ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Σωκράτους, Δώρα Κ.Μιχαηλίδης με Μ.Κατσελλή (κα), για Κ.Θ.Μιχαηλίδης amp;amp;amp; Σια και Αγγελ.Αχιλλέως, (κα), για Μ Σπανό amp;amp;amp; Σια ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα Γ.Μούντης με Ν.Πετρίδου, (κα), για Δρ.Κ.Χρυσοστομίδη amp;amp;amp; Σια, ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-03-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ G.PARASKEVAIDES (1966) LTD, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 2/2014, 9/3/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A82

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 2/2014)

 

9 Μαρτίου, 2021

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  A. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Α. & P. (ANDREOU & PARASKEVAIDES) HOLDINGS LTD

Εφεσείoυσα

και

ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ G.PARASKEVAIDES (1966) LTD

Εφεσίβλητη

_ _ _ _ _ _

Κ.Μιχαηλίδης με Μ.Κατσελλή (κα), για Κ.Θ.Μιχαηλίδης & Σια και Αγγελ.Αχιλλέως, (κα), για Μ Σπανό & Σια ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα

Γ.Μούντης με Ν.Πετρίδου, (κα), για Δρ.Κ.Χρυσοστομίδη & Σια, ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη

 

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την

Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα η οποία πρωτοδίκως ήταν η Αιτήτρια σε αίτηση διάλυσης της εφεσίβλητης, προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκδοθείσα δυνάμει αίτησης της εφεσίβλητης για παραμερισμό της κύριας αίτησης διάλυσης. 

 

Με την εκκαλούμενη απόφαση ημ. 6.12.2013 η αίτηση της εφεσίβλητης κρίθηκε βάσιμη και ως συνέπεια παραμερίστηκε η κυρίως αίτηση διάλυσης.

 

Η εφεσείουσα επικαλείται 3 λόγους έφεσης, ότι η πρωτόδικη απόφαση αποτελεί προϊόν πλάνης, αντίκειται στην νομολογία και έχει στερήσει την εφεσείουσα από το συνταγματικό της δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον Δικαστηρίου (1ος λόγος), ότι η πρωτόδικη κρίση πως η εφεσίβλητη αμφισβητεί τα χρέη της προς την εφεσείουσα, στη βάση ουσιαστικών λόγων, εύλογα και γνήσια, είναι εσφαλμένη, αντίκειται προς τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε και είναι προϊόν πλάνης (2ος λόγος), ότι η πρωτόδικη κρίση πως η εφεσίβλητη εύλογα αμφισβητεί το δάνειο που έκανε η εφεσείουσα προς την εφεσίβλητη ποσού ΛΚ600,000 το έτος 2006 είναι λανθασμένη, προϊόν πλάνης και με λανθασμένη αιτιολογία (3ος λόγος).

 

Επιβάλλεται η παράθεση ενός σύντομου ιστορικού της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Στις 7.6.2011 η εφεσείουσα προχώρησε στην καταχώρηση της αίτησης εκκαθάρισης της εφεσίβλητης με αρ.433/2011 (εν τοις εφεξής «η κυρίως αίτηση»).

 

Στις 28.9.2011 η εφεσίβλητη καταχώρησε την αίτηση για διαγραφή της ως άνω αίτησης, της οποίας η απόφαση είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης  (εν τοις εφεξής «η αίτηση»).

 

Οι επιδιωκόμενες με την αίτηση θεραπείες ήταν η έκδοση διατάγματος διαγραφής ή παραμερισμού της κυρίως αίτησης και διατάγματος με το οποίο να απορρίπτεται και/ή να παραμερίζεται και/ή ακυρώνεται η ειδοποίηση απαίτησης ημερ.13.5.2011, η οποία απεστάλη στην εφεσίβλητη πριν την καταχώρηση της αίτησης διάλυσης.

 

Ο πυρήνας των θέσεων της εφεσίβλητης, στην αίτηση και στην προώθηση της πρωτοδίκως, υπήρξε η θέση ότι δεν συντρέχουν και δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομοθεσία και η νομολογία για την εκκαθάριση της εφεσίβλητης, καθότι «εύλογα αμφισβητείται το κατ΄ισχυρισμόν χρέος» προς την εφεσείουσα και ότι αυτό δεν είναι εκκαθαρισμένο.  Τίθεται προσθέτως και η θέση ότι η κυρίως Αίτηση είχε καταχωρηθεί για αλλότριους σκοπούς και αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.  Η αίτηση στηριζόταν στην ένορκη δήλωση της κας Λ. Παρασκευαϊδου-Μαυρονικόλα.

 

Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση της εφεσείουσας με στηρικτική δήλωση του οικονομικού της διευθυντή κ.Αριστοτέλους.

 

Και οι δύο ενόρκως δηλούντες κατέθεσαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, με τις οποίες επεξηγούσαν περαιτέρω τις αντίστοιχες τους θέσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από λεπτομερή παράθεση των θέσεων των δύο πλευρών και ανάλυση της νομικής πτυχής κατέληξε ως εξής:

«Με βάση τις πιο πάνω νομικές αρχές, η παράλειψη της εταιρείας να συμμορφωθεί με την ειδοποίηση του άρθρου 212 (α) του Κεφ. 113 δεν συνιστά αμέλεια, εντός της έννοιας της παρ.(α), όταν υπάρχει εύλογη αιτία για την παράλειψη. Τέτοια εύλογη αιτία αποτελεί η καλόπιστη και ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης. Η αίτηση για εκκαθάριση δεν αποτελεί το κατάλληλο πλαίσιο για εκδίκαση αμφισβητούμενης οφειλής, ούτε πρέπει να χρησιμοποιείται καταχρηστικά ως μοχλός πίεσης σε εταιρεία για να καταβάλει χρήματα, τα οποία αμφισβητεί ότι οφείλει. Το Δικαστήριο δεν αναμένεται στα πλαίσια της αίτησης διάλυσης να υπεισέλθει στην ουσία της υπεράσπισης που προβάλλει η εταιρεία. Αρκεί να διαπιστώσει ότι υφίσταται καλόπιστη ουσιαστική υπεράσπιση και σε τέτοια περίπτωση απορρίπτει την αίτηση ως καταχρηστική. Νέα αίτηση χωρεί μόνο μετά την επιτυχή έκβαση σχετικής αγωγής εναντίον της εταιρείας.

 

 Αδιαμφισβήτητα, ούτε και στα πλαίσια της παρούσας αίτησης, το Δικαστήριο έχει την δικαιοδοσία να εκδικάσει την αμφισβητούμενη οφειλή, να αξιολογήσει τις δύο αντίθετες θέσεις όπως προβάλλονται μέσα από τις ένορκες δηλώσεις των δύο πλευρών και να προβεί σε ανάλογα ευρήματα. Ό,τι μπορεί να αποφασιστεί από το Δικαστήριο, στη βάση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του, είναι η ύπαρξη ή όχι εύλογης και γνήσιας αμφισβήτησης του ισχυριζόμενου χρέους.

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, ως και τις θέσεις των δύο πλευρών, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου, χωρίς, επαναλαμβάνω, να υπεισέρχομαι στην ουσία των εκατέρωθεν ισχυρισμών, ότι οι Αιτητές, στη βάση ουσιαστικών λόγων, εύλογα και γνήσια αμφισβητούν το ισχυριζόμενο χρέος προς τους Καθ' ων η Αίτηση. Κρίνω ότι η διαφορά μεταξύ των Αιτητών και Καθ' ων η Αίτηση στην ουσία της, θα πρέπει να κριθεί με την κατάλληλη διαδικασία που είναι η αγωγή και μόνο όταν οι Καθ' ων η Αίτηση εξασφαλίσουν δικαστική απόφαση υπέρ τους, θα μπορούν να προχωρήσουν με αίτηση διάλυσης εναντίον των Αιτητών στα πλαίσια της οποίας οι Αιτητές θα κωλύονται πλέον να αμφισβητήσουν την απαίτηση στην ουσία της. Οι Αιτητές, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, κρίνω ότι έχουν ουσιαστική και καλόπιστη αμφισβήτηση του χρέους και δεν μπορούν να θεωρηθούν "πιστωτές". Η αίτηση διάλυσης, χρησιμοποιείται από τους Καθ' ων η Αίτηση ως μοχλός πίεσης και επομένως, με βάση τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, αυτή θα πρέπει να παραμεριστεί ως καταχρηστική.

 

Για όλα τα πιο πάνω, η αίτηση εγκρίνεται. Η αίτηση διάλυσης ημερ. 7.6.11 παραμερίζεται και απορρίπτεται».

(ο τονισμός είναι δικός μας)

 

Παρατηρείται ανωτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τις θέσεις της εφεσίβλητης με δύο πυλώνες σκέψης:

 (α) ΄Οτι υπήρχε εύλογη και γνήσια αμφισβήτηση του κατ΄ισχυρισμόν χρέους προς την εφεσείουσα και εφόσον αυτό συνέτρεχε, η μόνη κατάλληλη διαδικασία κρίσης των διαφορών, ήταν η αγωγή. 

(β)  Με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης η κυρίως αίτηση χρησιμοποιείτο από τους εφεσείοντες ως μοχλός πίεσης και με βάση τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, κρίθηκε ως καταχρηστική.

 

Και οι 3 λόγοι έφεσης έχουν ακριβώς αντικείμενο το ως άνω αποτέλεσμα και την όλη διεργασία κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και γι΄αυτό και είναι συνετό να εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο.

 

Σύμφωνα με τη δικογραφία της κυρίως αίτησης, η εφεσίβλητη οφείλει στην εφεσείουσα το ποσό των €3.277.950.58 «δυνάμει δανείων παραχωρηθέντων δυνάμει συμφωνιών και/ή σύμφωνα με τις οδηγίες και/ή τη παρακλήσει της εταιρείας (δηλ.της εφεσίβλητης) και/ή ως χρέος και/ή άλλως πως».

 

Στη στηρικτική Ε/Δ Αριστοτέλους, ο οικονομικός διευθυντής της εφεσείουσας από δική του γνώση και από τους μετόχους της εφεσείουσας (κ. Κ. Ανδρέου και Χ. Παρασκευαϊδου) αναφέρεται στις λεπτομέρειες των χρεών ως εξής:

 

(α)  κατά ή περί την 9.12.02 ποσό (ΛΚ75.617,32) €129.199,32

(β)  κατά ή περί 6.6.03 ποσό (ΛΚ600.000) €1.025.160,82

(γ)  κατά ή περί 9.6.03 ποσό (ΛΚ298.497,40) €510.012,40

(δ)  κατά ή περί 31.7.03 ποσό (ΛΚ344.385,25) €588.417,13

(ε)  κατά ή περί 18.5.06 ποσό (ΛΚ600.000) €1.025.160,87

 

Σημειώνεται ότι επισυνάπτονται στην Ε/Δ Αριστοτέλους αριθμός τεκμηρίων προς απόδειξη των εν λόγω δανείων (επιταγές και άλλα έγγραφα).

 

Στην αντίπερα πλευρά, η ενόρκως δηλούσα κα Λ. Παρασκευαϊδου-Μαυρονικόλα, αφού αναφέρεται γενικότερα στις διαφορές των μελών-μετόχων των δύο πλευρών (εφεσείουσας-εφεσίβλητης), που εν πολλοίς ανήκουν στην ίδια οικογένεια και στην ανεπιτυχή προσπάθεια διαμοιρασμού των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειας, ισχυρίζεται και τα ακόλουθα ως προς τα ως άνω προτεινόμενα ως δάνεια:

«.. φαίνεται να αφορούν οφειλές της καθ΄ης η αίτηση (δηλ. της εφεσείουσας) προς τον πατέρα της οικογένειας και ιδρυτή του ομίλου εταιρειών».

 

Προκύπτει ότι στην πλευρά της εφεσείουσας δεσπόζοντα ρόλο έχει η κα Χ. Παρασκευαϊδου  ενώ στην πλευρά της εφεσίβλητης η κα Λ. Παρασκευαϊδου, οι οποίες είναι αδελφές.  Σημαντικό δε πρόσωπο αναφορικά με τις προβαλλόμενες θέσεις είναι ο αποβιώσας πατέρας τους Γιώργος Παρασκευαϊδης.  Μάλιστα, είναι ισχυρισμός της εφεσίβλητης πως είναι μετά και ένεκα του θανάτου του Γ. Παρασκευαϊδη, που προέκυψαν ξαφνικά όλες αυτές οι καθυστερημένες απαιτήσεις, ώστε να συντελεστεί στην πράξη διαμοιρασμός των περιουσιακών στοιχείων. 

 

Προς αντίκρουση της θέσης για την ύπαρξη χρέους, η εφεσίβλητη προτάσσει το τεκμ.4 «σημείωμα του κ. Μ. Θεοδοσίου» στενού συνεργάτη του πατέρα των δύο αδελφών με το οποίο «αποδεικνύεται», ότι η εφεσείουσα όφειλε διάφορα ποσά στον πατέρα τους και «ως εκ τούτου τα εν λόγω ποσά μεταφέρθησαν στον προσωπικό λογαριασμό του πατέρα μας» και παρακάτω:  «τα ποσά των εν λόγω απαιτήσεων έχουν ξεκάθαρα πιστωθεί για λογαριασμό του πατέρα μου έναντι οφειλών της Καθ΄ης η Αίτηση.»

 

Αυτοί υπήρξαν οι δύο βασικοί ισχυρισμοί των δύο πλευρών και μ΄αυτή την αφετηρία άρχισε ένας ανηλεής πόλεμος εκατέρωθεν επιχειρημάτων, θέσεων και αντεγκλήσεων, ώστε η κάθε πλευρά να αποδείξει ή να καταδείξει το βάσιμο των θέσεων της.  Το ίδιο έπραξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και ενώπιον μας κατά την ακροαματική διαδικασία της έφεσης.  Ακριβώς το εγχείρημα αυτό τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄έφεσιν δεικνύει και αποδεικνύει την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης.  Η «ισχυρή» προσπάθεια να πεισθεί ο μέσος λογικός κριτής και κατά προέκταση το Δικαστήριο για το εύλογο του χρέους, οδηγεί στο αβίαστο - θα λέγαμε - συμπέρασμα πως τα ποσά αυτά δεν μπορούν να αποτελούν οφειλή εν τη εννοία του Νόμου (βλ. άρθ.212(α) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ.113)[1] αλλά εντάσσονται σ΄ένα ευρύτερο πλέγμα διαφορών και αντικρουόμενων εκδοχών που μόνο στο πλαίσιο μιας αγωγής μπορούν να επιλυθούν.  Η απουσία των οφειλών αυτών από ελεγμένους λογαριασμούς κατά τους ουσιώδεις χρόνους, αν και αυτόνομα ενδεχομένως να μη σημαίνει αυτό που ισχυρίζεται η εφεσίβλητη, ωστόσο εντασσόμενο ως ένα γεγονός, στο ευρύτερο σκηνικό, λειτουργεί υπέρ της θέσης για γενικό πλέγμα διαφορών που έγινε εντονότερο και πολυεπίπεδο, και όχι απλώς για μια οφειλή.  Αυτό αποδεικνύεται και από παρελθούσες και υφιστάμενες διαδικασίες, ως η κοινή θέση των δύο ευπαιδεύτων συνηγόρων (βλ. κοινή δήλωση - τεκμ.Α, ειδικά την Αίτ.Αρ. 423 απόφαση Δημητριάδου Π.Ε.Δ. (όπως ήταν τότε), ημερ. 20.1.2020 με την οποία εγκρίθηκε παρόμοια αίτηση διαγραφής αίτησης εκκαθάρισης, αρ.Αιτ. 473/11, ομοίως αίτηση εκκαθάρισης της ίδιας εταιρείας, απόφαση Χ.Πογιατζή Π.Ε.Δ. (όπως ήταν τότε) ημερ. 18.12.2019 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση εκκαθάρισης και αρ.αγ.506/20 μεταξύ 1. Κ. Ανδρέου, 2. Χ. Παρασκευαϊδου και της εφεσίβλητης, απόφαση Δαυίδ Π.Ε.Δ. με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για συνοπτική απόφαση). 

 

Είναι εμφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε, πως αφ΄ης στιγμής εύλογα αμφισβητείται το χρέος, η έννοια του πιστωτή δυνάμει του άρθρου 212, ως άνω, δεν στοιχειοθετείται.

 

Στη Σπανού ν. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1(Α) A.A.Δ. 315 το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας την έννοια «πιστωτής» δυνάμει του αρθ.213(1) (ταυτόσημο με το S.224(1) του Companies Act 1948) ανέφερε και τα ακόλουθα:

"Ο όρος "πιστωτής", βάσει του ίδιου άρθρου του αγγλικού νόμου, δεν περιλαμβάνει "a person whose debt is substantially disputed even if the company is in fact insolvent" - πρόσωπο του οποίου η οφειλή τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση ακόμα και αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα (βλ. Mann v. Golastein [1968] 1 W.L.R. 1091, Re Lympne Investments [1972] 1 W.L.R. 523, Palmer's πιο πάνωσελ.1127, παρ. 85-14, Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol.7, para. 1004). Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο το οποίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες (βλ. Re Pen - y -van Colliery Co. [1877] 6 ChD. 477)".

 

 

Στη Χατζηγιάννης ν. C.& J. Κyprianou Promotions Ltd (2010) 1(B) A.A.Δ. 991 αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:

 «Όπως καθαρά διαφαίνεται από τις πρόνοιες του εδαφίου (α) του άρθρου 212, τις οποίες κατά κύριο λόγο επικαλείται ο εφεσείων, η γραπτή απαίτηση για καταβολή οφειλής που οφείλεται από εταιρεία, θα πρέπει να προέρχεται από "πιστωτή". Τίθεται επομένως ευθέως το ερώτημα ποίος θεωρείται "πιστωτής" ή πιο συγκεκριμένα κατά πόσο ο εφεσείων - αιτητής στην εκδικασθείσα αίτηση μπορούσε να θεωρηθεί ως "πιστωτής". Παρόμοιο θέμα που αφορούσε στη διακρίβωση του ποιος μπορεί να θεωρηθεί ως "πιστωτής" μέσα στην έννοια του επόμενου άρθρου που ακολουθεί, δηλαδή του άρθρου 213(ι) του Νόμου, το οποίο παραθέτει τη διαδικασία υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας, εξετάστηκε από το Εφετείο στη Σπανού v. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 315. Εξετάζοντας το θέμα τούτο, το Εφετείο, αφού υπενθύμισε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 213(1) του Κυπριακού περί Εταιρειών Νόμου ήταν ταυτόσημες με τις πρόνοιες του S.224(1) του Αγγλικού Companies Act 1948, ανέφερε και τα εξής στη σελίδα 321 του τόμου αποφάσεων:

 

"Ο όρος "πιστωτής", βάσει του ίδιου άρθρου του αγγλικού νόμου, δεν περιλαμβάνει "a person whose debt is substantially disputed even if the company is in fact insolvent" - πρόσωπο του οποίου η οφειλή τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση ακόμα και αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα (βλ. Mann v. Golastein [1968] 1 W.L.R. 1091, Re Lympne Investments [1972] 1 W.L.R. 523, Palmer's πιο πάνω, σελ.1127, παρ. 85-14, Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol.7, para. 1004). Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο το οποίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες (βλ. Re Pen - y -van Colliery Co. [1877] 6 Ch. D. 477)".

 

Όπως δε πρόσθεσε το Εφετείο στην ίδια απόφαση, έστω ακόμα και αν ένα μέρος της απαίτησης του αιτητή ήταν για εκκαθαρισμένες αποζημιώσεις, αυτός εστερείτο του απαραίτητου locus standi ώστε να αιτηθεί την εκκαθάριση της εταιρείας. Ακόμη και πού παλαιότερα τα Δικαστήρια ακολουθούσαν την ίδια σταθερή προσέγγιση επί του εξεταζόμενου θέματος. Όπως είχε λεχθεί και στην Αγγλική απόφαση στην υπόθεση New Travellers' Chambers Ltd v. Cheese and Green [1894] 70 LT 271 επανειλημμένα έχει αποφασισθεί ότι η υποβολή αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας δεν είναι πρόσφορη μέθοδος εκδίκασης αμφισβητούμενης οφειλής. Εάν υφίσταται οποιαδήποτε εύλογη βάση αμφισβήτησης της ύπαρξης του χρέους, όχι απλά του ύψους του, δεν πρέπει να υποβάλλεται τέτοια αίτηση. Ούτε και ασφαλώς είναι επιτρεπτό όπως χρησιμοποιείται καταχρηστικά η διαδικασία υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ως μέθοδος άσκησης πίεσης σε εταιρεία να καταβάλει χρήματα τα οποία αμφισβητεί ότι οφείλει (Re a company [1992] 2 All E.R. 797).»

 

 

Στη Mann v. Goldstein [1968]1 WLR 1091, [1968]2 All E.R. 769, μια κλασσική επί του θέματος αυθεντία, καταγράφονται τα ακόλουθα:

"It might be suggested that this court should, where the company is insolvent, intervene on the ground that it would be to the detriment of future possible creditors to countenance the continuation of a company unable to pay its debts as they fall due.  Βut, the companies court, however, in accordance with the practice which I have mentioned, does dismiss a petition founded on a substantially disputed debt whose validity it cannot conveniently decide even though the company be insolvent ... For my part, I would prefer to rest the jurisdiction directly on the comparatively simple propositions that  a creditor's petition can only be presented by a creditor, that the winding-up jurisdiction is not for the purpose of deciding a disputed debt (that is, disputed on substantial and not insubstantial grounds) since, until a creditor is established as a creditor he is not entitled to present the petition and has no locus standi in the companies court; and that, therefore, to invoke the winding-up jurisdiction when the debt is disputed (that is, on substantial grounds) or after it has become clear that it is so disputed is an abuse of the process of the court."

 

Η υπόθεση Re a Company (Νο.003079 οf 1990) and other petitions (1991)BCLC 235, 236 βεβαιώνει τα πιο πάνω ως εξής:

 

"It is well established that if an application is made to the court to restrain the presentation of a petition or to restrain advertisement of a petition which has already been presented on the ground that the creditor's debt is disputed, the court will grant the restrain asked for if it is satisfied that the debt is disputed on substantial and bona fide grounds [xxx]. 

 

Kαι παρακάτω:

 

In my judgment the test which I ought to apply is the test which appears from Stonegate Securities v. Gregory and Mann v. Goldstein, that is to say if I can see now that the petition, if and when it comes on for substantive hearing, is bound to be dismissed because the locus standi of the petitioners is disputed, then it would be appropriate to strike out the petitions and not to leave them on file with a view to their coming back before the court at some future time, when the result will inevitably be the one that I have indicated".

 

Στο Σύγγραμμα Commercial Litigation Pre-emptive remedies", Thomson, Sweet & Maxwell 2007, A7-073, εξηγείται το βάρος που έχει να καταδείξει ο αιτούμενος τη διαγραφή του Petition για εκκαθάριση.  Είναι αυτό του "genuine tribal issue", σε ελεύθερη μετάφραση «γνήσιο συζητήσιμο θέμα» ή «καλή τη πίστει συζητήσιμη υπόθεση», ότι το «χρέος» δεν οφείλεται εύλογα και γνήσια.

 

Όταν λοιπόν καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση, δικαιωματικά (as of right), η εταιρεία μπορεί να επιτύχει παραμερισμό της αίτησης εκκαθάρισης ή ακόμη και προληπτικά να επιτύχει διάταγμα απαγορευτικό της καταχώρησης τέτοιας Αίτησης (Petition). 

 

Στη Stonegate Securities Ltd v. Gregory [1980]1 All E.R. 241 αναφέρονται στην προμετωπίδα, τα εξής:

"Since there was a bona fide dispute whether the money was presently due from the company to the defendant and there was evidence that the defendant was nonetheless threatening to present a petition on the basis that it was so due, the company was entitled as of right to an injunction restraining the defendant from presenting a petition for the winding up of the company on that basis ."

 

Και παρακάτω στη σελ.249:

"Winding-up proceedings are not suitable proceedings in which to determine a genuine dispute whether the company owes the sum in question".

 

Eίναι φανερό κατά την κρίση μας, ότι το τελικό συμπέρασμα για το γνήσιο και εύλογο του χρέους ή για το γνήσιο της αμφισβήτησης της απαίτησης προϋποθέτει μια αξιολόγηση συναρτώμενη με την αξιοπιστία μαρτύρων και εν γένει μαρτυρικού υλικού που δεν μπορεί να παραμείνει στα στεγανά μιας αίτησης εκκαθάρισης.  Γι΄αυτό είναι ορθό ο έχων τη βούληση να ενεργήσει ως πιστωτής να καταχωρήσει πρώτα αγωγή και μετά από την υπέρ του εκδοθείσα απόφαση, να προχωρήσει με αίτηση διάλυσης (βλ. New Traveller's Chambers Ltd v. Cheese and Green (1894) 70 LT 271 και Re a Company (1992) 2 All E.R. 797) και Pennington's Company Law, 4th ed.679).

 

Συνεπώς, έχοντας όλα τα πιο πάνω κατά νου, επικυρώνουμε ως ορθή την πρωτόδικη θεώρηση αφού και ο νόμος και η νομολογία εφαρμόσθηκαν ορθά και καμιά πλάνη δεν παρείσφρησε στην αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε για τη νομική ούτε για την πραγματική πτυχή της υπόθεσης.

 

 

Με αυτό ως δεδομένο δεν υφίσταται ανάγκη να αναλύσουμε ή να ασχοληθούμε περαιτέρω με το δεύτερο πυλώνα σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για τη διαπίστωση κατάχρησης.  Η διαπίστωση αυτή είναι απόλυτα συναφής με τον πρώτο πυλώνα, αφού η καταχώρηση τέτοιας αίτησης σε συνάρτηση με γνήσια και εύλογα αμφισβητούμενο χρέος συνυπάρχει με την έννοια της κατάχρησης των διαδικασιών.  Γι΄αυτό προφανώς και ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας δεν προσβάλλει το εύρημα κατάχρησης αυτό καθ΄εαυτό και δεν υφίσταται λόγος ενασχόλησης μας περαιτέρω, με την έννοια της κατάχρησης. Για τον ίδιο λόγο δεν υφίσταται ανάγκη να ασχοληθούμε περαιτέρω με τις αυθεντίες και τις θέσεις που προβάλλει η πλευρά της εφεσείουσας ως προς την έννοια της κατάχρησης.

 

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από την Re Wheal Lovell Mining Co (1849) 1 H.& TW. 125:

"A petition which is launched not with the genuine object of obtaining the relief claimed, but with the object of exerting pressure in order to achieve a collateral purpose, is an abuse of process of the Court.."

 

Προσθέτως, στον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο πως η εφεσείουσα οφείλει στο Γεώργιο Παρασκευαϊδη, θα συμφωνήσουμε με την πλευρά της εφεσίβλητης, ότι προκύπτει από την ένορκη δήλωση της Λ. Παρασκευαϊδη η θέση περί τεράστιας οικονομικής βοήθειας του Γεώργιου Παρασκευαϊδη στον όμιλο Εταιρειών Andreou & Paraskevaides, όπως διαφαίνεται και από αντίγραφα οικονομικών καταστάσεων λογιστή του Ομίλου Παρασκευαϊδη.  Βεβαίως, τα πιο πάνω αναφέρονται όχι για την αλήθεια των θέσεων αλλά ως μέρος της εύλογης αμφισβήτησης του ποσού.  Το ίδιο ισχύει και για άλλες επιμέρους θέσεις της εφεσείουσας, όπως επίσης και για το ποσό των 600.000 σε ελβετικά φράγκα.  Εξηγήσαμε ήδη πιο πάνω γιατί το Δικαστήριο, ούτε πρωτοδίκως ούτε και κατ΄έφεσιν δεν δύναται να ασχοληθεί με τις επιμέρους θέσεις ως να επρόκειτο για εκδίκαση αγωγής.  Αυτό, τούτο το εγχείρημα, θα αποδείκνυε εξ αντικειμένου, το άτοπο της έγερσης της κυρίως αίτησης εκκαθάρισης της εφεσίβλητης.

 

Υιοθετώντας την πρωτόδικη απόφαση ως απολύτως ορθή σε όλη της εμβέλεια, απορρίπτουμε συλλήβδην την έφεση με €3,000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης.

 

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ,

 

                                                          ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                          ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 



[1] Εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της —

(α) αν πιστωτής, ΅ε εκχώρηση ή διαφορετικά, που του χρωστεί η εταιρεία ποσό που υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), επέδωσε στην εταιρεία παραδίνοντας στο εγγεγρα΅΅ένο γραφείο της εταιρείας απαίτηση η οποία απαιτεί από την εταιρεία να καταβάλει το ποσό που οφείλεται ΅ε τον τρόπο αυτό, και η εταιρεία για τις επό΅ενες τρεις εβδο΅άδες α΅έλησε να καταβάλει το ποσό ή να εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση του πιστωτή· ή

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο