ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Continental Insurance Company of Hampshire ν. Sac Eugene O' Regan (1998) 1 ΑΑΔ 1087
ΠΑΝΤΕΛΗ ΓΙΩΡΓΑΛΛΑ ν. ΣΟΥΛΛΑΣ Χ" ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (2000) 1 ΑΑΔ 2060
Vincent David Conway ν. Νεόφυτου Ηλία (2002) 1 ΑΑΔ 1653
Χαραλαμπίδης Θεμιστοκλής Σολωμού ν. Ιάκωβου Πέτρου και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 1698
Studland Holdings Limited και Άλλος ν. Σωφρόνιου Ευσταθίου και Άλλης (2003) 1 ΑΑΔ 1809
Ιωάννου Ανθίτσα και Άλλη ν. Χριστάκη Αντωνίου Σοφιανού (2016) 1 ΑΑΔ 1808, ECLI:CY:AD:2016:A362
ΛΕΜΟΝΙΑΤΗΣ ν. ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 436/2017, 13/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A364
ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ v. ΜΑΡΚΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε59/2020, 15/1/2021, ECLI:CY:AD:2021:A7
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 59/2020, 27/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:B601
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:A154
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 405/2016)
15 Απριλίου, 2021
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Εφεσίβλητη
---------
Αίτηση ημερ. 5.8.2020 για ασφάλεια εξόδων
Π. Πογιατζής για Λ. Δημητριάδη & Σία, για αιτήτρια-εφεσίβλητη.
Λ. Βραχίμης, για καθ' ης η αίτηση-εφεσείουσα.
---------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
A Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: H αγωγή της εφεσείουσας στην κλίμακα €500.000-€2.000.000 απερρίφθη από το πρωτόδικο δικαστήριο με έξοδα εναντίον της €14.379 πλέον τόκο από 4.7.2011, πλέον ΦΠΑ και πραγματικά έξοδα €93,34. Τα έξοδα αυτά της πρωτόδικης διαδικασίας δεν έχουν μέχρι σήμερα καταβληθεί.
Ακολούθησε έφεση.
Η εφεσίβλητη αιτήθηκε διάταγμα με το οποίο η εφεσείουσα να παράσχει εντός 30 ημερών τραπεζική εγγύηση ή να πληρώσει στο δικαστήριο ως ασφάλεια εξόδων το ποσό των €12.361,95, με βάση ενδεικτικό κατάλογο εξόδων της έφεσης, ή οποιοδήποτε άλλο ποσό ήθελε κριθεί εύλογο. Αιτήθηκε, παράλληλα, διάταγμα όπως η διαδικασία της έφεσης ανασταλεί εντός του ταχθέντος χρόνου και όπως η έφεση, εάν δεν υπάρξει συμμόρφωση, θεωρηθεί ως εγκαταλειφθείσα και απορριφθεί με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της ότι, επί τη βάσει της συμβουλής των δικηγόρων της, η έφεση είναι επιπόλαια και/ή ενοχλητική και έχει πολύ μικρές πιθανότητες επιτυχίας, δεδομένου ότι προσβάλλεται κυρίως η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι ούτε και η δική της οικονομική κατάσταση είναι καλή εφόσον μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να πληρώσει στους δικηγόρους της μόνο το ποσό των €10.531,50, χωρίς να γνωρίζει κατά πόσο θα είναι ποτέ σε θέση να τους εξοφλήσει. Πολύ περισσότερο όταν θα επιβαρυνθεί με τα περαιτέρω έξοδα της έφεσης. Ούτε και μπορεί να αναμένεται, συμπληρώνει, ότι οι δικηγόροι της θα την εκπροσωπούν χωρίς αμοιβή για την εργασία τους, την οποία ευλόγως απαιτούν.
Η εφεσείουσα έφερε ένσταση ισχυριζόμενη ότι στερείται οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας ή εισοδήματος και μέσων ώστε να είναι σε θέση να παράσχει οποιαδήποτε ασφάλεια για τα έξοδα της εφεσίβλητης. Ενόψει της οικονομικής της αδυναμίας, τυχόν διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων θα αποκλείσει την πρόσβαση της στο δικαστήριο κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση της αναφέρεται ότι η εφεσείουσα είναι ηλικίας 71 ετών και δεν διαθέτει περιουσία κινητή ή ακίνητη. Μόνο εισόδημα της είναι δημόσιο βοήθημα υπό τη μορφή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Διαμένει σε ένα υποστατικό στην πλατεία Ηρώων στη Λεμεσό που της έχει παραχωρηθεί από την Υπηρεσία Μέριμνας και βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, όπως σε άθλια κατάσταση είναι οι συνθήκες διαβίωσης της. Πολλές φορές τρέφεται από φαγητό που της φέρνουν από τα γεύματα που προσφέρει η Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού για τους απόρους, ενώ κατά διαστήματα μεταβαίνει στο χωριό Βάσα όπου φροντίζεται και τρέφεται από τον ιερέα του χωριού και την οικογένεια του.
Πριν υπεισέλθουμε στην ουσία της αίτησης σημειώνουμε ότι στην ένσταση προβάλλεται ως προδικαστικός λόγος ο ισχυρισμός πως δεν πληρούται η προϋπόθεση της Δ.60 κ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών αφού η εφεσείουσα δεν έχει τη συνήθη διαμονή της στο εξωτερικό.
Η δικαιοδοσία όμως του Εφετείου να διατάξει ασφάλεια εξόδων διέπεται καταρχάς από την καταληκτική φράση της Δ.35 κ.2:
«Such deposit or other security for the costs to be occasioned by any appeal shall be made or given as may be directed under special circumstances by the Court of Appeal.»
Παράλληλα υπάρχει η γενική πρόνοια της Δ.60 κ.1, σύμφωνα με την οποία:
«A plaintiff (and, in respect of a counter-claim which is not merely in the nature of a set-off, a defendant) ordinarily resident out of Cyprus ή Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης may, at any stage of the action, be ordered to give security for costs, though he may be temporarily resident in Cyprus ή σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»
Η νομολογία αποδέχεται ότι οι πρόνοιες της Δ.60 κ.1 τυγχάνουν εφαρμογής και κατά τη διαδικασία της έφεσης, παρά το γεγονός ότι η Δ.35 κ.2 περιέχει ειδική πρόνοια η οποία ρυθμίζει το θέμα της ασφάλειας εξόδων κατά την έφεση (Conway v. Ηλία (2002) 1 ΑΑΔ 1653, Studland Holdings Ltd v. Ευσταθίου κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 1809).
Έχει όμως επίσης με σαφήνεια νομολογηθεί ότι η ειδική πρόνοια της Δ.35 κ.2, εισάγοντας το γενικότερο κριτήριο των ειδικών περιστάσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιορίζεται από τις πρόνοιες της Δ.60 κ.1 (Ιωάννου κ.α. ν. Σοφιανού, Πολ. Αίτ. Αρ. 155/2015, 15.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:A362).
Είναι η Δ.60 κ.1 που θέτει ως προϋπόθεση ότι για να μπορεί να διαταχθεί ασφάλεια εξόδων θα πρέπει ο ενάγων να διαμένει συνήθως εκτός Κύπρου ή εκτός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ειδική πρόνοια της Δ.35 κ.2 δεν θέτει τέτοιο περιορισμό, αλλά θέτει ως προϋπόθεση την ύπαρξη ειδικών περιστάσεων (Φάρμα Ρένος Χατζηϊωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Παντελή, Πολ. Έφ. Αρ. 219/2015, 13.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:B169).
Η εφεσείουσα είναι κάτοικος Κύπρου. Με βάση το περιορισμένο πλαίσιο που θέτει η Δ.60 κ.1 δεν θα μπορούσε να διαταχθεί η παροχή ασφάλειας εξόδων εκ μέρους της. Όμως υπό το ευρύτερο πλαίσιο της Δ.35 κ.2, ακόμα και αν ο εφεσείων είναι κύπριος ή κάτοικος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Εφετείο μπορεί να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια να διατάξει ασφάλεια για έξοδα, εάν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που το δικαιολογούν (Ιωάννου (ανωτέρω) και Φάρμα Ρένος Χατζηϊωάννου (ανωτέρω)).
Ο τρόπος δε που λειτουργεί το κριτήριο αυτό της Δ.35 κ.2 έχει επεξηγηθεί στην Λεμονιάτης ν. Δήμου Λεμεσού, Πολ. Έφ. Αρ. 436/17, 13.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A364, ως εξής:
«Όπως έχει η διατύπωση της υπό εξέταση πρόνοιας της Δ.35 κ.2 των Κανονισμών ο κανόνας είναι ότι κατά το στάδιο της έφεσης δεν δίδονται οδηγίες για την παροχή ασφάλειας εξόδων. Τέτοιες οδηγίες δίδονται όταν υπάρχουν «ειδικές περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν την άσκηση από το Εφετείο της διακριτικής του ευχέρειας προς τούτο».»
Υπό το φως των ανωτέρω η «προδικαστική ένσταση» απορρίπτεται.
Σε ότι αφορά στην ουσία ό,τι χαρακτηρίζει την παρούσα υπόθεση είναι ο αναντίλεκτος ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι τελεί σε πλήρη αδυναμία να συμμορφωθεί σε περίπτωση που θα διαταχθεί να παράσχει ασφάλεια για τα έξοδα.
Πάγια είναι η γραμμή της νομολογίας ότι δεν χωρεί διαταγή για την παροχή ασφάλειας για τα έξοδα, όταν τούτο απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο του ενάγοντα ή του εφεσείοντα, αναλόγως. Οι διαδικαστικοί κανονισμοί που παρέχουν τέτοια ευχέρεια στο δικαστήριο θα πρέπει να εναρμονίζονται προς το Σύνταγμα και ειδικά προς το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188.1 του Συντάγματος) αλλά και προς το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (βλ. Conway (ανωτέρω)).
Στην υπόθεση The Continental Insurance Company of Hampshire v. Sac Eugene O' Regan (1998) 1 ΑΑΔ 1087 έγινε αναφορά και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου:
«Εκείνο που βαραίνει στη σκέψη μας είναι η αδιαμφισβήτητη οικονομική αδυναμία του εφεσιβλήτου. Η οποία δεν θα του επέτρεπε να συμμορφωθεί με διάταγμα για την εξασφάλιση των εξόδων της εφεσείουσας. Οπότε θα του εστερείτο η πρόσβαση στο δικαστήριο η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών: βλ. Airey Case Judgment of 9 October 1979, Series A, No. 32 p. 15 και Andronicou and Constantinou Judgment of 9 October 1997.»
Στην Conway ν. Ηλία (ανωτέρω) δόθηκε συνέχεια στη νομολογία με αναφορά στην Continental Ins. Co of Hampshire, ως ακολούθως:
«Αντιμετωπίζει, όμως, ο αιτητής - εφεσίβλητος άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα στην προώθηση του αιτήματός του, το οποίο προκύπτει από την οικονομική αδυναμία του καθ' ου η αίτηση - εφεσείοντος να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό.
Η απόφαση στην Continental Ins. Co of Hampshire v. O'Regan (1998) 1 Α.Α.Δ. 1087, διαγράφει το πλαίσιο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου κάτω από τη Δ.60, θ.1, υπό το πρίσμα των συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν το δικαίωμα πρόσβασης του ατόμου στη Δικαιοσύνη. Ως υπέδειξε το Δικαστήριο στην Continental Ins. Co of Hampshire v. O'Regan, η ασφάλεια για τα έξοδα παρέχεται υπό το πρίσμα των διατάξεων του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και των αντίστοιχων διατάξεων του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, οι οποίες κατοχυρώνουν την πρόσβαση του ατόμου στο δικαστήριο ως θεμελιώδες δικαίωμά του. Συναρτάται, τοιουτοτρόπως, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου με τη δυνατότητα του ενάγοντος ή του εφεσείοντος, ως η περίπτωση, ανάλογα με την οικονομική του ευχέρεια, να παράσχει την εξαιτούμενη ασφάλεια. Εφόσον δε διαθέτει τα μέσα, το αίτημα απορρίπτεται. Ο λόγος της απόφασης αυτής συμπυκνώνεται στην πρόταση ότι δε χωρεί διαταγή για την παροχή ασφάλειας για τα έξοδα, όπου η έκδοσή της απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο του ενάγοντος ή του εφεσείοντος.»
Στην Conway ν. Ηλία (ανωτέρω) επίσης έγινε αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην Γιωργαλλά ν. Χατζηχριστοδούλου (2000) 1 ΑΑΔ 2060 ως ακολούθως:
«Όπως προκύπτει από την απόφαση της Ολομέλειας στη Γιωργαλλά ν. Χ" Χριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060, όροι περιοριστικοί του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο, ή, ακριβέστερα ρυθμιστικοί της άσκησής του, μπορεί να τεθούν, νοουμένου ότι δεν πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος, ο οποίος εντοπίζεται στη λελογισμένα ανεμπόδιστη πρόσβαση στο δικαστήριο. Ο πυρήνας του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο πλήττεται και το δικαίωμα παραβιάζεται, εφόσον ο προσφεύγων στο δικαστήριο δε διαθέτει τα μέσα για εξασφάλιση των εξόδων του αντιδίκου.»
Ακολούθως, στην Χαραλαμπίδης ν. Πέτρου κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 1698 δόθηκε περαιτέρω συνέχεια στην ίδια νομολογιακή γραμμή:
«Η νομική πτυχή του ζητήματος έχει ευθυγραμμιστεί από τη νομολογία μας, στην οποία γίνεται αναφορά στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος μας και στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που έχει κυρωθεί από την πολιτεία μας με το Ν. 39/62. Οι σχετικές αποφάσεις είναι: Continental Ins.co of Hampshsire v. O'Regan (1998) 1 A.Α.Δ. 1087, που υιοθετήθηκε και στην πολιτική έφεση 11265 Vincent David Conway ν. Νεόφυτου Ηλία, ημερ. 21.10.2002.
Στις πιο πάνω υποθέσεις αντικείμενο συζήτησης ήταν η Δ.60 θ.1, που προνοεί για ασφάλεια εξόδων όταν ενάγων στην αγωγή ή εφεσείων σε έφεση είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και στερείται οποιασδήποτε περιουσίας στην Κύπρο. Οι νομικές όμως αρχές που ισχύουν για την πιο πάνω διάταξη, και τη Δ.35 που μας αφορά, είναι οι ίδιες. Η θεμελιακή σκέψη είναι πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση τέτοιας αίτησης, έχει ως βάση τη δυνατότητα του ενάγοντος, ή του εφεσείοντος ανάλογα με την περίπτωση, να παράσχει την αιτούμενη ασφάλεια. Αν δεν διαθέτει τα οικονομικά μέσα το αίτημα απορρίπτεται. Η λογική πίσω από τη σκέψη έγκειται στην αρχή πως, αν η έκδοση διαταγής για παροχή ασφάλειας εξόδων απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, τότε δεν εκδίδεται η διαταγή. Υπερισχύει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, που διασφαλίζουν οι πιο πάνω συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις.»
Στη συνέχεια υπήρξε και περαιτέρω παγίωση της θεμελιακής υπό συζήτηση αρχής. Στην υπόθεση Δημητρίου ν. Δημητρίου, Εφ. Αρ. 31/12, 8.4.2014, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η γενική αρχή, όπως αυτή καθιερώθηκε διαχρονικά από τη νομολογία, είναι πως αν η έκδοση διατάγματος για ασφάλεια εξόδων απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο του διαδίκου εναντίον του οποίου η διαταγή στρέφεται, τότε το διάταγμα δεν εκδίδεται. Σε τέτοια περίπτωση η ανάγκη προστασίας του διαδίκου που ζητά την παραχώρηση ασφάλειας εξόδων υποτάσσεται στο δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο του αντιδίκου του. (βλ. Continental Ins. Co. of Hampshire Ltd v. O' Regan (1998) 1 AAΔ 1087, Vincent David Conway v. Νεόφυτου Ηλία (2002) 1 ΑΑΔ 1653, Χαραλαμπίδης ν. Πέτρου (2003) 1 ΑΑΔ 1698).»
Η αρχή αυτή δεν πηγάζει μόνο από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Ανατρέχει στο βάθος των αιώνων, ως αρχή του κοινού δικαίου και της επιείκειας. Όπως ετέθη στην Cowell v. Taylor (1885) 1 Ch D 34, 38:
«the general rule is that poverty is no bar to a litigant, that, from time immemorial, has been the rule at common law, and also, in equity.»
Βλ. Y. Liasides Developers Ltd v. Μιχαήλ, Πολ. Έφ. Αρ. 123/12, 2.6.2017.
Γενικότερα αποτελεί θεμελιακό ερμηνευτικό αξίωμα του δικαίου ότι ο νόμος δεν δύναται να επιβάλλει το αδύνατο (lex non cogit ad impossibillia) (Halsbury's Laws of England, Volume 96 (2018), para 766 ).
Στην υπόθεση MV Yorke Motors (a firm) v. Edwards (1982) 1 All ER 1024, 1027, επιβεβαιώθηκε μεν η αρχή, αλλά έγινε η αναγκαία διάκριση μεταξύ της περίπτωσης της επιβολής οικονομικού όρου η εκπλήρωση του οποίου είναι αδύνατη, από την περίπτωση που δεν διαπιστώνεται αδυναμία, αλλά δυσχέρεια.
Η εφεσίβλητη/αιτήτρια στην παρούσα υπόθεση αναφέρθηκε σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ακολούθησαν τις προαναφερθείσες αποφάσεις (Continental Ins. Co of Hampshire, Γιωργαλλά ν. Χατζηχριστοδούλου, Conway ν. Ηλία, Χαραλαμπίδης ν. Πέτρου κ.α., Δημητρίου ν. Δημητρίου) εισηγούμενη ότι η οικονομική αδυναμία της εφεσείουσας/καθ' ης η αίτηση εμπίπτει στους παράγοντες που πρέπει να συνεκτιμηθούν, υπό την έννοια των «ειδικών περιστάσεων». Παρέπεμψε σχετικώς στις υποθέσεις Φάρμα Ρένος Χατζηϊωάννου (ανωτέρω) και Χατζηϊωάννου ν. Ellinas Finance Public Company Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 26/15, 13.1.2020.
Με τις αποφάσεις όμως αυτές, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν απέστη από την παγιωμένη και δεσμευτική αρχή της νομολογίας, όπως προσπάθησα εξελικτικά να την παραθέσω.
Ειδικότερα μάλιστα η υπόθεση Φάρμα Ρένος Χατζηϊωάννου αφορούσε σε αίτηση για παροχή εξόδων από εταιρεία, ζήτημα το οποίο διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.[1] Με το άρθρο αυτό αντιστρέφεται ο κανόνας που ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα. Το δικαστήριο για να εκδώσει διάταγμα εναντίον εταιρείας για ασφάλεια εξόδων θα πρέπει να φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου (Pearson v. Naydler (1977) 3 All ER 531, Genemp Trading Ltd v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (2011) 1 ΑΑΔ 1314, F.K. & S. (Varosia) Properties Ltd v. Simon George Penney κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. 354/10, 14.2.2014 και Y. Liasides Developers Ltd (ανωτέρω)).
Η αντιδιαστολή των δύο περιπτώσεων αναλύεται πολύ παραστατικά από τον Megarry, V-C, με αναφορά στο άρθρο 447 του Companies Act 1948[2] το οποίο αντιστοιχούσε στο άρθρο 382 του δικού μας Νόμου, με τρόπο ώστε όχι μόνο να εξηγείται η διαφορά, αλλά και να επιβεβαιώνεται ο κανόνας που ισχύει σε ότι αφορά τα φυσικά πρόσωπα:
«In the case of a limited company, there is no basic rule conferring immunity from any liability to give security for costs. The basic rule is the opposite; section 447 applies to all limited companies, and subjects them all to the liability to give security for costs. The whole concept of the section is contrary to the rule developed by the cases that poverty is not to be made a bar to bringing an action. There is nothing in the statutory language (the substance of which goes back at least as far as the Companies Act 1862, section 69) to indicate that there are any exceptions to what is laid down as a broad and general rule for all limited companies. Nor is it surprising that there should be such a rule. A man may bring into being as many limited companies as he wishes, with the privilege of limited liability; and section 447 provides some protection for the community against litigious abuses by artificial persons manipulated by natural persons. One should be as slow to whittle away this protection as one should be to whittle away a natural person's right to litigate despite poverty.»
Σε ότι αφορά την Χατζηϊωάννου ν. Ellinas, χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Ναθαναήλ, Δ. (όπως ήταν τότε) ότι οι αιτιάσεις του εφεσείοντα περί στέρησης του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο θα έπρεπε να ιδωθούν και να εξεταστούν μέσα από το πρίσμα των γεγονότων της υπόθεσης. Η έννοια συνεπώς ήταν να τονιστεί, ακριβώς, η σημασία των γεγονότων κάθε φορά της συγκεκριμένης υπόθεσης ώστε να διαγιγνώσκεται με ασφάλεια το κατά πόσον πρόκειται για αδυναμία συμμόρφωσης και όχι, απλώς, για δυσχέρεια, όπως κρίθηκε λ.χ. προσφάτως στην υπόθεση Θεοδοσίου ν. Μάρκου, Πολ. Έφ. Αρ. Ε59/20, 15.1.2021, με κατάληξη ότι η «επιδιωκόμενη παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη και πως ουδόλως θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απαγορευτική πρόσβασης του καθ΄ ου η αίτηση στο Εφετείο».
Η σημασία των περιστάσεων της συγκεκριμένης κάθε φορά υπόθεσης είναι αδιαμφισβήτητη και έχει υποδειχθεί και στην Continental Ins. Co of Hampshire, με αναφορά σε νομολογία του ΕΔΔΑ, ως ακολούθως:
«Βέβαια, η πρόνοια για εξασφάλιση δεν απολήγει καθεαυτή σε στέρηση ή περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο. Εξαρτάται από τις περιστάσεις. Όπως ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην X. v. Sweden, απόφαση ημερ. 28 Φεβρουαρίου 1979, στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσείουσας:
".............. it cannot be assumed that a request for security would automatically prevent a foreign plaintiff from access to the courts, since he might have sufficient means for providing the security. In other words, it would appear to depend on an examination of the application of the 1886 Act in a concrete case as to whether or not a demand for security could be considered to amount to a denial of access to the courts contrary to the provisions of the Convention."»
Εν προκειμένω, η οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας, όπως δεν έχει αμφισβητηθεί, αποκαλύπτει όχι απλώς δυσχέρεια, αλλά οικονομική αδυναμία τέτοια ώστε, εάν θα εκδίδετο το ζητούμενο διάταγμα, τούτο θα οδηγούσε σε απόρριψη της έφεσης της χωρίς να ακουστεί, επί της θέσης της άλλης πλευράς ότι έχει πολύ μικρές πιθανότητες επιτυχίας δεδομένου ότι προσβάλλεται κυρίως η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω η αίτηση απορρίπτεται. Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ουδεμία διαταγή για έξοδα.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
/φκ
[1] «382. Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.»
[2] Ο κανόνας εισήχθη στην αγγλική νομοθεσία εξ αρχής, μαζί με το θεσμό της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, αρχικά με το Joint Stock Companies Act, 1857 και ακολούθως με το Companies Act, 1862 και διατηρήθηκε μέχρι την κατάργηση του άρθρου 726(1) του Companies Act, 1985, στον οποίο τελικά ενσωματώθηκε, δια του Companies Act, 2006.