ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σάντης, Νικόλας Ε. Ευσταθίου, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-04-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 48/21, 6/4/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D127

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 48/21

 

 

6 Απριλίου, 2021

 

 

[Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 8, 12, 30, 34, 35 ΚΑΙ 179 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΪΚΗ ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΒΑΡΝΑΒΑ, ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΜΕ ΑΡ. 1103/17, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI/H PROHIBITION ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΕΞΗΧΘΗ ΣΤΙΣ 24.3.2021 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 1103/17 ΚΑΙ/Η ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24.3.2021 ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΤΗ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΣΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΕΥΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΗ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΘΕΙ ΕΠΑΡΚΩΣ ΟΛΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΙΤΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΒΗΜΑΤΟΣ

Ε. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα Αυθημερόν)

 

 

      Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ζητείται η χορήγηση αδείας του Δικαστηρίου προς καταχώριση αίτησης διά κλήσεως, για:

 

«............................................

Α. Προνομιακό ένταλμα CERTIORARI για την ακύρωση της ενδιάμεσης αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 24.3.2021 κατά την εκδίκαση της ποινικής υποθέσεως αρ.1103/17, με την οποία ο αιτητής εζήτησε μέσω του δικηγόρου του να του δοθεί εύλογος χρόνος για να μελετήσει τα τεκμήρια 1 - 11, και αντί τούτου, του χορήγησε ως χρόνο μελέτης των τεκμηρίων και προετοιμασίας της αντεξετάσεως του μάρτυρα χρονικό διάστημα μιας ώρας, πράγμα το οποίο ουσιαστικά και εξ αντικειμένου αποτελούσε άρνηση του υποβληθέντος αιτήματος, κατά παράβαση των άρθρων 12.5(β) και 30.3(β) του Συντάγματος και/ή των Κανόνων της Κοινής Λογικής, η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο και μέτρο κριτικής ικανότητος του εγκύρου των αποφάσεων των Δικαστηρίων.

 

Β. Προνομιακό ένταλμα CERTIORARI για την ακύρωση της απόφασης και/ή διαταγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 24.3.2021 κατά την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης αρ. 1103/17 με την οποία ο δικηγόρος του αιτητή διετάττετο να προβεί σε αντεξέταση του Μ.Κ.1, αρνούμενο να του παράσχει εύλογο χρόνο ώστε να ενημερωθεί επί του πλήρους περιεχομένου της κυρίως εξετάσεως του αναφερομένου μάρτυρος, κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας έναντι των Μερών (Κατηγορούσας Αρχής και Υπεράσπισης), που αποτελεί το υπόβαθρο της δίκαιης δίκης.

 

Γ. Προνομιακό ένταλμα CERTIORARI με το οποίο να ακυρώνεται η διαδικασία που διεξήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 24.3.2021 κατά την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης με αρ.1103/17, λόγω προφανούς νομικής πλάνης για την ερμηνεία και εφαρμογή ουσιωδών Κανόνων Δικαίου που αφορούν την προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγορουμένων προσώπων, και συγκεκριμένα στην παρούσα υπόθεση, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αιτητή που προστατεύονται από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Συνθήκη για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως εκτίθεται κατωτέρω στη νομική βάση του παρόντος διαβήματος.

 

Δ. Προνομιακό ένταλμα CERTIORARI με το οποίο να ακυρώνεται η διαδικασία που διεξήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 24.3.2021 κατά την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης αρ.1103/17, κατά την οποία το Δικαστήριο εξεφράζετο προσβλητικά και απαξιωτικά προς το πρόσωπο του δικηγόρου του αιτητή, ως αποτέλεσμα της οποίας ήταν να εξαναγκασθεί ο δικηγόρος να διακόψει την παροχή των υπηρεσιών του στον αιτητή, αποστερώντας του το δικαίωμα του να έχει δικηγόρο της επιλογής του.

 

Γενικά το όλο πνεύμα, οι χαρακτηρισμοί, το ύφος και ο τρόπος της συμπεριφοράς του Δικαστηρίου κατά την επίδικη ημέρα, και γενικά η εμμονή του Δικαστηρίου να αντεξετασθεί ο μάρτυρας χωρίς να έχει ο αιτητής και ο δικηγόρος του τον απαιτούμενο χρόνο για να πληροφορηθούν το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, εδημιούργησε αίσθημα προκατάληψης και εχθρότητας εκ μέρους του Δικαστηρίου εις βάρος της πλευράς της Υπεράσπισης του κατηγορουμένου, που καθιστά την περαιτέρω συνέχιση της διαδικασίας εντελώς προβληματική κατά παράβαση της αρχής ότι η δικαιοσύνη πρέπει και να απονέμεται αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται σωστά.

 

Ε. Διαζευκτικά και/ή επιπρόσθετα Διάταγμα PROHIBITION που να απαγορεύει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από του να προχωρήσει ή να συνεχίσει να προχωρεί και να εκδικάσει την ποινική υπόθεση αρ. 1103/17 μέχρι αποπερατώσεως της παρούσας διαδικασίας και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

.............................................».

 

 



      Όσα θεμελιώνουν το αίτημα - κατά την οπτική του αιτητή/κατηγορούμενου («ο αιτητής») στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 1103/17 που είχε ως αντικείμενο την έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα («η ποινική υπόθεση») - απογράφονται σε συνοδευτική τής αίτησης Έκθεση Γεγονότων καθώς και σε ένορκη δήλωση του αιτητή ημερομηνίας 31.3.21 («η ένορκη δήλωση»).

 

 

      Για ευκολότερη παρακολούθηση του εκτυλισσόμενου σκεπτικού - αλλά και για μια πιο περιεκτική παράθεση των όσων ο αιτητής προκρίνει ως υπόστρωμα του αιτήματος - μεταφέρω αμέσως κατωτέρω σχετική περικοπή από την Έκθεση Γεγονότων:

 

 

«................................................................................

Όνομα και περιγραφή του αιτητή:

 

1. Ο αιτητής είναι ο xxx Βαρνάβα, ο κατηγορούμενος στην υπ' αρ.1103/17 ποινική υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην οποία αντιμετωπίζει όλες τις κατηγορίες του Κατηγορητηρίου. Το Κατηγορητήριο της υπόθεσης επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α.

.............................................

 

Σύντομο ιστορικό των γεγονότων που οδήγησαν στην παρούσα αίτηση

1.     Η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης άρχισε στις 24.3.2021 η ώρα 11:30π.μ. με την κατάθεση του Μ.Κ.1 xxx George Awad.

2.      Ο Μ.Κ.1 κατέθεσε το σύνολο της μαρτυρίας του σε Γραπτή Δήλωση αναπόσπαστο μέρος της οποίας αποτελούσαν και τα γραπτά τεκμήρια 1-1.1, και η οποία κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως Έγγραφο Α.

3.      Όπως φαίνεται και στο κείμενο του πρακτικού της επίδικης ημερομηνίας, τα τεκμήρια κατετίθεντο κατά τη διάρκεια της αναγνώσεως της Δηλώσεως και αριθμούντο ένα προς ένα από το Δικαστήριο, χωρίς προηγουμένως να δίδονται στην Υπεράσπιση ώστε αφού λάβει γνώση του περιεχομένου των να υποβάλλει τη θέση της όσον αφορά την δεκτότητά τους. Το πρακτικό της επίδικης ημερομηνίας στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η απόφαση του Δικαστηρίου επισυνάπτεται στην παρούσα ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β.

4.      Περαιτέρω, είναι πρόδηλο ότι το περιεχόμενο των τεκμηρίων δεν εδιαβάζοντο ώστε, έστω και προφορικά να λάβει γνώση ο κατηγορούμενος και ο δικηγόρος του, του περιεχομένου τους. Η κατάθεση του Μ.Κ.1 και η καταγραφή των τεκμηρίων επερατώθη σε διάστημα 24 λεπτών, μεταξύ των ωρών 11:30 και 11:54.

5.      Τα κατατεθέντα τεκμήρια συνίσταντο από κείμενα εις την ελληνική και την αγγλική γλώσσα, και αφορούσαν πράξεις, ενέργειες και καταγραφές που έλαβαν χώρα στην Κύπρο και στην Αγγλία κατά το 2008 και 2011, δηλαδή πριν από 13 χρόνια. Η Γραπτή Δήλωση του Μ.Κ.1 μαζί με τα τεκμήρια επισυνάπτονται στην παρούσα ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ.

 

6.      Μετά το πέρας της καταθέσεως του Μ.Κ.1, ο δικηγόρος του αιτητή εζήτησε να του δοθεί εύλογος χρόνος για να μελετήσει τα τεκμήρια αυτά, τα οποία δεν του είχαν δοθεί προηγουμένως, παρότι σύμφωνα με τη νομολογία η Δήλωση θα έπρεπε να του δοθεί 48 ώρες πριν από την ανάγνωση της στο Δικαστήριο. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν έφερε καμία ένσταση στο αίτημα.

7.      Το Δικαστήριο όπως φαίνεται στις γραμμές 14-25 της σελίδος 4 του πρακτικού (Παράρτημα Β), απέρριψε το αίτημα του δικηγόρου του αιτητή και με τρόπο έκδηλα ειρωνικό και σε ύφος και σε τόνο, ανέφερε ότι ο δικηγόρος του αιτητή όφειλε να προβεί στην αντεξέταση λόγω του ότι έχει πείρα και στο παρελθόν δεν εδίδοντο προηγουμένως τα κείμενα των καταθέσεων των μαρτύρων, και κατά τρόπο έντονα επιβλητικό απέρριψε το αίτημα και διέταξε όπως συνεχισθεί η διαδικασία μετά μια ώρα.

8.      Ουσιώδες όμως μέρος της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου να απορρίψει το υποβληθέν αίτημα του αιτητή ήταν η αναφορά του ότι «Η παρούσα υπόθεση εκδικάζεται συνοπτικά και είναι εδραιωμένο, ότι υποθέσεις που εκδικάζονται συνοπτικά πρέπει να διεκπεραιώνονται σε μια δικάσιμο», και όρος του αιτητή «χειρίστηκε χιλιάδες υποθέσεις παρόμοιας φύσης και είμαι της άποψης ότι εάν του δοθεί χρόνος μίας ώρας είναι υπεραρκετό για να αντεξετάσει τον μάρτυρα. Ως εκ τούτου, εγκρίνω το αίτημα του κ. Ευσταθίου για αναβολή. Η ώρα είναι 11:54 θα επανέλθουμε για την αντεξέταση του μάρτυρα στις 13:00.» (σελ.4 γραμμές 21-25 των πρακτικών). Τούτο έγινε εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου δημοσίως.

9.      Κατόπιν τούτου, ο δικηγόρος \ου αιτητή εδήλωσε ότι ο παραχωρηθείς χρόνος μιας ώρας ήτο τόσο σύντομος που δεν θα μπορούσε να είναι σε θέση να μελετήσει και να κατανοήσει τα έγγραφα τεκμήρια (προέλευση, εγκυρότητα, περιεχόμενο, πηγή και συσχετισμό με την υπόθεση). Εδήλωσε δε στο Δικαστήριο αδυναμία να αντεξετάσει τον μάρτυρα και ότι εάν δεν του εδίδετο ο εύλογος χρόνος που ζητούσε δεν θα μπορούσε να επιτελέσει το καθήκον του και θα διέκοπτε την προσφορά των υπηρεσιών του προς τον κατηγορούμενο.

 

10.   Εν συνεχεία, κατά τρόπο αυταρχικό, επικριτικό και απαξιωτικό δήλωσε ενώπιον του ακροατηρίου ότι η διαγωγή του δικηγόρου δεν περιποιεί τιμή σε αυτόν, ότι το αίτημα του για να του δοθεί χρόνος συνιστούσε «δήθεν αδυναμία και να εγκαταλείπει τον κατηγορούμενο τον οποίον εκπροσωπεί» και ότι η θέση του ότι αν δεν του δοθεί ο χρόνος να μελετήσει το μαρτυρικό υλικό θα αποχωρούσε από τη διαδικασία, ισοδυναμούσε με εκβιασμό προς το Δικαστήριο (βλ. σελ.5, γραμμή 14: «Δεν θα δεχθώ κ. Ευσταθίου να θέτετε τέτοια εκβιαστικά ζητήματα προς το Δικαστήριο.»).

 

11.   Ο δικηγόρος του αιτητή επανέλαβε τον λόγο που εδήλωσε αδυναμία, ότι δηλαδή ο χρόνος της μιας ώρας για την μελέτη των εγγράφων και την προετοιμασία της αντεξέτασης δεν ήταν επαρκής, και το Δικαστήριο επέμενε ότι εξέτασε το αίτημα του και απεφάσισε ότι θα επιλαμβάνετο της υπόθεσης μετά μία ώρα.

12.   Μετά παρέλευση μιας ώρας, ο αιτητής ενεφανίσθη μόνος του στο Δικαστήριο, και προέβη σε δηλώσεις, οπότε το Δικαστήριο άρχισε να επιτιμά και πάλι δημοσίως τον δικηγόρο του αιτητή στην απουσία του αποδίδοντας σε αυτόν «παντελή έλλειψη σεβασμού και προς το Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη τώρα για την αντεξέταση του ΜΚ1 ο δικηγόρος του Κατηγορούμενου δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο μετά που του δόθηκε χρόνος για να προετοιμαστεί για την αντεξέταση(σελ. 7, γραμμές 15-18 Παραρτήματος Β).

13.   Εν τέλει, το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για την συνέχιση της ακροάσεως και την εξεύρεση νέου δικηγόρου υπεράσπισης για τις 31.3.2021. Είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί ότι από τις 6 μέρες που παρεχώρησε το Δικαστήριο στον κατηγορούμενο για να ανεύρει δικηγόρο, να μελετήσει ο νέος δικηγόρος την υπόθεση και να συνεχίσει την ακρόαση, οι 3 ήσαν αργίες. Σύμφωνα με τη λογική των πραγμάτων, το παραχωρηθέν τριήμερο είναι εντελώς ανεπαρκές για την εξεύρεση νέου υπεύθυνου δικηγόρου, ο οποίος θα εδέχετο να αναλάβει υπόθεση χωρίς να έχει υπόψη του τα πρακτικά της υποθέσεως για να διεξαχθεί ομαλώς η δίκη.

 

Οι λόγοι επί των οποίων βασίζονται τα αιτήματα νια τις θεραπείες αναφορικά με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.3.2021 είναι:

1.   Αποτελεί θεμελιώδη αρχή δικαίου ότι ένα κατηγορούμενο πρόσωπο πρέπει να γνωρίζει τη μαρτυρία και τα γεγονότα που αποτελούν την πραγματική βάση του αδικήματος το οποίο του αποδίδεται και για το οποίο καλείται να εμφανισθεί και να δικασθεί ενώπιον ενός Δικαστηρίου, τόσο προ της ενάρξεως της δίκης αλλά και ευθύς ως αρχίσει η δίκη με ακροαματική διαδικασία, ώστε να είναι σε θέση να προβάλει την υπεράσπιση του.

2.   Τα δικαιώματα που του παρέχει τόσο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και η Ευρωπαϊκή Συνθήκη για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) είναι τα ακόλουθα:

 

(α) Να γνωρίζει πριν την ακροαματική διαδικασία αλλά και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ποια είναι η μαρτυρία που κατατίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου, ώστε να είναι σε θέση, αφού λάβει γνώση του περιεχομένου της μαρτυρίας, να προβεί εις αντεξέταση των μαρτύρων προς υπεράσπιση του εαυτού του (άρθρα 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος).

 

 i Αυτό το δικαίωμα παρεβιάσθη από το Δικαστήριο διότι ούτε προ της ενάρξεως της δίκης, ούτε και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εδόθη ευκαιρία στον αιτητή να λάβει γνώση του περιεχομένου της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, καθότι ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας αποτελούσαν τα κείμενα 11 τεκμηρίων εκτάσεως 25 σελίδων που εκδόθηκαν το 2008 και 2011, τα οποία για πρώτη φορά κατετέθησαν στο Δικαστήριο κατά την δικάσιμο, ενώ οι κατηγορούμενες πράξεις που του απεδίδοντο έλαβαν χώρα το 2017. Τούτο επέβαλλε όπως συσχετιστούν τα τεκμήρια μαζί με την υπό εκδίκαση υπόθεση που απαιτούσε και μελέτη και χρόνο και ανάκληση στη μνήμη, γεγονότων που έλαβαν χώρα πριν 13 χρόνια. Αυτά δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να γίνουν σε διάστημα μιας ώρας ώστε να αντεξεταστεί ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση. Η άρνηση του Δικαστηρίου στέρησε από τον αιτητή ένα από τα βασικότερα δικαιώματα του που είναι να γνωρίζει τον λόγο και το περιεχόμενο των γεγονότων που οδήγησαν στη σύνταξη του Κατηγορητηρίου εναντίον του και της μαρτυρίας η οποία θα δοθεί κατά την ακροαματική διαδικασία (άρθρα 12.5(a) και 30.3(a) του Συντάγματος).

 

ii. Η θέση του Δικαστηρίου εκδήλως στηρίζεται σε παρερμηνεία των δικαιωμάτων που έχει ένα κατηγορούμενο πρόσωπο, δηλαδή στην παρούσα υπόθεση, ο αιτητής. Συγκεκριμένα, ήτο αδύνατο να αναγνωσθεί και να κατανοηθεί το περιεχόμενο των πλείστων εγγράφων τεκμηρίων που κατεχωρήθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου και ήσαν αναπόσπαστο μέρος της Δήλωσης του Μ.Κ.1, ώστε να μπορεί ο δικηγόρος του να προβεί σε αντεξέταση, δοθέντος ότι τα τεκμήρια ήταν αναπόσπαστο μέρος της μαρτυρίας που κατέθεσε στο Δικαστήριο ο Μ.Κ.1. Αλλά ούτε και αναγνώσθησαν τα κείμενα ώστε να λάβει προφορικώς γνώση του περιεχομένου της μαρτυρίας του Μ.Κ.1.

 

iii. Προφανώς, το Δικαστήριο, παρεσύρθη στην απόφαση του, παρερμηνεύοντας τόσο τον Νόμο όσο και τη νομολογία, και κατέληξε επί λέξει στα εξής «είναι εδραιωμένο ότι υποθέσεις που εκδικάζονται συνοπτικά πρέπει να εκδικάζονται εντός μιας δικασίμου». Αυτή η θέση συνιστά μέγιστο νομικό σφάλμα και νομική παρερμηνεία, διότι ούτε οι διατάξεις του Συντάγματος, ούτε οι διατάξεις της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διαχωρίζουν τις υποθέσεις που εκδικάζονται συνοπτικά από τις υποθέσεις Κακουργιοδικείου, και ότι μόνο στις τελευταίες ισχύουν τα διασφαλισμένα εχέγγυα της δίκαιης δίκης. Τόσο στις συνοπτικές δίκες, όσο και στις δίκες ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ισχύουν οι ίδιοι απαράλλακτοι προστατευτικοί κανόνες και τα ίδια δικαιώματα των κατηγορουμένων προσώπων.

 

iv. Ουσιαστικά η θέση του Δικαστηρίου ήταν ότι, όταν μια υπόθεση εκδικάζεται συνοπτικά πρέπει να τυγχάνει διαφορετικής μεταχείρισης όσον αφορά τα δικαιώματα των κατηγορουμένων προσώπων, και ότι οι διατάξεις της ΕΣΔΑ εφαρμόζονται μόνο σε υποθέσεις που εκδικάζονται ενώπιον Κακουργιοδικείου.

 

(β) Ένας κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να τυγχάνει αμερόληπτης μεταχειρίσεως από τα Δικαστήρια της Δικαιοσύνης στα οποία εμφανίζεται, ώστε να θεμελιώνεται η έννοια της δίκαιης δίκης, η οποία προϋποθέτει την ισότιμη μεταχείριση των ενώπιον του Δικαστηρίου εμφανιζομένων διαδίκων (άρθρο 30.2 του Συντάγματος).

 

Στην παρούσα περίπτωση, υπάρχει ανισότητα μεταχείρισης των διαδίκων, διότι ενώ το Δικαστήριο επέτρεψε στην Κατηγορούσα Αρχή ανεξέλεγκτη κατάθεση μαρτυρικού υλικού εφόσον τα τεκμήρια καταχωρούντο χωρίς να δίδεται προηγουμένως στην Υπεράσπιση η ευκαιρία για να ελέγξει την εκ πρώτης όψεως αποδεκτότητά τους, στη συνέχεια αρνήθηκε στην Υπεράσπιση να ασκήσει όλα τα δικονομικά δικαιώματα που της παρέχει το Σύνταγμα και οι διατάξεις της ΕΣΔΑ, με το δικαιολογητικό ότι επειδή επρόκειτο περί υποθέσεως που εκδικάζεται συνοπτικά θα έπρεπε να αποπερατωθεί εντός μιας δικασίμου και ως εκ τούτου, η μια ώρα αποτελούσε επαρκή χρόνο για να ενημερωθεί η πλευρά της Υπεράσπισης επί του περιεχομένου της μαρτυρίας.

 

(γ) Κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο έχει το δικαίωμα να έχει επαρκή χρόνο και διευκόλυνση για την προπαρασκευή της υπεράσπισης του (άρθρα 12.5(β) και 30.3(β) του Συντάγματος).

 

i. Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο αρνούμενο να παράσχει στον δικηγόρο του αιτητή επαρκή χρόνο για να προετοιμασθεί για την αντεξέταση του πιο ουσιώδους μάρτυρα, παραβίασε καταφανώς το δικαίωμα του αιτητή για την παροχή επαρκούς χρόνου για να προβάλει τους ισχυρισμούς του ενώπιον του Δικαστηρίου και να έχει χρόνον επαρκή διά την προπαρασκευήν τούτων, όπως ρητά αναφέρεται στο άρθρο 30.3.(β) του Συντάγματος.

 

ii. Η παροχή μιας ώρας δεν μπορεί να κριθεί κατά την αντικειμενική κρίση και τη λογική του μέσου ανθρώπου ως επαρκής χρόνος για να επιτελέσει ο δικηγόρος υπεράσπισης τα καθήκοντα του, ως όφειλε, κατά τρόπο υπεύθυνο και αποτελεσματικό. Αλλά αντίθετα, είναι τόσο ανεπαρκής, ώστε να στερείται ο δικηγόρος του διαδίκου των δυνατοτήτων του να υπερασπίσει τον εντολέα του. Το Δικαστήριο δεν είχε κανένα δικαίωμα να εξαναγκάσει τον δικηγόρο να αντεξετάσει τον μάρτυρα χωρίς αυτός να έχει πλήρη γνώση του περιεχομένου της μαρτυρίας του μάρτυρα.

iii. Η άποψη ότι εφόσον πρόκειται περί συνοπτικής δίκης θα έπρεπε να αποπερατωθεί η ακροαματική διαδικασία σε μία δικάσιμο, αναιρεί την ίδια την αποστολή της Δικαστικής Εξουσίας, η οποία συνίσταται στην προστασία και την διασφάλιση της ασκήσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών μιας ευνομούμενης χώρας, όσος χρόνος και αν χρειαστεί για να επιτευχθεί η κορυφαία αυτή αποστολή των Δικαστηρίων της χώρας.

 

(δ) Ένα κατηγορούμενο πρόσωπο έχει το δικαίωμα να διορίζει δικηγόρο της δικής του εκλογής, σύμφωνα με τα άρθρα 12.5(γ) και 30.3(δ) του Συντάγματος.

 

i. Το Δικαστήριο ουσιαστικά εξανάγκασε τον δικηγόρο του αιτητή να διακόψει τη συνέχιση της προσφοράς των υπηρεσιών του προς τον αιτητή, διότι αυτός εζήτησε απλώς έναν εύλογο χρόνο για να κατανοήσει την μαρτυρία ώστε να ετοιμάσει την αντεξέταση του μάρτυρα.

 

ii. Συγκεκριμένα, ο δικηγόρος του αιτητή πριν δηλώσει ότι δεν μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του, εζήτησε να του δοθεί εύλογος χρόνος για να λάβει γνώση του περιεχομένου της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 που ήτο ο παραπονούμενος στην υπόθεση. Και επειδή εδήλωσε ότι αν δεν του δοθεί εύλογος χρόνος με μια απλή αναβολή της υποθέσεως, έκπληκτος τόσο ο ίδιος όσο και ο εντολέας του, άκουσε το Δικαστήριο να του λέει ότι μια ώρα ήταν αρκετή για να μελετήσει όλα τα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν και να προβεί στην αντεξέταση του μάρτυρα.

 

iii. Η δήλωση του δικηγόρου του αιτητή ότι αν δεν του δοθεί ο χρόνος να κάμει το καθήκον του, οδήγησε το Δικαστήριο κατά τρόπο αυταρχικό και απαξιωτικό να αποδίδει στον δικηγόρο απαράδεκτη επιθετολογία και χαρακτηρισμούς, με ύφος και τρόπο συμπεριφοράς ανεπίτρεπτο από δικαστή που είναι φορέας απονομής της δικαιοσύνης να χρησιμοποιεί προσβλητικές φράσεις και επιτιμήσεις σε δικηγόρο. Απέδωσε στον δικηγόρο ότι είναι εκβιαστής, εχαρακτήρισε το αίτημα του ως εκδήλωση ασέβειας προς το Δικαστήριο αλλά και προς τον πελάτη του παντελή έλλειψη σεβασμού»), τον χαρακτήρισε επίσης παραβάτη κάθε κανόνα δεοντολογίας και ότι η διαγωγή που επέδειξε δεν περιποιεί τιμή σε κανένα δικηγόρο, και χαρακτήρισε το διάβημα του ως «δήθεν αδυναμία» που σημαίνει ότι προσποιήθηκε αδυναμία για να αποφύγει την συνέχιση της διαδικασίας.

 

iv. Ο παραχωρηθείς χρόνος της μιας ώρας δεν ήταν απλώς ανεπαρκής, αλλά ταυτόχρονα τόσο από το ύφος όσο και τον τόνο της απαγγελθείσης αποφάσεως του Δικαστηρίου, εσυνιστούσε απαξιωτική και προσβλητική μεταχείριση του Δικαστηρίου προς τον δικηγόρο του αιτητή όταν ουσιαστικά τον διέταξε να παραβεί το καθήκον του και να παραβιάσει τους θεσμούς τους οποίους η Δικαστική Εξουσία ετάχθη να υπηρετήσει, υπερασπιζόμενη τα ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα, καθήκον και υποχρέωση την οποία αντλεί πρωτογενώς από το άρθρο 35 του Συντάγματος.

 

v. Ο τρόπος του Δικαστηρίου ήτο ανεπίτρεπτα επιτιμητικός και χλευαστικός προς το πρόσωπο του δικηγόρου, χωρίς να λάβει υπόψη του ότι ο δικηγόρος του αιτητή ασκεί τη δικηγορία για 59 χρόνια, περίοδο κατά την οποία επέδειξε σεβασμό τόσο στη Δικαστική Εξουσία, αλλά συνήργησε εις ένα βαθμό στη δημιουργία της ημεδαπής νομολογίας διευκολύνοντας τη Δικαστική Εξουσία να επιτελέσει το έργο της. Ο ίδιος δικηγόρος συνέβαλε και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε πολύ ουσιαστικά θέματα προς εδραίωση των δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών.

 

vi. Περαιτέρω, παραβιάζει τη λογική του μέσου ανθρώπου, η οποία θα πρέπει να υπάρχει σε κάθε δικαστική απόφαση ως αποτέλεσμα της κριτικής ικανότητας των φορέων του δικαστικού αξιώματος. Εάν μια απόφαση αντιφάσκει προς την κοινή λογική τούτο προσβάλλει και το κύρος και την μεγαλοπρέπεια που πρέπει να συνοδεύει τα πεπραγμένα και τις αποφάσεις των φορέων της Δικαστικής Εξουσίας. Οι αποφάσεις των Δικαστηρίων θα πρέπει να τείνουν στη διασφάλιση της ισότιμης μεταχείρισης των πολιτών μιας ευνομούμενης ευρωπαϊκής χώρας, αλλά και να δημιουργούν αισθήματα εμπιστοσύνης και ασφαλείας του μέσου ανθρώπου εις ένα Κράτος Δικαίου.

 

vii. Ούτε όμως ο αυταρχικός τρόπος και η απαξιωτική συμπεριφορά προς τον δικηγόρο του αιτητή δεν είναι επιτρεπτή, διότι αυτή παραβιάζει τον χρυσό κανόνα ότι οι λειτουργοί του δικαστικού αξιώματος δεν πρέπει να είναι φορείς μόνο νομικών αξιών, αλλά θα πρέπει να είναι επίσης και φορείς ηθικών αξιών, συμπεριφερόμενοι με αντικειμενικότητα, αμεροληψία και σεβασμό προς τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι λειτουργοί της δικαιοσύνης, εξίσου σεβαστοί με τα μέλη του δικαστικού σώματος.

 

3.Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των συμβάντων της επίδικης ημερομηνίας, τις θέσεις που εξέφρασε το Δικαστήριο, τις επιτιμήσεις και τις απαξιώσεις προς τον δικηγόρο της υπερασπίσεως, καθώς και την εσφαλμένη ερμηνεία των σοβαρών νομοθετικών διατάξεων που κατοχυρώνουν και θεμελιώνουν την έννοια της δίκαιης δίκης, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι υπάρχει αίσθημα προκατάληψης και εχθρότητας εκ μέρους του Δικαστηρίου σε βάρος της Υπεράσπισης και σε βάρος του ίδιου του κατηγορουμένου, που καθιστά την περαιτέρω συνέχιση της διαδικασίας με την παρούσα σύνθεση του Δικαστηρίου, εντελώς προβληματική και ανεπιθύμητη.

...........................................».

 

 

 

 

      Στην ένορκη δήλωση, ο αιτητής αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι:

 

 

«...............................................

4.   Θέλω να τονίσω ότι η διαδικασία της 24.3.2021 έγινε πολύ γρήγορα και με κατάθεση διαφόρων εγγράφων, τα οποία παρουσιάσθηκαν για πρώτη φορά ως μαρτυρικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου, και μερικά από αυτά αναφέροντο εις το όνομα μου.

5.   Όλα τα έγγραφα πλην του τεκμηρίου 10 (Κλητήριο Ένταλμα αγωγής αρ.6375/11) και του τεκμηρίου 11 (απόφαση στην αγωγή αρ.6375/11) έφεραν ως χρονολογία εκδόσεως των το 2008. Το Τεκμήριο 10 φέρει ως χρονολογία καταχώρησης το 2011 και το Τεκμήριο 11 φέρει ως χρονολογία εκδόσεως το 2012. Τόσο το Κλητήριο Ένταλμα (Τεκμήριο 10) όσο και την απόφαση (Τεκμήριο 11) τα είδα για πρώτη φορά μπροστά μου κατά την δικάσιμο της υπόθεσης, παρότι είναι καταγραμμένο το όνομα μου ως εναγομένου, και δηλώνω ότι ουδέποτε τα είδα μπροστά μου προηγουμένως.

6.   Επειδή κατηγορούμουν για έκδοση επιταγών οι οποίες φέρουν ως χρονολογία εκδόσεως το 2016 και 2017, δεν ήμουν σε θέση να συνδυάσω τα τεκμήρια αυτά με την υπόθεση για την οποία εμφανιζόμουν ενώπιον του Δικαστηρίου, και επειδή τα άλλα έγγραφα είχαν συνταχθεί το 2008, δηλαδή πριν από 13 χρόνια, ήθελα να τα μελετήσω για να ενθυμηθώ υπό ποιες συνθήκες αυτά τα έγγραφα είχαν εκδοθεί και γιατί αναφέροντο στο όνομα μου, ώστε να τα συνδυάσω με τα αδικήματα του Κατηγορητηρίου για τα οποία δικάζομαι και να πληροφορήσω τον δικηγόρο μου για να είναι σε θέση να με υπερασπίσει.

7.   Τότε ο δικηγόρος μου εζήτησε χρόνο για να μελετηθούν τα έγγραφα και για να του δώσω εξηγήσεις, αλλά το Δικαστήριο έδωσε περιθώριο μιας ώρας να μελετήσω τα έγγραφα, για να τα συνδυάσω με την υπόθεση που εδικαζόμουν και να δώσω οδηγίες στον δικηγόρο μου για την αντεξέταση του μάρτυρα.

8.   Ένα άλλο θέμα το οποίο εγείρεται είναι ότι εγώ ουδέποτε έλαβα μέρος στην αγωγή 6375/11 και για πρώτη φορά είδα το κείμενο της απόφασης η οποία εξεδόθη εις βάρος μου. Για τον λόγο αυτό, έπρεπε να εξετάσω ένα προς ένα τα διάφορα τεκμήρια που έφεραν χρονολογία το 2008 για να ενθυμηθώ υπό ποιες συνθήκες αυτά συντάχθηκαν, αλλά το Δικαστήριο αρνήθηκε επίμονα να μας παράσχει τον ζητηθέντα χρόνο.

9.   Τα όσα ακολούθησαν μετά την απόρριψη του αιτήματος του δικηγόρου μου και η επιμονή του Δικαστηρίου να τελειώσει η υπόθεση αμέσως μου δημιούργησαν την εντύπωση ότι δεν θα τύχω αμερόληπτης μεταχείρισης και ότι εδημιουργήθη δυσμένεια και προκατάληψη σε βάρος μου από το Δικαστήριο.

 

10.0 δικηγόρος μου, μου εξήγησε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει τις Γι/πηρεσίες του για την υπεράσπιση μου υπό τις περιστάσεις, δηλώνοντας μου ότι δεν ήθελε να με αδικήσει προβαίνοντας σε ενέργειες που παρεβίαζαν τα ανθρώπινα μου δικαιώματα ως κατηγορουμένου προσώπου.

 

11. Θέλω με ειλικρίνεια να αναφέρω ότι πιστεύω πως το Δικαστήριο έχει σχηματίσει κακή εντύπωση για μένα και ότι δεν θα με δικάσει κατά τρόπο αμερόληπτο. Για αυτό είμαι πολύ ανήσυχος και έχω ένα αίσθημα ότι το Δικαστήριο είναι προκατειλημμένο εναντίον μου».

 

 

 

      Το μέρος τού πρακτικού της διαδικασίας (βλ. πιστό αντίγραφο/Παράρτημα Β), στο Επαρχιακό Δικαστήριο («το κατώτερο δικαστήριο»), που συγκέντρωσε και τη μεγαλύτερη προσοχή του αιτητή (χωρίς εντούτοις υποβιβασμό τού υπολοίπου περιεχομένου), είναι το πιο κάτω:

 

«............................................

κ. Ευσταθίου: Κύριε Πρόεδρε, όπως είδατε και εσείς, τώρα μας έχουν δοθεί όλα αυτά τα Τεκμήρια, τα οποία περιβάλλουν την υπόθεση και στην οποία στηρίζει η Κατηγορούσα Αρχή την υπόθεσή της. Βέβαια, δεν θέλω να δημιουργώ κανένα θέμα. Θέλω χρόνο να ελέγξω αυτά τα έγγραφα, γιατί δίδονται αναφορές σε διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου, πλείστα όσα θέματα τα οποία πρέπει να τα συζητήσω με τον κατηγορούμενο να πάρω τις οδηγίες και να κάνω την αντεξέταση, όπως πρέπει και με την υπευθυνότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει πάντοτε τις διαδικασίες αυτές, είναι ποινική υπόθεση τιμωρούμενη με φυλάκιση.

 

κ. Γεωργίου: Δεν έχω ένσταση.

 

Δικαστήριο: Έχετε παρόντες στο Δικαστήριο και άλλους μάρτυρες, κύριε Γεωργίου;

 

κ. Γεωργίου: Ήταν on call, θα ήταν εδώ σε 10 - 15 λεπτά, κύριε Πρόεδρε, αν δοθεί αναβολή θα την ενημερώσω για άλλη ημερομηνία.

 

Δικαστήριο: Ο κύριος Ευσταθίου ως γνωστό ασκεί τη δικηγορία για πολλές δεκαετίες, έφτασε και εποχές, όπου η κυρίως εξέταση κάποιου μάρτυρα δινόταν προφορικά και η αντεξέταση

ολοκληρωνόταν εκείνην την ημέρα. Το γεγονός ότι τροποποιήθηκε το κεφαλαίο 9 και παρέχεται πλέον η δυνατότητα σε κάποιον μάρτυρα να παρουσιάσει γραπτή του δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασής του δεν αποτελεί λόγο για να αναβάλλεται η αντεξέτασή του σε άλλη ημερομηνία. Η παρούσα υπόθεση εκδικάζεται συνοπτικά και είναι εδραιωμένο, ότι υποθέσεις που εκδικάζονται συνοπτικά πρέπει να διεκπεραιώνονται σε μία δικάσιμο. Τα επίδικα θέματα, όπως προκύπτουν από το ενώπιόν μου κατηγορητήριο, είναι πολύ απλά. Είμαι βέβαιος ότι στην πολυετή σταδιοδρομία του ο κύριος Ευσταθίου χειρίστηκε χιλιάδες υποθέσεις παρόμοιας φύσης και είμαι της άποψης ότι εάν του δοθεί χρόνος μίας ώρας είναι υπεραρκετός για να μπορέσει να αντεξετάσει τον μάρτυρα. Ως εκ τούτου, εγκρίνω το αίτημα του κύριου Ευσταθίου για αναβολή. Η ώρα είναι 11:54, θα επανέλθουμε για την αντεξέταση του μάρτυρα η ώρα 13:00.

 

κ. Ευσταθίου: Κύριε Πρόεδρε, δεν μπορώ σε μία ώρα να ελέγξω τι έγινε στη Σκωτία ούτε στην

Αγγλία ή σε όλα αυτά τα οποία παρουσιάστηκαν σήμερα και επειδή δεν μπορώ να το κάνω θέλω να αποχωρήσω από την υπόθεση αυτήν για να αναλάβει άλλος δικηγόρος που μπορεί σε μία ώρα να επικοινωνήσει με την Αγγλία, να επικοινωνήσει με διάφορους τύπους που αναφέρονται εδώ, για να βεβαιωθεί ότι αυτός ο μάρτυρας λέει την αλήθεια και να αντεξεταστεί. Αδυνατώ, δηλώνω αδυναμία να αντεξετάσω κατόπιν όλων αυτών που είπα αυτόν τον μάρτυρα και θέλω να αποχωρήσω από δικηγόρος.

 

Δικαστήριο: Σας ευχαριστώ. Κύριε Βαρνάβα, ο κύριος Ευσταθίου δήλωσε αδυναμία να σας

εκπροσωπήσει και ζητά άδεια να αποσυρθεί από δικηγόρος σας. Έχετε ένσταση;

 

Κατηγορούμενος: Όχι, κύριε Πρόεδρε, τι να πω;

 

Δικαστήριο: Οφείλω να παρατηρήσω ότι δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν δικηγόρο εκκρεμούσης της υπόθεσης να δηλώνει δήθεν αδυναμία και να εγκαταλείπει τον κατηγορούμενο τον οποίον εκπροσωπεί.

 

κ. Ευσταθίου: Αν δεν μου δοθεί ο χρόνος για να κάνω την υπεράσπισή μου

 

Δικαστήριο: Δεν θα δεχθώ, κύριε Ευσταθίου, να θέτετε τέτοια εκβιαστικά ζητήματα προς το

Δικαστήριο.

 

κ. Ευσταθίου: Αιτιολογώ τον λόγο που δηλώνω ότι δεν είμαι σε θέση και λέω η νομολογία λέει όταν δίδονται δηλώσεις, δίδονται 24 ώρες ή 48 ώρες πριν, δεν είμαι σε θέση να ελέγξω όλα αυτά που έγιναν στο εξωτερικό και στο εσωτερικό σε μία ώρα. Αν μπορέσει άνθρωπος να είναι, θα τον ονομάσω εις στο Γκίνες τον πρωταθλητή όλων των εποχών από αρχαιοτάτων μέχρι σήμερα. Αυτό θέλω να πω και τίποτε άλλο.

 

Δικαστήριο: Εξακολουθεί, κύριε Ευσταθίου, να υπάρχει το αίτημά σας προς το Δικαστήριο να σας δοθεί άδεια να αποσυρθείτε;

 

κ. Ευσταθίου: Όχι, θα αποσυρθώ αν δεν μου δοθεί ο χρόνος που ζήτησα και ο χρόνος να είναι

λογικός, για να μπορέσω να επικοινωνήσω με συνεργάτες μου στο εξωτερικό για να βεβαιωθώ για ορισμένα πράγματα. Αυτή είναι η θέση μου.

 

Δικαστήριο: Το αίτημα του κύριου Ευσταθίου υποβλήθηκε, εξετάστηκε και αποφασίστηκε από το Δικαστήριο. Θα επιληφθώ ξανά της υπόθεσης η ώρα 13:00 για την αντεξέταση του μάρτυρα. Σας ευχαριστώ.

..............................................».

 

 

      Περιπλέον, δεν μπορεί να παραβλεφθεί, ως θέμα γεγονότων, ότι ο δικηγόρος του αιτητή δεν εμφανίστηκε (βάσει των πρακτικών της διαδικασίας), στο κατώτερο δικαστήριο μετά το πέρας του χρόνου που δόθηκε σε αυτόν ως αναβολή, με παρεπόμενο η διαδικασία να συνεχίσει στην απουσία του, με τον αιτητή να αιτείται αντιπροσώπευση από άλλον δικηγόρο (υπό τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν), με το κατώτερο δικαστήριο να αναβάλλει την ποινική υπόθεση για συνέχιση της ακρόασης «. σε μια νέα ημερομηνία για να δοθεί ο χρόνος στον κατηγορούμενο να διορίσει νέο δικηγόρο .», ορίζοντας την προς τούτο για την 31.3.21 (μία περίπου εβδομάδα μετά τα διαδραματισθέντα).

 

      Στην ευσύνοπτη αγόρευση του, ο κ. Ευσταθίου μίλησε για τις περί προνομιακών ενταλμάτων αρχές (τού είδους που επιζητούνται εδώ), αλλά και για τα κειμένως αφορώντα γεγονότα της ποινικής υπόθεσης.

     

      Για τα προνομιακά εντάλματα certiorari (ως τα αιτητικά Α-Δ στην αίτηση), αξιολογώ ως ευχερή την παραπομπή στην Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημ. 6.4.21 (που εκδόθηκε πριν από λίγο), στην οποία υπενθυμίστηκαν και αυτά από το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό Πενταμελή Σύνθεση), ως απαύγασμα των εφαρμοζόμενων αρχών:

 

«............................................Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αντητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση.» Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων

 

Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Μιτέλλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερομηνίας 2/4/2019 και Αυγουστή, Πολιτική Έφεση Αρ.133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.

Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο to πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για certiorari ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για συγκεκριμένους λόγους (βλ. Ανδρέου Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2015, ημερομηνίας 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216 και Πετρίδου Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020), ECLI:CY:AD:2020:A56

Το νοηματικό εύρος των εννοιών «συζητήσιμη υπόθεση» και «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» οριοθετήθηκε στην υπόθεση In Re Kakos (ανωτέρω) με αναφορά στη Sidnell v. Wilson and Others (1966) 1 All Ε.R 681, στην οποίαν μας παρέπεμψε ο εκ των δικηγόρων της εφεσείουσας κ. Πολυβίου, εισηγούμενος ότι απλά σε διαδικασία παροχής άδειας για προνομιακό ένταλμα το επίπεδο απόδειξης ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης είναι χαμηλό, αρκεί ο Δικαστής να ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής παρουσιάζει ένα θέμα που κεντρίζει την προσοχή του.

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 686 της πιο πάνω Αγγλικής υπόθεσης:

 

"I agree with my brethren that the Court must be satisfied that there is material on which, if it were accepted as accurate, an arguable case can be put forward that the conditions set out in the subsection are fulfilled. I use the expression arguable case' rather than the expression 'prima facie case', because the difficulty of the latter expression seems to me to be that it invites an enquiry at the hearing of the application itself into evidence contradicting what in the first in- stance is a prima facie case and therefore would lead to a complete trial of the action or is capable of leading to a complete trial of the action on, the application for leave. It is sufficient that the landlord should show that there is a bona fide arguable case that the conditions or one or other of them set out in the paragraphs of the subsection are fulfilled, and that if he does that, it is no function of the county Court Judge on the application for leave to go into the merits of the matter and hear rebutting evidence, as if the trial were taking place then."

..............................................».

 

 

      Επιπροσθέτως, στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα: Αρχές και Υποθέσεις, 2004, σελ. 205-208, αναφέρεται:

 

«............................................

Για την υποβολή αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, είναι αναγκαία η άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο λόγος είναι προφανής: Η δικαιοδοσία αυτή είναι το κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για καθορισμένους λόγους.

 

Για τη χορήγηση άδειας ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει "εκ πρώτης όψεως" υπόθεση και/ή ότι υπάρχει "συζητήσιμο ζήτημα", στην έννοια που δόθηκε στις αποφάσεις αυτές στις Αγγλικές υποθέσεις Sidnell v. Wilson [ 1966] 1 All E.R. 681 και Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην υπόθεση In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.

 

Στο παρόν στάδιο, το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αίτησης. Είναι ικανοποιητικό για την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari να φαίνεται στην αίτηση και στις ενόρκους δηλώσεις που την υποστηρίζουν και γενικά το υλικό των πρακτικών που τη συνοδεύει, πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση ώστε να δοθεί άδεια. [Attorney General of the Republic v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129, στις σελίδες 133 και 134, Costas Papadopoulos (Ex Parte) (1968) 1 C.L.R. 496, In re Nina Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165 και In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250].

 

Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Οπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και/ή διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, παραχωρεί άδεια.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε πρόσφατα την ευκαιρία να ασχοληθεί με τα θέματα αυτά και συγκεκριμένα στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, για άδεια να καταχωρήσει αίτηση για ένταλμα Certiorari.

 

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η ύπαρξη ωστόσο αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση. Διότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενόψει των οποίων το άλλο ένδικο μέσο να εμφανίζεται μη ευχερές και μη αποτελεσματικό. Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, (στις σελ. 48-49):

 

"Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και/ή διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, παραχωρεί άδεια. Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια."

..............................................».

 

 

 

 

      Παρομοίως, στην Base Metal Trading Ltd v Fastact Developments Ltd και Άλλων (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1535, 1541-1542, λέχθηκαν και τούτα (διά θεσμικώς δικαστικού λόγου πια), από Πενταμελή Σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

 

«............................................Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλωνR. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.

...........................................».

 

 

 

 

      Για όσα οριοθετούν την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων prohibition - ως το διαζευκτικό αιτητικό Ε στην αίτηση - επισημάνθηκε στην Αναφορικά με την Montrago Trustees και Άλλων (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1289, 1302-1303, ότι:

 

«............................................

Ειδικά για το προνομιακό ένταλμα τύπου prohibition, το οποίο επίσης επιδιώκεται με την παρούσα αίτηση, εξηγείται στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» στο Κεφ. 5. σελ. 216-218, ότι το prohibition εκδίδεται για να εμποδιστεί κατώτερο Δικαστήριο από του να ενεργεί χωρίς δικαιοδοσία ή καθ' υπέρβαση της, ώστε να μην συνεχίζονται δικαστικές διαδικασίες καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας ή κατά τρόπο που η διαδικασία που ακολουθείται να είναι ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Αναφέρεται ιδιαίτερα στην παρ. 5.05, σελ. 218, ότι το προνομιακό ένταλμα τύπου prohibition δεν προσφέρεται για την ακύρωση διαταγής κατώτερου Δικαστηρίου, αλλά έχει βασικό σκοπό να «.. εμποδίσει τα κατώτερα Δικαστήρια να ενεργούν εκτός των πλαισίων της δικαιοδοσίας τους ή κατά παράβαση των νόμων της χώρας.».

 

Το prohibition συνδυάζεται συνήθως και με το προνομιακό ένταλμα τύπου certiorari, εφόσον το τελευταίο στοχεύει στη διόρθωση λαθών επί του νόμου ή και επί απόφασης ληφθείσας καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, ενώ το πρώτο απαγορεύει στο Δικαστήριο που έχει υπερβεί δικαιοδοσία, από του να τη συνεχίσει. Δεν χωρεί βέβαια εναντίον τελεσίδικης απόφασης, ούτε εναντίον νομοθετικής αρχής ή σώματος (δέστε O. Hood Phillips: Constitutional and Administrative Law 5η έκδ. σελ. 540-541). Όπως εξηγήθηκε από τον Atkin L.J. στην υπόθεση R. v. Electricity Commisioners [1924] 1 K.B.D. 204, και τα δύο αυτά προνομιακά εντάλματα έλκουν την καταγωγή τους από τα βάθη του χρόνου και σχετίζονται στην ουσία με την υπέρβαση της δικαιοδοσίας των κατωτέρων Δικαστηρίων. Το prohibition απαγορεύει τη συνέχιση της διαδικασίας, (επί ποινή περιφρόνησης), ενώ το certiorari σκοπεί στη μεταφορά του πρακτικού και της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου στο ανώτερο Δικαστήριο, για να εξεταστεί η νομιμότητα αυτών και εν ανάγκη, να ακυρωθούν.

...........................................».

 

 

 

 

 

 

 

      Με όλα τα ως άνω στο μυαλό, λέγω τα εξής.

 

      Το τι προκύπτει από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου είναι ότι ο ευπαίδευτος Επαρχιακός Δικαστής του κατώτερου δικαστηρίου, ενάσκησε αντίστοιχη διακριτική ευχέρεια στον χειρισμό της ποινικής υπόθεσης και προπαντός της διεξαγόμενης τότε ακροαματικής διαδικασίας, αποφαινόμενο για την αναβολή της δίκης προκειμένου να παρασχεθεί στον δικηγόρο του αιτητή η δυνατότητα ελέγχου και μελέτης των τεκμηρίων που είχαν κατατεθεί κατά την κυρίως εξέταση του πρώτου μάρτυρα κατηγορίας, και για να λάβει σχετικές οδηγίες από τον αιτητή για να δυνηθεί να αντεξετάσει «. όπως πρέπει και με την υπευθυνότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει πάντοτε τις διαδικασίες αυτές, είναι ποινική υπόθεση τιμωρούμενη με φυλάκιση». Το αίτημα του δικηγόρου τού αιτητή - με το οποίο συμπορεύθηκε η Κατηγορούσα Αρχή - δεν εισπράχθηκε θετικώς από το κατώτερο δικαστήριο. Ανάμεσα στα διάφορα που αναφέρθηκαν (από το κατώτερο δικαστήριο), ήταν (ως εμφανίζεται στο Παράρτημα Β) και το ότι η «. παρούσα υπόθεση εκδικάζεται συνοπτικά και είναι εδραιωμένο, ότι οι υποθέσεις που εκδικάζονται συνοπτικά πρέπει να διεκπεραιώνονται σε μία δικάσιμο .». Αυτή η αναφορά αναδύει (κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο) «. τρομακτικό σφάλμα εσφαλμένης ερμηνείας των θεσμών που συνταράσσει διότι αν αυτό το πράγμα δημιουργεί στο μυαλό του Δικαστή και βγάζει τέτοιες υποθέσεις συνέχεια ότι πρέπει σε μία ημέρα να τελειώνουν όλα είναι κάτι το τραγικό διότι δεν απονέμεται πλέον δικαιοσύνη .». Παραπονέθηκε προσέτι ο ευπαίδευτος δικηγόρος και για άλλες (αποδιδόμενες) ενέργειες του κατώτερου δικαστηρίου σε σχέση προς τη διαδικασία κατάθεσης των τεκμηρίων από μέρους του πρώτου μάρτυρα κατηγορίας, το σύντομο του χρόνου που δόθηκε στον δικηγόρο για να προετοιμάσει την αντεξέταση και τη γενικότερη μεταχείριση που ο συνήγορος θεώρησε πως έτυχε από το κατώτερο δικαστήριο. Αυτά, ως και οι υπόλοιποι λόγοι και λεπτομέρειες που συναπαρτίζουν το αίτημα (και τις θέσεις τού συνηγόρου κατά τις αγορεύσεις), φαίνονται στην Έκθεση Γεγονότων και στην ένορκη δήλωση, και δεν χρειάζεται να τα ξαναπώ.

 

      Για ό,τι σχετίζεται προς το κυριότερο επί της ουσίας παράπονο του κ. Ευσταθίου (περί της δήλωσης του κατώτερου δικαστηρίου ότι είναι εδραιωμένο πως οι ποινικές υποθέσεις που εκδικάζονται συνοπτικώς επιβάλλεται να συμπληρώνονται αυθημερόν), εκείνο που παρατηρείται, είναι ότι το κατώτερο δικαστήριο δεν φαίνεται να προχώρησε σε ερμηνεία δικονομικοαποδεικτικής νομοθετικής  πρόνοιας ή αρχής (δεν υποστηρίχθηκε εξάλλου κάτι τέτοιο από τον αιτητή), παρά μονάχα σε εκδήλωση θέσης που (το κατώτερο δικαστήριο) θεώρησε ως εμπεδωμένη εξ απόψεως πρακτικής αντιμετώπισης τέτοιων υποθέσεων, ενασκώντας επί τούτω τη διακριτική του ευχέρεια για τον χειρισμό και προγραμματισμό της ποινικής υπόθεσης, παραχωρώντας τελικώς στον δικηγόρο τού αιτητή την αναβολή που ζήτησε (βραχείας έστω διάρκειας), για να προετοιμαστεί για την αντεξέταση που θα ακολουθούσε. Η ευχέρεια αυτή, δεν ελέγχεται κατά κανόναν με προνομιακό ένταλμα προς τον σκοπό υπαγόρευσης σε Δικαστήριο τού τρόπου που θα αποφασίσει συγκεκριμένο θέμα το οποίο εμπίπτει στη δικαιοδοσία του (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Αίτ. 55/98, ημ. 23.6.98, In Re Malikides and Others (1980) 1 CLR 472, 478).

 

       Ιδιαίτερα, εδώ, όπου δεν αναδύεται, ως προσπάθησα να εξηγήσω, νομικό σφάλμα (καταφανές στο πρακτικό του κατώτερου δικαστηρίου), έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη νόμου, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. κατ' αναλογίαν, Επι Τοις Αφορώσι τους Sayakhat Air Company (1999) 1(Α) ΑΑΔ 454, 458-462)

 

      Το ότι άλλο Δικαστήριο θα μπορούσε, ίσως, να μεταχειριστεί τα πράγματα κάπως διαφορετικά, διόλου δεν δικαιολογεί τη χορήγηση άδειας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αντωνιάδου (2010) 1(Γ) ΑΑΔ 1591, 1600)

 

      Οι επίμαχοι χειρισμοί του κατώτερου δικαστηρίου θα μπορούσαν να εξεταστούν στο πλαίσιο του παρεχόμενου ένδικου μέσου έφεσης, αναλόγως ασφαλώς της εκτύλιξης των πραγμάτων στην ποινική υπόθεση. Δεν είναι τώρα η στιγμή για να διορθωθεί το όποιο νομικό λάθος ή ερμηνεία νόμου ή δικονομίας τού κατώτερου δικαστηρίου (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Content Union SA, Πολ. Αίτ 64/18, ημ. 11.6.18), ECLI:CY:AD:2018:D286. Στην Αναφορικά με την Easygroup Holdings Limited, ΠΕ 61/14, ημ. 28.6.16, ECLI:CY:AD:2016:A309, το Ανώτατο Δικαστήριο (με Πενταμελή Σύνθεση), θύμισε ότι:

 

«...........................................Είναι από παλαιά εδραιωμένο - και δεν έχει διασαλευθεί - ότι στις διαδικασίες για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν κρίνεται η ορθότητα μιας απόφασης αλλά η νομιμότητα της. Ο έλεγχος στην πρώτη περίπτωση ανήκει και μπορεί να γίνει από το Εφετείο. Η θεραπεία έγκειται στο ένδικο μέσο της έφεσης. Η διάκριση τίθεται με σαφήνεια στο Σύγγραμμα Basu "Commentary on the Constitution of India", 5η εκδ., 3ος τόμος, 583 σελ.159 και στο Σύγγραμμα του Π. Αρτέμη Προνομιακά Εντάλματα (σελ.160):

 

«Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης (το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο για το σκοπό αυτό είναι η έφεση), είτε σε σχέση με το πραγματικό ή το νομικό της βάθρο, εκτός στην περίπτωση που το νομικό λάθος παρουσιάζεται κατά τρόπον κατάδηλο στο ίδιο το σώμα της απόφασης ή έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της φυσικής και συνταγματικής δικαιοσύνης. (Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 947). » (βλ. Λυσιώτης (1996) 1Β Α.Α.Δ. 739 και Global Consolidation Public (2006) 1 A.A.Δ. 464).

 

Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία με ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού εντάλματος επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδεχομένως να αντιλήφθηκε λάθος ένα νομικό σημείο ή να προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία νόμου. (βλin Re Μάριος Χρίστου (1996) 1Α Α.Α.Δ. 398), In Re Aίτηση της Marewave Shipping and Trading Co. Ltd (1992) 1A A.A.Δ. 116 και Ανδρονίκη Παντελίδου και 1. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012)1Α Α.Α.Δ.878).

...........................................».

 

 

 

      Το γεγονός ότι - ως άφησε να νοηθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην αγόρευση του - η καταχώριση έφεσης θα ήταν αναποτελεσματική αφού θα είναι πια αργά μέχρι τότε, μια και η ποινική υπόθεση θα προχωρήσει (αναμενομένως) σε τελεσιδικία στο κατώτερο δικαστήριο, δεν καθιστά τη θεραπεία της έφεσης ατελέσφορη, για να εντάξει έτσι την περίπτωση - ως κατέγραψε κατ' αναλογίαν με τα ενεστώτα το Ανώτατο Δικαστήριο υπό Πενταμελή Σύνθεση στην Αναφορικά με την Χρίστου (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2085, 2090) - σε εκείνες «. τις άκρως εξαιρετικές περιπτώσεις, που το Δικαστήριο θα παρέκαμπτε την εναλλακτική θεραπεία (βλ. Ανθίμου 1 Α.Α.Δ. 41 και Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469)».

 

      Σε παρεμφερές μοτίβο - και παραμένω στην ίδια θεματική - το Ανώτατο Δικαστήριο είπε και αυτά υπό Πενταμελή Σύνθεση στην Αναφορικά με την SNK Exclusive Properties Ltd, ΠΕ 132/14, ημ. 16.7.15, ECLI:CY:AD:2015:A523:

 

«............................................Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης της αδελφής δικαστού ότι οι Εφεσείοντες είχαν στη διάθεσή τους στον κατάλληλο χρόνο, το ένδικο μέσο της έφεσης. Σύμφωνα με τους Eφεσείοντες, η κατάληξη είναι εμφανώς αντιφατική, αφού ενώ στην ουσία αποδέχεται την ανυπαρξία εναλλακτικού ένδικου μέσου στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, από την άλλη παραπέμπει στο ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο όμως είναι διαθέσιμο μόνο στο τέλος της διαδικασίας. Σύμφωνα με το δικηγόρο των Εφεσειόντων, το οποιοδήποτε ένδικο μέσο υπάρχει, δεν θα είναι διαθέσιμο παρά μόνο μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και πιθανώς και της επιβολής ποινής στους κατηγορούμενους. Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι μετά την επιβολή ποινής, δεν μπορεί να γίνεται αναφορά σε εναλλακτικό ένδικο μέσο. Υπό αυτές τις συνθήκες, που ως εκ της υπέρβασης εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου δημιουργούνται δυσμενείς επιπτώσεις και επιπλοκές, οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι το δικαστήριο θα έπρεπε να είχε δεχθεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Δεν συμφωνούμε. Κατά την άποψή μας δεν συντρέχουν εδώ οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις. Σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι δυνατό να προκαθοριστεί τι συνιστά εξαιρετική περίσταση. Όπως αναφέρθηκε από την Ολομέλεια στη Μεστάνας (2000) 1Γ ΑΑΔ 1469, η διακρίβωση εξαιρετικών περιστάσεων συναρτάται με την παροχή θεραπείας και γίνεται πάντα με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Στην προκειμένη περίπτωση δεν συμφωνούμε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ως εκ του ενδεχομένου και μόνο δημιουργίας δυσμενών επιπτώσεων και επιπλοκών, όπως ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες. Το ότι υπάρχει περίπτωση να καταδικαστούν, αντισταθμίζεται με το δικαίωμα έφεσης στην τελική απόφαση. Από την άλλη όμως, μπορεί να υπάρξει αθωωτική απόφαση, οπότε εξαφανίζονται οι δραστικές επιπτώσεις. Όπως εξηγείται από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Hellenger Trading Ltd (2000) 1Γ AAΔ.1965, στη σελίδα 1975:-

 

«Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»

......................................................».

 

 

      Ομοίως, στην Αναφορικά με την Amsteco Ltd, ΠΕ 64/15, ημ. 10.7.15, Πενταμελής Σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσισε πως:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση, η εναλλακτική θεραπεία της έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη αποτελεσματική, επωφελής ή βολική, για το λόγο ότι αυτή θα πρέπει να ασκηθεί στο τέλος της διαδικασίας της υπόθεσης. Πέραν τούτου, ο χρόνος εκδίκασης δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, καθότι, ακόμα και σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης, το ζήτημα της μη εξαίρεσης της δικαστού μπορεί να εξεταστεί κατ΄ έφεση. Βεβαίως, το ζήτημα που θα εξεταστεί στην έφεση ανάγεται στο κατά πόσο όντως υπήρξε προκατάληψη εκ μέρους της δικαστού κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Το γεγονός ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης επί του ζητήματος αυτού, η υπόθεση θα οδηγηθεί σε επανεκδίκαση, δε θεωρούμε ότι αποτελεί εξαιρετική περίσταση. Άλλωστε, ζητήματα παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ, που παρατηρούνται κατά την διάρκεια μίας δίκης, συχνά αποτελούν λόγους έφεσης στο τέλος της διαδικασίας, έστω και αν απολήγουν σε επανεκδίκαση υποθέσεων. Και σε αυτή τη περίπτωση κρίνουμε ότι το ένδικο μέσο της έφεσης, αποτελεί αποτελεσματική και πρόσφορη θεραπεία για τους αιτητές. Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι ορθά απορρίφθηκε η αίτηση με αναφορά σε άλλο διαθέσιμο ένδικο μέσο και στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων».

 

 

 

 

      Κατά παραπλήσιο τρόπο, στην Prime International Alliance Inc v Erin Resources SA και Άλλων (2014) 1(Α) ΑΑΔ 55, ECLI:CY:AD:2014:A10, 65, Πενταμελής Σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επεσήμανε ότι:

 

«...........................................Το Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το επαρχιακό δικαστήριο, δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του, εκτός εάν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα, καταφανές στο πρακτικό του - (βλ. Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634). Το πρακτικό της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου εξετάζεται και τότε μόνο η απόφασή του ακυρώνεται, εάν προκύπτει έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη νόμου, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων δεν αποτελεί υποκατάστατο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται το ένταλμα certiorari είτε ως έφεση, υπό μεταμφίεση, είτε ως μέσο επανακρόασης του ζητήματος που εγείρεται. Αντικείμενο της διαδικασίας για την έκδοση εντάλματος certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας μιας απόφασης και όχι της ορθότητάς της - (βλ. Marewave Shipping & Trading Co Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116 και Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464)

...........................................».  

      Τα ίδια (τηρουμένων πάντα των αναλογιών) - με όσα έτυχαν πραγμάτευσης στις πιο πάνω υποθέσεις - ισχύουν και στην προκειμένη, ως διαπίστωση αρχών και παρεχόμενων προσεγγίσεων επί γεγονότων και ισχυρισμών.

 

      Δεν καταδείχθηκε πως, στην ουσία, υπάρχει συζητήσιμo ζήτημα για να δοθεί άδεια εν σχέσει προς τα αιτητικά Α-Δ (certiorari). Πέραν αυτού, ακόμη και να θεωρούνταν ότι, αντικειμενικώς, υπάρχει τέτοιο συζητήσιμo ζήτημα - δεδομένου κιόλας πως προβλέπεται το ένδικο μέσο της έφεσης για όσα παραπονείται ο αιτητής - δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες να «. καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δε θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα .» (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Erin Resources SA και Άλλων (2014) 1(Α) ΑΑΔ 55, ECLI:CY:AD:2014:A10, 65-66).

 

      Εκτός αυτού, για το επιδιωκόμενο ένταλμα prohibition (με σχετικό το αίτημα Ε), κανένας χειρισμός του κατώτερου δικαστηρίου δεν καταδεικνύει σε υπέρβαση εξουσίας ή έλλειψη δικαιοδοσίας ώστε να επιβάλλεται η αποτροπή και συνέχιση της υπέρβασης διά του περί ου ο λόγος προνομιακού εντάλματος.

 

      Οι λόγοι εξηγήθηκαν.

 

      Εν κατακλείδι.

 

      Ο αιτητής δεν κατέδειξε όσα όφειλε ώστε να δικαιολογείται η επιτυχία της αίτησης κατά τα αιτητικά Α-Ε.

 

      Η αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                                      

 

                                                                                      Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

/κβπ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο