ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D140
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ Αρ. 34/2021
13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ , 2021
(Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 KAI 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΧΧ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΙ
ΧΧΧ ΤΖΙΟΒΑΝΝΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΩΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ GIOVANI ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 03.11.20 ΤΟ ΟΠΟΊΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ' ΑΡ. 19/2020 ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1996 ΚΑΙ 2015
-----------------------------------------
Αίτηση ημερ. 10.3.2021
Γ. Παπαϊωάννου με Π. Χριστοδούλου (κα), Β. Χαραλάμπους και Χρ. Παπαϊωάννου (ασκούμενος δικηγόρος) για τους Αιτητές
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Με την αίτηση τους οι Αιτητές αιτούνται Άδειας για καταχώρηση Αίτησης δια Κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση του Δικαστικού Εντάλματος ημερ. 3.11.2020 με το οποίο επιτράπηκε η πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας με σκοπό την διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων και το οποίο εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα.
Οι νομικοί λόγοι επί των οποίων εδράζεται το αίτημα είναι: (α) υπέρβαση δικαιοδοσίας και εξουσίας του εκδόσαντος πρωτόδικου Δικαστηρίου (β) μη τήρησης της Αρχής της Αναλογικότητας (γ) έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος εκτός πλαισίου του Συντάγματος, ΕΣΔΑ Χάρτη και σχετικών Νόμων (δ) νομικό σφάλμα και/ή πρόδηλη νομική πλάνη (ε) αντιφατικότητα της ενόρκου δηλώσεως επί της οποίας στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να εκδώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα και/ή έλλειψη συνάρτησης ή διασύνδεσης των δύο (στ) το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε μηχανιστικά κατά την έκδοση του διατάγματος και/ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου για έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος.
Η Αίτηση στηρίζεται επί των Ενόρκων Δηλώσεων των Αιτητών κ.κ. xxx Αντωνίου και xxx Τζιοβάννη.
Σύμφωνα με τον πρώτο κατόπιν έρευνας στις 29.10.2020 στην οικία και οχήματα του δυνάμει Δικαστικού Εντάλματος παρελήφθησαν από την Αστυνομία αριθμός ηλεκτρονικών συσκευών, κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Ένας εξ αυτών του επεστράφηκε καθότι ανήκε στην ανήλικη θυγατέρα του. Στις 12.2.2021 παρέλαβε από το Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου τα Δικαστικά Διατάγματα ημερ. 3.11.2020, 3.12.2020 , 5.1.2021 και 4.2.2021 μαζί με τις σχετικές αιτήσεις και Ενόρκους Δηλώσεις επί των οποίων στηρίζονται αυτές. Για όλα τα Διατάγματα καταχώρησε μαζί με τον έτερο αιτητή xxx Τζιοβάνη αιτήσεις για εξασφάλιση Άδειας για καταχώρηση αιτήσεων για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος ακύρωσης τους. Αφού εν συνεχεία αναφέρεται στις πρόνοιες του προσβαλλόμενου Διατάγματος προσβάλλει μεταξύ άλλων ότι με αυτό δόθηκε η άδεια και επιτράπηκε η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη αδιευκρίνιστης, αόριστης, γενικευμένης και ανεξέλεγκτης ποσότητας προσωπικών του δεδομένων κατά παράβαση της Αρχής της Αναλογικότητας, του Συντάγματος, της Ε.Σ.Δ.Α. και Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από το ίδιο το Ένταλμα, είναι ο ισχυρισμός του, προκύπτουν μεταξύ άλλων η έκδηλη νομική πλάνη και το έκδηλο νομικό σφάλμα που είναι εμφανές στο πρακτικό, η υπέρβαση της δικαιοδοσίας και εξουσίας του Δικαστηρίου και άλλα νομικά σφάλματα. Την Ένορκη Δήλωση συνοδεύει αριθμός τεκμηρίων.
Η έτερη Ένορκη Δήλωση που έγινε από τον Αιτητή xxx Τζιοβάνη αναφέρεται στο προσβαλλόμενο Διάταγμα και ότι αυτό στρέφεται εναντίον του ίδιου και του Ομίλου Εταιρειών Giovani, ο οποίος αποτελείται από 50 εταιρείες η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ασκεί δραστηριότητες άσχετες με τα διερευνόμενα αδικήματα ενώ ο ίδιος ο Όμιλος δεν αποτελεί νομική οντότητα. Ο ίδιος, μεταξύ 22.10.20 και 29.10.20 μετά από επιστολή του δικηγόρου του όπου δήλωνε πρόθεση συνεργασίας με τις αρμόδιες Αρχές, παρέδωσε στην Αστυνομία ένα εξωτερικό σκληρό δίσκο δικτύου και διάφορους φακέλους και έγγραφα. Ακολούθως στις 29.10.20 εκτελέστηκε από την Αστυνομία Δικαστικό Ένταλμα Έρευνας στην οικία και οχήματά του καθώς και στα γραφεία του Ομίλου και παραλήφθησαν διάφορα κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και USB. Η πλειονότητα αυτών ανήκει σε προσωπικό των Εταιρειών.
Στις 5.2.21 πληροφορήθηκε από τον πρώτο Αιτητή την ύπαρξη του προσβαλλόμενου Διατάγματος. Εν συνεχεία το υπόλοιπο περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης του κινείται στις ίδιες παραμέτρους όπως και αυτή του πρώτου Αιτητή και δεν παρίσταται ανάγκη επανάληψης τους.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών τόσο με την γραπτή αγόρευση του αλλά και προφορικά ενώπιον μου, προώθησε τις ακόλουθες θέσεις:
(α) Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας και έκδηλη πλάνη περί τον Νόμο
Σύμφωνα με αυτόν η Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα δεν ήταν σύμφωνη με το Νόμο καθότι επτά από τα επίδικα αδικήματα ήτοι τα υπ' αρ. 1, 3, 7, 8, 9, 10 και 11 δεν εμπίπτουν στην υποπαράγραφο (Β) του εδαφίου (2) του Άρθρου 17 του Συντάγματος όπου καθορίζονται τα αδικήματα για τα οποία υπάρχει δυνατότητα έκδοσης Διατάγματος όπως το προσβαλλόμενο. Επίσης, στην Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα ενώ επιζητείται η πρόσβαση σε δεδομένα οριζόμενα στα Άρθρα 6-11 των Περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων δεν προσδιορίστηκαν με οποιοδήποτε τρόπο τα αδικήματα για τα οποία υποβλήθηκε το αίτημα.
(β) Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας και έκδηλη πλάνη περί το Νόμο με ιδιαίτερη έμφαση σε πτυχές που αφορούν την παράβαση της Αρχής της Αναλογικότητας
Με το ένταλμα επιτράπηκε η ανεξέλεγκτη πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη σε "εκατομμύρια" δεδομένα των Αιτητών χωρίς κανένα όρο, χρονικό, θεματικό ή άλλο περιορισμό και χωρίς ελάχιστες ασφαλιστικές δικλείδες. Επίσης, προχώρησε και εξέδωσε το πρόσθετο διάταγμα πρόσβασης χωρίς να τεκμηριωθούν με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα ή με την ένορκη δήλωση οι λόγοι που ήταν αναγκαίο. Επίσης, το ένταλμα εξεδόθη χωρίς να υποβληθεί η απαιτούμενη έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 22 (στ) του Νόμου με την οποία να δικαιολογείται η ζητούμενη με την αίτηση χρονική διάρκεια της πρόσβασης.
(γ) Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας και έκδηλη πλάνη περί του Νόμου με ιδιαίτερη έμφαση σε πτυχές που αποκαλύπτουν την μηχανιστική προσέγγιση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του εντάλματος.
Το Δικαστήριο δεν φαίνεται να διάβασε την Αίτηση ή να έλαβε υπόψιν την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα αφού περιορίζει την αναφορά του στην ανάγνωση και μόνο της Ένορκης Δήλωσης. Επίσης δεν υπάρχει πρακτικό που να δικαιολογεί την αναφορά του Δικαστηρίου ότι "και αφού άκουσε ότι ελέχθη από την Αστ. 1xx2 xxx. Ξενή".
Επίσης, η Ένορκη Δήλωση επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση ήτο σαφώς αντιφατική καθότι:
ü Με αυτή ζητήθηκε η πρόσβαση μόνο σε δύο υπολογιστές χωρίς συγκεκριμενοποίηση τους
ü Συγκεχυμένη αναφορά σε αριθμό προσώπων απ' όπου λήφθησαν οι υπολογιστές όπως επίσης και στον αριθμό των τεκμηρίων/υπολογιστών με αποτέλεσμα να επεκτείνεται η εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε μεγαλύτερο αριθμό τεκμηρίων από ότι ζητήθηκε.
Όλα τα πιο πάνω όπως και άλλα καταδεικνύουν την μηχανιστική προσέγγιση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου Διατάγματος το οποίο εν πάση περιπτώσει το ίδιο δεν προέβη σε εκτίμηση και αξιολόγηση υλικού.
Η Ένορκη Δήλωση η οποία συνοδεύει την Αίτηση είναι ελαττωματική καθότι είναι αόριστη, ασαφής και γενική με αποτέλεσμα την προβληματική δημιουργία εύλογης υποψίας ή πιθανότητας για την διάπραξη των κατ' ισχυρισμών αδικημάτων με αποτέλεσμα η έκδοση του Διατάγματος να μην είναι σύμφωνα με το Άρθρο 23(1)(α) του Νόμου.
Οι Αρχές βάσει των οποίων παρέχεται άδεια για καταχώρηση Αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος είναι καλά θεμελιωμένες. Στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. ν. Παντελίδου, (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 878 λέχθηκαν τ' ακόλουθα σχετικά:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State (1986) 1 All E.R. 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Μιχαήλ και Μιχαηλιδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Μαρκίδης κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
(βλ. Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd. κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, ERIN RESOURCES S.A. κ.α. ν. Prime Int. Alliance Inc., Πολ. Έφεση 104/2013 και 124/2013, ημερ. 10/1/14).
Το προσβαλλόμενο Διάταγμα εξεδόθηκε σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται σε αυτό δυνάμει των Άρθρων 21, 22 και 23 των περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμων του 1996 και 2015. Διατάσσετο με αυτό όπως οι 11 αστυνομικοί ανακριτές που αναφέροντο στο μέρος Ι της Αίτησης του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 3.12.20 αρ. 19/20, Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, "αποκτήσουν πρόσβαση, επιθεωρήσουν και λάβουν όσα δεδομένα αποτελούν καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας από τα δεδομένα που περιγράφονται στο Μέρος ΙΙ της άνω Αίτησης και περιέχονται στα τεκμήρια που παρελήφθησαν από τις οικίες των δύο Αιτητών και γραφεία Ομίλου Giovani" (βλ. σελ. 7 Αιτήσεως, προτελευταία παράγραφος και σελ. 19, 2η παράγραφος, Ένορκη Δήλωση ημερ. 3.11.2020 της Αστ. 1xx2 xxx Ξενή). Περαιτέρω, διετάσσετο όπως οι πιο πάνω ανακριτές αποκτήσουν πρόσβαση στα δεδομένα, ως αυτά ορίζονται στα Άρθρα 6-11 του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό την Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν.183(Ι)/2007 όπως τροποποιήθηκε, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται στα δεδομένα που αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ της Αίτησης.
Να σημειωθεί ότι στο Μέρος ΙΙ της Αίτησης όπως και στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, υπάρχουν πίνακες όπου με λεπτομέρεια καταγράφονται τα παραληφθέντα τεκμήρια, ημερομηνία, τόπος και πρόσωπο που τα παράλαβε.
Τέλος, το Διάταγμα ορίζει όπως η εκτέλεση του πραγματοποιηθεί σε χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου και εν πάση περιπτώσει εντός 30 ημερών.
Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι της Αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα αρ. 19/20 προηγήθηκε η Αίτηση αρ. 17/20 ημερ. 24.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:D75 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, βάσει της οποίας εξεδόθη Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο εξουσιοδοτούσε ή ενέκρινε στα Μέλη της Αστυνομίας και/ή εμπειρογνώμονες, την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη κατεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας από τα δεδομένα που εξασφαλίστηκαν από δύο ηλεκτρονικούς υπολογιστές οι οποίοι παραλήφθησαν από την Αστυνομία από την κατοικία του xxx xxx Kay μετά από γραπτή συγκατάθεση του και τα οποία ενδέχεται να σχετίζονται με την διερεύνηση των ποινικών αδικημάτων της παραγρ. 2 και ΄Αρθρου 17 του Συντάγματος (βλ. Τεκμ. 5, Ένορκη Δήλωση Αντωνίου).
Θα εξετάσω την Αίτηση σύμφωνα με τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου για τους Αιτητές όπως αυτές προωθήθηκαν με την γραπτή αγόρευση του και προφορικά ενώπιον μου.
1. Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας και έκδηλη πλάνη περί το Νόμο
Υποβάλλεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους Αιτητές ότι τόσο η Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα όσο και το προσβαλλόμενο Διάταγμα δεν είναι σύμφωνα με το Νόμο καθότι τα επτά από τα έντεκα αδικήματα υπό εξέταση, ήτοι τα υπ' αρ. 1, 3, 7, 8, 9, 10 και 11 δεν εμπίπτουν στο Άρθρο 17(2)(β) του Συντάγματος ως ορίζει το Άρθρο 21(4) του Νόμου. Το Δικαστήριο δε απέτυχε να περιορίσει την πρόσβαση μόνο σε ό,τι αφορά την διερεύνηση των αδικημάτων που εμπίπτουν στο Άρθρο 17(2)(β). Επίσης, στην Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα ζητείται η πρόσβαση σε δεδομένα ως ορίζονται στα Άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 με σκοπό την διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου 2007 χωρίς να προσδιορίζονται με οποιοδήποτε τρόπο τα αδικήματα για τα οποία υποβάλλετο το πρόσθετο αίτημα. Το Δικαστήριο δε, εξέδωσε το πρόσθετο Διάταγμα πρόσβασης.
Περαιτέρω έγινε εισήγηση ότι το ένταλμα πάσχει θεμελιακά στην όψη του, ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα του δεδομένου ότι είναι άγνωστο κατά πόσο αυτό εκδόθηκε για τη διερεύνηση ή δίωξη αδικημάτων που προβλέπονται στο Άρθρο 17(2)(β).
Εξέτασα με προσοχή όλα όσα έχουν αναφερθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο.
Θα πρέπει εξαρχής να λεχθεί ότι η Αίτηση του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα αρ. 19/20 δεν αφορούσε μόνο τους Αιτητές αλλά και άλλα τρία πρόσωπα ήτοι τους xxx Συλλούρη, xxx Συλλούρη και xxx Πιττάτζη.
Η Αίτηση υποβλήθηκε για τη διερεύνηση 11 αδικημάτων "... αριθμός των οποίων περιλαμβάνονται στην υποπαράγραφο Β της παραγράφου 2 του Άρθρου 17 του Συντάγματος. (Βλ. Αίτηση)
"1. Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργημάτων, Άρθρο 371 ΚΕΦ. 154.
2. Διαφθορά, κατά παράβαση του άρθρου 3 περί πρόληψης Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161.
3. Κατάχρηση εξουσίας, Άρθρο 105, Κεφ. 154
4. Αδικήματα κατά παράβαση των άρθρων 12,2, 3, 4, 7 και 8 περί σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικός) Ν.23(ΙΙΙ)/2000.
5. Νόμος που κυρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών 25(ΙΙΙ)/2018, άρθρα 15, 18, 19, 21, 23.
6. Δεκασμός Δημόσιου Λειτουργού 100, Κεφ. 154
7. Δωροληψία για επίδειξη εύνοιας 102, Κεφ. 154
8. Πλαστογραφία 331, 333, 334, Κεφ. 154
9. Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, 339, Κεφ. 154
10 Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση του άρθρου 4(1)(iv) του Ν.188(Ι)/2007,
11 Εξασφάλιση εγγραφής με Ψευδείς Παραστάσεις, άρθρο 305, Κεφ. 154."
Από τα αδικήματα στα οποία αναφέρονται οι Αιτητές (αδικήματα με αριθμό 1, 3, 7, 8, 9, 10 και 11) ως μη επιφέροντα ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω θα συμφωνήσω μόνο ότι τα αδικήματα υπ' αρ. 7 και 11, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα ΚΕΦ. 154, δεν επιφέρουν την πιο πάνω ποινή αλλά ποινές 2 ετών (Άρθρο 102) και 3 ετών (Άρθρο 305) αντίστοιχα.
Το Άρθρο 17 του Συντάγματος προστατεύει το απόρρητο της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας. Υπάρχουν όμως περιορισμοί.
"ΑΡΘΡΟΝ 17
1. ....................
2. Δε χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Α. .....................
Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικημάτων:
(α) .....................
(β) .....................
(γ) .......................,
(δ) .......................
(ε) αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω."
Τα τεκμήρια που περιγράφονται στο Μέρος ΙΙ της Αίτησης εξασφαλίστηκαν από την Αστυνομία δυνάμει Δικαστικών Ενταλμάτων Έρευνας στις 29.10.2020. Τα Διατάγματα αυτά φαίνεται ότι δεν προσεβλήθηκαν από τους Αιτητές. Το Διάταγμα ημερ. 23.11.20 το οποίο προσβάλλεται με την παρούσα Αίτηση αφορά δεδομένα που σύμφωνα με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα και Ένορκη Δήλωση που την συνοδεύει ενυπάρχουν στα πιο πάνω τεκμήρια τα οποία λήφθησαν νόμιμα κατόπιν Δικαστικού Εντάλματος. Τυγχάνουν συναφώς εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 23(1) και (2) σε συνδυασμό με το Άρθρο 21 για όσα αδικήματα πληρούται η προϋπόθεση του Άρθρου 21(4)(β) ήτοι να αφορά αδικήματα που περιλαμβάνονται στην υποπαράγραφο Β της παραγράφου 2 του Άρθρου 17 του Συντάγματος. Συνεπώς, η Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα όπως και το εκδοθέν Διάταγμα δεν πληρούσε τις πρόνοιες της σχετικής Νομοθεσίας και Συντάγματος ως αναλύεται πιο πάνω κατά το μέρος που αφορούσαν τα δύο αδικήματα που δεν προβλέπεται ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.
2. Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας και έκδηλη πλάνη περί το Νόμο με ιδιαίτερη έμφαση σε πτυχές που αφορούν την παράβαση της Αρχής της Αναλογικότητας
Με τον λόγο αυτό ουσιαστικά γίνεται εισήγηση ότι το προσβαλλόμενο Διάταγμα είναι ασαφές, άγνωστο, αόριστο, αδιευκρίνιστο και δεν μπορεί να ελεγχθεί το εύρος του Εντάλματος και ο χρονικός ορίζοντας για τον οποίο δόθηκε η εξουσιοδότηση για πρόσβαση στα δεδομένα των Αιτητών. Επίσης χωρίς να τεκμηριωθούν με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα ή με την Ένορκη Δήλωση οι λόγοι που ήταν αναγκαίοι να εκδοθεί το πρόσθετο Διάταγμα σύμφωνα με το Άρθρο 21(3) του Νόμου. Περαιτέρω, ότι το "ένταλμα" εκδόθηκε χωρίς να υποβληθεί η απαιτούμενη έκθεση του Άρθρου 22(στ) του Νόμου με την οποία να δικαιολογείται η ζητούμενη με την αίτηση χρονική διάρκεια της πρόσβασης. Προς υποστήριξη των άνω εισηγήσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών αναφέρθηκε σε κυπριακή και ξένη νομολογία και συγγράμματα.
Δεν με βρίσκει σύμφωνο ότι το προσβαλλόμενο Διάταγμα είναι ασαφές, άγνωστο, αδιευκρίνιστο κ.λ.π. και ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί το εύρος του και ο χρονικός ορίζοντας για τον οποίο δόθηκε η εξουσιοδότηση. Το Διάταγμα με σαφήνεια καθορίζει τα πρόσωπα (Μέρος Ι της Αίτησης), στα οποία παραχωρείται η άδεια πρόσβασης κ.λ.π. στα δεδομένα, καθορίζοντας τα δεδομένα (Μέρος ΙΙ) της Αίτησης όπως αυτά προσδιορίζονται στα Άρθρα 6-11 του Ν.183(Ι)/2007. Περαιτέρω, διατάσσει όπως η εκτέλεση του πραγματοποιηθεί σε χρονικό διάστημα απολύτως αναγκαίο για τον σκοπό αυτό και εν πάση περιπτώσει εντός 30 ημερών που ορίζει ο Ν.92(Ι)/1996 Άρθρο 23(4)(α). Είναι η γνώμη μου ότι το Διάταγμα είναι καθόλα σαφές με πλήρη προσδιορισμό των αναγκαίων στοιχείων και ενεργειών συμφώνως του Νόμου και σε χρονικό διάστημα που ο Νόμος επιτρέπει. Για το τελευταίο σημειώνεται ότι από το υλικό που προσήχθη στο πρωτόδικο Δικαστήριο τα δεδομένα προς εξέταση δεν ήταν λίγα, ο συνήγορος αναφέρθηκε σε εκατομμύρια. Η αναγκαιότητα δε, που προβλέπεται στο Άρθρο 21(3) του Ν.92(Ι)/1996 ήταν πέρα για πέρα εμφανής στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης λαμβανομένου υπόψιν του υλικού που ευρίσκετο στα χέρια των μελών της Αστυνομίας. Οι αποφάνσεις που τέθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Αιτητών καλύπτουν άλλη κατάσταση πραγμάτων και όχι τα θέματα υπό εξέταση και ως αποτέλεσμα δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.
Σύμφωνα με το Άρθρο 22(Ι)(στ) η Ένορκος Δήλωση αρμόδιου λειτουργού θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
"ΆΡΘΡΟΝ 22. Περιεχόμενο αίτησης
...........................
(στ) εμπεριστατωμένη έκθεση που να δικαιολογεί τη ζητούμενη με την αίτηση χρονική διάρκεια της πρόσβασης, επιθεώρησης και λήψης καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας και σε περίπτωση που η αίτηση αφορά παράταση της ισχύος του δικαστικού εντάλματος, έκθεση στην οποία παρατίθεται λογική εξήγηση για την αποτυχία λήψης τέτοιων αποτελεσμάτων:
Από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου δεν φαίνεται ότι στην Ένορκη Δήλωση της Αστ. Ξενή, να υπάρχει "εμπεριστατωμένη έκθεση" με την σημασία που αποδίδεται στη φράση "εμπεριστατωμένη έκθεση" αλλά στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης πιστεύω ότι ικανοποιείτο η πρόνοια του Νόμου λαμβάνοντας υπόψιν:
(α) τον αριθμό των εξεταζόμενων αδικημάτων
(β) τον αριθμό των κατασχεθέντων αντικειμένων
(γ) τον αριθμό των δεδομένων που θα πρέπει να εξεταστούν
(δ) τον αριθμό των προσώπων υπό εξέταση
(ε) την χρονική διάρκεια που καλύπτουν τα δεδομένα υπό εξέταση, ήτοι από το 2007 και εντεύθεν
(στ) τον χρόνο που λήφθησαν τα τεκμήρια από τα οποία προκύπτουν τα δεδομένα και ήτο μόλις 4 ημέρες πριν την καταχώρηση της αίτησης ήτοι στις 29.10.2020
(ζ) του όγκου του εξεταζόμενου μαρτυρικού υλικού από όπου προκύπτουν τα δεδομένα υπό εξέταση, ως αυτό (μαρτυρικό υλικό) αποκαλύπτεται από την Ένορκη Δήλωση.
Όλα τα πιο πάνω τέθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την Ένορκη Δήλωση Ξενή που συνοδεύει την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα και είμαι της γνώμης ότι καλύπτεται η προϋπόθεση του
Άρθρου 22(Ι)(στ) του Ν.92(Ι)/96. Οτιδήποτε άλλο προς την κατεύθυνση που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος θα αποτελούσε αχρείαστη τοπολατρεία.
Τέλος και σε σχέση με την ισότητα αυτή θα πρέπει να λεχθεί ότι στην ΤΕLE 2 SVERIDGE AB, C-203 ημερ. 21.12.2016 λέχθηκε ότι δεν αντίκειται στην Αρχή της Αναλογικότητας η πρόσβαση στα προσωπικά στοιχεία και δεδομένα εφόσον (α) η πρόσβαση εγκρίνεται μετά από αιτιολογημένη δικαστική απόφαση ή έγκριση από αρμόδια Αρχή και (β) η στόχευση παραμένει στην πάταξη του εγκλήματος σε ορισμένο πλαίσιο στο οποίο ρόλο και λόγο έχουν με βάση την σύγχρονη τεχνολογία και οι τηλεπικοινωνιακές Αρχές.
Στην Μinisterio Fisclal C-207/16 ημερ. 2.10.2018, που ακολούθησε επιβεβαιώθηκε η πιο πάνω Αρχή. Αναφέρεται στην απόφαση:
"Το Δικαστήριο αιτιολόγησε πάντως την ερμηνεία αυτή με βάση το ότι ο σκοπός που επιδιώκεται από ρυθμίζουσα την πρόσβαση αυτή νομοθεσία πρέπει να τελεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της επεμβάσεως στα επίμαχα θεμελιώδη δικαιώματα την οποία συνεπάγεται η πράξη αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., σκέψη 115).
56 Ειδικότερα, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, όσον αφορά την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων, μια σοβαρή επέμβαση μπορεί να δικαιολογείται μόνον από σκοπό καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας η οποία πρέπει επίσης να χαρακτηρίζεται ως «σοβαρή».
57 Αντιθέτως, όταν η επέμβαση την οποία συνεπάγεται μια τέτοια πρόσβαση δεν έχει σοβαρό χαρακτήρα, η εν λόγω πρόσβαση μπορεί να δικαιολογείται από σκοπό που ανάγεται στην πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη «ποινικών αδικημάτων» γενικώς.
Πρέπει επομένως καταρχάς να κριθεί αν, στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, η επέμβαση στα κατοχυρούμενα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα την οποία θα συνεπαγόταν η πρόσβαση της δικαστικής αστυνομίας στα επίμαχα στην κύρια δίκη δεδομένα πρέπει να θεωρηθεί «σοβαρή»."
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης αναμφίβολα η επέμβαση στα δεδομένα είναι σοβαρή, εξίσου όμως σοβαρός είναι και ο σκοπός για τον οποίο εξεδόθη το Διάταγμα που είναι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Δεν αμφισβητείται ότι τα υπό διερεύνηση αδικήματα από τη φύση τους αλλά και την ποινή που προβλέπεται γι΄ αυτά καταδεικνύεται η σοβαρότητα τους. Στοιχεία που αναμφίβολα σταθμίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου Διατάγματος. Συναφώς δεν παρατηρείται κατά τη γνώμη μου παράβαση της Αρχής της Αναλογικότητας του Χάρτη, του Συντάγματος ή της ΕΣΔΑ.
3. Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας και έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, με ιδιαίτερη έμφανση σε πτυχές που αποκαλύπτουν την μηχανιστική προσέγγιση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του "εντάλματος"
Στην θεματογραφία του μέρους αυτού των εισηγήσεων του ευπαίδευτου συνήγορου, προβάλλονται διάφορα σημεία που κατά την εισήγηση του καταδεικνύουν τη μηχανιστική προσέγγιση του Δικαστηρίου χωρίς το ίδιο να προβεί σε εκτίμηση και αξιολόγηση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του προκειμένου να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα.
Εισηγήσεις:
(α) Μη ύπαρξη δεδομένων στο Μέρος ΙΙ.
Η απάντηση βρίσκεται στον ίδιο το Νόμο, Ν.92(Ι)/1996 όπου στο άρθρο 23(2) αναφέρεται:
"......με το δικαστικό ένταλμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δύναται να εξουσιοδοτείται πρόσβαση σε δεδομένα, ως αυτά ορίζονται στον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα σε συσκευές ή αντικείμενα, τα οποία έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 21."
Αυτό γίνεται στο προσβαλλόμενο Διάταγμα. Παραπέμπει στα τεκμήρια του Μέρους ΙΙ τα οποία έχουν περιέλθει στην κατοχή της Αστυνομίας ώστε να υπάρξει πρόσβαση στα δεδομένα όπως ορίζονται στα Άρθρα 6-11 του Ν.183(Ι)/2007.
(β) Το Δικαστήριο δεν φαίνεται να διάβασε ή να έλαβε υπόψιν του την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα αφού περιορίζει την αναφορά του στην ανάγνωση και μόνο της Ένορκης Δήλωσης.
Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, παρατηρώ ότι αυτός παραγνωρίζει ότι από την όψη και μόνο του Διατάγματος φαίνεται ότι το Δικαστήριο όχι μόνο να εξέτασε την Αίτηση αλλά προβαίνει και σε τρεις τουλάχιστον αναφορές σ' αυτό, μέσα στο ίδιο το κείμενο του Διατάγματος. Επίσης στον τίτλο του Διατάγματος φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι στα πλαίσια της Αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα που γίνεται η εξέταση.
(γ) Στο "ένταλμα" αναφέρεται ότι το Δικαστήριο άκουσε ό,τι ελέχθη από την ενόρκως δηλούσα πριν εκδώσει το Ένταλμα κάτι το οποίο δεν φαίνεται να ισχύει.
Στηρίζεται η πιο πάνω εισήγηση στο γεγονός ότι δεν υπάρχει σχετικό πρακτικό. Σύμφωνα με τον Ν.92(Ι)/1996, στην επιφύλαξη του Άρθρου 22 η παροχή περαιτέρω λεπτομερειών ή στοιχείων ή μαρτυρίας για υποστήριξη της αίτησης δύναται να δοθεί με την μορφή συμπληρωματικής ενόρκου δηλώσεως ή ενόρκου μαρτυρικής καταθέσεως ή άλλως πως. Η φράση "άλλως πως" θα πρέπει να έχει κάποια λογική συνάρτηση με τους δύο προηγούμενους τρόπους παρουσίασης μαρτυρίας. Αυτό δεν φαίνεται από το "ένταλμα". Συναφώς, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι ικανοποιείται η επιφύλαξη του Άρθρου 22.
(δ) Η Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση είναι άκρως αντιφατική καθότι με αυτή ζητείται η πρόσβαση μόνο σε δύο υπολογιστές χωρίς να προκύπτει για ποιους δύο υπολογιστές γίνεται λόγος και επιδιώκεται πρόσβαση.
Φαίνεται ότι δεν έχει γίνει αντιληπτή η πιο πάνω Ένορκη Δήλωση από τους Αιτητές. Στη σελ. 19 της Ένορκης Δήλωσης υπάρχουν δύο αιτήματα. Το πρώτο αίτημα γίνεται στις δύο πρώτες παραγράφους μετά τον πίνακα και αφορά τα δεδομένα των τεκμηρίων που έλαβε η Αστυνομία και αφορούν τους Αιτητές και το δεύτερο αίτημα γίνεται στην προτελευταία παράγραφο και αφορά τους δύο υπολογιστές που ελήφθησαν από τον xxx xxx Kay στις 16.10.2020. (Βλέπε προς τούτο σελ. 9 της Ένορκης Δήλωσης Ξενή ημερ. 3.11.2020 και Τεκμήριο 5 στην Ένορκη Δήλωση Αιτητή, πρώτη παράγραφο σε συνδυασμό με το επισυνημμένο Παράρτημα Α.)
Τα πιο πάνω απαντούν και στην εισήγηση ότι "Το ΄"ενταλμα καμία σχέση, συνάρτηση ή διασύνδεση δεν έχει με την ένορκη δήλωση και βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με αυτή ...." Πράγματι, με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 3.11.2020 γίνεται αίτημα για απόκτηση πρόσβασης, επιθεώρησης και λήψης καταγεγραμμένου περιεχομένου επικοινωνίας αναφορικά με τα αρχεία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των δύο Αιτητών, αλλά και xxx Συλλούρη, xxx Συλλούρη και xxx Πιττάτζη ενώ στην Ένορκη Δήλωση Ξενή επί της οποίας στηρίζεται η Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα ανεπίτρεπτα, δεδομένης της αίτησης, γίνεται αίτημα για έκδοση νέου Δικαστικού εντάλματος για εξουσιοδότηση πρόσβασης, επιθεώρησης και λήψης δεδομένων καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας των πιο πάνω προσώπων από τα αρχεία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ανευρέθησαν στους δύο υπολογιστές του. (η υπογράμμιση είναι δική μου)
Είναι εμφανές ότι η ενόρκως δηλούσα εκτός από το αίτημα για πρόσβαση στα δεδομένα των Αιτητών, xxx Συλλούρη, xxx Συλλούρη και xxx Πιττάτζη πρόσθεσε και αίτημα για νέο Δικαστικό Ένταλμα πρόσβασης στους δύο υπολογιστές του xxx xxx Kay (βλ. σελ. 9 και 14 Ένορκης Δήλωσης)
Το Δικαστήριο, βεβαίως, δεν ενέκρινε τέτοιο πρόσθετο αίτημα και συνεπώς δεν τίθεται οιονδήποτε θέμα προς εξέταση.
(ε) Η Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα και η Ένορκη Δήλωση δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος είναι ελλειπής και πάσχουν από αοριστία κ.λ.π.
Η πιο πάνω εισήγηση έχει εξεταστεί νωρίτερα όταν εξετάζετο η εισήγηση υπ' αρ. 2 και απορρίφθηκε και συνεπώς δεν χρήζει περαιτέρω εξέτασης.
(στ) Το Δικαστήριο δεν προέβη το ίδιο σε εκτίμηση και αξιολόγηση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του προκειμένου να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα για το αν δημιουργείτο η απαιτούμενη από το Νόμο εύλογη υποψία ή πιθανότητα και ενήργησε μηχανικά αποδεχόμενο αβασάνιστα ως "Rubber stamp" την θέση της Αστυνομίας.
Η υπό εξέταση διαδικασία αφορούσε Αίτηση άνευ κλήσεως του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα συμφώνως του Άρθρου 21 του Νόμου Ν.92(Ι)/1996. Η εξέταση της έγινε επί τη βάσει της μαρτυρίας που προσήχθη και ήτο αυτή της Ένορκης Δήλωσης της Αστ. Ξενή ημερ. 3.11.2020.
Το Άρθρο 23(Ι) προβλέπει:
"23.(1) Ο Δικαστής δύναται να εκδώσει το αναφερόμενο στα άρθρα 21 και 22 δικαστικό ένταλμα, όπως αυτό ζητήθηκε με την αίτηση ή με τέτοιες τροποποιήσεις ή με τέτοιους όρους που ο ίδιος κρίνει αναγκαίους, εάν ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή-
(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει αδίκημα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα ή με τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης."
Το Τεκμήριο 1 που παρουσιάστηκε ενώπιον μου με την υπό εξέταση αίτηση είναι, όπως φαίνεται, Πιστόν Αντίγραφο συνταγμένου Διατάγματος. Στην Έκθεση των Αιτητών, σελ. 17 παράγρ. 24, γίνεται αναφορά σε δικηγόρο των Αιτητών που επισκέφθηκε το Πρωτοκολλητείο Αμμοχώστου μεταξύ άλλων για να επιβεβαιώσει ότι δεν υφίσταται οποιοδήποτε πρακτικό Δικαστηρίου ή άλλα έγγραφα στους φακέλους της Αίτησης 19/20 πέραν των τεκμηρίων 1-5 της Ένορκης Δήλωσης xxx Αντωνίου και Τεκμήρα 1-2 του Ενόρκως Δηλούντα Τζιοβάνη. Στις Ένορκες Δηλώσεις των δύο Αιτητών υιοθετείται η Έκθεση και επαναλαμβάνεται. Η υιοθέτηση και επανάληψη δικογράφου δεν καθιστά, βεβαίως, το περιεχόμενο του δικογράφου μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Παρατηρώ όμως ότι στην επιστολή του Δικηγόρου του, Τεκμ. 6 στην Ένορκη Δήλωση του, ότι με αυτή ο συνήγορος ζητούσε όλο το περιεχόμενο των φακέλων της Αίτησης 19/20. Αυτό επαναλαμβάνεται και στην παράγρ. 11 της Ένορκης Δήλωσης Τζιοβάνη. Με αυτά τα δεδομένα για σκοπούς εξέτασης της παρούσας αίτησης και μόνο, δέχομαι ότι εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει άλλο πρακτικό ημερ. 3.11.2020 όπου φαίνεται η εξέταση υπό του Δικαστηρίου της Αίτησης με Αρ. 19/2020 του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως φαίνεται στο ίδιο το προσβαλλόμενο Διάταγμα, τεκμ. 1 ο πρωτόδικος Δικαστής ενήργησε μηχανιστικά όταν εξέδιδε το προσβαλλόμενο Διάταγμα. Ειδικότερα σε αυτό αναφέρεται:
"ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ αφού ανέγνωσε την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε από ή εκ μέρους αιτητή και αφού άκουσε ότι ελέχθη από την Αστ. 1xx2 xxx Ξενή,
ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ......."
Η έκδοση Δικαστικού Εντάλματος πρόσβασης όπως ο ίδιος ο Νόμος προστάζει, βλ. Άρθρο 23(Ι), δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο σύμφωνα με τον ίδιο το Νόμο θα πρέπει το ίδιο να πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 23(1) και (2) καταγράφοντας προς τούτο τους λόγους για τους οποίους εξέδωσε το Διάταγμα. Εδώ δεν φαίνεται να έγινε κάτι τέτοιο.
Με βάση όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι αποδείχθηκε συζητήσιμη υπόθεση μόνο αναφορικά με τα θέματα υπό στοιχεία 1, 3(γ) και 3(στ) ανωτέρω. Παρέχεται συναφώς Άδεια καταχώρησης Αίτησης διά Κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari μόνο για τα στοιχεία αυτά.
Η Αίτηση να καταχωρηθεί εντός 20 ημερών και να οριστεί στις 11.5.2021 και ώρα 8.45 π.μ.
Τα έξοδα της παρούσας θα είναι έξοδα στην πορεία της Αίτησης δια Κλήσεως.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ