ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D35
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 194/2020)
5 Φεβρουαρίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 5
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ ΕΚ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΔΕΡΒΗ xx, ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ THN ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI Ή ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ Π.Ε.Δ. ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΛΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ ΗΜΕΡ. 23/10/2020 ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ ΑΡ. 6/2020 ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 11/06/2020 ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΕΙΣΑ ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΟΥ
_ _ _ _ _ _
Αντ. Γεωργίου για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη και Συνεργάτες ΔΕΠΕ,
για τον Αιτητή.
Α. Λιβέρα (κα) για Ανδρέου & Χατζηχριστοφή ΔΕΠΕ, για τους
Καθ΄ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Μετά από σχετική άδεια, καταχωρίστηκε η υπό κρίση αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari ή και Prohibition, με στόχο την ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 23.10.2020, στο πλαίσιο της Αίτησης Πτώχευσης αρ. 6/2020.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην παρούσα διαδικασία καταγράφονται στην απόφαση που δόθηκε για άδεια, τα οποία επαναλαμβάνω για σκοπούς της παρούσας.
Ο αιτητής, ο οποίος εργάζεται ως ορκωτός λογιστής (chartered accountant), ήταν εναγόμενος μαζί με τη μητέρα του στην Αγωγή 8069/14 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Την 1.6.2016 εξεδόθη εναντίον τους ερήμην απόφαση και προς όφελος της ενάγουσας εταιρείας, η οποία προνοούσε την επιστροφή του διαμερίσματος που αγόρασαν και του ποσού που αναλογούσε σε αυτό. Καταχωρήθηκε αίτηση παράτασης χρόνου για καταχώρηση αίτησης παραμερισμού και παραμερισμό της εν λόγω απόφασης, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 7.2.2017. Ο αιτητής καταχώρησε την υπ΄ αρ. Ε36/2017 έφεση εναντίον της εν λόγω απόφασης.
Λόγω προώθησης διαδικασίας εκτέλεσης της απόφασης, ο αιτητής στα πλαίσια της Αγωγής υπ΄ αρ. 8069/14 καταχώρησε αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης, δυνάμει της Δ.35 θ.18, η οποία έγινε αποδεκτή από το αρμόδιο Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 22.2.2019, υπό τον όρο ότι ο αιτητής θα παρείχε τραπεζική εγγύηση για το εναντίον του επιδικασθέν ποσό και θα πλήρωνε τα δικηγορικά έξοδα των καθ΄ ων η αίτηση εντός 30 ημερών. Λόγω του ότι δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στους όρους της αναστολής, ο αιτητής παρέδωσε την κατοχή του επίδικου διαμερίσματος.
Ακολούθως, καταχωρήθηκε εναντίον του ειδοποίηση και, μετέπειτα, η Αίτηση Πτώχευσης υπ΄ αρ. 6/2020, ημερομηνίας 22.5.2020. Ο αιτητής αντέδρασε με την καταχώρηση αίτησης αναστολής ή και ακύρωσης/παραμερισμού της αίτησης πτώχευσης, στη βάση του άρθρου 97 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, η οποία, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, αφού καταχωρήθηκε ένσταση από την άλλη πλευρά, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.
Ο αιτητής παραπονείται ότι το κατώτερο Δικαστήριο με εμφανή νομική πλάνη, καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας και παραβιάζοντας τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, εξέτασε την αίτηση στη βάση μόνο της Δ.35 θ.18. Περαιτέρω, η επίδικη απόφαση δεν είναι εφέσιμη, με βάση την τροποποίηση του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, και τη σχετική επί του θέματος νομολογία, ενώ υπάρχει κίνδυνος, εάν η διαδικασία αφεθεί να συνεχίσει, να εκδοθεί εναντίον του αιτητή διάταγμα παραλαβής, κάτι που θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη, εφόσον θα χάσει άμεσα τη δουλειά του με βάση τη νομοθεσία που αφορά ορκωτούς λογιστές (chartered accountants) και δε θα μπορεί να συντηρήσει την οικογένειά του. Αυτά αποτελούν, σύμφωνα με την εισήγηση, εξαιρετικές περιστάσεις. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, το σφάλμα και η πλάνη του Δικαστηρίου είναι τέτοιας φύσεως και έκτασης που συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις. Περαιτέρω, ο αιτητής εξαιτείται, σε περίπτωση έκδοσης του αιτουμένου εντάλματος, να δοθούν οι απαραίτητες οδηγίες για εκδίκαση εκ νέου της αίτησης και αναστολή της διαδικασίας.
Οι καθ΄ων η αίτηση, αιτητές στην Αίτηση Πτώχευσης αρ. 6/2020, καταχώρησαν ένσταση στην οποία προβάλλουν πως το κατώτερο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά το Νόμο, τη νομολογία και την πρακτική που ακολουθείται σε τέτοιου είδους διαδικασίες και πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος. Ο αιτητής είχε στη διάθεσή του άλλο ένδικο μέσο, ήτοι έφεση, και δεν απέδειξε συζητήσιμο θέμα και/ή ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα και, κατ΄ επέκταση, να δικαιολογείται η έκδοση του αιτουμένου εντάλματος. Υπό τις περιστάσεις, οι καθ΄ων η αίτηση θεωρούν ότι η αίτηση γίνεται κακόπιστα, είναι ενοχλητική, προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη στους καθ΄ων η αίτηση και έχει ως μοναδικό στόχο την αποφυγή των υποχρεώσεων του αιτητή προς αυτούς. Σε περίπτωση δε που οι θέσεις των καθ΄ων η αίτηση δεν γίνουν αποδεκτές, θα πρέπει να δοθεί τραπεζική εγγύηση, καθώς και καταβολή των δικηγορικών εξόδων των καθ΄ων η αίτηση. Αναφορικά με το αίτημα του αιτητή, όπως σε περίπτωση έκδοσης του εντάλματος δοθούν οι απαραίτητες οδηγίες ή και αναστολή περαιτέρω διαδικασίας, δυνάμει της εν λόγω απόφασης, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, με παραπομπή σε αποσπάσματα από το Σύγγραμμα του Π. Αρτέμη Προνομιακά Εντάλματα, εισηγήθηκε πως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να ακυρώσει μια απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου, όχι όμως να την τροποποιήσει ή να διαφοροποιήσει, όπως μπορεί να πράξει μέσω της διαδικασίας της έφεσης ή να δώσει περαιτέρω οδηγίες. Υπέβαλε, συναφώς, πως με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται η διόρθωση της απόφασης και η αναστολή της δικαστικής διαδικασίας, όπως ακριβώς ζητείτο με την αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Πρόκειται για διαδικασία που προωθείται κακόπιστα από το χρεώστη-αιτητή, με στόχο τη μη διευθέτηση του εξ αποφάσεως χρέους.
Η επίδικη απόφαση αφορά αίτηση για αναστολή της διαδικασίας πτώχευσης για την οποία το κατώτερο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία και διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει. Η αίτηση στηριζόταν κυρίως στο άρθρο 97 του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ. 5. Το Δικαστήριο αποφάσισε την αίτηση και άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στη βάση της Δ.35 Θ.18, όπως ρητά αναφέρει στην απόφαση.
Συγκεκριμένα, ενώ σημειώνει ότι η βάση του αιτήματος για αναστολή ήταν τα άρθρα 6(4) και 97, του Κεφ. 5, και αναφέρεται στις αποφάσεις και τα αγγλικά συγγράμματα που παρέπεμψε ο συνήγορος του αιτητή και τα οποία πραγματεύονται το εν λόγω ζήτημα, προχωρά να αναλύσει τη νομική πτυχή της υπόθεσης, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου βάσει της Δ.35 Θ.18 έχουν επεξηγηθεί σε αρκετές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε κάποιες από τις οποίες θα γίνει ειδικότερη αναφορά στη συνέχεια.
Προκύπτει από αυτές ότι το εν λόγω ζήτημα ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και ότι η απόφαση παραμένει ισχυρή και διατηρεί τον τελεσίδικο χαρακτήρα της μέχρι την ακύρωση, ή τροποποίηση της από το Ανώτατο Δικαστήριο.»
Στη συνέχεια, παραπέμπει σε αποφάσεις που πραγματεύονται τη Δ.35 Θ.18, καθώς και στην απόφαση Πατσαλοσαββής ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1989) 1 ΑΑΔ 45, που πραγματεύεται τη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης. Το Δικαστήριο προχωρά στην εξέταση της αίτησης αναφέροντας: «Με βάση τις αρχές της νομολογίας, όπως έχουν πιο πάνω αναφερθεί θα προσεγγιστεί η παρούσα αίτηση». Παραθέτω αυτούσιο το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
«Κρίνω ότι ο χρεώστης δεν έχει καταδείξει πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης του στον απαιτούμενο βαθμό. Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα και αν ο χρεώστης είχε καλές πιθανότητες ή ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας στην έφεση του όπως ο ίδιος ο χρεώστης ισχυρίζεται, οι καλές πιθανότητες επιτυχίας δεν είναι καθοριστικής σημασίας ζήτημα και αποφασιστικής σημασίας παράγοντας ή κριτήριο για να επιτύχει το αίτημα αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης (βλ. Παπά v. Οικονομίδου κ.ά. (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 58).
Ούτε είχε θέση του χρεώστη ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ολοφάνερα λανθασμένη επειδή τον διατάσσει και να πληρώσει μεγάλο ποσό χρημάτων και να παραδώσει το διαμέρισμα με βρίσκει σύμφωνη, αφού όπως έχει ήδη αναφερθεί το επίδικο διαμέρισμα παραδόθηκε από τον χρεώστη στους πιστωτές του, μετά που ο ίδιος απέτυχε να ικανοποιήσει τους όρους που του επέβαλε το Δικαστήριο εκδίδοντας διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης, την οποία ο ίδιος ζήτησε, η αξία του διαμερίσματος αφαιρέθηκε από το επίδικου χρέος και μάλιστα οι πιστωτές του, έχοντας προβεί σε δύο εκτιμήσεις, χρησιμοποίησαν προς όφελος του χρεώστη αυτήν που κατεδείκνυε μεγαλύτερη αξία του διαμερίσματος και συνεπώς αφαίρεσαν από τον χρεωστικό λογαριασμό του το μεγαλύτερο ποσό από τις δύο εκθέσεις εκτίμησης.
Είναι όντως γεγονός ότι σύμφωνα με τη νομολογία θα πρέπει να διασφαλίζεται ο τελεσίδικος χαρακτήρας μία πρωτόδικης απόφασης και να αποδίδονται στον διάδικο που έχει επιτύχει οι καρποί της επιτυχίας του αλλά από την άλλη να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας της έφεσης. Το Δικαστήριο, το έργο που έχει να επιτελέσει είναι να εξισορροπήσει τους δύο αυτούς παράγοντες με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
Είναι επίσης νομολογημένο ότι οι οικονομικές δυσχέρειες εξ αποφάσεως οφειλέτη να εκπληρώσουν υποχρεώσεις που πηγάζουν από την απόφαση, δεν μπορούν να προβληθούν ως λόγοι για τη χορήγηση αναστολής. Αν γινόταν δεκτή αυτή η πρόθεση ως θέμα αρχής, τότε οι επιπτώσεις, ιδιαίτερα σε μακρούς δικαστικούς αγώνες θα ήταν επικίνδυνα αρνητικές στην αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
Ούτε η θέση του χρεώστη, ότι εάν το Δικαστήριο απορρίψει την υπό κρίση αίτηση και προχωρήσει η αίτηση πτώχευσης και εκδοθεί εναντίον του διάταγμα πτώχευσης, θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά θεωρώ ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η αίτηση πτώχευσης θα εκδικαστεί και είναι άγνωστο το αποτέλεσμα της. Να μην ξεχνούμε όμως, ότι ο χρεώστης διέπραξε πράξη πτώχευσης σύμφωνα με τους πιστωτές του, μη αντιδρώντας καθόλου στην ειδοποίηση πτώχευσης 10/20 που το επιδόθηκε προσωπικά, θέση την οποία ούτε καν αντέκρουσε ή έστω σχολίασε.
Εν πάση περιπτώσει, και αν ακόμα εκδοθεί διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του και τελικά δικαιωθεί από το Εφετείο, οι πιστωτές μπορούν να τον αποζημιώσουν πλήρως, να του επιστρέψουν ενδεχόμενα και το διαμέρισμα που τους παρέδωσε, δεν έγινε καμμιά αναφορά για διαδικασία πώλησης του με πλειστηριασμό, και να κάνει αίτηση για αποκατάσταση του.
Είναι καταληκτικά η θέση μου ότι εν όψει της αποτυχίας του χρεώστη να πείσει το Δικαστήριο για όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτησή του, αλλά και για τους λόγους που ισχυρίζεται ότι θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα για την αναστολή της παρούσας διαδικασίας, η αίτησή του είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και απορρίπτεται.»
Είναι φανερό από το κείμενο της απόφασης ότι το Δικαστήριο εξέτασε την αίτηση υπό το πρίσμα της Δ.35 Θ.18[1], που αφορά αναστολή απόφασης εκκρεμούσας έφεσης, ενώ επρόκειτο για αίτηση δυνάμει του άρθρου 97 του περί Πτωχεύσεων Νόμου Κεφ. 5[2]. Ανεξάρτητα, όμως, εάν υπό τις περιστάσεις, η εισήγηση του κ. Γεωργίου ότι αυτό αποτελεί εμφανές νομικό σφάλμα θα ήταν ορθή, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, θα μπορούσε να εκδοθεί ένταλμα Certiorari ως αξιώνει ο αιτητής, με δεδομένο ότι θα πρέπει ταυτόχρονα, όπως εισηγήθηκε, να δοθούν οδηγίες για την εξέταση της αίτησης είτε από το ίδιο ή από άλλο Δικαστήριο.
Όπως τέθηκε στην υπόθεση Επί τοις αφορώσι την αίτηση Α. & Π. Φωκάς Λτδ, Πολ. Έφεση 314/2017, ημερομηνίας 1.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A474:
« Η φύση του εντάλματος certiorari είναι αποκλειστικά ακυρωτική.[1] Απαιτείται δε, το ακυρωτικό αποτέλεσμα να έχει πρακτική αξία. Ένα διάταγμα certiorari δεν εκδίδεται για σκοπούς αναγνώρισης νομικού σφάλματος και μόνο. Ακόμα και αν καταδειχθεί καλός λόγος, η έκδοση του δεν μπορεί να είναι αλυσιτελής, χωρίς συγκεκριμένη πρακτική συνέπεια. Όπως αναφέρεται στους Halsbury's Laws of England, 3rd Ed. Vol. 11, σελ. 141:
«Where grounds are made out upon which the Court might grant the order, it will not do so where no benefit could arise from granting it.»
«[1] Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αγγλία το ένταλμα certiorari έχει μετονομαστεί σε «quashing order», βλ. Senior Courts Act 1981 s. 29, όπως τροποποιήθηκε το 2004.»
Σχετικά είναι και τα όσα τονίστηκαν στην μεταγενέστερη απόφαση Αναφορικά με την Αίτηση των Αρτοποιεία Όμηρος Αριστείδου Λτδ κ.ά., Πολ. Αίτηση Αρ. 90/2020, ημερομηνίας 14.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:D303:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της προνομιακής του ακυρωτικής δεν έχει τις εξουσίες που παρέχονται στο Εφετείο (άρθρο 25(3)) του περί Δικαστηρίων Νόμου) ώστε να μπορούσε να διατάξει επανεκδίκαση της αίτησης μετά την ακύρωση της απόφασης (Αίτηση Α. & Π. Φωκάς Λτδ, ECLI:CY:AD:2018:A474, Πολ. Έφ. Αρ. 314/17, ημερ. 1.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A474, Αίτηση Λώλου, Πολ. Αιτ. Αρ. 125/18, ημερ. 8.11.2018), ECLI:CY:AD:2018:D484. Ούτε η ακύρωση της απόφασης θα συμπαρέσυρε και την αίτηση, όπως θα συνέβαινε αντιστρόφως στην περίπτωση που η απόφαση θα ήταν θετική για τον αιτητή.»
Με βάση τα πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, ακύρωση της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαταγή για επανεκδίκαση της αίτησης εφόσον δεν παρέχεται τέτοια εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια της προνομιακής δικαιοδοσίας του Certiorari, όπως παρέχεται στο Εφετείο, δυνάμει του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου. Ως εκ τούτου, δεν θα υπάρχει οποιοδήποτε όφελος στον αιτητή από την ακύρωση της απόφασης, με αποτέλεσμα η διαδικασία να είναι αλυσιτελής και, συνακόλουθα, η αίτηση έκθετη σε απόρριψη.
Η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον του αιτητή.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ
[1] 18. An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.
[2] 97. Το Δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε, για επαρκή λόγο να εκδώσει διάταγμα αναστολής των διαδικασιών της αίτησης πτώχευσης είτε εντελώς είτε για περιορισμένο χρόνο, με τέτοιους όρους και τηρουμένων τέτοιων προϋποθέσεων ως το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο.