ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σωκράτους, Δώρα Γ.Κουκούνης, για τους εφεσείοντες Γ.Κορφιώτης, για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-04-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο L.LOUCAS INSURANCE AGENCY amp;amp; CONSULTANTS LTD κ.α. v. ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 353/2013, 15/4/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A159

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 353/2013)

 

15 Απριλίου, 2021

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.    L.LOUCAS INSURANCE AGENCY & CONSULTANTS LTD

2.   xxx ΛΟΥΚΑ

Εφεσείoντες/Εναγόμενοι

και

ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ

Εφεσίβλητη/Eνάγουσα

_ _ _ _ _ _

Γ.Κουκούνης,  για τους  εφεσείοντες

Γ.Κορφιώτης, για την εφεσίβλητη

_ _ _ _ _ _

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η εφεσίβλητη/ενάγουσα είχε πρωτοδίκως αξιώσει διάφορα ποσά από τους εφεσείοντες/εναγομένους, oι οποίοι διατύπωσαν ανταπαιτητικώς διάφορες αξιώσεις.

 

Οι διάδικοι είχαν μεταξύ τους επαγγελματική συνεργασία, η οποία βασιζόταν σε διάφορες συμφωνίες.  Η εφεσίβλητη, αδειούχος εταιρεία άσκησης ασφαλιστικών εργασιών, κατά ή περί τις 12.9.07 συμφώνησε με τους εφεσείοντες, όπως οι τελευταίοι αναλάβουν και ή ενεργούν ως περιφερειακοί διευθυντές και ή ασφαλιστικοί πράκτορες και ή διαμεσολαβητές για την προώθηση πώλησης ασφαλειών. Ειδικότερα, με την εφεσείουσα 1 εταιρεία συνήψε (α) σύμβαση περιφερειακού διευθυντή, (β) σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα και (γ) σύμβαση παραχώρησης φιλοδωρήματος παραγωγής, ενώ με τον εφεσείοντα 2, ο οποίος τυγχάνει διευθυντής και πρόσωπο που ελέγχει το μετοχικό κεφάλαιο της εφεσείουσας 1, την ίδια ημερομηνία συνήψε σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα.

 

Σαν αντάλλαγμα και/ή με βάση την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων παραγωγής για τους οποίους γίνεται αναφορά στην σύμβαση περιφερειακού διευθυντή, η διάρκεια της οποίας ήταν για πέντε έτη, (1.10.07 μέχρι 30.9.12), η εφεσίβλητη θα κατέβαλλε προς τον περιφερειακό διευθυντή διάφορα επιδόματα, αμοιβές και ωφελήματα τα οποία και εξειδίκευσε. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το φιλοδώρημα παραγωγής ύψους 10% στην παραγωγή ασφαλίστρων, υπό τον όρο ή την προϋπόθεση ότι θα πραγματοποιούσε παραγωγή ασφαλίστρων ύψους Λ.Κ.150.000 στον κλάδο γενικής φύσεως κατά τους πρώτους 15 μήνες, διατηρώντας μάλιστα αυτή για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Σε σχέση με το συγκεκριμένο φιλοδώρημα παραγωγής κατεβλήθη προκαταβολικά ποσό Λ.Κ.7.500  ήτοι €12.815,00.

 

Πέραν των πιο πάνω, η εφεσίβλητη, με ενοικιαστήριο έγγραφο το οποίο συνήψε με την εφεσείουσα 1, ημερ. 13.9.07, συμφώνησε να ενοικιάσει από την τελευταία για περίοδο δύο ετών, ήτοι από 1.10.07 μέχρι 30.9.09, αντί μηνιαίου ενοικίου Λ.Κ.350, το υπ'  αρ. 103 γραφείο στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας επί της οδού Μακαρίου 106, στη Λάρνακα, το οποίο οι εφεσείοντες θα λειτουργούσαν ως υποκατάστημα της εφεσίβλητης. Στις 21.12.07, ενόψει υποχρέωσης που οι εφεσείοντες είχαν δυνάμει δικαστικού διατάγματος να παραδώσουν την κατοχή του γραφείου σε τρίτον, η εφεσίβλητη αποδέχτηκε όπως το συγκεκριμένο υποκατάστημα της μεταφερθεί προσωρινά σε ημιώροφο του ιδίου κτιρίου, που ανήκε επίσης στους εφεσείοντες. ΄Οταν οι εφεσείοντες σε μεταγενέστερο χρόνο ανέκτησαν κατοχή του ως άνω γραφείου, αποπερατώνοντας εργασίες ανακαίνισης του, παρέδωσαν εκ νέου την κατοχή τούτου στην εφεσίβλητη, συμφωνώντας την αναβίωση της συμφωνίας ενοικίασης 13.9.2007 και/ή καθιστώντας την εφεσίβλητη, ενοικιαστή από μήνα σε μήνα. Έκτοτε οι εφεσείοντες λειτουργούσαν τούτο για λογαριασμό της εφεσίβλητης ως υποκατάστημα της τελευταίας.  Ωστόσο για το τελευταίο αυτό στάδιο της συμφωνίας υπήρχαν διιστάμενες εκδοχές και θέσεις, οι οποίες απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Στις 17.7.09 ο εφεσείων 2 πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι τερματίζει τις ως άνω μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις. Η εφεσίβλητη, τόσο προφορικά όσο και με την επιστολή της ημερ. 21.7.09 πληροφόρησε τους εφεσείοντες ότι αποδέχεται την παραίτηση τους, με άμεση ισχύ, καλώντας τους ταυτόχρονα όπως επιστρέψουν τα κλειδιά και την κατοχή του ως άνω γραφείου και κάθε περιουσιακού στοιχείου της εφεσίβλητης που ήταν υπό την κατοχή και ή τον έλεγχο τους, ως επίσης όπως μεριμνήσουν για τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς την εφεσίβλητη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση αξιολόγησης που προηγήθηκε καθώς και νομικής κατάταξης των ευρημάτων, προχώρησε σε απόφαση επί της απαίτησης και ανταπαίτησης, είτε αποδεχόμενο είτε μη, πτυχές αυτών, ως εξής:

 

Απέρριψε τις απαιτήσεις των εφεσειόντων στην ανταπαίτηση για τη μίσθωση του πιο πάνω γραφείου, συγκεκριμένα απέρριψε την απαίτηση τους για οφειλόμενα ενοίκια και για την επιστροφή του ποσού κατακράτησης.  Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε επ΄αυτής της πτυχής.  Είναι αρκετό να λεχθεί πως το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη την οποία κατέταξε ως αξιόπιστη.

 

Ταυτόχρονα, αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι πράγματι η εφεσείουσα 1 όφειλε να επιστρέψει στην εφεσίβλητη το ποσό των €12.815,00 που προεισέπραξε ως φιλοδώρημα. Περαιτέρω, έκρινε πως οι εφεσείοντες αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα ευθύνονται για την καταβολή στην εφεσίβλητη των ασφαλίστρων που εξακολουθούσαν να οφείλονται. Παράλληλα, η εφεσίβλητη όφειλε να αποδώσει στην εφεσείουσα 1 το συνολικό ποσό των €8.627,11 σεντ, συμποσούμενο από τα ποσά που η ίδια παραδέχεται ότι εξακολουθούσαν να οφείλονται, (περιλαμβανομένου και του ποσού των €788,70 σεντ για οφειλόμενα τέλη).  ΄Οφειλε επίσης να αποδώσει στους εφεσείοντες το ποσό των €17.823,00 που η πλευρά της εφεσίβλητης εξ αρχής είχε δηλώσει ότι ήταν το υπόλοιπο προμηθειών των εφεσειόντων. 

 

Καταλήγει ως εξής:

(τονίζονται από το Εφετείο, τα σημεία που οδηγούν σε έκδοση απόφασης)

«Με δεδομένες και αναντίλεκτες τις επικαλούμενες από την πλευρά της ενάγουσας και εκ των μεταξύ των διαδίκων γραπτών συμβάσεων συνεργασίας προβλεπόμενες πρόνοιες συμψηφισμού των ποσών που τυχόν οφείλονται από την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία προς τον περιφερειακό διευθυντή και προς τους ασφαλιστικούς αντιπροσώπους, (βλέπε όρο Η(4) της Σύμβασης Περιφερειακού Διευθυντή, (τεκμήριο 1) και όρο Στ(3) των Συμβάσεων Ασφαλιστικού Πράκτορα, (τεκμήρια 2 και 4)) κρίνεται σκόπιμη και δόκιμη η εφαρμογή τους, στην περίπτωση τουλάχιστον που το Δικαστήριο με ασφάλεια μπορεί να προχωρήσει προς τούτο.

 

Συνακόλουθα, κατ' εφαρμογή των ανάλογων μαθηματικών πράξεων, (38.025,92-8.627,11=29.398,01) εκδίδεται απόφαση προς όφελος της ενάγουσας και σε βάρος της εναγομένης 1 εταιρείας για το ποσό των €29.398,01 σεντ.

 

Ταυτόχρονα, εκδίδεται απόφαση προς όφελος της ενάγουσας και σε βάρος του εναγομένου 2, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με την ήδη πιο πάνω εξ αποφάσεως οφειλέτιδα εναγομένη 1 εταιρεία, μέχρι του ποσού των €25.210,92 σεντ.

 

Τα ποσά θα φέρουν τον εκ του νόμου προβλεπόμενο τόκο.

 

Σοβαρά έχει απασχολήσει το Δικαστήριο η δυνατότητα συμψηφισμού, από αυτό το στάδιο, και της προμήθειας των εναγομένων επί των ασφαλίστρων. Με δεδομένο όμως ότι δεν έχει διευκρινιστεί ποιο μέρος του ποσού των €17.823.00 είναι ήδη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, αφού δεν έχει καθοριστεί ποιο ποσοστό αυτής της προμήθειας αφορά ήδη καταβληθέντα από τους εναγομένους ασφάλιστρα, ούτε ποιο ποσοστό αυτής της παραδεκτά οφειλόμενης προμήθειας θα καλύψει ασφάλιστρα που εξακολουθούν να οφείλονται, κρίνεται ασφαλέστερο και προσφορότερο να εκδοθεί μεν απόφαση υπέρ των εναγομένων και εναντίον της ενάγουσας για το ποσό των €17.823,00 ποσό όμως το οποίο θα είναι πληρωτέο αμέσως μετά την καταβολή από τους εναγομένους στους ενάγοντες του ποσού των οφειλομένων ασφαλίστρων, ήτοι ποσού €25.210,92 σεντ. Το ποσό θα φέρει νόμιμο τόκο από την ημέρα που ως πιο πάνω θα καταστεί πληρωτέο.

 

 

Γίνεται στη συνέχεια μια προσπάθειεα απλοποίησης των πιο πάνω σκέψεων και υπολογισμών του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να γίνουν απολύτως κατανοητά.

 

Σε σχέση με την απαίτηση της εφεσίβλητης το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως μπορούσαν να επιτύχουν τα εξής επιμέρους:

 

(α)  Το ποσό των €25.210,92  για οφειλόμενα ασφάλιστρα.  (β)  Το ποσό των €12.815,00 που η εφεσείουσα 1 είχε προεισπράξει από την εφεσίβλητη ως φιλοδώρημα.  Δηλαδή, σύνολο €38.025,92 από το οποίο όμως αφαιρέθηκε το ως άνω ποσό των €8.627,11, που η εφεσίβλητη παραδεκτά όφειλε σ΄αυτούς, εξ ου και το ποσό των €29.398,01 για το οποίο εξεδόθη απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης, περιοριζόμενο για τον εφεσείοντα 2 στο ποσό των €25.210,92 κεχωρισμένως και/ή αλληλέγγυα με την εφεσείουσα 1.

 

Σε σχέση με την ανταπαίτηση των εφεσειόντων, το Δικαστήριο θεώρησε ότι  οι εφεσείοντες δικαιούνται από την εφεσίβλητη επιστροφή των ακόλουθων ποσών:

·        €17.823,00 ως υπόλοιπο οφειλόμενων προμηθειών

·        €8.627,11 διάφορα ποσά που παραδεκτά οφείλονται σε αυτούς.

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να συνυπολογίσει και να συμψηφίσει το ως άνω δεύτερο ποσό των €8.627,11, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω. Για το πρώτο ποσό όμως, των €17.823,00 έκρινε ότι δεν μπορεί να γίνει συμψηφισμός γιατί δεν είχε διευκρινιστεί ποιό ποσοστό αυτής της προμήθειας αφορούσε ήδη καταβληθέντα από τους εφεσείοντες ασφάλιστρα και δεν έχει καταδειχθεί επίσης ποιό ποσοστό θα καλύψει ασφάλιστρα που εξακολουθούν να οφείλονται.  Συνεπώς υπέρ των εφεσειόντων εξεδόθη απόφαση μόνο για το ποσό των €17.823,00 με νόμιμο τόκο ως περιγράφεται πιο πάνω, το οποίο θα ήταν πληρωτέο μετά την καταβολή των οφειλομένων ασφαλίστρων από τους εφεσείοντες.

 

ΛΟΓΟΙ  ΕΦΕΣΗΣ:

Προβάλλονται 6 λόγοι έφεσης, οι ακόλουθοι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να εκδώσει απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό των €25.210,92 πλέον τόκο.  Η όλη σκέψη και κατάληξη του είναι εσφαλμένη και αναιτιολόγητη (1ος λόγος).  Το ίδιο προβάλλεται για την έκδοση απόφασης εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των €12.815,00 ποσό φιλοδωρήματος.  (2ος λόγος).  Επίσης ότι αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση προς όφελος των εφεσειόντων 1 και 2 για διάφορα ποσά, ενώ δόθηκε σχετική μαρτυρία από τον εφεσείοντα 2 και άλλους μάρτυρες. (4ος λόγος).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του υπέρ των εφεσειόντων δεν περιέλαβε - εσφαλμένα - και το ποσό των €17.823,00 ως άνω (από οφειλόμενες προμήθειες). (5ος λόγος)  και ότι εσφαλμένα επιδίκασε έξοδα εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2, απαλλάσσοντας πλήρως την εφεσίβλητη, και εσφαλμένα δεν εξέδωσε απόφαση για έξοδα προς όφελος και των εφεσειόντων 1 και 2 ως επιτυχόντων διαδίκων στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση τους. (6ος λόγος).  Με τον 3ο δε λόγο πλήττεται το έργο της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι, κακώς αποδέχθηκε τους μάρτυρες της εφεσίβλητης.  (Μ.Ε.1-3). 

 

ΑΝΤΕΦΕΣΗ:

Η εφεσίβλητη δια της αντέφεσης ζητεί όπως διαφοροποιηθεί η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην έκταση που αυτή δεν αποδέχτηκε την απαίτηση της για το ποσό των €55.555,00 το οποίο η τελευταία απαιτούσε ως «το ελάχιστον ποσό που δικαιούται να της επιστραφεί» λόγω της παράλειψης των εφεσειόντων να εκπληρώσουν την αντιπαροχή που είχαν υποσχεθεί.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΕΦΕΣΗΣ

Είναι λογικό η εξέταση να έχει αφετηρία το λόγο έφεσης 3 που αφορά το έργο της αξιολόγησης που επετέλεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς τη δοθείσα μαρτυρία.  Παραπονείται η πλευρά των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι 3 μάρτυρες που κάλεσε η εφεσίβλητη ήσαν ειλικρινείς μάρτυρες και ότι εσφαλμένα υιοθέτησε τις θέσεις τους.  Οι μάρτυρες αυτοί ήσαν ο υπεύθυνος λογιστηρίου (Μ.Ε.1), ο διευθύνων σύμβουλος της εφεσίβλητης (Μ.Ε.2) και ο οικονομικός διευθυντής (Μ.Ε.3) της εφεσίβλητης.  Υπήρξε εισήγηση πως η συμπεριφορά και οι επιμέρους απαντήσεις των Μ.Ε. αναδείκνυαν εκδικητική και ανειλικρινή στάση. 

 

Με όλο το σεβασμό η αντίληψη καθώς και η μακρά ανάλυση στην οποία προβαίνουν οι εφεσείοντες επί του λόγου αυτού, αντιμάχεται στην ουσία, τις αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο οφείλει να μην επεμβαίνει στο ρόλο του έργου της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού ζητείται ουσιαστικά από το Εφετείο να επιτελέσει το ίδιο υποκειμενικά και μακράν από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, το έργο αυτό, με αναφορές μάλιστα που δεικνύουν μικροσκοπική και αποσπασματική θεώρηση της μαρτυρίας.

 

Βεβαίως και δεν συμμεριζόμαστε τη θέση που προκύπτει από το λόγο αυτό.  Δεν συντρέχει εν προκειμένω ούτε πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων, αφού η προφορική μαρτυρία των ΜΕ συσχετίσθηκε με σωρεία εγγράφων και οι αναφορές τους όχι μόνο αντιστρατεύονταν τη λογική των πραγμάτων αλλά συνήδαν με αυτή όπως επιμελώς, γενικώς και ειδικώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολαστικά εξήγησε.

 

Συνεπώς, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης επί του λόγου αυτού, ο οποίος και απορρίπτεται.

 

Η απόρριψη του πιο πάνω λόγου ευθέως οδηγεί και στην απόρριψη του 4ου λόγου, αφού το έρεισμα απόρριψης ειδικότερων κονδυλίων και ποσών, γενικών ή ειδικών αποζημιώσεων και απόδοση λογαριασμών, ειδικά ως προς το θέμα του ενοικιασθέντος υποστατικού, συναρτάται με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και αναλόγως με τη μαρτυρία των εφεσειόντων που δεν έγινε αποδεκτή. Για κάποια δε ποσά για τα οποία υπήρξε παραδοχή της εφεσίβλητης ή προέκυπταν αντικειμενικά ως οφειλόμενα, το Δικαστήριο με ευρύτητα σκέψης και προσπάθειας να ενεργήσει ακριβοδίκαια, τα συνυπολόγισε αναλύοντας το σκεπτικό του με μεγάλη λεπτομέρεια, όπως καταδεικνύεται από το κείμενο της απόφασης.

 

Προχωρούμε να εξετάσουμε τον 1ο και 2ο λόγο έφεσης.

 

Ο 1ος λόγος έφεσης ομοίως ουσιαστικά, κατά πολύ, απαντάται με τον 3ο λόγο.  Το Δικαστήριο θεώρησε ικανοποιητική και αποτελεσματική τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων της εφεσίβλητης που ήσαν οι αρμόδιοι να δώσουν απαντήσεις - όπως και έπραξαν - προς ικανοποίηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ειδικά προς τούτο ήταν σαφέστατη η μαρτυρία του ΜΕ1, ο οποίος ομίλησε για το οφειλόμενο ως άνω ποσό «για ασφάλιστρα της παραγωγής που έκαναν». Αυτό σε συσχετισμό με τα σχετικά τεκμήρια.  Ο τερματισμός των συμφωνιών φυσικά τα καθιστά πληρωτέα.  Εξ άλλου και ο ίδιος ο εφεσείων 2 αναγνώρισε στη μαρτυρία του εμμέσως τα οφειλόμενα ασφάλιστρα με κάποια διαφοροποίηση στο ποσό.  Ο σχετικός λόγος απορρίπτεται.

 

Ως αφορά το 2ο λόγο, δηλ. για την ορθότητα ή μη της επιστροφής του προπληρωτέου φιλοδωρήματος, θέμα που απασχόλησε έντονα την πλευρά των εφεσειόντων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφιέρωσε χρόνο και σκέψη ως προς τις δυνατότητες που η μαρτυρία τους προσέφερε.  (σελ.31-34).  Θα παραθέσουμε μέρος μόνο του σκεπτικού του Δικαστηρίου:

«. η ως άνω δέσμευση της εναγομένης 1 εταιρείας για κάλυψη του στόχου παραγωγής, ο οποίος ρητά συναρτήθηκε με την λήψη από την πλευρά της του συγκεκριμένου φιλοδωρήματος, στη βάση της ειδικότερης για το ζήτημα συμφωνίας (τεκμήριο 3) δεν έχει επιτευχθεί από την πλευρά της.  Με δεδομένη άλλωστε την διακοπή της συνεργασίας από την πλευρά των εναγομένων, ούτε η δέσμευση για διατήρηση της ως άνω παραγωγής σαν ελάχιστη παραγωγή ασφαλίστρων για τουλάχιστο πέντε χρόνια τηρήθηκε από την πλευρά της εναγομένης 1 εταιρείας.

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, η παροχή εκ μέρους της ενάγουσας στην εναγομένη 1 εταιρεία μέρους του φιλοδωρήματος παραγωγής προκαταβολικά, έγινε επίσης στη βάση ρητής δέσμευσης της τελευταίας, στα πλαίσια της ειδικότερης μεταξύ τους συμφωνίας, (τεκμήριο 3) ότι θα πραγματοποιήσει συγκεκριμένη παραγωγή για συγκεκριμένο διάστημα. Η συγκεκριμένη παροχή του φιλοδωρήματος είχε άμεσα συνδεθεί με τον βαθμό της παραγωγικότητας εκ μέρους της εναγομένης 1 εταιρείας. Η τελευταία είχε συμβατικά δεσμευτεί ότι Θα κάλυπτε και θα διατηρούσε ως ελάχιστη παραγωγή για περίοδο πενταετίας συγκεκριμένη παραγωγή και ήταν ενόψει της συγκεκριμένης συμβατικής της δέσμευσης που συμφωνήθηκε να της αποδοθεί το συγκεκριμένο φιλοδώρημα. Είναι γι' αυτό τον λόγο άλλωστε που κατ' εφαρμογή σχετικού όρου της ειδικής αυτής συμφωνίας, η εναγομένη εταιρεία υπόγραψε γραμμάτιο (τεκμήριο 9) προς όφελος της ενάγουσας, με το οποία καταδεικνύεται όχι μόνο ότι συμφωνεί ότι θα επιστρέψει το ποσό αυτού του φιλοδωρήματος στην περίπτωση που δεν τηρήσει τις ρητές δεσμεύσεις της ως αναλήφθηκαν από την πλευρά της στο τεκμήριο 3, αλλά και η αναγνώριση από την πλευρά της ότι το οφείλει στην ενάγουσα, όπως με σαφήνεια στο σώμα του τεκμηρίου 9 καταμαρτυρείται».

 

Η παραγωγή και το φιλοδώρημα δεν μπορεί να μη συναρτήθηκαν με το όλο περιεχόμενο και τη διάρκεια του συμβολαίου.  Υιοθετούμε την πρωτόδικη προσέγγιση ως ορθή και απορρίπτουμε το 2ο λόγο έφεσης.

 

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τον 5ο λόγο έφεσης.  Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση επί της ανταπαίτησης για το ποσό των €17.823,00 ως άνω.  Όμως, όπως διασαφήνισε, το ποσό αυτό θα είναι «πληρωτέο αμέσως μετά την καταβολή από τους εφεσείοντες στην εφεσίβλητη του ποσού των οφειλόμενων ασφαλίστρων, ήτοι του ποσού των €25.210,92», (βλ. σελ.46 της απόφασης).  Επιπλέον διατάχθηκε πρωτοδίκως ότι το ποσό είναι «τοκοφόρο από την ημέρα που θα καταστεί πληρωτέο», αυτό στη βάση του ότι η οφειλόμενη προμήθεια για ασφάλιστρα, όπως προβλέπεται και στις συμφωνίες, κερδίζεται όταν πληρωθούν τα ασφάλιστρα.  Γι΄αυτό προφανώς συσχέτισε τα δύο αυτά θέματα.  Όχι μόνο δεν βρίσκουμε κάτι μεμπτό στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά αντίθετα συνάγεται από τα πιο πάνω μια ακριβοδίκαιη προσήλωση στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις, αμφότερων των πλευρών εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (βλ. και Δ.21 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας)

 

Ο λόγος αυτός ομοίως απορρίπτεται.

 

Με τον 6ο λόγο προσβάλλεται η πρωτόδικη προσέγγιση ως προς τα έξοδα επί της ανταπαίτησης, αφού με τη σχετική διαταγή του Δικαστηρίου επιδικάσθηκαν, γενικά, έξοδα μόνο προς όφελος της εφεσίβλητης.

 

Η αιτιολογία που δόθηκε για αποστέρηση των εξόδων των εφεσειόντων, στην ανταπαίτηση ήταν «το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης» και το ότι η πλευρά της εφεσίβλητης «δεν αμφισβήτησε σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας την υποχρέωση να συνυπολογίσει οποιαδήποτε ποσά όφειλε» στους εφεσείοντες.  Στην απόφαση δε, δεν διαχωρίστηκαν τα έξοδα για την ανταπαίτηση ή για την απαίτηση με αποτέλεσμα αυτά, γενικά, να επιδικασθούν προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

Θεωρούμε, ότι σε σχέση με αυτό το λόγο οι εφεσείοντες έχουν δίκαιο.  Από τη δικογραφία προέκυπτε αμφισβήτηση πτυχών της ανταπαίτησης.  Δεν υπήρξε δε, άνευ ετέρου, τέτοια σαφής τοποθέτηση συνυπολογισμού ή πλήρους αποδοχής θέσεων, ώστε οι εφεσείοντες να στερούντο των εξόδων της ανταπαίτησης.  Εξ άλλου υπήρξε σφάλμα του Δικαστηρίου να μη ξεχωρίσει τα έξοδα της απαίτησης με αυτά της ανταπαίτησης.  Είναι επίσης γεγονός ότι με αμφίδρομο τρόπο, τόσο μέρος της απαίτησης όσο και της ανταπαίτησης απορρίφθηκαν.  Συνεπώς ο λόγος αυτός επιτυγχάνει.

 

ΑΝΤΕΦΕΣΗ:

Στη παρ.34(3) της ΄Εκθεσης Απαίτησης της, η εφεσίβλητη ζητούσε €55.555,00 ποσό το οποίο «καταβλήθηκε για αιτία που έληξε ή δεν επακολούθησε και/ή για ζημιά εκ της παράβασης ή της μη επίτευξης των ελαχίστων στόχων παραγωγής».  Το Δικαστήριο ασχολήθηκε σε αρκετές σελίδες της απόφασης του για το θέμα αυτό.  Χρήσιμο είναι να παρατεθεί αυτούσια η διεργασία σκέψης του Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε το συγκεκριμένο κονδύλι. 

 

(Παρατίθενται μόνο κάποιες από τις σχετικές παραγράφους):

«Αντίθετα με τα πιο πάνω, τέτοιος ρητός καθορισμός και διασύνδεση της παραγωγής και διαφόρων άλλων εξόδων και ωφελημάτων    που η πλευρά της ενάγουσας ανέλαβε για την εξασφάλιση της συνεργασίας με τους εναγόμενους, την προώθηση, την εξυπηρέτηση και την διευκόλυνση της συνεργασίας με τους τελευταίους, δεν φαίνεται, να υπάρχει.   Πέραν του ότι δεν καταγράφεται ξεκάθαρα στις μεταξύ των διαδίκων συμφωνίες, ως  προϋπόθεση, η κάλυψη των αναφερόμενων στόχων για την ανάληψη αυτών των εξόδων από την ενάγουσα, δεν εντοπίζεται καν στους όρους αυτών των συμβάσεων υποχρέωση από την πλευρά των εναγομένων επιστροφής αυτών των ωφελημάτων, αμοιβών και εξόδων ή μέρους τους, στην περίπτωση που αυτοί οι στόχοι δεν καλυφθούν.

 

Σε διάκριση με τα περιστατικά της υπόθεσης Θεοδούλου ν. Ασπίς Πρόνοια Aνώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής (1997)1Γ ΑΑΔ 1551, όπου η επιστροφή μέρους των παροχών, ρητά προβλεπόταν και με λεπτομέρεια καθοριζόταν από την σύμβαση μεταξύ των δύο πλευρών, στην υπό συζήτηση περίπτωση καμία πρόνοια δεν φαίνεται να υπάρχει για το ζήτημα. Ορισμένα άλλωστε από τα «έξοδα» των οποίων αναλογικά η επιστροφή επιζητείται, (π.χ. ποσά ενοικίου, ηλεκτροδότησης και τηλεφώνου) αφορούν έξοδα που εκ των πραγμάτων η ενάγουσα ανέλαβε για την διασφάλιση της ύπαρξης και λειτουργίας του γραφείου-υποκαταστήματος της στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιφέρεια, χωρίς να τεθεί από οποιονδήποτε ότι αυτά συνδέονται με την κάλυψη οποιονδήποτε στόχων ή εν πάση περιπτώσει, πως αν γνώριζε ότι δεν θα καλύπτονταν οι στόχοι παραγωγής, πέραν και ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, π.χ. την πραγματική κερδοφορία της ενάγουσας, ή την βούληση της για επιχειρηματική δραστηριοποίηση και παρουσία στην συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, η τελευταία δεν θα προχωρούσε στην ανάληψη αυτών των εξόδων και την καταβολή τους».

 

Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό για αδικαιολόγητο πλουτισμό το Δικαστήριο ανέφερε:

 

«Στη βάση άλλωστε των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση,            με δεδομένο ότι η ενάγουσα στην υπό εξέταση περίπτωση ενήργησε εκουσίως και προς εξυπηρέτηση δικού της οφέλους, ούτε η επίκληση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού εκ μέρους της, φαίνεται να μπορεί να δικαιολογήσει τη συγκεκριμένη απαίτηση της. (βλ. Παναγιώτης Ιωάννου ν. Ανδρέας Χαραλάμπους Πολ. 'Εφ. Αρ. 377/2008, Minerva Fin. & Inv. Ltd ν. Γεωργιάδη (1998) Α.Α.Δ. 2173 και Banque Financiere de la Cite ν. Parc (Battessea) Ltd (1988)1 All E.R. 737 στην οποία τέθηκαν εκ νέου οι κατευθυντήριες γραμμές για επιτυχή αξίωση προς αποκατάσταση στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού)».

 

Τα πιο πάνω σημεία προκύπτουν και από την αξιολόγηση μαρτυρίας που δεν πλήττεται δια της αντέφεσης.  Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αντίκρυσε το όλο θέμα και αιτιολόγησε εκτενώς και επαρκώς γιατί οδηγήθηκε σε απόρριψη αυτής της πτυχής της αξίωσης.  Καταλυτικό της απόρριψης της αντέφεσης είναι η απουσία θεμελιακού συμβατικού όρου καθώς και μαρτυρίας που θα επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να δεχθεί αυτή την αξίωση.  Ομοίως, ορθά εφάρμοσε στις περιστάσεις της υπόθεσης τη σχετική νομολογία που αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.  Η σχέση των διαδίκων ήταν μια ζώσα έννομη σχέση για όσο χρόνο διήρκεσε και δεν συντρέχουν στοιχεία για εφαρμογή των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά ούτε άλλων βάσεων αποζημιώσεων, όπως ορθά ανέλυσε το θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ:

Η έφεση στο μεγαλύτερο μέρος της απορρίπτεται.  Επιτυγχάνει μόνο ο 6ος λόγος που αφορά στα έξοδα.  Συνεπώς, επί των εξόδων η σχετική πρωτόδικη διαταγή παραμερίζεται και αντικαθίσταται ως εξής: 

 

Η εφεσίβλητη δικαιούται τα έξοδα της αγωγής στην κλίμακα του επιδικαζόμενου ποσού, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Περαιτέρω, οι εφεσείοντες δικαιούνται τα έξοδα της ανταπαίτησης στην κλίμακα του επιδικαζομένου ποσού, ως επίσης θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Κατά τα λοιπά, η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται.  Ενόψει του ότι μόνο αναφορικά με τα έξοδα υπήρξε επιτυχία της έφεσης αλλά και ενόψει του ότι και η αντέφεση ομοίως απορρίπτεται, κρίνουμε πως οι εφεσείοντες δικαιούνται μέρος των εξόδων της έφεσης εκ ποσού €500, (πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει).  Εν όψει δε του κοινού αποτελέσματος στην απόρριψη του συντριπτικού μέρους της έφεσης και εξ ολοκλήρου της αντέφεσης, ουδεμία άλλη διαταγή για έξοδα, εκδίδεται.

                                                     

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                                         ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ

 

                                                                         ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο