ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D183
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Αιτήσεις Αρ. 31/2020, 32/2020, 33/2020 και 34/2020)
28 Απριλίου, 2021
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.]
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 31/2020)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ
ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ
XXX ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. 8XXXX6,
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/12/19, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΥ XXX ΠΑΠΑΕΥΡΥΒΙΑΔΗ, ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 18 ΚΑΙ 19
_________________________
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 32/2020)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ
ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ XXX ΚΟΝΝΑΡΗ ΜΕ Α.Δ.Τ. 8XXXX1, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/12/19, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ
ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΥ XXX ΠΑΠΑΕΥΡΥΒΙΑΔΗ,
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ
ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 18 ΚΑΙ 19
_________________________
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 33/2020)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ
ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. 9XXXX1, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/12/19, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΥ XXX ΠΑΠΑΕΥΡΥΒΙΑΔΗ, ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 18 ΚΑΙ 19
_________________________
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 34/2020)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ
ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. 9XXX1, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/12/19, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΥ XXX ΠΑΠΑΕΥΡΥΒΙΑΔΗ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΣΤΗΝ ΟΔΟ XXX ΚΑΙ XXX XXX, XXX COURT XXX, ΔΙΑΜ. XXX, XXX, ΛΕΜΕΣΟΣ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28
________________________
Χάρης Γεωργίου, για Πελεκάνος & Πελεκάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.
Ανδρέας Αριστείδης, μαζί με ΄Αννα Ματθαίου και Έρια Παπαλοΐζου, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Αιτητές παρόντες.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Στις 15.11.2019, είδαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες για ένα «ύποπτο» όχημα, τύπου βαν, μάρκας Chevrolet, με ξένους αριθμούς εγγραφής, (το βαν), το οποίο βρισκόταν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, σε αυτό, υπήρχε εγκατεστημένος ηλεκτρονικός εξοπλισμός, ο οποίος παρείχε τη δυνατότητα παρακολούθησης, υποκλοπής και συλλογής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, ήτοι τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και γραπτών μηνυμάτων. Δημιουργήθηκαν, έτσι, υποψίες ότι τούτο χρησιμοποιείτο για κατασκοπευτικούς σκοπούς.
Περαιτέρω αποκαλύψεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έφεραν στο φως πληροφορίες ότι το βαν ανήκε σε εταιρεία υπό την ονομασία WS Wispear Systems Ltd, (η Wispear), η οποία είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Αυτή φέρεται να είναι ενταγμένη σε οργανισμό που είναι γνωστός με την επωνυμία Intellexa - The Intelligence Alliance, ισραηλινών συμφερόντων. Οι εν λόγω πληροφορίες έλεγαν, επίσης, πως η Wispear, στις 5.8.2019 και στις 14.11.2019, κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο βίντεο μικρής διάρκειας, στο οποίο συγκεκριμένος διευθύνων σύμβουλός της έδωσε συνέντευξη, κατά την οποία εξήγησε τις δυνατότητες του εξοπλισμού που ήταν εγκατεστημένος στο βαν. Αυτός φέρεται να δήλωσε πως, με τη χρήση συγκεκριμένης εφαρμογής της Intellexa, η οποία ήταν αναρτημένη στο διαδίκτυο, παρεχόταν η δυνατότητα απόκτησης πρόσβασης σε οποιοδήποτε έξυπνο τηλέφωνο σε ακτίνα 500 μέτρων από το βαν, καθώς, επίσης, η δυνατότητα παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και γραπτών μηνυμάτων. Με βάση τις ίδιες πληροφορίες, προηγουμένως, στις 16.2.2019, η Intellexa φέρεται να ανακοίνωσε στο διαδίκτυο ότι σκοπός των προαναφερθεισών δραστηριοτήτων της ήταν η δυνατότητα παροχής, σε υπηρεσίες επιβολής του νόμου και άλλες συναφείς υπηρεσίες, ολοκληρωμένης λύσης στο συγκεκριμένο τομέα. Με τις πιο πάνω ανακοινώσεις στο διαδίκτυο, η Intellexa φέρεται να διαφήμιζε τα προαναφερθέντα συστήματά της, με προοπτική την εξεύρεση αγοραστών, προφανώς, στο επίπεδο κυβερνητικών υπηρεσιών.
Η Αστυνομία, στη βάση των, ως άνω, πληροφοριών, άρχισε να προβαίνει σε διερεύνηση του όλου θέματος. Προς το σκοπό αυτό, ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα, με την εμπλοκή αστυνομικών ανακριτών και άλλων μελών της, με ειδικότητα σε θέματα ηλεκτρονικής τεχνολογίας. Ξεκίνησαν, έτσι, έρευνες προς διάφορες κατευθύνσεις. Κατ' αρχάς, εξασφαλίστηκε πρόσβαση στο πιο πάνω υλικό, που υπήρχε στο διαδίκτυο. Ακολούθως, από τις 15.11.2019 έως τις 20.11.2019, διεξήχθησαν έρευνες, δυνάμει σχετικών ενταλμάτων, αναφορικά με τη διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων[1]. Προς τον προαναφερθέντα σκοπό, ερευνήθηκαν το βαν, τα γραφεία δύο κατονομαζομένων εταιρειών, καθώς, επίσης, τα γραφεία της Wispear στη Λάρνακα, από όπου παραλήφθηκαν διάφορες ηλεκτρονικές συσκευές και συναφής ηλεκτρονικός εξοπλισμός. Σε κάποιες περιπτώσεις, έγινε και επί τόπου έλεγχος των ηλεκτρονικών υπολογιστών που ήταν εγκατεστημένοι στα γραφεία των εταιρειών στις οποίες είχε διεξαχθεί η έρευνα, περιλαμβανομένης της Wispear.
Επιπρόσθετα, στις 20.11.2019, έγινε έλεγχος, από λειτουργούς του Τελωνείου, σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης της εταιρείας Wispear, (η αποθήκη). Τα κλειδιά της βρίσκονταν στην κατοχή του φερομένου ως αντιπροσώπου της xxx Χριστοδούλου. Αυτός φέρεται να είχε ζητήσει, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκ μέρους της Wispear, άδεια για προσωρινή μετακίνηση από την αποθήκη κάποιων εμπορευμάτων. Όλα τα ανευρεθέντα στην αποθήκη αντικείμενα κατακρατήθηκαν, καθώς και δύο βαλίτσες, περιέχουσες ηλεκτρονικό εξοπλισμό, ο οποίος είχε προηγουμένως μετακινηθεί από την αποθήκη και είχε επιστραφεί στις 29.11.2019 από τον εν λόγω xxx Χριστοδούλου. Μετά και την πιο πάνω επιστροφή, δεν αναφέρεται να υπήρχαν άλλες ελλείψεις στην αποθήκη.
Ένας άλλος τομέας που κάλυψαν οι ερευνητές της Αστυνομίας αφορούσε κάποια συνεργασία, για την οποία φέρεται να είχαν συζητήσει το Νοέμβριο του 2016 η Wispear με τη διεύθυνση της εταιρείας Hermes Airport Ltd., (η Hermes). Αντικείμενο της εν λόγω συνεργασίας θα ήταν η ασφάλεια του αεροδρομίου Λάρνακας. Για τούτο, θα εγκαθίσταντο σε αυτό κάποια ηλεκτρονικά συστήματα. Στο πλαίσιο των ερευνών, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν εγκατεστημένες στην οροφή, εξωτερικά, του αεροδρομίου κεραίες δικτύου WiFi, οι οποίες συνδέονταν με συγκεκριμένη συσκευή στο εσωτερικό του. Στις συζητήσεις για τον πιο πάνω σκοπό, που συνεχίστηκαν και την περίοδο μεταξύ των ετών 2017 με 2019 με μια άλλη εταιρεία, μέλος, προφανώς, της ίδιας προαναφερθείσας ομάδας εταιρειών, και τη Hermes, μετείχε και κάποιος xxx Χριστοφόρου. Η εγκατάσταση του συστήματος φέρεται να έγινε με την εμπλοκή και του προσώπου αυτού. Ωστόσο, όπως, επίσης, αναφέρεται, το σύστημα, τελικά, δε λειτούργησε αποδοτικά, οπότε αυτό απενεργοποιήθηκε.
Στο πλαίσιο των πιο πάνω ερευνών, εκδόθηκαν, στις 19.12.2019, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, κατόπιν σχετικού αιτήματος και στη βάση κοινού όρκου, εντάλματα σύλληψης έξι συγκεκριμένων προσώπων. Μεταξύ τούτων, συγκαταλέγονταν η xxx Κονναρή, ο xxx Χριστοδούλου και ο xxx Χριστοφόρου. Εναντίον του τελευταίου εκδόθηκε, επίσης, ένταλμα έρευνας της οικίας και του αυτοκινήτου του. Κατά τον, ως άνω, ουσιώδη χρόνο, τα πιο πάνω κατονομαζόμενα πρόσωπα ήταν υπάλληλοι της Wispear. Αυτά, όταν πληροφορήθηκαν για την ύπαρξη των ενταλμάτων, έδωσαν οδηγίες σε δικηγόρους. Οι διαδικασίες για άδεια, που άρχισαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, καθ' υπόδειξη των τελευταίων, κατέληξαν στις υπό εξέταση αιτήσεις, με τις οποίες ζητείται η έκδοση ενταλμάτων certiorari, για την ακύρωση των προαναφερθέντων ενταλμάτων. Βασικοί λόγοι, επί των οποίων αυτές στηρίζονται, είναι οι ακόλουθοι δύο: Πρώτον, η μη κατάδειξη ύπαρξης εύλογης υπόνοιας αναφορικά με την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης, δυνάμει του άρθρου 18(1)[2] του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και εύλογης αιτίας αναφορικά με την έκδοση του εντάλματος έρευνας, δυνάμει του άρθρου 27(β)(ι)[3] του ιδίου Νόμου. Δεύτερον, ότι η έκδοση των εν λόγω ενταλμάτων, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, δεν ήταν αναγκαία, γενικά, αλλά και ειδικά, στη βάση της αρχής της αναλογικότητας.
Καταχωρίστηκε ένσταση, σε σχέση με κάθε μια από τις τέσσερις αιτήσεις, οι οποίες, λόγω της κοινής πραγματικής βάσης τους, εξετάστηκαν μαζί ως μία υπόθεση. Κατά το στάδιο της ετοιμασίας της απόφασης, ο συνήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα πληροφόρησε, στις 28.1.2021, το Δικαστήριο ότι δεν επιμένει στην ένστασή του στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 32/2020, εκ μέρους της xxx Κονναρή. Συνακόλουθα, αυτή θα τύχει του ανάλογου χειρισμού κατά το στάδιο της έκδοσης της απόφασης. Υπό το φως της πιο πάνω εξέλιξης, στη συνέχεια, θα εξεταστούν μόνο οι αιτήσεις των xxx Χριστοδούλου και xxx Χριστοφόρου, (οι αιτητές).
Είναι γεγονός ότι η Intellexa και οι συν αυτή εταιρείες, περιλαμβανομένης της Wispear, κατέστησαν γνωστό στο ευρύ κοινό την κατοχή από αυτές του προαναφερθέντος ηλεκτρονικού εξοπλισμού και τις δυνατότητές του για την υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και μηνυμάτων. Οι έρευνες της Αστυνομίας έδειξαν ότι, στην πορεία, έγινε και δοκιμαστική χρήση τους, που είχε ως αποτέλεσμα τη συλλογή τέτοιων στοιχείων που αναφέρονται πιο πάνω. Το γεγονός, βέβαια, της δημοσιοποίησης, ως ανωτέρω, των εν λόγω δραστηριοτήτων δε νομιμοποιούσε οποιοδήποτε πρόσωπο που εμπλεκόταν σε αυτές να ενεργεί κατά παράβαση των νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι πιο πάνω παρατηρήσεις αφορούν, κατά κύριο λόγο, τις προαναφερθείσες εταιρείες, οι οποίες δεν εμπλέκονται, άλλως πως, στην παρούσα διαδικασία.
Η εξέταση που ακολουθεί αφορά, αποκλειστικά, τους αιτητές. Στα εντάλματα σύλληψης που εκδόθηκαν, σε σχέση με τον κάθε έναν από αυτούς, αναφέρεται, ως τελική κρίση του Δικαστηρίου, ότι, υπό το φως της ενώπιόν του μαρτυρίας και των προαναφερθέντων νομοθετικών κριτηρίων, «το αναφερόμενο πρόσωπο ενέχεται στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων ...». Ανάλογη αναφορά γίνεται και σε σχέση με το ένταλμα έρευνας, δηλαδή πως τα υπό αναζήτηση αντικείμενα «σχετίζονται άμεσα και έμμεσα με τα ... υπό διερεύνηση αδικήματα.» Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά είναι στα δεκατρία αδικήματα που αναφέρονται στα εκδοθέντα εντάλματα, αναφορά που υπήρχε και στον κοινό όρκο. Ωστόσο, μόνο έξι αδικήματα αναφέρονται, συγκεκριμένα, στα εν λόγω έγγραφα, με παραπομπή και στα άρθρα του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, που φέρεται να στοιχειοθετούν το κάθε ένα από αυτά. Για τα άλλα επτά, γίνεται αναφορά μόνο σε κάποιους νόμους και σε κάποια άρθρα τους, χωρίς να γίνεται αναφορά στα αδικήματα που φέρεται να στοιχειοθετούνται από αυτά και για τα οποία, επίσης, διεξαγόταν η έρευνα.
Υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων, το ερώτημα το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο, στον κοινό όρκο που υποστήριζε το αίτημα έκδοσης των συγκεκριμένων ενταλμάτων, υπήρχε μαρτυρία, στη βάση της οποίας αποκαλυπτόταν η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι οποιοσδήποτε από τους αιτητές ενεχόταν «σε υπόθεση που αφορά στα αδικήματα», δηλαδή τα δεκατρία υπό διερεύνηση αδικήματα, ή εύλογης αιτίας πως οτιδήποτε αναζητείτο σχετιζόταν με τη διάπραξη των ιδίων αυτών αδικημάτων. Σημαντική για τη συζήτηση που ακολουθεί είναι, ειδικά, η πρόνοια στο άρθρο 18(1) του Κεφ. 155, που αναφέρεται σε «εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα». Το ίδιο σημαντική είναι και η πρόνοια στο άρθρο 27(β) του Κεφ. 155, στο οποίο γίνεται αναφορά σε εύλογη αιτία να πιστεύεται πως οτιδήποτε «θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος·».
Ο βαθμός στον οποίο το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί για τη διάπραξη αδικήματος, προκειμένου να εκδώσει οποιοδήποτε από τα προαναφερθέντα εντάλματα, είναι ο ελάχιστος, όπως προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα. Ωστόσο, το αδίκημα σε σχέση προς το οποίο τα πιο πάνω κριτήρια τυγχάνουν εφαρμογής πρέπει, οπωσδήποτε, να καθορίζεται συγκεκριμένα στον όρκο και, εν συνεχεία, στο ίδιο το ένταλμα και, με ανάλογη μαρτυρία, να συσχετίζεται ο ύποπτος ή τα αναζητούμενα αντικείμενα, αναλόγως της περίπτωσης, με τη φερόμενη διάπραξή του. Στην περίπτωση κατά την οποία υπό διερεύνηση είναι μόνο ένα αδίκημα, ο συσχετισμός που αναφέρεται πιο πάνω μπορεί να επιτευχθεί με σχετική ευκολία. ΄Οταν, όμως, υπό διερεύνηση είναι αδικήματα πέραν του ενός, οι πιο πάνω παρατηρήσεις ισχύουν για το κάθε ένα αδίκημα ξεχωριστά. Δεν είναι αρκετό να γίνεται γενική αναφορά σε αδικήματα που φέρεται να έχουν διαπραχθεί κατά παράβαση συγκεκριμένων νόμων, χωρίς ο ύποπτος ή τα αναζητούμενα αντικείμενα να συσχετίζονται, συγκεκριμένα, με κάποιο ή κάποια από αυτά. Ούτε εναπόκειται, βέβαια, στο δικαστήριο να αναζητά το ίδιο, από αριθμό αδικημάτων που αναφέρονται στον όρκο, το αδίκημα ή τα αδικήματα που εμπλέκονται, ως ανωτέρω, όταν τούτο δεν προσδιορίζεται, συγκεκριμένα, στη μαρτυρία που παρατίθεται σε αυτό.
Στην υπόθεση Εταιρεία ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 133/2018, 17.12.2018, που αφορούσε εξέταση κατά πόσο δικαιολογείτο η έκδοση εντάλματος certiorari σε συγκεκριμένη περίπτωση, κρίθηκε πως: «Η μη σύνδεση ή συσχέτιση του αντικειμένου με το αδίκημα ... αποβαίνει μοιραία για την τύχη του αιτήματος.», ήτοι για την έκδοση του εντάλματος έρευνας. Το ίδιο, ασφαλώς, ισχύει και όταν η μαρτυρία δε συνδέει το υποκείμενο εντάλματος σύλληψης, δηλαδή τον ύποπτο, με το υπό διερεύνηση αδίκημα.
Στην παρούσα υπόθεση, δεν αναφέρεται στον όρκο ποιο ήταν το αδίκημα ή τα αδικήματα που διερευνώνταν από την Αστυνομία, για τον κάθε έναν από τους αιτητές ή τα αναζητούμενα αντικείμενα, σε σχέση προς τα οποία το Δικαστήριο καλείτο να εφαρμόσει τα προαναφερθέντα κριτήρια. Εν ολίγοις, το Δικαστήριο εξέδωσε τα εντάλματα σύλληψης, χωρίς να ήταν δυνατό, γι' αυτό, να στρέψει την προσοχή του σε συγκεκριμένη μαρτυρία, στη βάση της οποίας να εξέταζε κατά πόσο υπήρχε εύλογη υπόνοια να πιστεύεται, κατά το άρθρο 18(1) του Κεφ. 155, ότι οι αιτητές ενέχονταν στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, από τα δεκατρία που αναφέρονται στα εντάλματα. Το ίδιο σχόλιο ισχύει και για το κατά πόσο υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται, κατά το άρθρο 27(β)(ι) του Κεφ. 155, πως οτιδήποτε που υπήρχε στην οικία και στο αυτοκίνητο του δεύτερου αιτητή θα παρείχε απόδειξη για τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα εν λόγω αδικήματα. Σημειώνεται πως η τελευταία αυτή πτυχή της παρούσας υπόθεσης προσομοιάζει με την περίπτωση που αφορούσε η προαναφερθείσα υπόθεση από τη νομολογία.
΄Οσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, ανωτέρω, σε κατάληξη, αναφέρεται στον όρκο ότι η σύλληψη καθενός από τους υπόπτους, περιλαμβανομένων των πιο πάνω κατονομαζομένων προσώπων, «είναι ευλόγως αναγκαία προς αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους λήφθηκαν καταθέσεις ή/και είναι απαραίτητο και αναγκαίο να ληφθούν καταθέσεις, προσυνεννόησης των υπόπτων μεταξύ τους, απόκρυψης/καταστροφής ή/και διάθεσης τεκμηρίων που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τα αδικήματα της υπόθεσης, διαφυγής των υπόπτων στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές ή στο εξωτερικό και επέμβασης στο έργο της δικαιοσύνης.»
΄Οπως προκύπτει από τις πιο πάνω δηλώσεις, είναι προφανές πως ο σκοπός των υπό αναφορά ενταλμάτων σύλληψης δεν ήταν η εξυπηρέτηση της έρευνας που διενεργείτο, η οποία φαίνεται να είχε ολοκληρωθεί μέχρι τότε. Δεν αναφέρεται, άλλωστε, οτιδήποτε στον όρκο, υπό μορφή μαρτυρίας, που να δικαιολογούσε τη σύλληψη των υπόπτων ή την έρευνα της οικίας και του αυτοκινήτου του δευτέρου εξ αυτών, προς διευκόλυνση των ερευνών που διεξάγονταν, σχετικά. Επομένως, δεν καταδεικνύεται η αναγκαιότητα για σύλληψή τους ή η αναγκαιότητα για έρευνα σε σχέση με το δεύτερο αιτητή για τον πιο πάνω αναφερόμενο σκοπό. Ειδικά, ως προς τα εντάλματα σύλληψης, θα επιδιωκόταν, μάλλον, ο περιορισμός των αιτητών, με σκοπό, στη συνέχεια, αυτοί να οδηγούνταν ενώπιον δικαστηρίου, για να δικάζονταν· η κράτησή τους θα σκοπούσε στη διασφάλιση διεξαγωγής της δίκης. Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται πως αίτημα το οποίο υποβλήθηκε την επομένη της έκδοσης των ενταλμάτων σύλληψης, 20.12.2019, για προσωποκράτηση των αιτητών απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Προφανώς, ούτε και στη διεξαχθείσα στο πλαίσιο εκείνο δίκη προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία, η οποία να δικαιολογούσε τη συνέχιση της κράτησής τους.
Στον όρκο, αναφέρονται και τα εξής, αμέσως μετά το απόσπασμα που έχει, ήδη, παρατεθεί: «Η έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης και η σύλληψη των υπόπτων είναι αναγκαία για την αποτελεσματική διερεύνηση των πιο πάνω αδικημάτων.» Η τελευταία αυτή δήλωση δεν προκύπτει από το περιεχόμενό των, ούτως ή άλλως, απαράδεκτα, διαζευκτικών και αστήρικτων προηγηθεισών δηλώσεων. Ιδωμένη δε τούτη με τους δικούς της όρους, αναμφίβολα, είναι πολύ γενική και δε θα ήταν δυνατό, στη βάση αυτής και μόνο, να εκδοθούν τα υπό αναφορά εντάλματα. Με άλλα λόγια, η εν λόγω δήλωση δεν υποστηριζόταν από οποιαδήποτε μαρτυρία, από την οποία να διαφαινόταν η αναγκαιότητα έκδοσης των ενταλμάτων, για το λόγο που αναφερόταν σε αυτή.
Σε κατάληξη, τα υπό αναφορά εντάλματα εκδόθηκαν από το Δικαστήριο καθ' υπέρβαση των εξουσιών που παραχωρούνται σε αυτό από τις πρόνοιες του προαναφερθέντος Νόμου, ώστε να δικαιολογείται η ακύρωσή τους. Το δικαίωμα της ελευθερίας και το δικαίωμα του απαραβίαστου της κατοικίας ενός προσώπου δεν τίθενται σε κίνδυνο, στη βάση αορίστων και ασαφών ισχυρισμών, όπως εν προκειμένω, όσο δύσκολο και αν είναι, σε κάθε περίπτωση, το έργο των ανακριτικών αρχών.
Για τους λόγους, λοιπόν, που αναφέρονται πιο πάνω, εκδίδεται ένταλμα certiorari στην κάθε μια από τις Πολιτικές Αιτήσεις Αρ. 31/2020, 33/2020 και 34/2020, με το οποίο ακυρώνεται το ένταλμα στο οποίο αυτή αφορά. Επίσης, με δεδομένη την προαναφερθείσα τοποθέτηση της πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα, εκδίδεται, εκ συμφώνου, ένταλμα certiorari, με το οποίο ακυρώνεται και το ένταλμα σύλληψης στο οποίο αφορά η Πολιτική Αίτηση Αρ. 32/2020.
΄Οσον αφορά τα έξοδα, αυτά επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα. Να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ο υπολογισμός τους δε να γίνει για κάθε αίτηση ξεχωριστά, μέχρι του σταδίου που αυτές τύγχαναν ξεχωριστής μεταχείρισης.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
[1] Επρόκειτο για το αδίκημα των άρθρων 3, 4 και 5 του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, (Ν. 92(Ι)/1996), και το αδίκημα των άρθρων 305 και 367 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
[2] «18. - (1) ΄Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ..., ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα ... το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.»
[3] «27. ΄Οταν δικαστής ικανοποιείται δι' εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -
(α) ................................................................................................................................................................
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος· ή
(γ) ...............................................................................................................................................................,
ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα ..., που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό -
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο· ...»