ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Σάντης, Νικόλας Ασπασία Ευσταθίου (κα) για Ε. Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, Για τους Εφεσείοντες Μιχάλης Φλωρίδης για Μιχάλη Γ. Φλωρίδη amp;amp;amp; ΣΙΑ ΔΕΠΕ, Για την Εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-04-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΟΡΦΑΝΙΔΗ κ.α. v. S. amp;amp; G. SECURITIES AND GENERAL FINANCE LTD , Πολιτική Έφεση Αρ. 302/2013, 8/4/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A132

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 302/2013

 

 

8 Απριλίου, 2021

 

[Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Ν. ΣΑΝΤΗ, ΔΔ]

 

1.    XXX XXX ΟΡΦΑΝΙΔΗ

2.   XXX XXX ΟΡΦΑΝΙΔΗ

Εφεσείοντες/Εναγομένοι

ΚΑΙ

S. & G. SECURITIES AND GENERAL FINANCE LTD

              Εφεσίβλητη/Ενάγουσα

 

----------------------

 

Ασπασία Ευσταθίου (κα) για Ε. Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, Για τους Εφεσείοντες

Μιχάλης Φλωρίδης για Μιχάλη Γ. Φλωρίδη & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, Για την Εφεσίβλητη                    

         

                                                --------------------

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ:  Η εφεσίβλητη στις 29/11/1991 εξασφάλισε απόφαση στην Αγωγή Αρ. 9410/91, Ε.Δ. Λευκωσίας, εναντίον των Εφεσειόντων/Εναγομένων 1 και 2 και της εταιρείας FANTASIA SHOES LTD (Εναγόμενης 3) ομού και κεχωρισμένα για το ποσό των Λ.Κ.5.200 (το αντίστοιχο σε €8.884,73), εντόκως προς 9% ετησίως από 10/4/1991 πλέον Λ.Κ.159,15 (το αντίστοιχο σε €271,92), δικηγορικά έξοδα, εντόκως προς 6% ετησίως από 28/11/1991 μέχρι πλήρους εξόφλησης. 

 

Την 1/7/2013 η εφεσίβλητη καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποίαν ζητούσε άδεια εκτέλεσης της πιο πάνω απόφασης για περίοδο τριών ετών από την έκδοση του διατάγματος, στη βάση της Δ.40 θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.   Κατόπιν οδηγιών του πρωτόδικου Δικαστηρίου η αίτηση επιδόθηκε στους εφεσείοντες οι οποίοι και καταχώρησαν ένσταση.  Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια ενέκρινε την αίτηση.

 

Οι εφεσείοντες με την υπό κρίση έφεση  αμφισβητούν την πρωτόδικη  κρίση με τρεις λόγους.

 

Με τον πρώτο προβάλλεται η θέση περί μη ικανοποίησης των  προϋποθέσεων έκδοσης του διατάγματος εκτέλεσης της απόφασης, με τον δεύτερο ότι η απόφαση αντίκειται στη νομολογία και με τον τρίτο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το θέμα παράτασης της ισχύος του memo, που κατατέθηκε επί της περιουσίας της εφεσείουσας/εναγομένης 2,  θεωρώντας το άσχετο με το υπό εξέταση θέμα.

 

Ενόψει συνάφειας των λόγων έφεσης  που ουσιαστικά περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα της μη ικανοποίησης των κριτηρίων που έθεσε η νομολογία για επιτυχία αίτησης στη βάση της Δ.40 θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, θα εξεταστούν μαζί.

 

Οι εισηγήσεις των εφεσειόντων ως προς τη μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων,  όπως προωθήθηκαν πρωτοδίκως και κατ'  έφεση, έχουν ως κύριο άξονα την καθυστέρηση από πλευράς εφεσίβλητης προώθησης της αίτησης για άδεια εκτέλεσης,  που δεν έχει δικαιολογηθεί με τη λήψη μέτρων εκτέλεσης, με αποτέλεσμα η έγκριση της αίτησης να προκαλεί δυσμενή επηρεασμό στους εφεσείοντες.   

 

Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση των εκατέρωθεν εισηγήσεων  κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε την πρωτόδικη κρίση επί της εισήγησης για καθυστέρηση, ενόψει των 22 χρόνων  που μεσολάβησαν μέχρι την καταχώριση της αίτησης, επί της οποίας δόθηκε έμφαση από τους εφεσείοντες:

 

«Όσον αφορά τον χρόνο που έχει παρέλθει από την έκδοση της απόφασης, είναι γεγονός ότι πρόκειται για μεγάλο χρονικό διάστημα εντός του οποίου δεν έχει καταστεί δυνατή η εκτέλεση της απόφασης.  Εν τούτοις, δεν έχει διαφανεί από τα ενώπιόν μου στοιχεία ότι οι ενάγοντες σκόπιμα ή κακόβουλα καθυστέρησαν στην εκτέλεση της απόφασης και ότι με την προώθηση της παρούσας αίτησης για άδεια εκτέλεσης ενεργούν καταχρηστικά.  Όπως έχει νομολογηθεί, η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου για αναστολή ή απόρριψη υπόθεσης λόγω κατάχρησης της διαδικασίας χωρεί μόνο εφόσον απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου και όταν εγείρεται ζήτημα κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο πρέπει να βεβαιώνεται ότι η περίπτωση είναι εμφανώς και έντονα καταχρηστικής φύσης, ώστε να δικαιολογείται η καταστολή της με το κατάλληλο μέτρο (βλ. μεταξύ άλλων Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, Beogradska D.D. (1996) 1 A.A.D. 911, Pambos & Kostakis Moleskis Trading Ltd κ.α. v. Melpomeni Hotel Apartments Ltd, Ποινική Έφεση Αρ. 163/2009, ημερ. 19.9.2011).  Όπως έχω προαναφέρει, κάτι τέτοιο δεν έχει καταδειχθεί στην προκειμένη περίπτωση.»

 

 

Παραθέτουμε επίσης και το απόσπασμα από την απόφαση ως προς τον τρόπο χειρισμού από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου της εισήγησης περί παράλειψης από πλευράς εφεσίβλητης λήψης  μέτρων προς το σκοπό ικανοποίησης της απόφασης:

 

«Επιπλέον, γίνεται αναφορά στην ένορκη δήλωση εκ μέρους των αιτητών ότι μέχρι σήμερα η απόφαση δεν κατέστη δυνατόν να εκτελεστεί, παρά τις διάφορες προσπάθειες και τα μέτρα εκτέλεσης που έχουν κατά καιρούς ληφθεί, ενώ παρατίθεται και ο αριθμός του ΜΕΜΟ που ενεγράφη επί ακίνητης ιδιοκτησίας της εναγομένης 2 το 1999, σε σχέση με την οποία ήδη εκκρεμεί στο Κτηματολόγιο ένταλμα πώλησης σε άλλη, παλαιότερη, αγωγή των εναγόντων εναντίον της ίδιας εναγομένης.  Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στη θέση της εναγομένης 2 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση ότι από την αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει 'εξάγεται' ότι ουδεμία ενέργεια εκτέλεσης της απόφασης έχει ληφθεί.  Πέραν του ότι δεν αναμένεται από τον εξ αποφάσεως πιστωτή να έχει εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα μέτρα εκτέλεσης προκειμένου να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι δικαιούται ανανέωση της απόφασης, σημειώνω ότι η Διαταγή 40 θ. 8 δεν θέτει ως προϋπόθεση για έγκριση αίτησης για ανανέωση την αναλυτική παράθεση από τον αιτητή όλων των μέτρων εκτέλεσης που έχει λάβει μέχρι την ημερομηνία της αίτησης. .»

 

 

Ειδικότερα,  οι  εφεσείοντες, σ' όσον αφορά το θέμα της καθυστέρησης στην προώθηση της αίτησης, προβάλλουν ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις ορθές νομικές αρχές που πλαισιώνουν το ζήτημα της καθυστέρησης, εν τούτοις, λανθασμένα,  παρέλειψε να το εξετάσει επαρκώς και να του προσδώσει την αρμόζουσα βαρύτητα.  Εισηγούνται  περαιτέρω   ότι η καθυστέρηση, σε συνάρτηση με την παράλειψη  λήψης μέτρων για εκτέλεση της απόφασης και για παράταση της ισχύος του memo, ισοδυναμεί με ασύγγνωστη αμέλεια και αδιαφορία από πλευράς της εφεσίβλητης καθώς επίσης και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, στοιχεία καταλυτικά για την τύχη της  αίτησης.

 

Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης ο οποίος υποστήριξε πλήρως την πρωτόδικη απόφαση σε όλες τις πτυχές της, τονίζοντας την ευρεία διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου που του παρέχει η νομολογία. 

 

Η εμβέλεια της Δ.40 θ.8, των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών,  επί της οποίας βασίζετο η αίτηση, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην πρόσφατη υπόθεση Σταυρινίδης ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 367/12, ημερ. 17.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:A11, κατόπιν ανασκόπησης της μέχρι τότε νομολογίας συνοψίστηκαν οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση αίτησης στη βάση της Δ.40 θ.8 ως εξής:

 

«Είναι επίσης θεμελιωμένο πως, είτε μονομερώς καταχωρηθεί η αίτηση είτε δια κλήσεως, ο αιτητής δέον να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για συγκεκριμένες προϋποθέσεις και δη στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση πρέπει να προσδιορίζεται η ημερομηνία και το αρχικό ποσό της απόφασης καθώς και το οφειλόμενο ακόμη υπόλοιπο.   Περαιτέρω πρέπει να τεκμηριώνεται ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης.  Προσθέτως δέον να αιτιολογείται η καθυστέρηση και να διαφαίνεται πως δεν επηρεάζεται δυσμενώς ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης.  (ΒλBiochemie Rose Ltd κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου ECLI:CY:AD:2018:A264, Πολ.εφ.11/2013, 1.6.2018).

 

Στη ΣΠΕ Κοντέας vMιχαήλ, (2012)1Β Α.Α.Δ.1604 αναφέρθησαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

 

"Η ίδια η Δ.40 Κ. 8 δεν απαριθμεί τα κριτήρια που το δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη προτού ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να διατάξει την ανανέωση μιας απόφασης. Όμως όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω διάταξης, ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι δικαιούται εκτέλεσης και το όλο πνεύμα της νομολογίας είναι ότι έχει ο αιτητής το βάρος απόδειξης. Επομένως η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το βάρος δεν πρέπει να είναι στον αιτητή για ανανέωση της απόφασης (εδώ τους εφεσείοντες) δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Στην υπόθεση Panaou vChristofi (1963) 2 C.L.R. 19, 23 γενικά με το θέμα εκτέλεσης μιας απόφασης λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«The execution of a judgment is a matter under the Court's supervision and control, and cannot be allowed to be used for purposes of unnecessary oppression as the circumstances of the present case would seem to suggest, or, indeed, for any purpose, other than the proper satisfaction of the Court's judgment, under the Court's control."

 

Τα κριτήρια που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αναφέρονται σε αγγλικά συγγράμματα όπου ερμηνεύθηκε παρόμοια πρόνοια των αγγλικών θεσμών. (βλ. The Annual Practice 1958 σελ. 1019-1020). Θα πρέπει η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση να περιέχει τα εξής στοιχεία: (α) Την ημερομηνία, το αρχικό ποσό της απόφασης και το οφειλόμενο ακόμα ποσό, (β) ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης και (γ) να αιτιολογεί την καθυστέρηση.

 

Από αριθμό αγγλικών αποφάσεων (βλ. μεταξύ άλλων W.T.Lamb & Sons vRider [1948] 2 All E.R. 402, Good Challenger Nevugante SA vMetalexportimport SA [2003] Q.B. 471, Duer vFrazer (2001) 1 All E.R. 249 και Patel vSingh [2002] EWCA 1668) φαίνεται ότι ο κανόνας είναι ότι η διακριτική ευχέρεια πρέπει να είναι ενάντια της έγκρισης της αίτησης μετά την παρέλευση των 6 ετών (τώρα 10) εκτός αν υπάρχουν τέτοια γεγονότα που η δικαιοσύνη εξυπηρετείται καλύτερα με την έγκριση της αίτησης.

 

Στην υπόθεση Pater vSingh (πιο πάνω) λέχθηκε ότι προτού δοθεί άδεια για εκτέλεση μετά τα 6 χρόνια ο εξ αποφάσεως πιστωτής θα πρέπει να δώσει στο δικαστήριο ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση ενώ αντίθετα ο εξ αποφάσεως χρεώστης δεν έχει υποχρέωση να δείξει δυσμενή επηρεασμό εξαιτίας της καθυστέρησης. Με δεδομένο ότι μετά τα 6 χρόνια δεν επιτρέπεται εκτέλεση χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ο αιτητής υποχρεούται να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις οι οποίες θέτουν την υπόθεση σε ασύνηθες πλαίσιο (take the case out of the ordinary) ούτως ώστε να είναι δίκαιο όπως δοθεί η άδεια για ανανέωση της απόφασης.

 

 

Στη δε Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδης κ.ά. (2012)1Β Α.Α.Δ. 1218 ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση ότι οι εφεσείοντες/αιτητές θα έπρεπε να είχαν καταδείξει την ύπαρξη ειδικών περιστάσεων, παρατηρώντας ότι «κάτι τέτοιο δεν επιβάλλει, ούτε δικαιολογεί τη Δ.40 θ.8 στην οποία αναγράφεται απλώς ότι ο αιτών διάδικος θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι δικαιούται να εκτελέσει την υπέρ του απόφαση». 

 

Σε μεταγενέστερη υπόθεση Κτωρίδης ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, πολ.εφ.290/10, 19.6.2014αφού αναφέρθησαν και αναλύθησαν οι προηγούμενες αποφάσεις καθώς και αριθμός αγγλικών αυθεντιών, το Εφετείο κατέληξε πως «η λυδία λίθος για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, και το πιο σημαντικό κριτήριο, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη (βλ. Westacre Investments Inc. v. Yugoimport SDPR [2008] EWHC 801 και Good Challenger Navegante SA v. Mineralexportimport SA [2004] 1 Lloyd΄s Rep. 67)».  Ως τέτοιος προσδιορισμός του δυσμενούς επηρεασμού θα πρέπει να θεωρείται πως ο εξ αποφάσεως πιστωτής αφήνει τον εξ αποφάσεως οφειλέτη να πιστεύει πως η απραξία του σημαίνει πως δεν πρόκειται να εκτελέσει.»

 

Η πιο πάνω νομική προσέγγιση υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη υπόθεση Astrapi Commission Agents Ltd κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. Ε107/13, ημερ. 21.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:A50, στην οποία τονίστηκε επιπρόσθετα ότι «ως απόσταγμα της σχετικής νομολογίας το κρίσιμο στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και το πιο καθοριστικό κριτήριο, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη.»

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις των δικηγόρων των διαδίκων υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης, όπως τέθηκαν πρωτόδικα με την Ένορκη Δήλωση που συνόδευε την αίτηση.

 

Συνιστούν  αδιαμφισβήτητα γεγονότα η έκδοση της απόφασης εναντίον των εφεσειόντων, η μη εξόφληση της ή οποιουδήποτε μέρους της και η κατάθεση memo το 1999 επί της περιουσίας της εφεσείουσας/εναγόμενης 2, προς τον σκοπό εκτέλεσης της απόφασης.

 

Είναι φανερό από τα γεγονότα αυτά ότι η εφεσίβλητη δεν επιδίωξε απλώς την έκδοση απόφασης αλλά προέβη και σε διαβήματα εκτέλεσης της απόφασης με την κατάθεση  του memo.

 

Οι εφεσείοντες,  ως προς το συγκεκριμένο μέτρο εκτέλεσης, εισηγούνται ότι η λήξη από τη μια της ισχύος του και η μη ανανέωση του από την άλλη  ήταν αρνητικά στοιχεία για την επιτυχία της αίτησης,  που δεν έλαβε καθόλου υπόψη το Δικαστήριο, θεωρώντας τα  ως άσχετα με το υπό εξέταση  ζήτημα.  Το Δικαστήριο έκρινε αποφασιστικής σημασίας κατά την εξέταση του κριτηρίου της καθυστέρησης, το γεγονός της κατάθεσης του memo που ναι μεν η ισχύς του είχε λήξει αλλά στη βάση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του,  η εφεσίβλητη με την έγκριση της αίτησης για εκτέλεση της απόφασης  θα προέβαινε σε διαβήματα παράτασης της ισχύος του ή και λήψης περαιτέρω μέτρων εκτέλεσης. Προσθέτει δε, ότι  η έγκριση της αίτησης για παράταση της ισχύος του,  είναι ζήτημα που αφορούσε το αρμόδιο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου τέθηκε η αίτηση.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι η εισήγηση των εφεσειόντων περί λανθασμένης διαπίστωσης ανανέωσης του memo μέχρι 11/10/2013 δεν ευσταθεί.  ΄Ο,τι αναφέρει το Δικαστήριο για την ημερομηνία 11/10/2013 είναι απλώς  «ότι εκκρεμεί σχετική αίτηση, στην οποία γίνεται αναφορά ότι η εγγραφή του συγκεκριμένου  ΜEMO λήγει στις 11.10.2013....».   Ο ισχυρισμός περί ανανέωσης της ισχύος του μέχρι τις 11/10/2013, προβλήθηκε από την εφεσίβλητη μέσω του περιγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου της στην παρούσα έφεση και δεν ήταν μέρος των γεγονότων που περιέχοντο στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, εξού και το πρωτόδικο δικαστήριο δεν τον εξέτασε.  Ως εκ τούτου  η θέση αυτή της εφεσίβλητης  δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη  κατ' έφεση.

 

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφασιστικής  σημασίας για το υπό εξέταση θέμα ήταν η λήψη μέτρου εκτέλεσης, δηλαδή η κατάθεση του memo ενώ η παράταση του ή όχι δεν αφορούσε τη διαδικασία ενώπιον του.

 

Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια  που αν και αναγνωρίζει ότι υπήρξε καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης,  εν τούτοις δεν την απέδωσε σε κακόβουλη ή καταχρηστική συμπεριφορά της εφεσίβλητης, θεωρώντας τη δικαιολογημένη, ενόψει εκκρεμότητας εντάλματος πώλησης της περιουσίας της εναγόμενης 2 στο Κτηματολόγιο, στα πλαίσια διαδικασίας άλλης Αγωγής. 

 

Ούτε η εισήγηση των εφεσειόντων περί λανθασμένης αντίκρυσης από πλευράς Δικαστηρίου του κριτηρίου της δυσμενούς βλάβης τους σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης, εντασσόμενη στα πλαίσια εξέτασης της καθυστέρησης,  μας βρίσκει σύμφωνους. 

 

Η θέση που προώθησαν πρωτόδικα για το θέμα ήταν ότι η βλάβη προέκυπτε από τη διάλυση της εναγόμενης 3 κατά τον διαρρεύσαντα χρόνο  από την εγγραφή του memo.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση τονίζοντας το μεγάλο χρόνο που απαιτείται για υλοποίηση μέτρων εκτέλεσης που σχετίζονται με ακίνητη περιουσία, προσθέτοντας ότι  «η όποια ανικανότητα της εναγόμενης 3 εταιρείας να καταβάλει το εξ αποφάσεως χρέος για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί πρόκληση βλάβης στους εναγομένους 1 και 2 ένεκα συμπεριφοράς ή καθυστέρησης των εναγόντων», υπενθυμίζοντας ότι η απόφαση είχε εκδοθεί εναντίον και των τριών εναγομένων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα.

 

Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτόν στην πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενόψει των δεδομένων ενώπιον του.   Η θέση περί ανικανότητας της εναγομένης 3 να ξοφλήσει την εναντίον της απόφαση δεν απαλλάσσει τους εφεσείοντες από την δική τους υποχρέωση ικανοποίησης της εναντίον τους απόφασης, που συνεχίζει να υφίσταται στη βάση των αδιαμφισβήτητων γεγονότων. Σημειώνεται ότι το κριτήριο προσδιορισμού του δυσμενούς επηρεασμού που καθιέρωσε η νομολογία δεν είναι όπως το αντιλαμβάνονται οι εφεσείοντες.   Στην υπόθεση Κτωρίδη (ανωτέρω) τονίστηκε ότι «δυσμενής επηρεασμός» θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που ο εξ αποφάσεως πιστωτής δίνει με την απραξία του στον χρεώστη την εντύπωση πως δεν πρόκειται να εκτελέσει την απόφαση.

Ενόψει όλων των πιο πάνω κρίνουμε ότι οι προϋποθέσεις προς άσκηση της διακριτικής ευχέρειας παροχής άδειας για εκτέλεση δικαστικής απόφασης ερμηνεύθηκαν και εφαρμόστηκαν ορθά εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εντός των θεμιτών πλαισίων.  Δεν τέθηκε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης κατάληξης.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.

                     

                                                                               Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                                            Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

/Α.Λ.Ο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο