ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Β. Μπίσσας, με Ι. Μιτίδου (κα) για τον Αιτητή CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-01-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ Αρ. 190/2020, 191/2020, 28/1/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D20

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ Αρ. 190/2020

Συνεξεταζόμενη με την

 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 191/20

 

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.]

 

 

28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3  ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018 (5/2018)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΝΕΟΦΥΤΟΥ

ΜΕ  Α.Δ.Τ. xxxx51, ΓΙΑ  ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERΤΙORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 13.8.20 ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΚΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΗΜΕΡΑ

---------------------

 

 

Αίτηση ημερ. 29.10.2020

Β. Μπίσσας, με Ι. Μιτίδου (κα) για τον Αιτητή

Στ. Παπουή (κα)  για τον Γενικό Εισαγγελέα

-------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Αμφότερες οι Αιτήσεις έχουν καταχωρηθεί από τον ίδιο Αιτητή ο οποίος αιτείται την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος τύπου Certiorari για την ακύρωση (α) εντάλματος σύλληψης του που εξεδόθη 13.8.2020 εναντίον του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και (β) εντάλματος ερεύνης της οικίας του που εξεδόθη την ίδια ως άνω ημερομηνία από το ίδιο Δικαστήριο.

 

Τα γεγονότα αμφότερων των Αιτήσεων είναι σχεδόν κοινά και αποκαλύπτονται από τις Ένορκες Δηλώσεις που τις συνοδεύουν.  Σύμφωνα με αυτές, ο Αιτητής είναι Ιατρός με ειδίκευση στην αγγειοχειρουργική διατηρών για σκοπούς της εργασίας του ιατρείο στη Λευκωσία.  Στις 13.8.2020 συνελήφθη σχετικά με τα υπό διερεύνηση αδικήματα:

 

(α) Περιαγωγή διαφθοράς γυναίκας με απειλές, δόλο ή χορήγηση φαρμάκων συμφώνως του Άρθρου 159, ΚΕΦ. 154.

(β) Άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας συμφώνως του Άρθρου 151, ΚΕΦ. 154.

(γ) Περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος συμφώνως του Άρθρου 227, ΚΕΦ. 154.

(δ) Απερίσκεπτες και αμελείς πράξεις συμφώνως του Άρθρου 236(ε)(στ) και

(ε)  Ο Περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος του 2001 (138(Ι)/2001, Άρθρα 7(2), 26(Ι),(α)(ε), 2.

 

τα οποία διεπράχθησαν μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου 2019 με Ιούλιο 2020, στην Επαρχία Λευκωσίας.

 

Το Ένταλμα Ερεύνης περιέχει μεταξύ άλλων το ακόλουθο απόσπασμα.

 

"Επειδή φαίνεται στην γραπτή ένορκη δήλωση του Λοχ. 3xx8 xxx Παπαγεωργίου του ΤΑΕ Λευκωσίας, ότι υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι, στην οικία του Δρ. xxx Νεοφύτου, Δ.Τ. xxxx51, στην οδό Ι. αρ. xx xxx αποκρύπτονται τεκμήρια όπως κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικές συσκευές όπως διάφορα μέσα αποθήκευσης, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, tablet, φωτογραφικό υλικό και άλλα ιατρικά σκευάσματα - φάρμακα, που σχετίζονται με αδικήματα 1) Άσεμνης Επίθεσης εναντίον γυναίκας ΚΕΦ. 154 Άρθρο 151, 2) Προαγωγής διαφθοράς γυναίκας με απειλές, δόλο, ή χορήγηση φαρμάκων Κεφ. 154 Άρθρο 159, 3) Περιαγωγής σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό διάπραξης κακουργήματος ή πλημμελήματος, Κεφ. 154 Άρθρο 227, 4) Απερίσκεπτες και αμελείς πράξεις Κεφ. 154 Άρθρα 236(3)(στ) και 5) Ο Περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος του 2001 (138(Ι)/2001), Άρθρα 7(2), 26(1)(α)(ε)(2), τα οποία διαπράχθηκαν μεταξύ των μηνών Δεκέμβριο 2019 με Ιούλιο 2020 στην Επαρχία Λευκωσίας."

 

 

Το Ένταλμα Ερεύνης εκτελέστηκε υπό της Αστυνομίας επίσης στις 13.8.2020.

 

Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι εναντίον του Αιτητή εξεδόθη Διάταγμα προσωποκράτησης του για έξι (6) ημέρες στις 14.8.2020 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.  Αφέθηκε ελεύθερος στις 20.8.2020.  Δεν είναι αναγκαία η περαιτέρω αναφορά σε γεγονότα που περιβάλλουν αμφότερες τις αιτήσεις καθότι το παράπονο του Αιτητή σε αμφότερες τις αιτήσεις είναι ένα.  Δι΄ αυτό ακριβώς δόθηκε και η Άδεια για καταχώρηση των δύο αιτήσεων υπό εξέταση.  Ο Αιτητής παραπονείται ότι το υπό (ε) αδίκημα υπό διερεύνηση και για το οποίο εξεδόθησαν τα δύο εντάλματα σύλληψης και έρευνας, στηρίζεται επί Νόμου ο οποίος έχει καταργηθεί στις 31.7.2018, ήτοι πριν την έκδοση τους στις 13.8.2020.  Είναι, ως αποτέλεσμα, ο ισχυρισμός του ότι τα εκδοθέντα εντάλματα εξεδόθησαν κατά παράβαση Νόμου, έλλειψης ή υπέρβασης εξουσίας και/ή συνέπεια νομικού σφάλματος.

 

Ο Καθ'  ου η Αίτηση παραδέχεται μεν ότι ο Περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμος του 2001, Ν.138(Ι)/2001 δεν ευρίσκετο εν ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο πλην όμως τα δύο εντάλματα ορθά εξεδόθησαν και δεν επηρεάζεται η νομιμότητα τους.  Οι δέκα (10) λόγοι ένστασης που καταχωρήθηκαν από πλευράς Καθ'  ου η Αίτηση αντίστοιχα στις δύο Αιτήσεις αυτό προωθούν ότι δηλαδή αυτά εξεδόθησαν νομότυπα, ορθά και σύννομα εντός των πλαισίων δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθώς συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις.  Το γεγονός ότι τα δύο εντάλματα βασίστηκαν κυρίως σε υπαρκτά ποινικά αδικήματα αλλά και σε ένα αδίκημα καταργηθέντος Νόμου, δεν μεταβάλλει το νόμιμο της έκδοσης τους εφόσον τα εντάλματα εξεδόθησαν στο σύνολο ως ένα, περιέχοντας όλα τα αδικήματα για τα οποία διεξήχθη η έρευνα και συνελήφθη ο Αιτητής.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, αγορεύοντας υποστήριξε ότι τα δύο Εντάλματα εξεδόθησαν καθ'  υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου και ως αποτέλεσμα νομικού σφάλματος κατά παράβαση των Άρθρων 18, 19 και 27 της Ποινικής Δικονομίας ΚΕΦ. 155 καθ΄ ότι ενήργησε μηχανικά κατά την έκδοση τους γεγονός το οποίο είναι εμφανές από το ότι εξέδωσε αυτά χωρίς να αντιληφθεί ότι ένα από τα υπό διερεύνηση αδικήματα στηρίζετο επί καταργημένου Νόμου.  Περαιτέρω, ήτο η εισήγηση του ότι τα εντάλματα εξεδόθησαν έκαστο ως ένα συμπαγές και ενιαίο ένταλμα συλλήψεως ή έρευνας αντίστοιχα.  Ο Δικαστής που τα εκδίδει, στο χρόνο που τα εξέδωσε, θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια για το κάθε αδίκημα και δεν υπάρχει τρόπος αυτό να διαχωριστεί ή σε ποιο βαθμό έδρασε στο μυαλό του Δικαστή η αναγκαιότητα για έκδοση των ενταλμάτων.  Υπάρχει γι'  αυτό η πιθανότητα να ένιωσε ότι υπήρχε η αναγκαιότητα έκδοσης τους σε μεγάλο βαθμό για το ανύπαρκτο αδίκημα και σε λιγότερο για τα υπόλοιπα τέσσερα.

 

Αντίθετη, βεβαίως είναι η θεώρηση των πραγμάτων από την ευπαίδευτη συνήγορο του Καθ'  ου η Αίτηση.  Σύμφωνα με αυτήν η εγκυρότητα των ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ένα αδίκημα υπό διερεύνηση εστηρίζετο επί καταργημένου Νόμου.  Το γεγονός παραμένει ότι μεταξύ των υπό διερεύνηση αδικημάτων περιλαμβάνοντο και αδικήματα (4) για τα οποία η νομιμότητα και η ορθή έκδοση των ενταλμάτων δεν επηρεάζεται καθότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η νομοθεσία και νομολογία προς έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας.

΄Οπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα, Αρχές και Υποθέσεις», του Π. Αρτέμη, Πρώτη ΄Εκδοση 2004, σελ. 111 - 112, τα προνομιακά εντάλματα έχουν εισαχθεί στη νομική μας τάξη από την Αγγλία. Μέσω του εντάλματος certiorari, το Ανώτατο Δικαστήριο εποπτεύει και ελέγχει τα κατώτερα δικαστήρια, ακυρώνοντας οποιεσδήποτε αποφάσεις, διαταγές ή διαδικασίες ενώπιόν τους, ποινικής ή αστικής φύσεως, οι οποίες λαμβάνονται ή ασκούνται καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους.  Είναι θεμελιωμένο ότι η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων, η οποία αποτελεί αντικείμενο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το επαρχιακό δικαστήριο, δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του, εκτός εάν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα, καταφανές στο πρακτικό του - (βλ. Μπάντσιου  (1994) 1 Α.Α.Δ. 634).  Το πρακτικό της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου εξετάζεται και τότε μόνο η απόφασή του ακυρώνεται, εάν προκύπτει έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη νόμου, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.  Η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων δεν αποτελεί υποκατάστατο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται το ένταλμα certiorari είτε ως έφεση, υπό μεταμφίεση, είτε ως μέσο επανακρόασης του ζητήματος που εγείρεται.  Αντικείμενο της διαδικασίας για την έκδοση εντάλματος certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας μιας απόφασης και όχι της ορθότητάς της - (βλ. Marewave Shipping & Trading Co Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116 και Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).  (βλ. Μαρία Αρτεμίου κ.α. ν. Erin Resources S.A. κ.α. Πολ. Εφ. 104/2013, 124/2013, ημερ. 10.1.2014).

 

Στην Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 696 αναφέρονται επίσης τα ακόλουθα στη σελ 701:

 

«Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του "πρακτικού" της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας. Για τη δυνατότητα που προσφέρεται στο δεύτερο τομέα έγινε κατά πρώτο υπόμνηση από το Αγγλικό Ανακτοσυμβούλιο στην υπόθεση R. v. Nat Bell Liquors [1922] All E.R. Rep. 335 (βλ. ιδιαίτερα στη σελ. 351), από την οποία ορθά καθοδηγήθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής ως προς το πλαίσιο εξέτασης του ζητήματος. Η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, Ex parte Shaw [1952] 1 All E.R. 122, επιβεβαίωσε τη λειτουργία του εντάλματος certiorari και σε αυτό τον τομέα. Ο Δικαστής Denning L.J, έθεσε το πεδίο ως εξής (στη σελ. 127):

 

"This control extends not only to seeing that the inferior tribunals keep within their jurisdiction but also to seeing that they observe the law. The control is exercized by means of a power to quash any determination by the Tribunal which, on the face of it, offends against the Law."»

 

Η έκδοση εντάλματος σύλληψης συνιστά δικαστική πράξη κατόπιν δικαστικής έρευνας η οποία ικανοποιεί τον Δικαστή ότι οι προϋποθέσεις για την έκδοση του ικανοποιούνται σύμφωνα με το Νόμο.

Το ακόλουθο απόσπασμα από την  Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ.207

σκιαγραφεί την ακολουθητέα από τον Δικαστή διαδικασία: 

 

"Αναφορικά με τα καθήκοντα του Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεων για την έκδοση ενταλμάτων συλλήψεως θα ήθελα να υποδείξω ότι οφείλει εν πρώτοις να εξετάσει κατά πόσον οι λόγοι για τους οποίους ζητείται το ένταλμα, όπως διατυπώνονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για την έκδοσή του σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κεφ. 155, αποκαλύπτουν ή όχι εύλογη υπόνοια ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου θα εκδοθεί διέπραξε αδίκημα, όπως απαιτείται από το άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος. Αν η απάντηση στο βασικό αυτό ερώτημα είναι καταφατική, τότε και μόνο τότε το Δικαστήριο θα προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο της έρευνας η οποία θα αποσκοπεί στη διαπίστωση κατά πόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης -καθιστούν ή όχι την έκδοση του αναγκαία ή επιθυμητή. Θα προχωρήσει δε στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος αν η απάντηση στο δεύτερο αυτό ερώτημα είναι επίσης καταφατική. Θα ήθελα επί του προκειμένου να τονίσω ιδιαίτερα ότι η γνώμη του προσώπου που υπογράφει την ένορκη δήλωση, η οποία γνώμη συνηθίζεται να περιλαμβάνεται στο κείμενο της γραπτής ένορκης δήλωσης, ότι υπάρχει εύλογη υποψία ότι ο καθ' ου η αίτηση διέπραξε συγκεκριμένο αδίκημα, δεν αρκεί για τη νόμιμη· έκδοση του εντάλματος. Το Δικαστήριο οφείλει να εξάξει το δικό τον συμπέρασμα επί του προκειμένου από τα γεγονότα που θα περιέχονται στην ένορκη δήλωση. Αναφέρω ενδεικτικά την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση J.R.C. v. Ross- minster Ltd, (ανωτέρω) στη σελ. 87 (d-e) και σελ. 102(d), η οποία αφορά την έκδοση εντάλματος ερεύνης. Είναι το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου και όχι εκείνο της Αστυνομίας που συνιστά τη νόμιμη βάση για την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις. Ο Δικαστής πρέπει να ενεργεί επί του προκειμένου πάντοτε κατά τρόπο δικαστικό."

 

  Συναφώς ο Δικαστής θα πρέπει:

 

(α)   να ικανοποιηθεί από την Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ότι οι λόγοι που προβάλλονται  αποκαλύπτουν ή όχι εύλογη υπόνοια ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου θα εκδοθεί το ένταλμα σύλληψης διέπραξε αδίκημα, συμφώνως του Άρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος.  Εάν η απάντηση είναι καταφατική τότε και μόνο θα προχωρήσει.

 

(β)   να διαπιστώσει κατά πόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούν ή όχι αναγκαία ή επιθυμητή την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος σύλληψης.

 

"Το απαραβίαστο της κατοικίας διασφαλίζεται από το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος. Η είσοδος ή έρευνα σε κατοικία είναι δυνατή μόνο στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη δεύτερη παράγραφο  του Άρθρου  16, δηλαδή «.ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου».  Κατ΄ακολουθία, το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προνοεί ως ακολούθως:

 

«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -

 

(α)      οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή

 

(β)    οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

 

(γ)    οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,

 

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως «ένταλμα έρευνας»), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-

 

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και

 

(ιι)  να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.»  

 

(βλ. Αίτηση του Έκτορα Μακρίδη Π.Ε. 514/2012, ημερ. 2.4.2014), ECLI:CY:AD:2014:A238.

 

Το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος θέτει ρητή υποχρέωση δέουσας αιτιολόγησης εντάλματος έρευνας.  Συνακόλουθα, ο δικαστής θα πρέπει να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υποψίας,  στη βάση των στοιχείων που αναδύονται μέσα από την ενώπιόν του μαρτυρία. 

 

Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρώ ότι ο λοχ. xxx Παπαγεωργίου ο οποίος προέβη στην ένορκη δήλωση και έκδοση των δύο ενταλμάτων, αναφέρει και στις δύο ότι προκύπτει η αναγκαιότητα από τη μαρτυρία του της έκδοσης εντάλματος σύλληψης του Αιτητή καθώς επίσης η έκδοση εντάλματος έρευνας προς εντοπισμό τεκμηρίων ήτοι ...... που θα παράσχουν μαρτυρία προς στοιχειοθέτηση των υπό διερεύνηση αδικημάτων (η υπογράμμιση είναι δική μου)

 

Η ευπαίδευτος πρωτόδικη Δικαστής η οποία εξέδωσε τα δύο εντάλματα, κατέληξε αντίστοιχα ότι "με βάση το περιεχόμενο του όρκου το οποίο έχω μελετήσει προσεχτικά:

 

(α)  "έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη εύλογων υπονοιών που δικαιολογούν την έκδοση του και ανάγκη εκδόσεως του παρόντος εντάλματος" (συλλήψεως)

 

(β)  "κρίνω ότι, υπάρχουν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούν την έκδοση του εντάλματος και ως εκ τούτου:

 

Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του παρόντος εντάλματος (ερεύνης) με βάση το περιεχόμενο του όρκου"

 

Παρατηρώ συναφώς ότι η υπό του Δικαστηρίου εξέταση αμφότερων των αιτήσεων της αστυνομίας έγινε σωρευτικά για ή όλα τα αδικήματα συμπεριλαμβανομένου και του ανύπαρκτου αδικήματος υπ'  αρ. 5 ανωτέρω. 

 

Σε σχέση με το ένταλμα ερεύνης παρατηρώ περαιτέρω ότι τα αντικείμενα για τα οποία εξεδόθη το ένταλμα δεν συναρτώνται σε ένα συγκεκριμένο αδίκημα από τα υπό διερεύνηση αλλά προς όλα.

 

Ρωτήθηκαν αμφότεροι οι συνήγοροι κατά τον χρόνο ακρόασης εάν μπορούσαν να πουν πόσο θα επηρέαζε την δικανική σκέψη της πρωτόδικου Δικαστή κατά τον χρόνο που αυτή εξέδωσε τα δύο διατάγματα και σε ποιο βαθμό εάν γνώριζε ότι το υπό διερεύνηση "αδίκημα" αρ.(5) ήτο ανύπαρκτο.  Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Καθ' ου η Αίτηση ορθά απάντησε ότι ουδείς μπορεί να γνωρίζει τι θα σκεφτόταν το πρωτόδικο Δικαστήριο εάν γνώριζε το γεγονός αυτό.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή απάντησε ότι αυτό καταδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά.

 

 Είμαι της γνώμης ότι όπως και αν ενήργησε η πρωτόδικη Δικαστής αμφότερα τα εντάλματα πάσχουν καθότι τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε για την έκδοση αμφοτέρων των ενταλμάτων, εξ αντικειμένου δεν στοιχειοθετούν το ένα εκ των πέντε αδικημάτων για τα οποία αυτή ικανοποιήθηκε ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια διάπραξης τους και ότι υπήρχε αναγκαιότητα έκδοσης του σε σχέση με το Ένταλμα Σύλληψης και αντίστοιχα για το ένταλμα ερεύνης ότι υπήρχαν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούσαν την έκδοση του και ότι λογικά υπήρξε ανάγκη έκδοσης του με βάση το περιεχόμενο του όρκου.  Περαιτέρω είναι αναμφισβήτητο ότι ο Αιτητής συνελήφθη και για ανύπαρκτο αδίκημα και η οικία του ερευνήθηκε ως αποτέλεσμα ανύπαρκτου αδικήματος.  Τα δύο εντάλματα κατά το χρόνο εκτέλεσης τους δεν μπορούσαν και δεν διαχωρίστηκαν για ποια αδικήματα συνελήφθη ο Αιτητής ή έγινε η έρευνα στην οικία του αντίστοιχα αλλά εκτελέστηκαν αναφορικά προς όλα τα αδικήματα.

 

Αμφότερα, συνεπώς τα εντάλματα έπασχαν και τα γεγονότα της υπόθεσης εκθεμελιώνουν την έκδοση τους.

 

Οι Αιτήσεις επιτυγχάνουν.  Εκδίδεται Ένταλμα της φύσης Certiorari και ακυρώνεται το Ένταλμα Σύλληψης ημερ. 13.8.2020.

 

Τα έξοδα να είναι υπέρ του Αιτητή όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

 

                                                                                    Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο