ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Petrov Vladimir ν. Διευθυντή Kεντρικών Φυλακών (1996) 1 ΑΑΔ 856
Sergeenva Drazdova Natalia (Αρ. 2) (2012) 1 ΑΑΔ 1574
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Miroslaw Mrukwa (2014) 1 ΑΑΔ 495, ECLI:CY:AD:2014:A160
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Natalia Konovalova (2015) 1 ΑΑΔ 2052, ECLI:CY:AD:2015:D639
ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 31/2020, 32/2020, 29/6/2020, ECLI:CY:AD:2020:B229
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 14/1960 - Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960
Ν. 33/1964 - Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμος του 1964
Ν. 95/1970 - Ο περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγόδικων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:D179
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 65/2020)
28 Απριλίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX XXX MIKHAILOVICH, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 18 KAI 22 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970 (97/1970), ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 5 ΚΑΙ 6 ΑΥΤΗΣ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΤΟΥ ΝΑ ΕΚΔΙΔΕΙ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ:
(1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
(2) ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΚΡΑΤΟΥΝ ΤΟΝ XXX XXX MIKHAILOVICH, ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 18 ΚΑΙ 22 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΥ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970 (Ν. 95/1970), ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 10 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970 (97/1970), ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ.
_ _ _ _ _
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για την Καθ΄ ης η Αίτηση.
Αιτητής παρών.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Ρωσική Ομοσπονδία υπέβαλε αίτημα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ως Κυπριακή Κεντρική Αρχή, επιζητώντας την έκδοση του Αιτητή, κατόχου ρωσικού διαβατηρίου. Το διάβημα εδράζεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων, η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 95/1970, καθώς επίσης και στον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970, Ν. 97/1970 (ο Νόμος).
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά αποτυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση, ο Αιτητής, γεννηθείς στις 14.10.1994, αφίχθηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας στις 7.11.2017, από το Ισραήλ. Την ίδια ημέρα συνελήφθηκε δυνάμει προσωρινού εντάλματος σύλληψης, στο πλαίσιο αιτήματος για έκδοσή του στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ως καθορίζεται από την εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ζητείται από τη Ρωσική Ομοσπονδία για να δικαστεί σε σχέση με αδικήματα διακίνησης ναρκωτικών, τα οποία, κατ΄ ισχυρισμό, διέπραξε, μαζί με άλλα πρόσωπα, στην επικράτεια του Κρασνοντάρ. Φέρεται, ως μέλος οργανωμένης ομάδας, να προέβαινε, επανειλημμένα, σε εμπορία ναρκωτικών ουσιών.
Η ακροαματική διαδικασία ήταν χρονοβόρα, λόγω εκτεταμένης μαρτυρίας, αλλά και αλλαγής τεσσάρων συνηγόρων εκπροσώπησης του Αιτητή. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 21.5.2020, ήτοι 2½ περίπου χρόνια μετά την αρχική σύλληψη του εκζητούμενου. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ανέλυσε ενδελεχώς το νομικό πλαίσιο έκδοσης φυγοδίκων, με αναφορά στο Νόμο και στη σχετική επί του θέματος νομολογία. Κατέληξε ότι είχαν τεκμηριωθεί οι προϋποθέσεις έκδοσης και ενέκρινε το αίτημα. Διέταξε όπως ο Αιτητής παραμείνει υπό κράτηση, ενημερώνοντας τον ταυτόχρονα, ως όφειλε εκ του άρθρου 10(1) του Νόμου, περί του δικαιώματός του προς υποβολή αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο για εξασφάλιση εντάλματος Habeas Corpus.
Στη βάση των πιο πάνω, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση, επιδιώκοντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum. Επιζητεί την κήρυξη της κράτησής του με σκοπό την έκδοσή του, ως παράνομη. Πιο συγκεκριμένα, θέτει ότι η έκδοσή του συνιστά άδικο και καταπιεστικό μέτρο, παραβιάζει το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη και προσβάλλει τα κατοχυρωμένα εκ του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δικαιώματά του.
Η όλη διαδικασία διέπεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για ΄Εκδοση Φυγοδίκων, στην οποία Συμβαλλόμενα Μέρη είναι τόσο η Κυπριακή Δημοκρατία όσο και η Ρωσική Ομοσπονδία. Η περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νομοθεσία είναι υψίστης σπουδαιότητας και διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα, με την παρεμπόδιση εγκληματιών να καταφύγουν σε άλλη χώρα προκειμένου να αποφύγουν τη δίκη και την τιμωρία. Η νομολογία μας έχει αναπτύξει, σε σειρά από αποφάσεις, τον τρόπο προσέγγισης και ερμηνείας των διεθνών συμβάσεων και τη σημασία των διεθνών υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμβάσεις για την έκδοση φυγοδίκων. Δεν υπόκεινται στους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του ημεδαπού δικαίου αλλά, ακριβώς λόγω του στόχου στον οποίο αποβλέπουν, επιβάλλεται πιο φιλελεύθερη αντίκρισή τους. Οι αρχές της αβροφροσύνης και αμοιβαιότητας που καλύπτουν τις διακρατικές σχέσεις συνηγορούν όπως υποχρεώσεις των κρατών θα πρέπει - με σεβασμό στη διαφορετικότητα των νομικών συστημάτων και διαδικασιών - να τηρούνται και να μην εμποδίζεται η εκπλήρωσή τους για ασήμαντους λόγους. Το αίτημα για έκδοση φυγοδίκου συνιστά μια ιδιότυπη διαδικασία, προσαρμοσμένη στη φύση του αντικειμένου της αίτησης, κύριος σκοπός της οποίας είναι η διαπίστωση ύπαρξης των αναγκαίων προϋποθέσεων για έκδοση και δεν επιλύει διαφορές αναφορικά με ουσιαστικά δικαιώματα (Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 ΑΑΔ 856, Γενικός Εισαγγελέας ν. Konovalova, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 436/11, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D639, Emam v. Γενικού Εισαγγελέα Π.Ε. 379/16, ημερ. 31.5.2017), ECLI:CY:AD:2017:A204.
Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αίτηση Habeas Corpus δεν συμπίπτει με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου που εκδικάζει το αίτημα έκδοσης, αλλά περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογεί την έκδοση και κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο αιτήματος για Habeas Corpus, έχει εξουσία και δικαιοδοσία, δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 10 του Νόμου, να εξετάσει και, αναλόγως, να διατάξει αποφυλάκιση του εκζητούμενου, εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του προαναφερθέντος εδαφίου. Προς άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας και κατ΄ ακολουθίαν του εδαφίου (4), το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να δεχθεί συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία.
Στη βάση των πιο πάνω αρχών, θα κριθεί η ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση προς έκδοση διατάγματος Habeas Corpus.
Η συνήγορος του Αιτητή, τόσο στη γραπτή της αγόρευση, όσο και στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε, προώθησε, μεταξύ άλλων, τη θέση ότι οι ρωσικές αρχές ενεργούν κακόπιστα και καταχρηστικά, εισηγούμενη ότι παγίδευσαν πριν από δέκα και πλέον χρόνια τον Αιτητή, εξωθώντας τον στην κατ΄ ισχυρισμό εγκληματική συμπεριφορά που του αποδίδεται. Εισηγείται ακόμη ότι ο Αιτητής δεν παραβίασε οποιουσδήποτε όρους που του τέθηκαν με τη μετάβασή του στο Ισραήλ. Προβάλλει, περαιτέρω, ότι δεν θα τύχει δίκαιης δίκης σε περίπτωση έκδοσής του στη Ρωσία, αφού η ενοχή του «έχει προαποφασισθεί» στα πλαίσια της δίκης δύο άλλων προσώπων τα οποία εμπλέκονταν στην ίδια υπόθεση και ότι θα παραβιασθούν τα δικαιώματά του, υπό το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, λόγω των συνθηκών κράτησης στη Ρωσική Ομοσπονδία. Προώθησε τέλος τη θέση ότι η απόφαση για απόδοση του Αιτητή στη Ρωσική Ομοσπονδία και η κράτησή του γι΄ αυτό το σκοπό, συνιστά άδικο και καταπιεστικό μέτρο, ιδίως λόγω της «ασήμαντης φύσης του αδικήματος για το οποίο διώκεται», σε συνδυασμό με την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ισχυριζόμενη διάπραξή του.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, ασκώντας την εκ του Νόμου δικαιοδοσία της, βάσιμα έκρινε ότι το ενώπιόν της μαρτυρικό υλικό, από αντικειμενική θεώρηση, θεμελίωνε τις προϋποθέσεις έκδοσης.
Από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Αιτητής παρουσιάζεται να διέπραξε τα επίδικα αδικήματα το 2010. Λίγο αργότερα, εγκατέλειψε τη Ρωσική Ομοσπονδία και μετέβηκε στο Ισραήλ, όπου διαμένουν συγγενικά του πρόσωπα. Η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μέχρι και της σύλληψης του, στην Κύπρο, τον Νοέμβριο του 2017, αλλά και η εκτεταμένη πρωτόδικη διαδικασία, αποτέλεσε το βάθρο στήριξης ισχυρισμού περί παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης από τυχόν έκδοσή του και πρόκλησης αδικίας και καταπίεσης, λόγω διαφοροποίησης των δεδομένων της ζωής του και των εύλογων προσδοκιών του.
Είναι καλά νομολογημένο ότι η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη ενός αδικήματος μέχρι τη δίκη, ενδέχεται να οδηγήσει σε παραβίαση των δικαιωμάτων του εκζητούμενου. Πλην όμως, ο παράγοντας χρόνος εξετάζεται και υπό το πρίσμα της συμπεριφοράς που αυτός υπέδειξε, κατά πόσο δηλαδή αυτή συνέδραμε στην επιμήκυνση του χρόνου. Όπως επαναλαμβάνεται στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Mrukwa (2014) 1 ΑΑΔ 495, ECLI:CY:AD:2014:A160, ένας εκζητούμενος εμποδίζεται να επικαλείται καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για παράδοσή του εάν γνώριζε, μεταξύ άλλων, πως υπάρχει εναντίον του ποινική δίωξη και παρά ταύτα τρέπεται σε φυγή από τη δικαιοδοσία της αιτήτριας χώρας. Περαιτέρω η μεταβολή των προσωπικών συνθηκών ενός εκζητούμενου ένεκα της καθυστέρησης, δεν είναι από μόνη της αρκετή για να δικαιολογήσει άδικη και καταπιεστική μεταχείριση.
Με δεδομένη την πιο πάνω νομολογία, η συνήγορος του Αιτητή επιχείρησε, καταχωρώντας συμπληρωματική ένορκο δήλωση, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 10(4) του Νόμου, να θέσει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου απόφαση Ρωσικού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 26.11.2010, προκειμένου να τεκμηριώσει ότι ο Αιτητής είχε αφεθεί ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους και, κατά προέκταση, δεν διέφυγε στο εξωτερικό παραβιάζοντας οποιοδήποτε περιοριστικό μέτρο που είχε προηγουμένως τεθεί. Όλα αυτά, προκειμένου να εισηγηθεί ότι ο ίδιος δεν είχε συνδράμει καθόλου στην πάροδο του χρονικού διαστήματος μέχρι και τη σύλληψή του.
Όπως τέθηκε και στην υπόθεση Petrov (ανωτέρω), κατ΄ ακολουθίαν της ευρείας ερμηνευτικής αντίκρισης των σχετικών νομοθετημάτων που σκοπό έχουν την έκδοση φυγοδίκων, ο όρος «διωκόμενο πρόσωπο» πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνει και πρόσωπα εναντίον των οποίων εκκρεμούν κατηγορίες αστυνομικής έρευνας, έστω και αν δεν έχει ακόμα καταχωρηθεί ποινική υπόθεση εις βάρος τους.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατατέθηκαν, στα πλαίσια των εγγράφων έκδοσης, τα τεκμήρια 5 και 7, μέσα από τα οποία προέκυπτε ότι μετά τη σύλληψη του Αιτητή στη χώρα του, για τα υπό αναφορά αδικήματα, τέθηκαν περιοριστικοί όροι προς διασφάλιση της προσέλευσής του για τα περαιτέρω. Συγκεκριμένα, του επιβλήθηκε κατ΄ οίκον περιορισμός και απαγορεύθηκε η έξοδός του από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Ο ίδιος γνώριζε, όπως προκύπτει από τη γραπτή του δήλωση στην πρωτόδικη διαδικασία, η οποία αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασής του, ότι εκκρεμούσε εναντίον του υπόθεση και ότι του είχαν επιβληθεί όροι προς εξασφάλιση της παρουσίας του. Στη συνέχεια, αναίρεσε αυτή του τη θέση, ισχυριζόμενος ότι ήταν ελεύθερος να μεταβεί στο Ισραήλ.
Παρά τα όσα, αντιφατικά, παρέθεσε πρωτοδίκως ο Αιτητής και παρά την προαναφερθείσα συμπληρωματική ένορκο δήλωση που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της υπό εκδίκαση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, παραμένει αδιαμφισβήτητο ότι εναντίον του εκκρεμούσαν κατηγορίες αστυνομικής έρευνας σε σχέση με αδικήματα σοβαρής μορφής. Αφορούσαν σε κατ΄ ισχυρισμόν εμπλοκή του, ως μέλος οργανωμένης ομάδας, σε εμπορία ναρκωτικών. Ο ίδιος είχε πλήρη γνώση, τόσο ως προς την ύπαρξη εις βάρος του αστυνομικής έρευνας, όσο και ως προς τη συνέχιση των εις βάρος του διαδικασιών. Η ίδια η συμπεριφορά του ορθά αντικρίσθηκε ως ιδιαίτερης σημασίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εγκαταλείποντας τη Ρωσική Ομοσπονδία, ουδέποτε επέστρεψε για να επισκεφθεί είτε την οικογένειά του, είτε τη νεαρή γυναίκα με την οποία διατηρούσε δεσμό. Αντιθέτως, η τελευταία μετέβαινε για κάθε φορά συνάντησής τους στο Ισραήλ. Αυτά επιμαρτυρούν ότι, η απόφασή του να εγκαταλείψει τη χώρα του, ήταν άμεσα συναρτημένη με τη γνώση του σε σχέση με την ύπαρξη των εναντίον του κατηγοριών. Υπό αυτά τα δεδομένα, η επιβολή ή μη περιοριστικών όρων, δεν ενείχε αποφασιστική σημασία. ΄Ο,τι επιδρούσε καταλυτικά, ήταν η εκκρεμότητα εις βάρος του, διαδικασιών ποινικής φύσης και η εγκατάλειψη της χώρας του, προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες των κατηγοριών.
Προσθέτω ότι οι αρμόδιες αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας προχώρησαν χωρίς καθυστέρηση σε ένταλμα σύλληψης εναντίον του από τον Δεκέμβριο του 2010 και, ακολούθως, στη συμπερίληψη του ονόματός του στη σχετική λίστα της Ιντερπόλ και στην έκδοση διατάγματος προσωποκράτησής του (τεκμήρια 5, 6 και 7 στην πρωτόδικη διαδικασία).
Επεκτείνοντας επί της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος και της διαφοροποίησης των προσωπικών συνθηκών του εκζητούμενου, η ευπαίδευτη συνήγορός του εισηγήθηκε ότι θα ήταν άδικο και καταπιεστικό να εκδοθεί, ζήτημα το οποίο συνδύασε με την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε και στην εκδίκαση της υπόθεσης πρωτοδίκως, παραπέμποντας και στον δικαστικό λόγο της απόφασης Sergeenva (Αρ. 2) (2012) 1 ΑΑΔ 1574.
Στην πιο πάνω απόφαση, η Εφεσείουσα, πολίτης Λευκορωσίας, συνελήφθη στις 13.7.2011, δυνάμει εντάλματος σύλληψης, προς έκδοσή της στην πιο πάνω χώρα, για σκοπούς άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον της για υποκίνηση χρηματισμού δημοσίου υπαλλήλου, αδίκημα το οποίο, κατ΄ ισχυρισμό, διεπράχθη το 2005. Παρέμεινε υπό κράτηση για ένα περίπου χρόνο, μέχρις ότου το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του προς έκδοσή της. Η Εφεσείουσα άσκησε το δικαίωμα για καταχώρηση αίτησης Habeas Corpus, αίτημα το οποίο απερρίφθη. Κατ΄ έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο αντικρύζοντας το όλο ζήτημα υπό το πρίσμα του άρθρου 10(3)(β) του Νόμου, ασχολήθηκε με το ευρύτερο θέμα της σημασίας του χρόνου, χωρίς να ενδιαφέρει το ζήτημα του χρόνου από την άποψη της δυνατότητας δίκαιης δίκης. Ως ζητούμενο, τέθηκε το κατά πόσο η πάροδος μακρού χρόνου απέληγε στο να επιφέρει αδικία και καταπίεση σε συνάρτηση με τις περιστάσεις, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στο διαρρεύσαν διάστημα. Το Ανώτατο Δικαστήριο, σημειώνοντας ότι η μειωμένη σοβαρότητα του αδικήματος συνσταθμίζεται με τις συνέπειες της έκδοσης, έκρινε ότι το σύνολο των περιστάσεων συνηγορούσε ότι ήταν η αρμόζουσα περίπτωση έκδοσης διαταγής αποφυλάκισης της Εφεσείουσας, καθόσον η απόδοσή της θα αποτελούσε άδικο και καταπιεστικό μέτρο. Η Εφεσείουσα βρισκόταν στην Κύπρο για επτά χρόνια, διαμένοντας νόμιμα, δημιούργησε τη δική της οικογένεια, νυμφευόμενη ευρωπαίο πολίτη και έχοντας παιδί με αυτόν. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εύλογες προσδοκίες της, όπως και ολόκληρη η διαμορφωθείσα ζωή της, θα ανατρέπονταν εάν εκδίδετο στη Λευκορωσία «.. για να δικαστεί για αδίκημα που κατ΄ ισχυρισμό διεπράχθη πριν από επτά χρόνια και το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται να είναι τέτοιας σοβαρότητας που να εξουδετερώνει, στην κλίμακα των αξιών, την άλλη και ανθρωπιστική πτυχή που ενδιαφέρει πρωτίστως.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, πέραν της σοβαρότητας των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο εκζητούμενος, οι προσωπικές του συνθήκες δεν έχουν μεταβληθεί στον ουσιαστικό βαθμό που αυτό έλαβε χώραν στην υπόθεση Sergeenva (ανωτέρω). Επιπρόσθετα, όπως έχει ήδη λεχθεί, η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε μέχρι τη σύλληψή του, οφείλεται κατά βάση στην ίδια τη συμπεριφορά του Αιτητή. Δεν παραβλέπεται το χρονοβόρο εκδίκασης της υπόθεσης πρωτοδίκως. Πλην όμως, σε αυτή συνέτεινε και η ίδια η συμπεριφορά του Αιτητή, αφού προέβαινε σε συνεχή αιτήματα προς αναβολή, προκειμένου να παρουσιάσει τη δική του μαρτυρία, αλλά και αντικαθιστώντας κατ΄ επανάληψη τους συνηγόρους που τον εκπροσωπούσαν. Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάστηκε και κατά την εκδίκαση της παρούσας αίτησης, όπου τον εκπροσώπησε νέα συνήγορος και προέκυψε, αναπόφευκτα, η ανάγκη συχνών αναβολών, ούτως ώστε να προετοιμάσει την υπόθεσή της με τη λήψη και μελέτη των εκτεταμένων πρωτόδικων πρακτικών, αλλά και με την υποβολή άλλων αιτημάτων, όπως η προσκόμιση συμπληρωματικής μαρτυρίας.
Υπό το φως των πιο πάνω, το ζήτημα της παρόδου μακρού χρόνου, δεν συνιστά παράγοντα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης, ούτε και καθιστά την έκδοση άδικη ή καταπιεστική, δεδομένης και της σοβαρότητας των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο Αιτητής, κατηγορίες που δεν εξαντλούνται στην διακίνηση σε μία περίπτωση και μόνο, στις 3.11.2010, μικρής ποσότητας ναρκωτικών, όπως προβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορός του, αλλά εκτείνονται στην εμπλοκή του σε οργανωμένη ομάδα διακίνησης, επανειλημμένως, ναρκωτικών ουσιών.
Το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ απαγορεύει ουσιαστικά την διαμεταγωγή προσώπου σε χώρα στην οποία υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί βασανιστήρια ή κακομεταχείριση. Το βάρος απόδειξης του κινδύνου αυτού φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο. Ο ουσιώδης χρόνος εκτίμησης του κινδύνου είναι ο χρόνος κατά τον οποίο το Δικαστήριο εξετάζει το αίτημα (Γενικός Εισαγγελέας ν. Solinova, Πολιτική ΄Εφεση 31/2020, ημερ. 23.12.2020). Όπως ορθά εντοπίζεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο προβλεπτός κίνδυνος καταδεικνύεται με μαρτυρία από την οποία προκύπτουν συγκεκριμένα στοιχεία, στη βάση των οποίων μπορεί εύλογα να καταλήξει κάποιος ότι ο κίνδυνος είναι ορατός και πραγματικός και όχι απλώς μια απλή δυνατότητα, η έλευση της οποίας δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Δεδομένης της σοβαρότητας των συνεπειών έκδοσης ενός προσώπου, είναι αρκετό να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ή ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ή σοβαρή πιθανότητα να υφίστανται αυτές οι επιπτώσεις (Fernandez v. Government of Singapore (1971) 2 All E.R. 691, Essa (2007) 1 ΑΑΔ 1127).
Στην υπό κρίση υπόθεση, το όλο φάσμα των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ορθά κρίθηκε ότι δεν συνηγορούσε στην ικανοποίηση ύπαρξης εύλογης πιθανότητας παραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Οι όποιες ανεπάρκειες του συστήματος δεν επιδρούσαν προς την κατεύθυνση αυτή. Ορθά συνυπολογίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο οι διαβεβαιώσεις, υπό τύπο εγγυήσεων (τεκμήριο 2), οι οποίες δόθηκαν από τη Ρωσική Ομοσπονδία και οι οποίες προέρχονται από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και το ότι ο Αιτητής θα έχει δικαίωμα εκπροσώπησής του από δικηγόρο και ότι, προς διασφάλιση τήρησής τους, παρέχεται στην εκεί Κυπριακή Πρεσβεία η δυνατότητα επίσκεψης λειτουργού της στους χώρους όπου θα κρατείται ο Αιτητής. Επιπρόσθετα, δεν προσφέρθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι σε περίπτωση έκδοσής του, ο Αιτητής θα υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση. Ούτε και τέθηκε μαρτυρία περί δίωξής του για τα πολιτικά του φρονήματα ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα.
Προστίθεται, προς ολοκλήρωση, ότι οι αναφορές της πλευράς του Αιτητή περί παραβίασης της νομοθεσίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας ή παγίδευσής του, ανήκουν στον τομέα της αξιολόγησης της μαρτυρίας που θα προσαχθεί στην ποινική υπόθεση ενώπιον του αρμόδιου εκδικάζοντος Δικαστηρίου της χώρας του και δεν αφορούν το πλαίσιο εξέτασης αίτησης προς έκδοσή του. Ούτε βεβαίως επιδρά ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη, συνεπεία του γεγονότος ότι η υπόθεση εναντίον των συνεργών του έχει ήδη εκδικαστεί. Όπως τέθηκε, ορθά, και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ενοχή ή μη του Αιτητή αφορά και θα κριθεί στα πλαίσια ξεχωριστής εναντίον του διαδικασίας που θα λάβει χώραν σε Ρωσικό Δικαστήριο.
Με βάση όλα τα πιο πάνω και υπό το φως των αρχών της αβροφροσύνης και αμοιβαιότητας που ισχύουν σε διαδικασίες αυτής της μορφής, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η πρωτόδικη κρίση περί συνδρομής των προβλεπόμενων προϋποθέσεων για την έκδοση του Αιτητή παρέμεινε άτρωτη. Περαιτέρω, δεν έχει καταδειχθεί κακοπιστία εκ μέρους της αιτούσας χώρας, ούτε και να συντρέχει οποιαδήποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 10(3) του Νόμου προς αποφυλάκιση του εκζητούμενου προσώπου.
Συνακόλουθα η Αίτηση απορρίπτεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.