ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Η Εφεσείουσα παρουσιάζεται προσωπικά. Ρ. Χαραλάμπους (κα) για Ν. Παπαγεωργίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 1 και 3. Θ. Κορφιώτης για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 2 και 4. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-01-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΧΙΖΑ v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 195/2014, 20/1/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D599

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 195/2014)

 

20 Ιανουαρίου, 2022

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

XXX ΣΧΙΖΑ,

                             Εφεσείουσα,

v.

 

1.   ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

2.   EΧPRESSTOCK SECURITIES LIMITED,

3.   EMF INVESTORS LIMITED,

4.   A.L. PROCHOICE STOCKBROKER,

                                                                   Εφεσιβλήτων.

------------

Η Εφεσείουσα παρουσιάζεται προσωπικά.

Ρ. Χαραλάμπους (κα) για Ν. Παπαγεωργίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 1 και 3.

Θ. Κορφιώτης για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 2 και 4.

------------

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Υπάρχει σύγχυση στον τίτλο της έφεσης και στα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον μας αναφορικά με το όνομα της ενάγουσας/εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενης 1/εφεσίβλητης 1.  Γι'  αυτό εξαρχής διευκρινίζουμε ότι η ενάγουσα ονομαζόταν αρχικά Euroinvestment & Finance Ltd, μετά ονομάστηκε ή υποκαταστάθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, μετά Astrobank Ltd και εν τέλει Astrobank Public Co Ltd (πρώην Astrobank Ltd).  Στο εφεξής θα αποκαλούμε την ενάγουσα ως «εφεσίβλητη 1».  Οι εφεσίβλητοι 2 έως 4 προστέθηκαν στη διαδικασία από την εναγόμενη/εφεσείουσα ως εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενοι υπ'  αρ. 2, 3 και 4.

 

          Η απαίτηση της εφεσίβλητης 1 έγινε υπό την ιδιότητα της ως τράπεζα και αφορούσε σε κατ'  ισχυρισμό οφειλόμενο από την εφεσείουσα υπόλοιπο που προέκυψε δυνάμει μεταξύ τους συμφωνιών ημερ. 9.12.1998 και 12.11.2002, για συμμετοχή της τελευταίας σε ένα επενδυτικό σχέδιο της εφεσίβλητης 1 («Επενδυτικό Σχέδιο E & F της Euroinvestment»).  Σύμφωνα με τους όρους των συμφωνιών η εφεσίβλητη 1 συμφώνησε να παρέχει από καιρού εις καιρόν στην εφεσείουσα δάνεια και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις με αρχικό όριο £20.000 το οποίο αργότερα αυξήθηκε σε £30.000 και τελικά σε £50.000.  Ήταν ρητός όρος των συμφωνιών ότι τα δάνεια αυτά και οι διευκολύνσεις θα χρησιμοποιούντο από την εφεσείουσα για την αγορά με τον χρηματιστή της επιλογής της αξιών εταιρειών που ήσαν εγγεγραμμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και ότι οι αγοραζόμενες αξίες θα εγγράφονταν για σκοπούς εγγύησης είτε επ'  ονόματι της εφεσίβλητης 1, είτε επ'  ονόματι της θυγατρικής εταιρείας της εφεσίβλητης 1 EMF Investors Ltd (EMF) (εξ ανταπαιτήσεως εφεσίβλητη 3) που θα ενεργούσε ως trustee της εφεσίβλητης 1. 

 

          Στις 12.11.2002 η εφεσείουσα υπέγραψε νέα συμφωνία με την εφεσίβλητη 1 σε αντικατάσταση της προηγηθείσας συμφωνίας και συνεχίστηκε η παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων στο λογαριασμό της με διαφορετικούς όρους σε ότι αφορά το χρεωστικό επιτόκιο κ.ά. 

 

Για τον τρόπο που λειτούργησε η συμφωνία και το ρόλο του κάθε μέρους σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Οι ενάγοντες περιορίζονται στην χρηματοδότηση της επίδικης επενδυτικής δραστηριότητας της εναγομένης 1, οι εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενοι «EMF Investors Ltd» περιορίζονται στη φύλαξη των αξιών, οι οποίες αγοράζονται στα πλαίσια της δραστηριότητας αυτής, ως εγγύηση των υποχρεώσεων της εναγομένης έναντι των εναγόντων, οι δε εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενοι (Expresstock Securities Ltd και AL Prochoice Stockbrokers Ltd.» περιορίζονται στη διενέργεια, ενώπιον του ΧΑΚ και της Euroinvestment και εξ ονόματος και για λογαριασμό της εναγομένης στα απαραίτητα για την άσκηση της επενδυτικής δραστηριότητας της τελευταίας.»

 

Σύμφωνα με τη δικογραφική εκδοχή της εφεσίβλητης 1 υπήρχε υπέρβαση του ορίου και η εφεσείουσα κλήθηκε στις 15.12.2003 όπως την καλύψει, χωρίς όμως αποτέλεσμα παρά τις επανειλημμένες ειδοποιήσεις που ακολούθησαν.  Εν τέλει, η εφεσίβλητη 1 με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 18.5.2005 κάλεσε την εφεσείουσα όπως εντός προθεσμίας επτά ημερών καταθέσει στο σχετικό λογαριασμό ποσό ύψους £43.165,93 ή όπως, διαζευκτικά, μεταβιβάσει στην εφεσίβλητη 1 μετοχικούς τίτλους ίσης αξίας προς συμμόρφωση με τους όρους της συμφωνίας τους.  Κατόπιν παράλειψης της εφεσείουσας να συμμορφωθεί η εφεσίβλητη 1 με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 6.6.2005 τερμάτισε τη συμφωνία και προχώρησε στην πώληση όλων των αξιών που κρατούντο προς εξασφάλιση και το προϊόν της πώλησης κατατέθηκε στο σχετικό λογαριασμό, ο οποίος εξακολουθούσε να παρουσιάζει χρεωστικό υπόλοιπο £46.772,88.  Αυτή ήταν και η απαίτηση της εφεσίβλητης 1 εναντίον της εφεσείουσας, με τόκο 9 ½ % από 17.6.2005. 

 

          Η υπεράσπιση της εφεσείουσας υπήρξε πολύπλευρη με αμφισβήτηση ακόμα και της ιδιότητας της εφεσίβλητης 1 ως τράπεζας.  Παράλληλα εισήγαγε στη διαδικασία ως εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενους 2-4 τους εφεσίβλητους 2-4, ισχυριζόμενη ότι μαζί με την εφεσίβλητη 1 ασκούσαν κακή διαχείριση του λογαριασμού της,  επέδειξαν αμέλεια και παράβαση εμπιστοσύνης και σκοπιμότητα, δόλο, κακοβουλία και/ή απάτη, δίδοντας πληθώρα από σχετικές λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα να φέρουν τελικά την αποκλειστική ευθύνη για την κάθε ζημιά που έχει υποστεί η εφεσείουσα.

 

          Η εφεσείουσα καταλήγει με ανταπαίτηση για (Α) αποζημιώσεις, (Β) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ουδέν ποσό οφείλει στην εφεσίβλητη 1 («στους ενάγοντες»), (Γ) Επιστροφή όλων των ενεχυριασθέντων μετοχών που κατέχουν «οι ενάγοντες», (Δ) £46.772,88 με νόμιμο τόκο ως αποζημιώσεις για τη ζημία των ενεχυριασθέντων μετοχών.

 

          Η ανταπαίτηση στρέφεται μόνο «κατά των εναγόντων», δηλαδή μόνο κατά της εφεσίβλητης 1 ως ακολούθως:

 

«Η εναγόμενη επαναλαμβάνει όλους τους ισχυρισμούς της ως αναφέρονται ανωτέρω για σκοπούς ανταπαίτησης και αξιοί ανταπαιτητικώς κατά των εναγόντων.»

Συνεπώς, δεν υπάρχει ανταπαίτηση εναντίον των προσώπων που προστέθηκαν ως εξ ανταπαιτήσεως, υποτίθεται, εναγόμενοι.  Αυτό δεν έγινε αντιληπτό, ούτε από τους δικηγόρους τους, οι οποίοι προχώρησαν σε δικόγραφα και ακρόαση υπερασπιζόμενοι τους πελάτες τους επί της ουσίας, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ'  έφεση, ούτε από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο θεώρησε πεπλανημένα ότι υπήρχε ανταπαίτηση «εναντίον των εναγόντων και των οντοτήτων αυτών» εννοώντας τους εξ ανταπαιτήσεως εφεσίβλητους 2-4. 

 

Διαφοροποιείται η Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 AAΔ 400, εφόσον εκεί υπήρχε βεβαίως απαίτηση εναντίον του εναγομένου (για αποζημιώσεις), χωρίς να είχαν ρητά διεκδικηθεί και η ειδική, επιμέρους θεραπεία (παραδειγματικές αποζημιώσεις).  Αποφασίστηκε ότι δεν απαιτείται ο επακριβής προσδιορισμός της επιδιωκόμενης θεραπείας, ούτε αποκλείεται η παροχή θεραπείας άλλης από εκείνης η οποία επιζητείται αν και εφόσον τα γεγονότα για την παροχή τέτοιας θεραπείας στοιχειοθετούνται στο σώμα της έκθεσης απαίτησης.  Εν προκειμένω, όμως απουσιάζει παντελώς το παρακλητικό, ελλείπει αυτή τούτη η η ίδια η αξίωση εναντίον των εν λόγω προσώπων.  Δεν είναι περίπτωση ανεπαρκούς ή ατελούς παρακλητικού ή αξίωσης που θα μπορούσε να συμπληρωθεί όπως θα προέκυπτε από τις αναφορές στο σώμα της έκθεσης απαίτησης, όπως ήταν η υπόθεση Kennedy

 

Εν πάση περιπτώσει, υπό το φως της νομολογίας στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο και της μαρτυρίας στην παρούσα υπόθεση, έστω και εκ περισσού καταγράφουμε και επί της ουσίας ότι μας φαίνονται αβάσιμες οι αιτιάσεις της εφεσείουσας εναντίον των εν λόγω προσώπων.

 

          Ως εκ των άνω η υπόθεση περιορίζεται μεταξύ των αρχικών διαδίκων και καθορίζεται από τη μεταξύ τους συμφωνία η οποία δεν ήταν παρά μια συμφωνία παροχής χρηματοδότησης με σκοπό την επενδυτική δραστηριότητα της εφεσείουσας. 

 

          Το δικαστήριο έχοντας ορθά διευκρινίσει την επίδικη σχέση μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης 1, υπέδειξε περαιτέρω ότι παρά το πολύπλευρο της υπεράσπισης, τα ζητήματα τα οποία με αυτή ηγέρθηκαν έχουν απασχολήσει την πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επανειλημμένα αναφορικά με συμβάσεις που συνάπτουν επενδυτές με οργανισμούς οι οποίοι παρέχουν πιστωτικές διευκολύνσεις για χρηματιστηριακές επενδύσεις, καθώς και με οργανισμούς που παρέχουν υπηρεσίες συναφείς με το χρηματιστήριο.  Παρέπεμψε σχετικά το δικαστήριο στις υποθέσεις Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Γιάλλουρου (2006) 1 ΑΑΔ 120, Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου κ.α. (2006) 1 ΑΑΔ 1042, Συρίμη ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1131, Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1238, Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 2229, Μάτση ν. Ellinas Finance Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 2400, Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, (2013) 1 ΑΑΔ 38, Χατζηγαβριήλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited (2013) 1 ΑΑΔ 668, Ζερβός ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 2357, Νικολάου ν. Ellinas Finance Ltd κ.α (2013) 1 ΑΑΔ 2392.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι οι επίδικες συμφωνίες καθόριζαν ως μόνη υποχρέωση της εφεσίβλητης 1 την παροχή δανείων και άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων για σκοπούς επένδυσης σε αξίες.  Με βάση την αποκρυσταλλωμένη, ως άνω, νομολογία, έκρινε ότι οι συμφωνίες ουδόλως την καθιστούσαν διαχειρίστρια του επενδυτικού λογαριασμού και ουδόλως της δημιουργούσαν οποιοδήποτε καθήκον για την κερδοφόρα εξέλιξη της επενδυτικής δραστηριότητας της εφεσείουσας.  Η εφεσείουσα είχε ορίσει τον χρηματιστή της.    Δυνάμει των εν λόγω συμφωνιών χρηματοδότησης είχε παραχωρήσει πληρεξούσια έγγραφα στην εφεσίβλητη 2 αρχικώς και στην AL Prochoice Stockbrokers Ltd, εφεσίβλητη 4, στη συνέχεια, με εξουσία όπως αυτοί διενεργούν ενώπιον του ΧΑΚ και της εφεσίβλητης 1, εξ ονόματος και για λογαριασμό της εφεσείουσας, τα απαραίτητα για την επενδυτική δραστηριότητα της.

 

Εκτεταμένοι ήταν και οι λόγοι έφεσης με τους οποίους, μεταξύ άλλων, αποδίδεται στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι εσφαλμένα θεώρησε πως μόνη υποχρέωση της εφεσίβλητης 1 ήταν η παροχή δανείων και πιστωτικών διευκολύνσεων και ότι «μια προσεκτική μελέτη των δύο συμφωνιών θα διαπιστώσει [sic] την σωρεία παραβιάσεων των υποχρεώσεων των εναγόντων προς την εναγομένη», ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη 1 απέδειξε την υπόθεση της και ειδικά το υπόλοιπο, ότι η εφεσείουσα ήταν υπαίτια για τη διάρρηξη της συμφωνίας, ότι η εφεσίβλητη 1 επέδειξε μεγάλη αμέλεια και ότι παρέλειψε να μειώσει τη ζημιά της, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η άδεια της εφεσίβλητης 1 ήταν άδεια διεξαγωγής τραπεζικών εργασιών και ότι αυτή είχε μόνο περιορισμένη άδεια τραπεζικών εργασιών και μεταξύ αυτών άδεια χρηματοδότησης επενδυτών υπό τη μορφή «λογαριασμών επενδυτών» (margin accounts) και ότι εν πάση περιπτώσει δεν της επιτρεπόταν να παραχωρεί λογαριασμούς παρατραβήγματος, κ.ά. 

 

Στα πλαίσια της έφεσης, η εφεσείουσα παρουσίασε την υπόθεση της χωρίς δικηγόρο, υιοθετώντας όμως όλους τους λόγους έφεσης την οποία είχε ετοιμάσει δικηγόρος.  Επί των γεγονότων προέβαλε τις θέσεις που φαίνεται να είχε προβάλει και πρωτοδίκως.  Ισχυρίστηκε δε ότι ο επίδικος λογαριασμός ήταν λογαριασμός παρατραβήγματος και η εφεσίβλητη 1 δεν είχε άδεια να λειτουργεί τέτοιο λογαριασμό, πράγμα που το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε. 

 

Όταν πρόκειται για την ίδια την ερμηνεία εγγράφων η μαρτυρία για το περιεχόμενο τους ούτε χρειάζεται, αλλά ούτε και επιτρέπεται.  Είναι το ίδιο το περιεχόμενο της συμφωνίας που, κατά κανόνα, αποκαλύπτει τη βούληση των μερών και καθορίζει το είδος της συμφωνίας και τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις και δικαιώματα. 

 

Εν προκειμένω, η συμφωνία έγινε με καταγραμμένη ήδη στο προοίμιο της την συμφωνηθείσα πρόθεση των μερών ότι «ο επενδυτής (η εφεσείουσα) ζήτησε και η Εταιρεία (εφεσίβλητη 1) συνεφώνησε όπως παραχωρήσει στον επενδυτή δάνεια και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις για σκοπούς επενδύσεως σε μετοχές και/ή χρεόγραφα και/ή άλλες αξίες».  Επί αυτής της βάσης ακολουθούν οι επιμέρους όροι της συμφωνίας.  Στον όρο 1 ειδικότερα αναφέρονται τα εξής:

 

«1. Η Εταιρεία θα παρέχει από καιρού εις καιρόν εις τον Επενδυτή δάνεια και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις μέχρι συνολικού ύψους το οποίον θα καθορίζεται εκάστοτε από την Εταιρεία υπό τους όρους της παρούσης συμφωνίας και τους όρους λειτουργίας του Επενδυτικού Σχεδίου και νοουμένου ότι τα δάνεια και/ή διευκολύνσεις θα χρησιμοποιούνται για αγορά μετοχών και/ή χρεογράφων και/ή άλλων αξιών μέσω του χρηματιστή. .»

 

Σαφής και ορθή ήταν η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι επρόκειτο για συμφωνία παροχής δανείων και/ή άλλων τραπεζικών διευκολύνσεων (βλ. τεκμ. 10 και 13). 

 

Ούτε είναι βάσιμη η εισήγηση πως η εφεσίβλητη 1 δεν μπόρεσε να αποδείξει τα απαιτούμενα ποσά.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, ως το αρμόδιο επί τούτου, αξιολόγησε θετικά τη σχετική μαρτυρία (Μ. Σαββίδη) η οποία συνοδεύετο από τα απαιτούμενα τεκμήρια, ήτοι, την πλήρη κατάσταση του επενδυτικού λογαριασμού και τα πινακίδια των συναλλαγών που είχαν διενεργηθεί εν σχέσει με αυτό και παρέμεινε σταθερός και θετικός στη μαρτυρία του παρά την επίμονη αντεξέταση του.  Δεν παρέχεται έδαφος για επέμβαση του Εφετείου στο έργο της αξιολόγησης του πρωτόδικου δικαστηρίου. 

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3.000 υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον της εφεσείουσας.  Σε ότι αφορά τους εφεσίβλητους 2 έως 4, για τους λόγους που προκύπτουν από τα όσα παρατηρήσαμε ανωτέρω, δεν θα δοθεί διαταγή για έξοδα. 

 

                                                          Π. Παναγή, Π.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

 

/φκ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο