ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2020:40
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 7/17)
17 Δεκεμβρίου, 2020
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΧΡΥΣΟΧΟΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
xxx ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
Εφεσίβλητη
---------
Χρ. Αργυρού (κα) για Χρ. Αργυρού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ και για Τ. Παπαδόπουλο & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για εφεσείοντα.
Μ. Βιολάρης με Ν. Γεωργίου (κα), για εφεσίβλητη.
---------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στα πλαίσια αγωγής ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου για αξίωση περιουσιακής διαφοράς μεταξύ συζύγων, στις 5.2.2016 το δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα επί τη βάσει του άρθρου 14Α(1) με το οποίο διέτασσε τον καθ΄ ου η αίτηση όπως καταχωρίσει ένορκη δήλωση στην οποία να περιγράφεται πλήρως η περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον.
Ο καθ΄ ου η αίτηση καταχώρισε ένορκη δήλωση, πλην όμως αναφερόμενη μόνο σε περιουσιακά στοιχεία εντός της δικαιοδοσίας. Ήταν η θέση του, κατόπιν νομικής συμβουλής, πως η περιουσία του που βρίσκεται στο εξωτερικό δεν αποτελεί αντικείμενο διαφοράς καθότι το δικαστήριο και εν γένει τα δικαστήρια της Δημοκρατίας δεν έχουν δικαιοδοσία επί ακίνητης ή κινητής περιουσίας που βρίσκεται στο εξωτερικό.
Ακολούθησε αίτηση της αιτήτριας για τιμωρία του καθ΄ ου η αίτηση λόγω της άρνησης του για πλήρη συμμόρφωση στο διάταγμα. Ο καθ΄ ου καταχώρισε ένσταση και η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου για ακρόαση. Αντί ακρόασης όμως, το δικαστήριο ήγειρε προδικαστικό ζήτημα ως προς το κατά πόσον η διαδικασία της αίτησης παρακοής που είχε επιλέξει η αιτήτρια ήταν η ορθή διαδικασία στο στάδιο αυτό ή θα έπρεπε προηγουμένως να ακολουθηθεί «η διαδικασία με βάση το άρθρο 14Α(3) του Νόμου» το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στον αιτητή να ζητήσει εξέταση του καθ΄ ου η αίτηση σχετικά με την ορθότητα των ενόρκων δηλώσεων του.
Θεώρησε το δικαστήριο ότι η αιτήτρια, ενώ αμφισβητούσε την ορθότητα της ένορκης δήλωσης του καθ΄ ου, επέλεξε να παρακάμψει τη διαδικασία του άρθρου 14Α(3). Θεώρησε περαιτέρω ότι είχε το ίδιο τη σύμφυτη εξουσία, εν όψει της διαπιστωθείσας «ανεπάρκειας» της ένορκης δήλωσης, να διατάξει την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης για άρση της. Κατόπιν τούτου απέρριψε την αίτηση για επιβολή τιμωρίας στον καθ΄ ου και παράλληλα τον διέταξε όπως καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση εντός 15 ημερών με βάση το επίδικο διάταγμα, ήτοι η αποκάλυψη της περιουσίας του εντός και εκτός Κύπρου.
Το αποτέλεσμα ήταν, ο μεν καθ΄ ου να καταχωρίσει έφεση προβάλλοντας ότι λανθασμένα το δικαστήριο τον διέταξε να προβεί σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας του, η δε αιτήτρια καταχώρισε ειδοποίηση εφεσίβλητης δυνάμει της Δ.35 κ.10, προβάλλοντας ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση παρακοής.
Το άρθρο 14Α και ειδικά τα εδάφια (1) και (3) που εν προκειμένω ενδιαφέρουν έχουν ως ακολούθως:
«14Α.-(1) Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής του άρθρου 14, το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ' ου η αίτηση υποχρεούται, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την έκδοση του, ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο το Δικαστήριο ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ' άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα.
(2) [.]
(3) Το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση του αιτητή να ορίσει ημερομηνία για εξέταση του καθ' ου η αίτηση σχετικά με την ορθότητα των ενόρκων δηλώσεων ή των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ή άλλων στοιχείων αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή ο καθ' ου η αίτηση κλητεύεται ως μάρτυρας.»
Το άρθρο 14Α προσφέρει τη δυνατότητα για παρεμπίπτοντα ή ενδιάμεσα μέτρα τα οποία, ενώ δεν συνιστούν διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και δεν αφορούν στη δυνατότητα απόδειξης σε σχέση με την επίδικη διαφορά, πάντως είναι υποβοηθητικά στην εφαρμογή του άρθρου 14. Η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων αποτελεί την αφετηρία και αποβλέπει στη διασφάλιση της διαπίστωσης της κατάστασης πραγμάτων χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατή η απόδοση δικαιοσύνης όταν το δικαστήριο θα κληθεί να εφαρμόσει τις ουσιαστικές διατάξεις του νόμου. Όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά «η γνώση των περιουσιακών στοιχείων των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο αποτελεί την προϋπόθεση για τη λειτουργία των ουσιαστικών διατάξεων του νόμου» (Παπαϊωάννου ν. Παπαϊωάννου (2000) 1 ΑΑΔ 656, απόφαση πλειοψηφίας υπό Κωνσταντινίδη, Δ.). Τα ίδια λέχθηκαν για το ζήτημα αυτό, ως προς το οποίο υπήρξε πλήρης ταύτιση, και στην απόφαση της μειοψηφίας η οποία δόθηκε από τον Πική, Π.:
«Το άρθρο 14Α(1) έχει διαδικαστικό χαρακτήρα. Πρόκειται για καθαρά δικονομικό μέτρο που διανοίγει την οδό για την αναζήτηση μαρτυρίας και έλεγχο των ισχυρισμών του αντιδίκου σχετικά με τα περιουσιακά του στοιχεία. Δεν παρέχει (το εδάφιο 1), δικαιώματα ούτε επιβάλλει περιουσιακές υποχρεώσεις.»
Επιμέρους διαδικαστική πρόνοια στα πλαίσια του διαδικαστικού μηχανισμού του άρθρου 14Α προβλέφθηκε με το εδάφιο (3) του ιδίου άρθρου, σύμφωνα με το οποίο εναπόκειται στον αιτητή να ζητήσει με αίτηση του προς το δικαστήριο όπως αντεξετάσει τον καθ΄ ου η αίτηση σχετικά με την ορθότητα της ένορκης δήλωσης του τελευταίου. Ούτε δικονομική υποχρέωση είχε η αιτήτρια να ζητήσει τέτοια αντεξέταση προτού προχωρήσει με αίτηση παρακοής, ούτε το δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να διατάξει τον καθ΄ ου η αίτηση, από μόνο του, επικαλούμενο «σύμφυτη εξουσία», όπως προβεί σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Η σύμφυτη εξουσία δεν προκύπτει επί παντός, αλλά στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις όπου τούτο εξυπακούεται ως αναγκαία λειτουργία. Όπως εξηγήθηκε στην Χαραλαμπίδη ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 ΑΑΔ 724:
«Οι «εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου», τις οποίες επικαλείται ο αιτητής, δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους. Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιόν του διαδικασιών.
(Βλ. μεταξύ άλλων, Αίτηση Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217)»
Σφάλμα αποτελούσε και η απόρριψη της αίτησης παρακοής η οποία έγινε επί τη βάσει της αντίληψης πως ήταν πρόωρη. Η αιτήτρια δεν επέλεξε να παρακάμψει τη διαδικασία του άρθρου 14Α(3), όπως της αποδόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά επέλεξε να μην ασκήσει τη δυνατότητα που είχε να ζητήσει την αντεξέταση του καθ΄ ου η αίτηση. Προκύπτει ότι δεν αμφισβητούσε την ορθότητα της ένορκης δήλωσης ως προς τα αναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία. Ό,τι ήταν επίδικο και καλείτο το πρωτόδικο δικαστήριο να αποφασίσει ήταν το νομικό ζήτημα της υποχρέωσης της μη αποκάλυψης περιουσίας στο εξωτερικό. Επί αυτής της βάσης θα έπρεπε να είχε προχωρήσει το δικαστήριο αποφασίζοντας την αίτηση παρακοής και όχι να την απορρίψει διατάσσοντας συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Με αυτό τον τρόπο είχε αποφασίσει το επίδικο θέμα της αίτησης παρακοής που μόλις είχε απορρίψει θεωρώντας ότι ο καθ΄ ου η αίτηση είχε τέτοια υποχρέωση.
Η έφεση και η ειδοποίηση εφεσίβλητου επιτυγχάνουν. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αίτηση παρακοής αποκαθίσταται και αναμένουμε να δικαστεί το ταχύτερο δυνατό από άλλο μέλος του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Το διάταγμα για εξέταση του καθ΄ ου η αίτηση ακυρώνεται. Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις καμιά διαταγή για έξοδα.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ