ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Κ. Κυριακίδης, για την Εφεσείουσα. Γ. Κωνσταντινίδης, για τον Εφεσίβλητο. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2021-02-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Ε. Σ. v. Ε. Σ., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 17/2019, 5/2/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2021:3

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 17/2019)

 

5 Φεβρουαρίου, 2021

                                                        

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Ε. Σ.,

 

          Εφεσείουσα,

 

ΚΑΙ

 

Ε. Σ.,

 

Εφεσίβλητος.

_ _ _ _ _ _

 

Κ. Κυριακίδης, για την Εφεσείουσα.

Γ. Κωνσταντινίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους το 1999 και από αυτόν απέκτησαν δύο τέκνα. Τον Η. ο οποίος γεννήθηκε το 2001 και την Κ. που γεννήθηκε το 2004. Τον Ιανουάριο του 2008 εκδόθηκε διαζύγιο και ο εφεσίβλητος συνήψε δεύτερο γάμο τον Ιούλιο του ιδίου έτους, από τον οποίο απέκτησε ακόμα ένα παιδί, ηλικίας 11 ετών κατά την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης.

 

Μετά την διάσταση των διαδίκων εκδόθηκε, στα πλαίσια της αίτησης διατροφής υπ΄ αρ. 56/2006, διάταγμα συνεισφοράς του εφεσίβλητου στη διατροφή των ανήλικων τέκνων του για το ποσό των €546 μηνιαίως, το οποίο τροποποιήθηκε εκ συμφώνου στις 16.10.2009 σε €620 μηνιαίως, καθώς και 13η μηνιαία δόση, στα πλαίσια της αίτησης υπ΄ αρ. 171/2009, που καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα. Ακολούθησε νέα αίτηση, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, με την οποία ο εφεσίβλητος αξίωσε μείωση του ποσού της διατροφής που καταβάλλει, λόγω μεταβολής των όρων έκδοσης της διατροφής.

 

Με την προσβαλλόμενη απόφαση ο εφεσίβλητος πέτυχε τροποποίηση του διατάγματος συνεισφοράς του στη διατροφή των ανήλικων τέκνων του, ημερομηνίας 16.10.2009,  ως ακολούθως:

 

«Α) ο Αιτητής να διατάσσεται όπως από την 1η/6/2017 καταβάλλει στην Καθ΄ης η αίτηση το ποσό των €700 τον μήνα ως συνεισφορά του στη διατροφή των ανήλικων τέκνων του Η. και Κ., δηλαδή €350 για το καθένα.

 

Β) Το ποσό των €620 πλέον τις 3 προσαυξήσεις του 10% θα ισχύει μέχρι την 31η/5/2017, ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης.

 

Γ) Η αυτόματη αύξηση του 10% από τον Οκτώβριο του 2017 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

 

Δ) Οποιαδήποτε ποσά έχουν εισπραχθεί από την Καθ΄ης η αίτηση πέραν των €700 από 1η/6/2017 ή με βάση την προσαύξηση του 10% από τον Οκτώβριο του 2017 και μετέπειτα, θα πιστωθούν στον Αιτητή. Δεν θα επιστραφούν, όμως, στον Αιτητή αλλά θα υπολογιστούν έναντι μεταγενέστερων διατροφών.

 

Ε) Η υποχρέωση του Αιτητή για καταβολή 13ης διατροφής θα συνεχίσει να ισχύει.

 

Ζ) Μετά την ενηλικίωση του Η., ο Αιτητής υποχρεούται να καταβάλλει στην Καθ΄ης η αίτηση το ποσό των €350 τον μήνα ως συνεισφορά του στη διατροφή της ανήλικης θυγατέρας του Κ.»

 

Με έξι λόγους έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της εκδοθείσας απόφασης αναφορικά με την κρίση του Δικαστηρίου να μην ισχύσει η αυτόματη αύξηση του 10% επί της καταβαλλόμενης από τον εφεσίβλητο διατροφής από 1.10.2017, για το ότι μειώθηκε η συνεισφορά του εφεσίβλητου στη μηνιαία διατροφή των τέκνων τους, χωρίς να καταλήξει σε εύρημα ως προς τα έξοδα των ανηλίκων, ως προς τον υπολογισμό του επιπρόσθετου ποσού των €250 στα εισοδήματα της εφεσείουσας, την απόρριψη επιπρόσθετου εισοδήματος του εφεσίβλητου από τη συγγραφική του δραστηριότητα, τη μείωση του ποσού της διατροφής μετά την ενηλικίωση ενός εκ των τέκνων και ως προς το διάταγμα Δ.

 

Πρώτος λόγος έφεσης

 

Η εφεσείουσα προβάλλει ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε να μην ισχύσει η αυτόματη αύξηση 10% επί της καταβαλλόμενης από τον εφεσίβλητο διατροφής από 1.10.2017. Περαιτέρω, εσφαλμένα έκρινε ότι είναι πρακτικά ανεφάρμοστη η πρόνοια της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 38(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος του 1990 (216/1990) και θα πρέπει αυτή να εφαρμόζεται υπό το πλαίσιο της νέας Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η ερμηνεία που δόθηκε από το Δικαστήριο, σύμφωνα με την εισήγηση, αντιβαίνει τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, προς τούτο, παρέπεμψε στην υπόθεση Καυκαλιά κ.ά. ν. Νικολαϊδη κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ. 424/2017, ημερομηνίας 23.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A182, η οποία αφορά εκλογική αίτηση.

 

Περαιτέρω, η υπαγωγή της πιο πάνω νομοθεσίας σε μια δευτερογενή νομοθετική διάταξη ως είναι, σύμφωνα με την εισήγηση, η Δ.30 παραβιάζει συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ιεραρχίας των πηγών δικαίου.

 

Από την άλλη, ο εφεσίβλητος απορρίπτει το λόγο έφεσης, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση. Εισηγείται πως ο λόγος έφεσης προβάλλεται καταχρηστικά, καθότι η εφεσείουσα συνέβαλε στην καθυστέρηση έκδοσης απόφασης και χρησιμοποίησε προς όφελός της το χρόνο που παρήλθε. Αναφορικά με την απόφαση σε εκλογική αίτηση που επικαλέστηκε η εφεσείουσα, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, καθότι αφορά μόνο τις συγκεκριμένες αιτήσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τη θέση της εφεσείουσας για καταβολή των εκ του Νόμου προσαυξήσεων από τον Οκτώβριο του 2017, παρατήρησε πως «η προβλεπόμενη από το Νόμο αυτόματη αύξηση κατά  10% δεν αποτελεί «αμάχητο νομικό αξίωμα» για τον λόγο ότι προσφέρεται η δυνατότητα στον υπόχρεο της διατροφής να ζητήσει τη μη εφαρμογή της». Σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 38(2) προνοείται έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου εντός τριών μηνών από την καταχώρηση της αίτησης και διερωτήθηκε το Δικαστήριο πως είναι δυνατό να αποφασίσει εντός 3 μηνών «από τη στιγμή που η εναρκτήρια αίτηση μετά την καταχώρησή της ορίζεται περίπου 1 μήνα μεταγενέστερα για επίδοση, απαιτείται χρόνος για συμπλήρωση των δικογράφων, η κλήση για οδηγίες η οποία καταχωρήθηκε ορίστηκε περί τους δύο μήνες μεταγενέστερα, δόθηκε χρόνος για αποκάλυψη εγγράφων όπου οι δύο πλευρές δεν συμμορφώθηκαν με τα, αρχικώς, ορισθέντα χρονοδιαγράμματα, δόθηκε χρόνος για την καταχώριση της γραπτής μαρτυρίας των διαδίκων, όπου μάλιστα η μαρτυρία της Καθ΄ης η αίτηση καταχωρήθηκε εκτός των χρονικών πλαισίων που έθετε το Δικαστήριο». Συνεπώς, παρατήρησε πως το άρθρο 38(2) θα πρέπει να διαβάζεται και εφαρμόζεται πλέον σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.30 και πως η εφεσείουσα «δεν μπορεί να αποκτήσει πλεονεκτήματα από τη μη έκδοση απόφασης εντός 3 μηνών, τη στιγμή μάλιστα που και η ίδια συνέτεινε στην καθυστέρηση της εκδίκασης της αίτησης». Κατέληξε δε ως προς το ζήτημα της αυτόματης αύξησης ως ακολούθως:

 

«Οποιοδήποτε ποσό έχει προστεθεί επί του επιδικασθέντος ποσού ως αυτόματη αύξηση εκ 10% μέχρι την καταχώριση της αίτησης, θα παραμείνει. Όμως, οποιαδήποτε αύξηση έχει ζητηθεί με βάση την αυτόματη αύξηση από την καταχώριση της αίτησης και μετέπειτα (π.χ. από τον Οκτώβριο του 2017) δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε ισχύ γι΄ αυτό και στην περίπτωση που ο Αιτησής έχει καταβάλει τέτοια ποσά, θα πιστωθούν σ΄ αυτόν. Εκκρεμούσης της εκδίκασης της παρούσας επίδικης αίτησης, η Καθ΄ης η αίτηση «αντινομκά» αξίωσε την επιπρόσθετη αύξηση από τον Οκτώβρη του 2017. Ορθό θα ήταν να αναμείνει την ετυμηγορία του Δικαστηρίου επί της τροποποίησης ή όχι του διατάγματος διατροφής.»

 

Το άρθρο 38(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, το οποίο εισήχθη στο Νόμο με τον Τροποποιητικό Νόμο 68(Ι)/2008, προνοεί ως ακολούθως:

 

«38. (2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών:

 

Νοείται ότι, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου διατροφής, να διατάξει όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος αυτής περιοριστεί.  Σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, η απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος εδαφίου εκδίδεται εντός τριών μηνών από την καταχώρηση της αίτησης και δυνατόν να έχει αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα  είχε εφαρμογή δυνάμει του παρόντος εδαφίου.»

 

Η πιο πάνω ρύθμιση έγινε για σκοπούς υποβοήθησης της καταβολής της διατροφής, χωρίς να πρέπει να καταχωρούνται συνεχώς αιτήσεις για τον επανακαθορισμό της και δίδει το δικαίωμα στον υπόχρεο διατροφής να αιτηθεί από το Δικαστήριο να μην ισχύσει η εν λόγω αύξηση. Προνοεί, επίσης, ότι σε περίπτωση που υποβληθεί τέτοια αίτηση, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης για περίοδο τριών μηνών εντός της οποίας το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την απόφασή του. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χ. ν. Χ., Νομικό Ερώτημα Αρ. 373, ημερομηνίας 2.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:C155, το εν λόγω άρθρο δεν έχει δημιουργήσει κάποιο μαχητό ή αμάχητο τεκμήριο.

 

Στην παρούσα περίπτωση, κατά την καταχώρηση της επίδικης αίτησης είχαν ήδη επιβληθεί τρεις προσαυξήσεις, χωρίς ο αιτητής να έχει αιτηθεί όπως μη ισχύσουν. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι αυτές οι τρεις προσαυξήσεις θα συνεχίσουν να ισχύουν. Το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλλει ο εφεσίβλητος με την αυτόματη αύξηση ανερχόταν σε €825,22. Η αίτηση καταχωρήθηκε στις 26.5.2017, προτού τεθεί θέμα αυτόματης αύξησης του ποσού, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Νόμου. Στις 18.12.2017 καταχωρήθηκε τροποποιημένη αίτηση με την οποία το αιτητικό περιελάμβανε, πέραν της μείωσης του ποσού της συνεισφοράς του εφεσίβλητου και οποιουδήποτε μεγαλύτερου ποσού ήθελε ζητηθεί από την αιτήτρια εκκρεμούσης της αίτησης. Η εφεσείουσα  στην υπεράσπισή της πρόβαλε ότι το ποσό θα πρέπει να αυξηθεί από 1.10.2017 σε €907,74 και αξίωσε αύξηση του 10% για την περίοδο Οκτωβρίου 2017 μέχρι και τον Ιούνιο του 2018 και για την περίοδο από τον Ιούλιο του 2018 μέχρι τον Οκτώβριο του 2018. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτά τα ποσά αξιώθηκαν «έκνομα», καθότι βρισκόταν σε εκκρεμότητα η εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Με βάση το άρθρο 38 του Νόμου, το οποίο παραθέσαμε πιο πάνω, σε περίπτωση που υποβάλλεται αίτηση για να μην ισχύσει η εκ του Νόμου προβλεπόμενη αύξηση του 10%, η υποχρέωση καταβολής του αυξημένου ποσού αναστέλλεται μέχρι την εκδίκαση της σχετικής αίτησης, για την οποία το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει απόφαση εντός 3 μηνών. Ο λόγος, βεβαίως, που τέθηκε ο χρονικός περιορισμός είναι προφανής.

 

Από την άλλη, η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε με στόχο την μείωση της συνεισφοράς του αιτητή στη διατροφή των παιδιών του και το ζήτημα της μη εφαρμογής της αυτόματης αύξησης τέθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο, όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω, και εξετάστηκε μαζί με τα υπόλοιπα θέματα που εγέρθηκαν με την αίτηση. Όπως δε προκύπτει από την απόφαση, η τροποποίηση των δικογράφων, η καταχώρηση κλήσης για οδηγίες και η καταχώρηση των ενόρκων δηλώσεων αποκάλυψης εγγράφων, η καθυστέρηση στην καταχώρηση ενόρκων δηλώσεων αποκάλυψης, τα από κοινού αιτήματα αναβολών για σκοπούς φιλικής διευθέτησης και η καθυστέρηση στην καταχώρηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας, οδήγησαν στην καθυστέρηση εκδίκασης της αίτησης.

 

Είναι εμφανές ότι η εφεσείουσα συνέβαλε στην καθυστέρηση και ορθά κρίθηκε πως, με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας, δεν θα μπορούσε να λάβει πλεονέκτημα από αυτήν την καθυστέρηση. Η υπόθεση Καυκαλιά, πιο πάνω, στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, δεν θεωρούμε ότι μπορεί να τύχει άμεσης εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας. Πρόκειται για απόφαση που αφορά σε άλλη νομοθεσία, όπου υπάρχει ανατρεπτική προθεσμία, ακριβώς λόγω της φύσης των εκλογικών αιτήσεων και της ανάγκης να υπάρχει άμεση επίλυση των εκλογικών διαφορών για λόγους δημοσίου συμφέροντος και εύρυθμης λειτουργίας του νομοθετικού σώματος και της τοπικής αυτοδιοίκησης.

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης

 

Η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε μείωση της συνεισφοράς του εφεσίβλητου, χωρίς να καταλήξει σε εύρημα ως προς τα έξοδα των ανηλίκων και παρά το γεγονός ότι έμμεσα αποδέχθηκε την αύξησή τους με τρόπο αυθαίρετο.

 

Στο στάδιο των διευκρινίσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στην υπόθεση Γ. ν. Λ. (Γ.) προσωπικώς και δια το ανήλικο τέκνο των Ο. Γ., Έφεση Αρ. 15/2019, ημερομηνίας 28.7.2020, προς υποστήριξη των θέσεών του.

 

Από την άλλη, η πλευρά του εφεσίβλητου παρέπεμψε στην πρωτόδικη απόφαση, όπου η ενασχόληση του Δικαστηρίου με το θέμα των εξόδων ήταν εκτεταμένη και πλήρως αιτιολογημένη.

 

Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο στις σελ. 9 - 13 της απόφασής του ασχολείται με το θέμα των εξόδων των ανηλίκων. Αναλύει δε τα διάφορα κονδύλια για το κάθε παιδί ξεχωριστά, στη βάση των εκατέρωθεν ισχυρισμών, και καταλήγει ως ακολούθως στη σύνοψη των ευρημάτων του:

 

«Είναι γεγονός ότι κάποια έξοδα των ανηλίκων δεν υφίστανται πλέον, όμως έχουν δημιουργηθεί άλλα έξοδα και ανάγκες για τα παιδιά. Η πάροδος αρκετών χρόνων, από το 2009, το μεγάλωμα των παιδιών και η συνεχής και καθημερινή φροντίδα τους από την Καθ΄ης η αίτηση, οδηγεί στο αντιστάθμισμα των αναγκών που έχουν εκλείψει, με τις νέες που έχουν δημιουργηθεί. Επίσης, επί της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, δεν προσκομίστηκε ικανή μαρτυρία για να μπορεί να καταλήξει το Δικαστήριο σε ασφαλές συμπέρασμα. Ως, δε, νομολογιακά έχει υποδειχθεί, το μέτρο της διατροφής δεν αποτιμάται με απόλυτους αριθμούς ούτε και αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με περισσή αυστηρότητα, ενώ η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες των συγκεκριμένων ενώπιον του Δικαστηρίου ατόμων (Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 ΑΑΔ 625, Χ. ν. Χ. (2010) 1 ΑΑΔ 951).»

 

Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου και θεωρούμε ότι η απόφασή του είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η απόφαση στην υπόθεση Γ., πιο πάνω, που μας ζήτησε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας να λάβουμε υπόψη, όπου το ποσό που λάμβανε η μητέρα ως επιδόματα αφαιρέθηκαν από τα έξοδα των παιδιών, δεν έχει εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας. Η απόφαση εκείνη περιορίζεται στα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης, όπου δεν μπορούσε να καθοριστεί το ακριβές ποσό και ο χρόνος είσπραξης των επιδομάτων με συναπαγόμενη αδυναμία πίστωσής τους στην εισοδηματική ικανότητα της εφεσίβλητης και δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στις συνήθεις περιπτώσεις διατροφών, όπως την παρούσα, όπου τα ποσά που εισπράττει η μητέρα ως επιδόματα, ορθά υπολογίζονται έναντι των εισοδημάτων της.

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

 

Τρίτος λόγος έφεσης

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης άπτεται της απόφασης του Δικαστηρίου να υπολογίσει στα εισοδήματα της εφεσείουσας το ποσό των €250 ως ενοίκια.

 

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, ως προς το εν λόγω ζήτημα, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Ο Αιτητής προέβαλε τον ισχυρισμό του ότι η Καθ΄ης η αίτηση έχει εισοδήματα από ενοικίαση ακίνητης περιουσίας της. Η Καθ΄ης η αίτηση παραδέχεται ότι διαθέτει την ακίνητη περιουσία, πλην όμως προβάλλει τη θέση ότι το ποσό των €500 τον μήνα από ενοίκια το καρπούται ο πατέρας της οποίος είναι χαμηλοσυνταξιούχος. Η θέση της αυτή, και να γινόταν αποδεκτή από το Δικαστήριο δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη στην εισοδηματική ικανότητά της.

 

Γι΄αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου είναι ότι η Καθ΄ης η αίτηση έχει τουλάχιστον €250 τον μήνα επιπρόσθετα εισοδήματα από είσπραξη ενοικίων, ως ιδιοκτήτρια προσοδούχας ακίνητης περιουσίας.»

 

Όπως προκύπτει από σχετική αγγλική νομολογία που αναφέρεται στην απόφαση, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη, όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα, αλλά και την ικανότητα του αιτητή να κερδίζει (his potential earning capacity) (Klucinsky v. Klucinsky [1953] 1 All ER 683 και McEwan v. McEwan [1972] 2 All ER 708, Δ. ν. Π. (2005) 1 ΑΑΔ 1418).

 

Εν προκειμένω, η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε ότι είναι συνιδιοκτήτρια σε ακίνητη ιδιοκτησία και, επιπρόσθετα, με βάση τη μαρτυρία της, το ποσό των ενοικίων ανέρχεται γύρω στα €500. Όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο ισχυρισμός ότι τα ενοίκια τα εισπράττει ο πατέρας της, δεν αφαιρεί από την εισοδηματική της ικανότητα. Κανονικά θα έπρεπε να προσμετρήσει στα εισοδήματά της ολόκληρο το ποσό των €500 το μήνα. Δεν υπάρχει αντέφεση και, συνεπώς, δεν χωρεί επέμβασή μας.

 

Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά την απόρριψη του ισχυρισμού της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος έχει εισοδήματα από «συγγραφική δραστηριότητα». Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος έχει εκδώσει τρεις τουλάχιστον ποιητικές συλλογές, εκ των οποίων η μία βραβεύτηκε και με κρατικό βραβείο και πως από αυτή του τη δραστηριότητα έχει εισοδήματα €300 μηνιαίως.

 

Ο εφεσίβλητος, από την άλλη, παραδέχθηκε ότι έχει συγγραφική δραστηριότητα, ισχυριζόμενος όμως ότι δεν έχει εισοδήματα από αυτή, αντίθετα επιβαρύνεται με έξοδα έκδοσης. Προκύπτει, συναφώς, ότι ορθά το Δικαστήριο κατέληξε πως η εφεσείουσα δεν απέδειξε τον ισχυρισμό της αυτό, εφόσον ουδέν άλλο στοιχείο κατέθεσε στο Δικαστήριο προς απόδειξη του ισχυρισμού της. Συνακόλουθα, και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Πέμπτος λόγος έφεσης

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου να διατάξει όπως, μετά την ενηλικίωση του Η., θα καταβάλλει συνεισφορά για το ποσό των €350 για τα έξοδα της ανήλικης θυγατέρας τους είναι αναιτιολόγητη και λανθασμένη, προβάλλει η εφεσείουσα. Αυτός ο λόγος έφεσης συναρτάται με τα όσα αναφέρθηκαν στο δεύτερο λόγο έφεσης ως προς την αυθαίρετη και αναιτιολόγητη κατάληξη του Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει της επικείμενης ενηλικίωσης του Η. τον Απρίλιο του 2019 έκρινε όπως το ποσό της συνεισφοράς στη διατροφή «διαχωριστεί ισομερώς, δηλαδή €350 για κάθε παιδί. Έτσι, μετά την ενηλικίωση του Η. ο Αιτητής θα συνεχίσει να καταβάλλει το ποσό των €350 μόνο για την Κ.».

 

Από τα γεγονότα που τέθηκαν προκύπτει ότι το προηγούμενο διάταγμα διατροφής που εκδόθηκε εκ συμφώνου δεν ξεχώριζε τα ποσά που θα καταβάλλονταν για το κάθε παιδί. Συνεπώς, επρόκειτο για ένα συνολικό ποσό και για τα δύο παιδιά και οι εκατέρωθεν εισηγήσεις ως προς την αύξηση ή μείωση των εξόδων των παιδιών είναι υπό αυτό το πρίσμα που εξετάστηκαν. Εφόσον δεν καθοριζόταν με το διάταγμα συγκεκριμένο ποσό για το κάθε τέκνο, με αυτό το τρόπο αποφασίστηκε και η μείωση της συνεισφοράς που αιτήθηκε ο εφεσίβλητος και ορθά έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι το ποσό αυτό αφορά εξ ημισείας το κάθε τέκνο.

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Έκτος λόγος έφεσης

 

Παραπονείται η εφεσείουσα για το διάταγμα της παραγράφου Δ, πιο πάνω. Πρόκειται για διάταγμα που δεν αιτήθηκε ο εφεσίβλητος και το πρωτόδικο Δικαστήριο του απέδωσε θεραπεία, η οποία δεν προβλέπεται από το Νόμο, εισηγήθηκε.

 

Ο λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός. Εφόσον το Δικαστήριο έκρινε πως η αυτόματη αύξηση του 10% από τον Οκτώβριο του 2017 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, η έκδοση του διατάγματος Δ ήταν συνεπακόλουθη του διατάγματος Γ.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, πλέον ΦΠΑ.

 

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο