ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Σιακαλλής Xαράλαμπος (Αρ. 1) (2001) 1 ΑΑΔ 282
Παναγιώτου Στέλλα Λουκαΐδου (2004) 1 ΑΑΔ 1094
Αντωνίου Ανδρέας (2009) 1 ΑΑΔ 656
Μακρίδης Έκτορας (2014) 1 ΑΑΔ 756, ECLI:CY:AD:2014:A238
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SHAHAK AVNI, Πολιτική αίτηση αρ.104/20, 1/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:D406
Συμιλλίδης Aναστάσιος ν. Aστυνομίας (Aρ. 1) (1997) 2 ΑΑΔ 160
DYDI κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 103/2020, 104/2020, 3/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:B293
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:D32
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ.13/21)
5 Φεβρουαρίου, 2021
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964), ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ χχχ χχχ ΜΕ Α.Δ.Τ. χχχ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ENTAΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡ. 2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021 ΚΑΙ ΩΡΑ 19:06, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ.3χχ1 ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΑ 18, 19, 20 ΚΑΙ 21.
------------------
Χρ. Λάρκος, Π. Ζαπούνης, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο αιτητής επιδιώκει την χορήγηση άδειας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος certiorari προς ακύρωση εντάλματος σύλληψης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 2.1.2021.
Το ένταλμα εκδόθηκε στα πλαίσια διερεύνησης διαφόρων αδικημάτων με επίκεντρο την επίθεση και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Υπήρχε μαρτυρία από δύο πρόσωπα, πατέρα και γιο, ότι ενώ βρισκόντουσαν στην οικία τους άκουσαν μια έκρηξη και είδαν φωτιά σε διπλανό πάρκο όπου βρίσκονταν έξι νεαροί. Τα εν λόγω πρόσωπα τελικά δέχθηκαν επίθεση από τους νεαρούς και η αστυνομική έρευνα οδήγησε στον αιτητή και στον αδελφό του ως υπόπτους. Εκδόθηκαν εναντίον αμφοτέρων εντάλματα σύλληψης με βάση τον ίδιο όρκο.
Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται τώρα η έναρξη διαδικασίας προς ακύρωση του εντάλματος σύλληψης του αιτητή είναι αφενός, η απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων σε βαθμό δόλου και παραπλάνησης του δικαστηρίου και αφετέρου, ο ισχυρισμός ότι δεν στοιχειοθετείται εύλογη υπόνοια και ότι το εκδώσαν δικαστήριο ενήργησε μηχανικά χωρίς το ίδιο να είχε ικανοποιηθεί περί τούτου. Οι δύο αυτές βάσεις του αιτήματος αναπτύσσονται εν εκτάσει στους νομικούς λόγους της αίτησης.
Ό,τι απαιτείται στο στάδιο αυτό είναι η στοιχειοθέτηση εξ αντικειμένου εύλογης υπόνοιας, κάτι που προϋποθέτει την ύπαρξη γεγονότων ή πληροφοριών που να ικανοποιούν τον αντικειμενικό παρατηρητή ότι το υπό σύλληψη πρόσωπο είναι δυνατόν να έχει διαπράξει το αδίκημα (βλ. Avni, Πολ. Αίτ. Αρ. 104/20, 1.12.2020, με αναφορά σε νομολογία του ΕΔΔΑ). Θα πρέπει δε η εύλογη υπόνοια να είναι το αποτέλεσμα της νοητικής διεργασίας του ίδιου του δικαστή, χωρίς η γνώμη του ενόρκως δηλούντος να είναι αρκετή (Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207, Αναφορικά με την αίτηση του χχχ Μακρίδη, Πολ. Έφ. Αρ. 514/12, 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238, CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. Αρ. 219/14, 29.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A126).
Έτσι στην υπόθεση Σιακαλλής (2001) 1 ΑΑΔ 282 θεωρήθηκε πως «η αόριστη αναφορά στο τέλος του εντάλματος ότι ο δικαστής είχε ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του δεν μπορούσε να θεραπεύσει την ύπαρξη διαπίστωσης από τον ίδιο για την ύπαρξη εύλογης υποψίας». Από την άλλη, στην Αντωνίου (2009) 1 ΑΑΔ 656, αφού ελέχθη ότι κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων περιστατικών, κρίθηκε ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστή ήταν επαρκής ώστε η τελική καταγραφή, πως είχε λογικά ικανοποιηθεί για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος, να είχε ενσωματώσει τη δική του υποψία στη βάση των δεδομένων που ενόρκως τέθηκαν ενώπιον του.
Στο ίδιο πνεύμα διευκρινίστηκε από την Ολομέλεια στην Παναγιώτου (2004) 1 ΑΑΔ 1094 ότι το τι αποτελεί δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τη φύση και τα περιστατικά της υπόθεσης. Κριτήριο είναι το κατά πόσο παρέχεται η δυνατότητα στο Εφετείο να αντιληφθεί τους λόγους επί των οποίων το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση. Υπ' αυτό το πρίσμα κρίθηκε ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης, η συμπερίληψη της απαιτούμενης βεβαίωσης περί λογικής ικανοποίησης για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος, δεν μπορούσε παρά να σημαίνει πως η αναγκαιότητα της έκδοσης του εντάλματος προέκυπτε από τα αναφερόμενα στην ένορκη δήλωση.
Εν προκειμένω, εκτός από τη μαρτυρία των παραπονουμένων ότι δέχθηκαν επίθεση, υπήρχε μαρτυρία από τον ίδιο τον αιτητή αλλά και τον άλλο ύποπτο, αδελφό του, με την οποία συνέδεαν τους εαυτούς τους με το υπό διερεύνηση περιστατικό, δίδοντας όμως διαφορετική χροιά. Συγκεκριμένα, στον όρκο του αστυνομικού αναφέρεται ότι ο πρώτος ύποπτος (δηλαδή ο παρών αιτητής) είχε αναφέρει στην κατάθεση του ότι ο αδελφός του, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε υποστεί επίθεση από ένα άτομο και ο ίδιος επενέβη για να τον υπερασπιστεί. Ο δε δεύτερος ύποπτος είχε αναφέρει ότι δέχθηκε επίθεση από δύο άτομα και τον βοήθησε ο αδελφός του (πρώτος ύποπτος) να απομακρυνθεί και να φύγουν. Επίσης υπήρχε η πληροφορία, η οποία αναφέρεται στον όρκο, ότι ο αιτητής είχε αναρτήσει σε κλειστή ομάδα στο Facebook ότι «epexamen toppuzi me 2 atoma jiamai sto parkoui t soeasy». Αναφέρεται περαιτέρω στον όρκο ότι από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του εν λόγω περιπτέρου διαφάνηκε ότι πέντε άτομα είχαν εισέλθει η ώρα 22:30, δηλαδή λίγο πριν το επεισόδιο σε αυτό και αγόρασαν ένα γκαζάκι το οποίο πιστεύεται ότι χρησιμοποίησαν ρίχνοντας το στη φωτιά που είχαν ανάψει στον αδιέξοδο δρόμο δίπλα από το πάρκο και το σπίτι των παραπονουμένων, με αποτέλεσμα να προκληθεί έκρηξη και ότι σύμφωνα με πληροφορίες που λήφθηκαν δύο από τα νεαρά αυτά πρόσωπα είναι οι πιο πάνω ύποπτοι.
Υπό το φως αυτής της μαρτυρίας, με τον δέοντα σεβασμό, δεν με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση ότι προκύπτει πως το δικαστήριο ενήργησε μηχανικά, ή ότι «κακώς το ένταλμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας εφόσον δεν στοιχειοθετείτο η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας», όπως το αιτητικό αναφέρεται. Ο ρόλος δε του δικαστή που καλείται να αναθεωρήσει το ένταλμα δεν είναι να υποκαταστήσει υποκειμενικά τον δικαστή που το εξέδωσε, αλλά να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε, εν πάση περιπτώσει, επαρκής μαρτυρία ώστε εύλογα να εκδόθηκε το ένταλμα (Garofoli, v. Q. [1990] 2 S.C.R. 1421, R. ν. Araujo, 2000 SCC 65, R. v. Morelli [2010] 1 S.C.R. 253).
Σε ότι αφορά την άλλη πτυχή της αίτησης, ο ισχυρισμός περί δόλου και παραπλάνησης του δικαστηρίου είναι πολύ σοβαρός έστω και αν στο στάδιο αυτό αρκεί να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση. Εάν λ.χ. υπήρξε ασάφεια ως προς τον τόπο που έλαβαν χώρα τα περιστατικά, ή ως προς το περίπτερο, ή ως προς τη διεύθυνση των παραπονουμένων και άλλα τέτοια θέματα που προβάλλονται σχολαστικά στην αίτηση ως στοιχεία που αποκρύφτηκαν, ή δεν διερευνήθηκαν ή δεν αποκαλύφθηκαν, δεν τίθεται θέμα δόλου και παραπλάνησης του δικαστηρίου. Οι ένορκες δηλώσεις σε αυτές τις περιπτώσεις ετοιμάζονται από αστυνομικά όργανα σε χρόνο που δεν έχουν στην κατοχή τους όλη τη μαρτυρία και χωρίς νομική συμβουλή. Συνεπώς, δεν μπορεί να απαιτείται το επίπεδο σύνταξης που θα χαρακτήριζε ένα δικηγόρο ή το επίπεδο ποιότητας ενός δικογράφου, αλλά τέτοιες ένορκες δηλώσεις πρέπει να προσεγγίζονται πρακτικά, όχι τεχνικά, με κοινή λογική (R. v. Sanchez, 1994 CanLII 5271, Re Lubell and the Queen (1973), 11 CCC (2d) 188 (Ont. H.C.)). Ούτε μπορεί να προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης του εντάλματος ότι η Αστυνομία δεν έκανε, σε σχέση με την προαναφερθείσα ανάρτηση στο Facebook «τις ανάλογες εξετάσεις εξακρίβωσης ορθότητας ή και πραγματικής ανάρτησης ή και έρευνας ότι ο αποστολέας είναι πράγματι ο αιτητής, γεγονός που αν ετίθετο ενώπιον του Δικαστηρίου θα άλλαζε πλήρως την εικόνα που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο». Δεν είναι τώρα η δίκη ώστε να απαιτείται απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Χωρίς να επεκταθώ στις λεπτομερείς θέσεις παρόμοιας φύσης που προβλήθηκαν εκ μέρους του αιτητή, είναι με βεβαιότητα που διαπιστώνω πως είναι σε εκείνο το επίπεδο απόδειξης και συνεπακόλουθα προηγούμενης διερεύνησης, που κινείται η όλη προσπάθεια του αιτητή. Σε αυτό όμως το στάδιο «περί υπονοιών ο λόγος» όπως αναφέρθηκε στην Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 ΑΑΔ 160, η οποία αφορούσε μάλιστα το μεταγενέστερο στάδιο της προσωποκράτησης και αναφέρθηκαν περαιτέρω τα εξής:
«Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία, κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα».
Περιπλέον, όπως υποδείχθηκε στην R. v. Loewen, 2016 BCCA 351:
«A search warrant is an investigative tool. Its justification rests on reasonable grounds, not proof beyond a reasonable doubt.»
Δόλος και παραπλάνηση δεν προκύπτει ούτε ακόμα και από το γεγονός, από μόνο του, ότι δεν αναφέρθηκε πως είχε προηγουμένως απορριφθεί αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση εντάλματος σύλληψης του αιτητή. Δεν έχει καταδειχθεί ότι η Αστυνομία ενήργησε σε αυτή την υπόθεση με δόλο ή καταχρηστικά, ενόψει μάλιστα της μαρτυρίας που υπήρχε και συνέδεε ως ύποπτο και μόνο τον αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ