ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954
Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984
Αναστάσιου Μαρκιτανή ν. Απόστολου Μουτζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923
Σιακαλλής Xαράλαμπος (Αρ. 1) (2001) 1 ΑΑΔ 282
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 464
Στυλιανού Δέσπω (2015) 1 ΑΑΔ 1382, ECLI:CY:AD:2015:A461
Ευδόκας Πέτρος (2016) 1 ΑΑΔ 3018, ECLI:CY:AD:2016:A586
Αδάμου Ιωάννης και Άλλοι ν. Αγγέλας Ιωάννου και Άλλων (Αρ. 1) (2015) 3 ΑΑΔ 374, ECLI:CY:AD:2015:D456
Αδάμου Ιωάννης και Άλλοι ν. Αγγέλας Ιωάννου και Άλλων (Αρ. 2) (2015) 3 ΑΑΔ 528, ECLI:CY:AD:2015:C686
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ , Αρ. Αίτησης: 22/2022, 5/4/2022, ECLI:CY:AD:2022:D145
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ A.D.S. , Πολιτική αίτηση αρ.217/21, 24/11/2021, ECLI:CY:AD:2021:D523
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΤΣΗ , Πολιτική Αίτηση αρ. 50/2021, 28/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:D178
ECLI:CY:AD:2021:A164
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020)
21 Απριλίου, 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
ΚΑΤ' ΕΦΕΣΙΝ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/04/2020 ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 42/2020 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
XXX ΑΝΔΡΕΟΥ
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη.
Δ. Τσολακίδης, για τον Εφεσείοντα.
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στις 3/4/2020 και στο πλαίσιο διερεύνησης αδικημάτων σχετικά με την παράνομη κατοχή ναρκωτικών τάξεως Β, δηλ. 2,5 κιλά κάνναβης και της παράνομης κατοχής της εν λόγω ποσότητας με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, επιζητήθηκε η έκδοση, μεταξύ άλλων, και εντάλματος έρευνας της κατοικίας και του αυτοκινήτου του Εφεσείοντος.
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση της Αστυνομίας για έκδοση του προαναφερθέντος εντάλματος έρευνας και με βάση τα οποία κρίθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας δικαιολογημένη η παροχή του εν λόγω εντάλματος, εμφαίνονται σε ένορκη δήλωση του Αστ. 3XX9 XXX Ξενοφώντος. Αυτά συνοψίζονται ως ακολούθως:
Λίγο μετά τις 3:00 μ.μ. της 2/4/2020 μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. έθεσαν υπό διακριτική παρακολούθηση την περιοχή της εκκλησίας Αγίου Μάμαντος στη Λακατάμεια, στη βάση πληροφορίας ότι στην εν λόγω περιοχή πρόσωπο που θα επέβαινε σε μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού θα παραλάμβανε από άγνωστο πρόσωπο μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών.
Γύρω στις 4:00 μ.μ. θεάθηκε από τους καραδοκούντες Aστυνομικούς το υπ' αρ. xxxx71 αυτοκίνητο ΒΜW με οδηγό τον Εφεσείοντα, να εισέρχεται στο χώρο στάθμευσης της εκκλησίας όπου, να κάνει επαναστροφή, να παραμένει εκεί για δύο λεπτά και στη συνέχεια να αναχωρεί με κατεύθυνση τη Λακατάμεια. Σε πέντε, όμως, λεπτά, επέστρεψε στο χώρο στάθμευσης της εκκλησίας και, αφού στάθμευσε το αυτοκίνητο του, κατέβηκε από αυτό και περπάτησε γύρω από την εκκλησία. Ακολούθως επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του και αποχώρησε από το μέρος με κατεύθυνση και πάλι προς Λακατάμεια, αλλά μετά από πάροδο 10-15 λεπτών επέστρεψε στο χώρο στάθμευσης της εκκλησίας και αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο του, άρχισε να ελέγχει το μέρος. Ακολούθως μετέβη πεζός σε παρακείμενο στενό δρομάκι και, μιλώντας συνεχώς στο κινητό του, επέστρεψε στο αυτοκίνητο του και αποχώρησε από το μέρος. Και αυτό, αφού στο μεταξύ λήφθηκε νέα πληροφορία ότι το πρόσωπο που θα παρέδιδε τα ναρκωτικά στο μοτοσικλετιστή ήταν ο Εφεσείων.
Λίγα λεπτά μετά την αναχώρηση του Εφεσείοντα από τη σκηνή, θεάθηκε να κυκλοφορεί ύποπτα στην περιοχή μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού, ο οδηγός της οποίας έφερε προστατευτικό κράνος, κόκκινο σάλι που κάλυπτε το στόμα και τη μύτη του, φορούσε μαύρα ρούχα και είχε στην πλάτη του μαύρη τσάντα η οποία φαινόταν να ήταν άδεια. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, λήφθηκε νέα πληροφορία ότι η συναλλαγή θα ακυρωνόταν λόγω του ότι έγινε αντιληπτή η παρουσία της Αστυνομίας στο μέρος και, περαιτέρω, ότι ο Εφεσείων είχε πετάξει στην περιοχή τα ναρκωτικά γιατί φοβήθηκε.
Με τη λήψη της τελευταίας πληροφορίας και αφού τόσο ο μοτοσικλετιστής όσο και ο Εφεσείων εγκατέλειψαν την περιοχή, δόθηκαν οδηγίες στους αστυνομικούς για εντοπισμό των ναρκωτικών που ο Εφεσείων πέταξε στα πιθανά σημεία που αυτός θεάθηκε να κινείται κατά την παρακολούθηση. Τα εντόπισαν γύρω στις 6:20 μ.μ., μέσα σε μαύρο σακούλι σκουπιδιών, έξω από κάλαθο σκουπιδιών που βρισκόταν στο χώρο στάθμευσης του σταδίου ΘΟΙ Λακατάμειας και, όπως διαπιστώθηκε, επρόκειτο για 2,5 κιλά κάνναβη συσκευασμένα σε οκτώ νάιλον διαφανείς συσκευασίες. Με την επισήμανση ότι κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης του Εφεσείοντα, οι Αστυνομικοί τον είχαν δει να περνά με το αυτοκίνητο του συνεχώς μπροστά από το χώρο στάθμευσης του ΘΟΙ Λακατάμειας.
Με βάση τα πιο πάνω και προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων Επαρχιακός Δικαστής εξέδωσε και ένταλμα σύλληψης του Εφεσείοντα καθώς επίσης, όπως ήδη καταγράφηκε ανωτέρω, ένταλμα έρευνας της οικίας του και του αυτοκινήτου του.
Αντιδρώντας ο Εφεσείων αναζήτησε θεραπεία προνομιακού εντάλματος αξιώνοντας την παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται το υπό αναφορά ένταλμα έρευνας ημερ. 3/4/2020. Επικαλέστηκε αφενός υπέρβαση δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, καθώς δεν πληρούνταν σωρευτικά οι δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας και αναγκαιότητας έκδοσης του εντάλματος και αφετέρου ότι το ένταλμα ήταν προϊόν απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και/ή παραπλάνησης του Δικαστηρίου.
Αδελφός Δικαστής ο οποίος επελήφθη της αίτησης για παροχή άδειας, αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης εντάλματος Certiorari, καθώς επίσης και στις προϋποθέσεις έκδοσης εντάλματος έρευνας με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, κατέληξε ότι το περιεχόμενο του Όρκου που τέθηκε ενώπιον του Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα ικανοποιούσε τις υπό αναφορά δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 27 του Κεφ. 155. Σε σχέση δε με τη μη αναφορά στον Όρκο ότι ο Εφεσείων έλεγε στο τηλέφωνο πως αναζητούσε το σκυλάκι του, ο αδελφός Δικαστής έκρινε ότι επρόκειτο περί ασήμαντου στοιχείου που δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως απόκρυψη ουσιώδους στοιχείου που παραπλάνησε το Δικαστήριο για έκδοση του εντάλματος.
Με την υπό εξέταση Έφεση η πιο πάνω κατάληξη προσβάλλεται με τρεις Λόγους Έφεσης.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι με την τεκμηρίωση της εύλογης υπόνοιας για την εμπλοκή του στα υπό διερεύνηση αδικήματα στοιχειοθετείτο χωρίς άλλο και η προϋπόθεση της εύλογης υπόνοιας να πιστεύεται και της αναγκαιότητας για έκδοση εντάλματος έρευνας της οικίας.
Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση εντάλματος έρευνας στην οικία του ικανοποιούσε τη 2η προϋπόθεση του Άρθρου 27 του Κεφ. 155, δηλ. «προς πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης», καθώς, ως ρητά αναφέρετο στον Όρκο, το ένταλμα έρευνας είχε ζητηθεί προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων.
Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση και ότι με τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του είχε αποσείσει ο Εφεσείων το αποδειχτικό βάρος που είχε στους ώμους του στο συγκεκριμένο στάδιο, ήτοι εκ πρώτης όψεως πιθανολόγηση επιτυχίας και/ή συζητήσιμη υπόθεση.
Η θέση ότι είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η οποία αποτελεί και τη βάση του τρίτου Λόγου Έφεσης, εδράζεται στη θέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε υπερβεί τη δικαιοδοσία του εκδίδοντας το επίδικο ένταλμα έρευνας, για τους λόγους που εκτίθενται στους δύο πρώτους Λόγους Έφεσης.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, έχουν κατ' επανάληψη αναφερθεί στη νομολογία μας. Η πιο κάτω περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του xxx Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015, ημερ. 29/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:A586, είναι απόλυτα σχετική:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).»
Σε ό,τι δε αφορά τις περιπτώσεις όπου δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου σε εφέσεις για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, στην υπόθεση xxx Στυλιανού, Πολιτική Έφεση αρ. 67/2014, ημερ. 25/6/2015, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, xxx Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής ν. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:
«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσον πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).»
Επισημαίνεται ότι η έφεση ελέγχει την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αντικείμενο της αίτησης για άδεια, κατά πόσο δηλαδή είχε καταδειχθεί ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και, στην περίπτωση που θα παραχωρηθεί η άδεια, δεν υπεισέρχεται, ούτε προκαταβάλλει το αποτέλεσμα της αίτησης με κλήση.
Το απαραβίαστο της κατοικίας διασφαλίζεται από το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος το οποίο διαλαμβάνει ότι η είσοδος ή έρευνα εντός της κατοικίας δεν επιτρέπεται. Επιτρέπεται μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που παρατίθενται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 16 του Συντάγματος «ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου».
Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση «Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα» (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, ένα ένταλμα έρευνας στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. Προκειμένου δε να εκδοθεί ένταλμα έρευνας με βάση το Άρθρο 27 του Κεφ.155, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως.
Η δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση «τέτοιων πραγμάτων», ενεργοποιείται όταν υπάρχει εύλογη αιτία πως σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει:
· «οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή
· οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
· οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος.»[1]
Το Άρθρο 27 του Κεφ.155 επιτακτικά συνδέει τα αντικείμενα τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου[2]. Με βάση τα διαλαμβανόμενα στο εν λόγω Άρθρο το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιείται πως, με βάση τον Όρκο που τίθεται ενώπιον του, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία ή στο όχημα του Εφεσείοντα υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η εύλογη υπόνοια είναι του ίδιου του Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας, ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του, ότι η υποψία είναι εύλογη.
Η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο ή χώρο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος, είναι, επομένως, δεδομένη. Το ζητούμενο, όμως, εν προκειμένω, αφορά στη μαρτυρία που απαιτείται να υπάρχει ώστε να θεμελιώνεται η αναγκαία διασύνδεση με την αναφερόμενη οικία ή όχημα.
Υποστηρίχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα στο πλαίσιο του πρώτου Λόγου Έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι με την τεκμηρίωση της εύλογης υπόνοιας για την εμπλοκή του Εφεσείοντα στα υπό διερεύνηση αδικήματα, στοιχειοθετείτο, χωρίς άλλο, και η προϋπόθεση της «εύλογης αιτίας να πιστεύεται» αλλά και της αναγκαιότητας για έκδοση εντάλματος έρευνας. Όπως συναφώς υποστήριξε, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι από τη στιγμή που στοιχειοθετείται η εύλογη υπόνοια εμπλοκής για το πρόσωπο του υπόπτου στα υπό διερεύνηση αδικήματα αφ' εαυτής στοιχειοθετούνταν και οι προϋποθέσεις της εύλογης υπόνοιας και αναγκαιότητας για έρευνα της οικίας του, ήτοι θεωρώντας ότι το κριτήριο της έκδοσης εντάλματος έρευνας ήτο «προσωποπαγές».
Έρεισμα για την πιο πάνω εισήγηση αποτέλεσε το ακόλουθο απόσπασμα από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Προς τούτο είναι αρκετό να επισημανθεί ότι η εύλογη υπόνοια περί εμπλοκής του αιτητή στα υπό διερεύνηση αδικήματα είχε αρκούντος τεκμηριωθεί στη βάση του περιεχομένου του Όρκου. Επισημαίνεται συναφώς ότι η Υ.ΚΑ.Ν. είχε πληροφορηθεί ότι στην περιοχή της εκκλησίας Αγίου Μάμαντος κάποιο πρόσωπο - το οποίο στη συνέχεια προσδιορίστηκε στον αιτητή - θα παρέδιδε σε άγνωστο μοτοσικλετιστή μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών. Η πληροφορία, όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα στη συνέχεια, φαίνεται να ήταν αξιόπιστη γιατί τόσο ο αιτητής όσο και ο άγνωστος μοτοσικλετιστής εμφανίστηκαν στην περιοχή, οι κινήσεις των οποίων εύλογα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ύποπτες. Επιπρόσθετα η ανεύρεση της (σχετικώς) μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών σε σημείο απ΄ όπου πέρασε κατ΄ επανάληψη ο αιτητής, λαμβανομένου υπόψιν της πληροφορίας ότι η συναλλαγή ακυρώθηκε λόγω του ότι έγινε αντιληπτή η παρουσία της αστυνομίας στο μέρος, συνιστά κατά την άποψή μου ισχυρό στοιχείο για τεκμηρίωση της υπό αναφορά εύλογης υπόνοιας. Με αυτό ως δεδομένο θεωρώ ότι το αίτημα της αστυνομίας για έκδοση εντάλματος έρευνας τόσο του αυτοκινήτου με το οποίο διακινείτο ο αιτητής όσο και της κατοικίας του ικανοποιούσε και τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 27 προς πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης,.[..]»
(Η έμφαση είναι δική μας)
Με βάση το πιο πάνω απόσπασμα φαίνεται να προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι από τη στιγμή που στοιχειοθετείτο η εύλογη υπόνοια περί εμπλοκής του Εφεσείοντα στα υπό διερεύνηση αδικήματα, στοιχειοθετούνταν, άνευ ετέρου, και οι πρόνοιες της εύλογης αιτίας και αναγκαιότητας για έρευνα της οικίας του.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του xxx Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, τονίσθηκε ότι η επιτακτική σύνδεση, με βάση το Άρθρο 27 του Κεφ..155, του αντικειμένου, το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα, με τον τόπο για το οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου, συνάδει με τη φύση του εντάλματος έρευνας τόπου, ως εντάλματος έρευνας συγκεκριμένου χώρου. Επισημάνθηκε δε ότι ειδικότερα στην περίπτωση κατοικίας, είναι αναγκαία η σύνδεση του αντικειμένου με την οικία ώστε να αιτιολογείται δεόντως η έκδοση του εντάλματος όπως απαιτείται από το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος. Μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί συγκεκριμένη και εύλογη υποψία ότι το αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, και όχι απλώς γενική και αόριστη υπόθεση ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, προκύπτει επαρκής σύνδεση με την οικία ή άλλο τόπο του οποίου ζητείται η έρευνα. Επισημάνθηκε δε ότι αν ήταν διαφορετικά, η παρεχόμενη από το Σύνταγμα και το Νόμο προστασία, ιδιαίτερα της κατοικίας, θα απέληγε να είναι ευάλωτη και άνευ ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του Όρκου, θεωρούμε ότι θα έπρεπε να είχε προβληματίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο το κατά πόσο είχε τεθεί τέτοιο υπόβαθρο ώστε να ικανοποιείται η αναγκαία αυτή προϋπόθεση. Ενδεχομένως να μην ήταν άνευ σημασίας και το γεγονός ότι τα ναρκωτικά, στα οποία εγίνετο αναφορά, είχαν εντοπιστεί και ευρίσκονταν στα χέρια της ΥΚΑΝ σε συνάρτηση με το ότι δεν φάνηκε να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στον Όρκο περί ύπαρξης μαρτυρίας, ότι στην οικία του Εφεσείοντα υπήρχαν ή αποκρύπτονταν άλλα ναρκωτικά ή αντικείμενα τα οποία θα παρείχαν απόδειξη προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Το Εφετείο δεν καλείται να αποφανθεί κατά πόσο στη βάση των όσων καταγράφονταν στον Όρκο δεν είχε καταδειχθεί η αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος έρευνας. Αυτό θα το αποφασίσει πρωτόδικα ο αδελφός Δικαστής στην Αίτηση δια κλήσης που θα καταχωρηθεί στην περίπτωση που το Εφετείο κρίνει ότι η άδεια έπρεπε να είχε δοθεί και την δώσει. Αυτό που καλούμεθα να αποφασίσουμε είναι κατά πόσο είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ότι το κατώτερο Δικαστήριο που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας υπερέβη τη δικαιοδοσία του λόγω του ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έκδοση του. Η απάντηση μας επί τούτου είναι καταφατική.
Στη βάση των πιο πάνω, ο πρώτος Λόγος Έφεσης επιτυγχάνει.
Μέσω του δεύτερου Λόγου Έφεσης, ο οποίος ως ένα βαθμό συμπλέκεται με τον πρώτο, προβάλλεται ότι το υπό κρίση ένταλμα έρευνας εκδόθηκε όχι προς ανεύρεση και παραλαβή πραγμάτων σύμφωνα με την εξουσία που παρέχει ο Νόμος, αλλά γενικά προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. Υποστηρίχθηκε δε ότι μελέτη του Όρκου καταδεικνύει ότι επρόκειτο για ένα γενικό και αόριστο αίτημα για έκδοση εντάλματος έρευνας χωρίς να υπάρχει αναφορά σε οτιδήποτε το οποίο ήταν δυνατόν να ανευρεθεί στην οικία την οποία η Αστυνομία αιτήθηκε να ερευνήσει.
Ως έχει νομολογηθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014, η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων είναι λόγος άγνωστος στο νόμο για την έκδοση ενταλμάτων έρευνας. Δεν υπάρχει εξουσία έκδοσης εντάλματος έρευνας όχι προς ανεύρεση και κατάσχεση συγκεκριμένων πραγμάτων ή αντικειμένων αλλά με σκοπό τη γενικότερη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. Στόχος του εκδοθέντος εντάλματος στην εν λόγω υπόθεση ήταν η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων αναφορικά με το αδίκημα της κυβείας και όχι η ανεύρεση και κατάσχεση συγκεκριμένων ή άλλων πραγμάτων που είχαν σχέση με το υπό διερεύνηση αδίκημα. Κρίθηκε ότι το ένταλμα έρευνας είχε εκδοθεί παράνομα και εκτός των καθορισμένων δικαιοδοτικών παραμέτρων.
Όπως ανέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο:
«Αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς πράγματα, στην ανεύρεση και παραλαβή των οποίων νοείται να στοχεύει το ένταλμα έρευνας. Στην παρούσα υπόθεση το ένταλμα δεν είχε στη βάση του τέτοια εύλογη αιτία αλλά την αντίληψη πως υπήρχε εύλογη αιτία ότι διεξαγόταν "παράνομα κυβεία". Και εκδόθηκε ένταλμα έρευνας όχι προς ανεύρεση και παραλαβή πραγμάτων σύμφωνα με την εξουσία που παρέχει ο Νόμος, αλλά γενικά προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, που είναι λόγος άγνωστος στο Νόμο. Αυτά σημαίνουν, τελικά, πως το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία.»
Ανάγνωση του Όρκου στην παρούσα περίπτωση θα έπρεπε, θεωρούμε, να είχε προβληματίσει κατά πόσο γινόταν σε αυτό οποιαδήποτε αναφορά σε οτιδήποτε το οποίο ήταν δυνατόν να ανευρεθεί στην κατοικία την οποία η Αστυνομία αιτήθηκε να ερευνήσει.
Όπως, συναφώς, καταγράφετο στον Όρκο:
«Προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων και προς αποφυγή του ενδεχομένου επηρεασμού μαρτύρων ή και συνενόχων και καταστροφής τεκμηρίων αιτούμαι από το Σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης του xxx Ανδρέου, ....................... καθώς και εντάλματος έρευνας της οικίας του xxx Ανδρέου, Δ.Τ.xxxxxx που βρίσκεται στην οδό xxx xxx, xxx.»
(Η έμφαση είναι δική μας)
Των πιο πάνω λεχθέντων κρίνουμε ότι στην υπό εξέταση περίπτωση εγείρεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση περί γενικού και αόριστου αιτήματος έκδοσης εντάλματος έρευνας, υπό την έννοια του ότι είχε εκδοθεί όχι προς ανεύρεση και παραλαβή πραγμάτων και/ή αντικειμένων σύμφωνα με την εξουσία που παρέχει ο Νόμος, αλλά γενικά προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων.
Κατ' ακολουθίαν των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω και ο δεύτερος Λόγος Έφεσης επιτυγχάνει.
Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι στη βάση των όσων είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά το στάδιο της Αίτησης του για παροχή άδειας, αυτός είχε αποσείσει το αποδεικτικό βάρος απόδειξης συζητήσιμης υπόθεσης και ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση του.
Στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω στο πλαίσιο εξέτασης των πρώτων δύο Λόγων Έφεσης, καθίσταται πλέον σαφές ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει το αίτημα για παροχή άδειας, εφόσον τα ενώπιον του τεθέντα στοιχεία εκ μέρους του Εφεσείοντα θεμελίωναν, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμο θέμα ήταν εσφαλμένη. Τούτου δοθέντος, και ο τρίτος Λόγος Έφεσης επιτυγχάνει.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, η ενώπιον μας Έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται. Παρέχεται κατ' ακολουθία άδεια στον Εφεσείοντα να καταχωρήσει Αίτηση με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, ως το (Α) της Αίτησης του, η οποία να υποβληθεί εντός 15 ημερών από σήμερα.
Ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει για οδηγίες σε συνεννόηση με τον αδελφό Δικαστή που θα την εκδικάσει.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Δέστε Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.
[2]Δέστε Αναφορικά με την Αίτηση του xxx Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282.