο αναφέρεται το όνο΅α των διαδίκων κάθε διαδικασίας και το στάδιο που αυτή βρίσκεται και από αυτό προκύπτει ότι οι διαδικασίες αφορούν διαφορετικά πρόσωπα κάθε φορά και επιζητούνται διαφορετικές θεραπείες. Η ΅όνη σχετική είναι η διαδικασία που αναφέρεται στις παραγράφους (1) του Τεκ΅ηρίου 41 που αφορά την ακύρωση συ΅φωνίας συ΅βιβασ΅ού για τη ΅εταβίβαση του 19.99% και αλλαγή του ΅ητρώου της CUD. Η αγωγή αυτή ό΅ως στρέφεται ΅όνο εναντίον της Εναγό΅ενης 1 και όχι των υπολοίπων Εναγό΅ενων και ΅ε αυτή δεν αποζητείται η ακύρωση της εγγραφής του 19.99% στη CUD αλλά αποζη΅ιώσεις και διατάγ΅ατα ΅η αποξένωσης των εν λόγω ΅ετοχών. Ως εκ τούτου οι δυο διαδικασίες δεν είναι οι ίδιες ή αποζητούν τις ίδιες θεραπείες και οι αντίθετοι ισχυρισ΅οί απορρίπτονται. Επίσης η οικονο΅ική κατάσταση της Ενάγουσας, η οποία συνδέεται από τους Καθ' ων η αίτηση 2-4 ΅ε το γεγονός ότι το 80% των ΅ετοχών της CUD πουλήθηκαν στους Ρώσους ήδη δικαιούχους αυτών κάτω από την αξία τους δεν συνδέεται ΅ε το αγώγι΅ο δικαίω΅α των Εναγόντων, ώστε να έπρεπε να αποκαλυφθεί. Ούτε ό΅ως η ΅εταβίβαση των ΅ετοχών 4 εταιρειών από τη CUD στην Content Plus LLC φαίνεται να ήταν εις γνώση των Εναγόντων ώστε να αποκαλυφθεί. Επίσης, η έγερση αγωγής στο Λουξε΅βούργο την 8/9/17 ΅ετά την έγερση της παρούσας αγωγής, δεν ΅πορεί να επηρεάσει την έκδοση του παρόντος προσωρινού διατάγ΅ατος αφού η έκδοση του προηγήθηκε της καταχώρησης της εν λόγω Αγωγής.
Εν κατακλείδι, δεν βρίσκω ότι στη παρούσα υπόθεση ότι υπήρξε οποιαδήποτε ουσιώδης απόκρυψη γεγονότων που να δικαιολογεί ακύρωση των επίδικων διαταγ΅άτων, ως εκ τούτου οι ισχυρισ΅οί των Καθ' ων η αίτηση απορρίπτονται».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας, προσεγγίζοντας τα γεγονότα στην ολότητα τους και συναρτώντας τα, ως είχε καθήκον να πράξει, με όσα προκύπταν ως επίδικα ή, κατά τα άλλα, ως σχετικά.
Στην Lariena Investments Ltd και ’λλων ν RFI Consortium Ltd, ΠΕ 164/19, ημ. 22.1.21, ECLI:CY:AD:2021:A16, το Ανώτατο Δικαστήριο υπενθύμισε τα εξής για όσα κειμένως ενδιαφέρουν:
«................................................Στην πρόσφατη απόφασή μας DB Technologies B.V. v. Loizos Iordanou Constructions Ltd, Πολ. Έφ. Ε166/2019, ημερομηνίας 15.10.2020, είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στη νομολογία επί του ζητήματος, με παραπομπή στην υπόθεση Sobolev κ.ά. ν. Weitzer, Πολ. Έφ. Ε177/18, 21.5.2019, όπου εξηγείται η αρχή της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης και συνοψίζεται η προηγούμενη νομολογία, ως εξής:
Στην υπόθεση Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001) 1 Α.Α.Δ. 1168 τίθεται με συμπυκνωμένο λόγο, από το Δικαστή Νικήτα, το περιεχόμενο του καθήκοντος και η συνέπεια εκ της παραβίασης του.
«Πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, που είναι σε γνώση του αιτητή, απαιτείται πάντοτε σε αιτήσεις εξπάρτε. Διαφορετικά το διάταγμα που δόθηκε χωρίς να τηρηθεί η υποχρέωση αυτή του αιτητή θα πρέπει να ακυρωθεί κατά την inter partes ακρόαση της αίτησης. Είναι δε άσχετο αν η παράλειψη τέτοιας αποκάλυψης ήταν εσκεμμένη ή όχι. Ο κανόνας αναπτύχθηκε σε σχέση με τη χορήγηση διαταγμάτων του τύπου mareva, αλλά είναι καθολικής ισχύος σε υποθέσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η πρώτη υπόθεση που κωδικοποίησε τις αρχές για τη χορήγηση διαταγμάτων mareva ήταν η Third Chandris Shipping Corporation ν. Unimarine S.A.[1979]1 Q.B. 645 (εφετειακή απόφαση). Η υποχρέωση αποκάλυψης ήταν η πρώτη προϋπόθεση που έθεσε. Και εναπόκειται στο δικαστή, κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να εκτιμήσει τη σημασία τέτοιων στοιχείων.
Είναι χρήσιμη, στο σημείο αυτό, η αναφορά σε σύντομο απόσπασμα από το βιβλίο του Mark S. W. Hoyle "The Mareva Injunction and Related Orders" (1997) 3η έκδοση, στη σελ. 71 υπό τον τίτλο "Lack of full disclosure":
"There is a powerful argument in the view that if full and frank disclosure has not been made in the ex parte application, the order will be discharged because of the seriousness of the omission. This is because it is up to the judge to consider the importance of the relevant facts, so that he can exercise his discretion in the light of as much information as possible. Consequently, a lack of full and frank disclosure need not be deliberate before the injunction is discharged for that reason, but merely has to be pertinent to the issues involved, even if it does not affect the merits of the claim.
At the ex parte stage the only evidence before the court is that provided by the applicant for the injunction. It is an established part of the practice in applications for exparte orders that the applicant gives as fair a description of the case as possible. The judge should be alerted to any particular defences or problems so that his assessment of the situation is as objective as it can be at the early stage of the matter."
Έχουμε στην Κύπρο ανάλογη θεώρηση, όπως δείχνει η πλούσια περιπτωσιολογία, που εφαρμόστηκε ο κανόνας. Σχετικές είναι οι παρακάτω αποφάσεις στις οποίες επέσυρε την προσοχή μας η δικηγόρος του εφεσιβλήτου: Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και M & CH Mitsingas Trading Ltd. κ.α. ν. The Timberland Co. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, 1797».
Η μη αποκάλυψη θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου, το οποίο αρνείται πλέον να ακούσει αυτόν που το εξαπατά, είτε υπάρχει πρόθεση εξαπάτησης ή όχι. (βλ. Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 248, Fedossova Larissa (Αρ.2) (1997) 1Γ ΑΑΔ 1333, Electromatic Constructions Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009)1A ΑΑΔ 258, Global Cruises S.A. κ.ά. v. METRO Shipping & TRAVEL Ltd (1989)1E ΑΑΔ607, United Perlite Industries Ltd v. Sayakhat Air Co (2002) 1Β AAΔ 938, Rybolovleyv v. Rybolovleva (2010) 1A AAΔ.82, Interpartemental Concern "Uralmetrom» v. Besuno ltd (2004) 1A ΑΑΔ 557 και Σύγγραμμα Γ.Ερωτοκρίτου & Π.Αρτέμη Διατάγματα Injunctions)».
Παρομοίως, στην Commerzbank Auslandsbanken Holding AG και ’λλων ν Adeona Holdings Limited και ’λλων, ΠΕ 6/14, ημ. 27.2.15, ECLI:CY:AD:2015:A140 - η οποία συγκεφαλαιώνει εν τίνι τρόπω τις επί του θέματος αρχές - το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε:
«................................................Η υποχρέωση κάθε διαδίκου που ζητά μονομερώς διάταγμα να προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, είναι δεδομένη. Σχετική είναι η νομολογία που προκύπτει μεταξύ άλλων και από τις υποθέσεις Global Cruises SA κ.α. ν. Metro Shipping & Travel Ltd (1989) 1 ΑΑΔ 607, 616-8, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 248, 264-267, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 ΑΑΔ 598 και Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd κ.α. (2004) 1Γ ΑΑΔ 1953, 1956. Όπως αναφέρεται, σε μονομερείς αιτήσεις ο αιτητής υποχρεούται να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και να ενεργήσει με καλή πίστη. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που ζητείται θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, οπότε ο Αιτητής έχει υποχρέωση να προσέλθει με «καθαρά χέρια». Η μη αποκάλυψη είτε αθώα, είτε εσκεμμένη, θεωρείται είδος εξαπάτησης γι' αυτό και προκαλεί τόσο σοβαρές συνέπειες, όπως την ακύρωση του διατάγματος, χωρίς την περαιτέρω εξέταση της ουσίας της αίτησης. Η υποχρέωση αποκάλυψης εκτείνεται σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά ή τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά μετά από εύλογη έρευνα και τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου. Όσο πιο δραστικό είναι το διάταγμα που ζητείται, τόσο μεγαλύτερη είναι η υποχρέωση πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης.
Η υποχρέωση αποκάλυψης δεν περιορίζεται μόνο σε γεγονότα, αλλά εκτείνεται και στο νόμο και νομικές αρχές, καθώς και σε σημεία τα οποία ενδεχομένως να μην είναι υπέρ των Αιτητών (βλ. Swift Fortune Ltd (The Capaz Duckling) v. Magnifica Marine SA [2008] 1 Lloyd´s Rep. 54). Επίσης, περιλαμβάνει και την αποκάλυψη άνευ βλάβης αλληλογραφίας (βλ. Linsen International Ltd v. Humpuss Sea Transport Pte Ltd (2010) EWHC 303 (Comm)). Αυτό υποβοηθά το δικαστήριο στο να αντιληφθεί όλα τα σχετικά σημεία, προτού αποφασίσει. Σχετικές είναι οι Siporex Trade S.A. v. Comdel Commodities Ltd [1986] 2 Lloyd´s Rep 428 QBD και Global Cruises S.A. κ.α. v. Metro Shipping & Travel Ltd, ανωτέρω.
Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο δικαστής ο οποίος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν διστάζει να ακυρώσει το ήδη εκδοθέν μονομερές διάταγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διαπιστώνει κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του δικαστηρίου. Οδηγός είναι πάντοτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων.
Βέβαια δεν είναι κάθε παράλειψη αποκάλυψης που οδηγεί σε ακύρωση. Αν το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κρίνει ότι η παράλειψη αφορούσε σε ουσιώδες γεγονός, τότε κατά κανόνα ακυρώνει το διάταγμα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αφαιρέσει κάθε όφελος που απεκόμισε ο αιτητής. Στην αγγλική υπόθεση Bank Mellat v. Nikpour (Mohammad Ebrahaim) (1985) F.S.R. 87 CA, αναφέρθηκε ότι το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με την αρχή του locus poenitentiae (ευκαιρία για μεταμέλεια ή διόρθωση), μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η μη αποκάλυψη είναι αθώα, να ακυρώσει το προηγούμενο διάταγμα και να εκδώσει νέο, υπό όρους (βλ. επίσης Recnex Trading Ltd κ.α. v. Tράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2014:A269, Πολιτική Έφεση Αρ. 71/11, ημερ. 16.4.2014), ECLI:CY:AD:2014:A269. Όμως αυτή η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με αρκετή περισυλλογή, ώστε να μην εξουδετερώνει το μοναδικό κόστος ή «τιμωρία» για μη αποκάλυψη, που δεν είναι άλλο από την ακύρωση του διατάγματος. Στην υπόθεση Brink´s-Mat Ltd v. Elcombe and others [1988] 3 All ER 188 o δικαστής Balcombe LJ επεξηγώντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, ανέφερε τα εξής:-
«The rule that an ex parte injunction will be discharged if it was obtained without full disclosure has a two-fold purpose. It will deprive the wrongdoer of an advantage improperly obtained: see R v Kensington Income Tax Commissioners, Ex parte Princess Edmond de Polignac [1917] 1 K.B. 486, 509. But it also serves as a deterrent to ensure that persons who make ex parte applications realise that they have this duty of disclosure and of the consequences (which may include a liability in costs) if they fail in that duty. Nevertheless, this judge-made rule cannot be allowed itself to become an instrument of injustice. It is for this reason that there must be a discretion in the court to continue the injunction, or to grant a fresh injunction in its place, notwithstanding that there may have been non-disclosure when the original ex parte injunction was obtained: see in general Bank Mellat v Nikpour (Mohammad Ebrahaim) [1985] F.S.R. 87, 90 and Lloyds Bowmaker Ltd v Britannia Arrow Holdings Plc., ante p. 1337, a recent decision of this court in which the authorities are fully reviewed. I make two comments on the exercise of this discretion. (1) Whilst, having regard to the purpose of the rule, the discretion is one to be exercised sparingly, I would not wish to define or limit the circumstances in which it may be exercised. (2) I agree with the views of Dillon L.J. in the Lloyds Bowmaker case, at. P. 1349C-D, that if there is jurisdiction to grant a fresh injunction, then there must also be a discretion to refuse, in an appropriate case, to discharge the original injunction.»
Χρήσιμη ανάλυση της νομολογίας για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δίδεται επίσης στην αγγλική υπόθεση Arena Corporation Ltd (In Provisional Liquidations) v.Schroeder (2003) All ER (D) 199.
Λόγω των δραστικών επιπτώσεων που συνήθως ακολουθούν εύρημα δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη, τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκαν δύο φαινόμενα. Πρώτον, μια δικαιολογημένη φοβία εκ μέρους των δικηγόρων των αιτητών ως προς τον κίνδυνο να θεωρηθεί η πλευρά τους ότι δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τίθενται ενώπιον των δικαστηρίων όγκοι εγγράφων, τα οποία, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, τις περισσότερες φορές τείνουν να συσκοτίζουν παρά να διαφωτίζουν το δικαστήριο. Όπως τονίστηκε από το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση National Bank of Sharjah v. Dellborg,The Times, December 24, 1992 (CA), υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης και του κατακλυσμού του δικαστηρίου με σωρεία εγγράφων, πλείστα των οποίων είναι μη ουσιώδη και αχρείαστα για τους σκοπούς που τίθενται ενώπιον του δικαστηρίου. Γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό όπως στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, να επεξηγείται με τρόπο λακωνικό η σημασία των εγγράφων που επισυνάπτονται. Περαιτέρω, θα πρέπει να τονίζεται το σημαντικό μέρος των εγγράφων, ώστε τα ουσιώδη θέματα να αναδύονται εύκολα με μια απλή συνδυασμένη ανάγνωση της ένορκης δήλωσης και των εγγράφων. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος η αποκάλυψη να μην θεωρηθεί ειλικρινής και πλήρης.
Το δεύτερο φαινόμενο που παρατηρείται, αφορά τους δικηγόρους των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις όποιες ελλείψεις στην ένορκη δήλωση του αντιδίκου τους, υποβάλλοντας ακραίες και αβάσιμες εισηγήσεις για μη αποκάλυψη, αγνοώντας το γεγονός ότι η σχετική νομολογία δίδει έμφαση στη μη αποκάλυψη «ουσιωδών γεγονότων». Παρατηρούμε ότι αυτό συνήθως γίνεται όταν οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος επί της ουσίας είναι λίγες, οπότε εναποτίθενται όλες οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος στη μη αποκάλυψη κάποιου στοιχείου, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν είναι καθόλου ουσιώδες.
Χωρίς να θέλουμε με κανένα τρόπο να αδυνατίσουμε ποσώς την υποχρέωση για ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη, θα πρέπει να τονίσουμε το αυτονόητο, ότι τα δικαστήρια δεν πρέπει να αποπροσανατολίζονται από αβάσιμες εισηγήσεις που δίδουν έμφαση στη μη αποκάλυψη κάποιου ασήμαντου στοιχείου, το οποίο δεν αφορά σε ουσιώδες γεγονός. Ούτε ο κανόνας πρακτικής για ακύρωση του διατάγματος σε περίπτωση μη αποκάλυψης, θα πρέπει να αφεθεί να μετατραπεί σε εργαλείο αδικίας (βλ. Brink´s-Mat Elcombe, ανωτέρω).
................................................................................................................................................................................................».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καθήκον να αξιολογήσει στην ουσία τους και εις βάθος (προς αποτύπωση ευρημάτων) τα όσα τέθηκαν ενώπιον του για το ζήτημα της μη αποκάλυψης, ωσάν να δίκαζε τη διαφορά κατά το στάδιο της κυρίως δίκης. Καθίσταται σαφές από όσα ανέπτυξαν οι Εφεσείοντες πρωτοδίκως, αλλά και ενώπιον μας, ότι η διάσταση τους με τους Εφεσίβλητους (για το αν υπήρξε ή όχι, μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων) σύγκειται, σε τελευταία ανάλυση, στη διαφορετική ερμηνευτική και αξιολόγηση των μεταξύ τους (ως διαδίκων), απόψεων και ερμηνευτικών, που μονάχα στη δίκη, επί της ουσίας της αγωγής, θα μπορούσαν δοκίμως να διαγνωστούν και επιλυθούν πλήρως και τελεσιδίκως (βλ. κατ' αναλογίαν, Lariena Investments Ltd και ’λλων ν RFI Consortium Ltd, ΠΕ 164/19, ημ. 22.1.21, ECLI:CY:AD:2021:A16, Μιχαηλίδης ν Παπακυριακού (2004) 1(Α) ΑΑΔ 209, 214-217).
Και κάτι άλλο, ουχί αποτμημένο από τα πιο πάνω.
Έγινε λόγος από τους Εφεσείοντες 2-4 (και το καταγράψαμε και ανωτέρω υπό διάφορη στόχευση), για το ότι οι Εφεσίβλητοι δεν αποκάλυψαν - και έτσι δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια ενώπιον του Δικαστηρίου στο μονομερές στάδιο, ως υποστηρίζουν οι Εφεσείοντες 2-4 - την ύπαρξη δεσμευτικής ρήτρας διεθνούς εμπορικής διαιτησίας «. στον όρο 14.1 της συμφωνίας ημερ. 28/2/2017 η οποία προνοεί την επίλυση όλων των διαφορών που έχει αντικείμενο η παρούσα αγωγή της Εφεσίβλητης εναντίον της Εφεσείουσας Αρ.1 από διαιτησία, που θα πρέπει να γίνει με βάση τους Κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC) στη Λευκωσία, και περαιτέρω παρέλειψε να αναφερθεί στον επιτακτικό χαρακτήρα (MANDATORY CHARACTER) που προσδίδει σε τέτοιες ρήτρες διαιτησίας ο Νόμος 101/87. Το ίδιο ισχύει και για τη διαφορά της Εφεσίβλητης με την Εφεσείουσα Αρ.1 που απορρέει και/ή προκύπτει από την Συμφωνία ημερ. 24/3/2017 η οποία έχει ρητά ενσωματώσει την ανωτέρω ρήτρα διαιτησίας του όρου 14.1 της Συμφωνίας ημερ. 28/2/2017 .».
Προς τούτο, οι Εφεσείοντες 2-4 παρέπεμψαν και στην Interpartemental Concern "Uralmetrom" v Besuno Ltd (2004) 1 AAΔ 557, ως θεμελιωτική και ενισχυτική της θέσης τους.
Μήτε και με αυτές τις εισηγήσεις των Εφεσειόντων 2-4 συγκλίνουμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, με σαφήνεια και επαρκή αιτιολογία, πως δεν χρειαζόταν να γίνει ειδική αναφορά στην ρήτρα διαιτησίας από τους Εφεσίβλητους στο μονομερές στάδιο, καθότι η αγωγή «. δεν πηγάζει από τις συμβατικές πρόνοιες της Συμφωνίας Εγγραφής, η οποία εμπεριέχει τη ρήτρα διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, αλλά πρόκειται για αγωγή συνομωσίας, μέρος της οποίας πραγματοποιήθηκε με την υπογραφή της εν λόγω Συμφωνίας Εγγραφής».
Τούτη η κρίση, δίχως άλλο, διαφοροποιεί ουσιωδώς - ως ευστόχως πρότεινε και η κ. Κότσαπα - το σκεπτικό στην Interpartemental Concern "Uralmetrom" v Besuno Ltd (2004) 1(Α) AAΔ 557 (αλλά και τις όσες άλλες αυθεντίες και επιχειρήματα προώθησαν εφετειακώς οι Εφεσείοντες), αφού δεν απάρτιζε αντικείμενο τους, ως βάση αγωγής, η συνομωσία ή άλλες συνδεδεμένες παραφυάδες της.
Τίποτα δεν δικαιολογεί επέμβαση μας στην κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του ζητήματος της μη αποκάλυψης.
Ο λόγος έφεσης 1 στην Έφεση Ε34/18 και ο λόγος έφεσης 2 στην Έφεση Ε35/18 απορρίπτονται.
Εν κατακλείδι.
H Πρωτόδικη Απόφαση υπήρξε άρτια από πάσης απόψεως. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εντός του παρεχόμενου νομοθετικού πλαισίου, ακολουθώντας ορθώς τις εφαρμοζόμενες αρχές δικαίου, χωρίς εμφιλοχώρηση οποιασδήποτε πλάνης ως προς τα γεγονότα, τον νόμο ή τη νομολογία, συσταθμίζοντας όσους παράγοντες έπρεπε να αποτιμήσει και ζυγιάσει προς απόφανση.
Αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα - συν ΦΠΑ (αν υπάρχει) - εναντίον των Εφεσειόντων και υπέρ των Εφεσίβλητων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ