ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2021:8
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11/2020
22 Απριλίου 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ
Εφεσείουσας
ΚΑΙ
xxx ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ
Εφεσίβλητου
---------
Στέφανος Σκορδής μαζί με Άντρεα Ιωαννίδη (κα) για Σκορδή & Στεφάνου, για εφεσείουσα
Μάνος Χατζηδάκης για κ. Αντρέα Δανό, για εφεσίβλητο
--------------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη απόφαση και θα δοθεί από τη Δικαστή Α. Πούγιουρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ: Η εφεσείουσα γεννήθηκε στις x/x/1997. Κατόπιν λύσεως του γάμου των γονέων της ο εφεσίβλητος διατάχθηκε στις 18/10/2012 από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 10/10 να πληρώνει το ποσό των €467,50 μηνιαίως ως συνεισφορά του για τη διατροφή της ανήλικης τότε εφεσείουσας, η οποία συνέχισε να διαμένει με τη μητέρα της και άλλα €467.50 για την ανήλικη αδελφή της.
Μετά την ενηλικίωση της, η εφεσείουσα επιδίωξε με αίτηση της ημερομηνίας 12/8/2016 στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας την έκδοση διατάγματος όπως ο εφεσίβλητος της καταβάλλει το ποσό των €1.000 μηνιαίως για τη συντήρηση, μόρφωση και διατροφή της προκειμένου να καταστεί δυνατή η φοίτηση της στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου και συγκεκριμένα στο τμήμα λογοθεραπείας, τετραετούς φοίτησης. Ο εφεσίβλητος αντέδρασε με την καταχώρηση ένστασης και η αίτηση προχώρησε σε ακρόαση στη βάση ανταλλαγής εγγράφως της μαρτυρίας των διαδίκων, σύμφωνα με τις πρόνοιες της νέας Δ.30 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και χωρίς να υπάρξει αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Ο εφεσίβλητος εκτός από τη δική του ένορκη δήλωση καταχώρησε επιπρόσθετα και έγγραφη μαρτυρία του πατέρα του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ασχολήθηκε κατ' αρχάς με την οικονομική κατάσταση του εφεσίβλητου. Αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία διαπίστωσε ότι οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας περί οικονομικής ευρωστίας του εφεσίβλητου υπήρξαν γενικοί και αόριστοι, αποδεχόμενο τη θέση του τελευταίου και του πατέρα του περί οικονομικών δυσκολιών της όλης οικογένειας λόγω οικονομικής κατάρρευσης της οικογενειακής επιχείρησης. Προέβη στη συνέχεια σε άλλες επιμέρους διαπιστώσεις με τις οποίες θα ασχοληθούμε κατωτέρω.
Κατέληξε δε, με αναφορά στη σχετική νομοθεσία, άρθρο 33(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/1990) («ο Νόμος»), και νομολογία (βλ. Χρίστου ν. Χρίστου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1891, Βουνού ν. Βουνού (1998) 1 Α.Α.Δ. 490, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 (Β) Α.Α.Δ. 951 κ.ά) ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε την οικονομική δυνατότητα ώστε να διαταχθεί να προβεί σε συνεισφορά για τις σπουδές της εφεσείουσας προσθέτοντας ότι επαφίετο στη δική του κρίση οποιαδήποτε συνεισφορά και απέρριψε την αίτηση.
Η εφεσείουσα αμφισβητεί την απορριπτική πρωτόδικη απόφαση με πέντε λόγους έφεσης εκ των οποίων οι τέσσερις πρώτοι βάλλουν κυρίως κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συναφώς κατά των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου, ενώ ο πέμπτος λόγος έφεσης κατά της διαταγής των εξόδων σε βάρος της εφσείουσας.
Ειδικότερα οι πρώτοι τέσσερις λόγοι έφεσης έχουν ως κύριο άξονα την εισήγηση περί λανθασμένης αποδοχής της μαρτυρίας του εφεσίβλητου με τη θεώρηση ότι υπήρξε αναντίλεκτη, ενόψει της μη αντεξέτασης του επί των ισχυρισμών του στην Ένορκη του Δήλωση, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμα της σε δίκαιη δίκη. Προβάλλονται επίσης και άλλα επιχειρήματα που προσβάλλουν επί μέρους διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δηλ. την απόρριψη της θέσης της εφεσείουσας ότι δεν κατέδειξε αδυναμία αυτοδιατροφής, ότι το ύψος των διδάκτρων του Πανεπιστημίου παραμένει άγνωστο και ότι οι οικονομικές δυνατότητες του εφεσίβλητου ήταν μηδαμινές έως ανύπαρκτες.
Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση της ουσίας των λόγων έφεσης κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το νομικό πλαίσιο στη βάση του οποίου γίνεται δεκτή αίτηση για υποχρέωση συνέχισης της διατροφής και μετά την ενηλικίωση του τέκνου, όπως η παρούσα περίπτωση.
Η υποχρέωση των γονέων διατροφής των ανήλικων τέκνων τους προκύπτει από το άρθρο 33(1) του Νόμου που προβλέπει ότι οι δύο γονείς έχουν την υποχρέωση αυτή από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του.
Το εδάφιο (2) του άρθρου 33 προβλέπει τη συνέχιση της διατροφής και μετά την ενηλίκιωση του τέκνου, νοουμένου ότι συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«33(2) Με απόφαση και σχετική ρύθμιση από το Δικαστήριο, η υποχρέωση των γονέων δυνάμει του εδαφίου (1) είναι δυνατό να συνεχίσει και μετά την ενηλικίωση του τέκνου, στις περιπτώσεις όπου ειδικές περιστάσεις επιβάλλουν τούτο, όπως σε περίπτωση ανικανότητας ή αναπηρίας του τέκνου ή υπηρεσίας θητείας του στην Εθνική Φρουρά ή φοίτησής του σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ή επαγγελματική σχολή.»
Τόσο η υποχρέωση όσο και η ρύθμιση της διατροφής στη βάση του άρθρου 33(2) μπορούν να διακανονισθούν μόνο με δικαστική απόφαση (βλ. Τσινίδης ν. Τσινίδης κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 385).
Είναι φανερό στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης ότι η υπό κρίση περίπτωση εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 33(2) του Νόμου εφόσον η αιτούμενη συνεισφορά για διατροφή αναφέρεται σε φοίτηση της εφεσείουσας σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, δηλ. το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Η εμβέλεια του άρθρου 33(2) του Νόμου υπήρξε αντικείμενο εξέτασης σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου συνοψίστηκαν οι αρχές άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.
Στη Βουνού ν. Βουνού (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 490 αποφασίστηκε ότι η δυνατότητα του τέκνου να δικαιούται σε διατροφή μετά την ενηλικίωση του επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου και η τελική κατάληξη του αιτήματος πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συνυπολογισμού κάθε παράγοντα που προβάλλεται ως σχετικός. Προσθέτει δε, ότι ο ενήλικας έχει μεν δικαίωμα να κάμνει τις επιλογές του, όμως όταν θέλει να αναλάβει άλλος τα έξοδα του, έστω ο πατέρας του, συνυπολογίζονται τα στοιχεία κάτω από το φακό της λογικής, ιδιαίτερα όταν οι οικονομικές δυνατότητες του πατέρα είναι περιορισμένες.
Στην υπόθεση Χρίστου ν. Χρίστου (2000) 1 Α.Α.Δ. 189 αναφέρθηκε ότι δεν υφίσταται υποχρέωση συνέχισης της καταβολής διατροφής σε ενήλικο τέκνο, αν τα εισοδήματα του γονέα δεν δικαιολογούν κάτι τέτοιο και ότι ένας από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι κατά πόσο το ενήλικο τέκνο έκαμε τους σχεδιασμούς του χωρίς να είχε συμβουλευθεί τον πατέρα του ως προς την περαιτέρω εκπαίδευση του.
Στην πρόσφατη υπόθεση Χ.Σ. ν. Β.Σ. Έφεση αρ. 9/2019, ημερομηνίας 8/9/2020, που αφορούσε σε αίτηση ενήλικου τέκνου για οικονομική στήριξη του από τον πατέρα του προς το σκοπό φοίτησης σε Πανεπιστήμιο της Αγγλίας, τονίστηκε η αξία της επιμόρφωσης του ατόμου προς το σκοπό της μελλοντικής επαγγελματικής του αποκατάστασης ιδιαίτερα στο σημερινό ανταγωνιστικό περιβάλλον, καταλήγοντας ότι όταν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα και το παιδί έχει γνήσιο ενδιαφέρον και την ικανότητα να σπουδάσει, ο γονέας οφείλει να του παράσχει την ευκαιρία.
Από την πιο πάνω νομολογία διαφαίνεται ότι αποφασιστικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου είναι η οικονομική δυνατότητα του γονέα να παράσχει στο παιδί του τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σ' αυτό ακριβώς το στοιχείο επικεντρώθηκε η προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε ότι η οικονομική κατάσταση του εφεσίβλητου δεν του επέτρεπε να συνεισφέρει στα έξοδα σπουδών της εφεσείουσας, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ίδιου και του πατέρα του ότι η οικογένεια τους περιήλθε σε δεινή οικονομική θέση μετά την κατάρρευση της επιχείρησης που ασκούσε. Εξαιτίας δε της απορίας του αυτής ο εφεσείων από τη λύση του γάμου του διαμένει με τους γονείς του και είναι εγγεγραμμένος άνεργος.
Ως προς το επιχείρημα της εφεσείουσας ότι ενδεικτικό της οικονομικής ευρωστίας του εφεσίβλητου είναι η καταβολή από τον τελευταίο της διατροφής της αδελφής της, που προώθησε πρωτόδικα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι καταρρίπτετο από τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου και του πατέρα του ότι αυτή καταβάλλεται από τον πατέρα του. Απέρριψε επίσης τη θέση της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος, ερωτηθείς σχετικά προηγουμένως από την ίδια, της υποσχέθηκε ότι θα τη στήριζε οικονομικά, θέση που το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συμβάδιζε με τις ανύπαρκτες σχέσεις μεταξύ τους από τη λύση του γάμου των γονέων της αλλά και την άλλη θέση της ότι ο εφεσίβλητος αμελούσε συστηματικά στην καταβολή της οφειλόμενης διατροφής, με αποτέλεσμα η μητέρα της να καταφεύγει στην έκδοση φυλακιστηρίων.
Σημειώνουμε ότι, όπως έχει εδραιωθεί από τη νομολογία, η οικονομική δυνατότητα των γονέων δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον αιτητή αλλά θέμα αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς των εισοδημάτων τους, το δε Δικαστήριο προβαίνει σε πλήρη έρευνα των στοιχείων αυτών (βλ. Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1386 και Γ. Γ. ν. Ι.Γ., Έφεση Αρ. 29/2017, ημερομηνίας 12/4/2019).
Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287 και Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17), ECLI:CY:AD:2017:A333.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης όπως διαγράφοντο από τα γεγονότα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ενόψει των στοιχείων αυτών δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την οικονομική δυνατότητα του εφεσίβλητου συνεισφοράς στην φοίτηση της εφεσείουσας στο Πανεπιστήμιο. Τα ευρήματα του ήταν ευλόγως επιτρεπτά στη βάση των Ενόρκων Δηλώσεων και των τεκμηρίων που επισυνάπτοντο σ' αυτές που κατατέθηκαν πρωτόδικα. Ειδικότερα αναφερόμαστε στο Έντυπο από την Υπηρεσία ΦΠΑ για διαγραφή της οικογενειακής εταιρείας Χρ. Χρυσάνθου & Υιός Λτδ ημερομηνίας 30/4/2018, στην Κατάσταση Χρηματοοικονομικής Θέσης 2015 της εταιρείας, όπου εμφαίνεται χρέος περί των €2.193,606, Καταστάσεις Λογαριασμού της Τράπεζας που εμφαίνεται χρεωστικό υπόλοιπο τόσο της εταιρείας όσο και προσωπικά του ιδίου του εφεσίβλητου καθώς και αντίγραφο του κατηγορητηρίου στην Ποινική Υπόθεση 2437/2014, που καταχωρήθηκε από τον Έφορο ΦΠΑ εναντίον της εταιρείας, του εφεσίβλητου και του πατέρα του για οφειλές φορολογίας ύψους €25.423,23 η πληρωμή της οποίας εκκρεμεί. Από έρευνα μας στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας δεν εντοπίζεται αίτημα για αντεξέταση οποιουδήποτε των ενόρκως δηλούντων, οπότε το παράπονο της εφεσείουσας που στρέφεται κατά της διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου κατέστη αναντίλεκτη, ως εκ της μη αντεξέτασης του, δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν.
Η εφεσείουσα παραπονείται επίσης για τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ίδια απέτυχε να αποδείξει την αδυναμία αυτοδιατροφής από την περιουσία της ή από εργασία κατάλληλη της ηλικίας της. Εξετάσαμε την εισήγηση με την οποίαν δεν συμφωνούμε. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι στη μαρτυρία της εφεσείουσας, δεν υπήρχε καμιά αναφορά ως προς το πρόγραμμα των σπουδών της και αν αυτό είναι απαιτητικό ώστε να μην της επιτρέπεται να εργαστεί, χαρακτηρίζοντας ως γενικολογίες τις σχετικές αναφορές της ότι η φοίτηση είναι τετραετής, γεγονός που αποκλείει την πιθανότητα να έχει ή θα έχει στα επόμενα τέσσερα χρόνια κάποιο εισόδημα. Από αναδρομή μας στα διάφορα τεκμήρια βρίσκουμε ότι η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου ήταν ευλόγως επιτρεπτή στη βάση των ενώπιον του δεδομένων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέμεινε στις πιο πάνω διαπιστώσεις αλλά προχώρησε για σκοπούς πληρότητας της απόφασης του και εξέτασε το ύψος των καταβαλλόμενων διδάκτρων στο Πανεπιστήμιο διαπιστώνοντας ότι αυτό παραμένει άγνωστο. Δεν θα προχωρήσουμε στην εξέταση της παραμέτρου αυτής ενόψει της διαπίστωσης του Δικαστηρίου κυρίως ως προς την οικονομική αδυναμία του εφεσίβλητου να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό.
Παρέμεινε να εξεταστεί ο τελευταίος λόγος έφεσης που βάλλει κατά της διαταγής για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας που επιβαρύνουν την εφεσείουσα. Η διαταγή αυτή είναι σύμφωνη με τον κανόνα ότι τα έξοδα
ακολουθούν το αποτέλεσμα (βλ. Ζαβρού ν. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477). Συνεπώς ενόψει αποτυχίας της αίτησης η επιδίκαση εξόδων στον επιτυχόντα διάδικο ήταν δικαιολογημένη.
Καταλήγοντας δεν τέθηκε κανένα ικανό στοιχείο που να καθιστά την πρωτόδικη απόφαση μεμπτή σε οποιαδήποτε πτυχή της ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Σ' ό,τι αφορά τα έξοδα της έφεσης, ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών της υπόθεσης που σχετίζονται με την προσπάθεια της θυγατέρας του εφεσίβλητου να εξασφαλίσει τα μέσα για την περαιτέρω μόρφωση της, δεν εκδίδουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.