ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Μαλαχτός, Χάρης Βίκη Χριστοφόρου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα. Μαρία Νεοφύτου (κα), για την Εφεσίβλητη/Εκζητούμενη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-12-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, v. SOLINOVA, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 31/2020, 23/12/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A446

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 31/2020

 

23 Δεκεμβρίου, 2020

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντα,

 

ΚΑΙ

 

χχχ SOLINOVA, AΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ,

 

Εφεσίβλητης/Εκζητούμενης

 

---------------------

Βίκη Χριστοφόρου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Μαρία Νεοφύτου (κα), για την Εφεσίβλητη/Εκζητούμενη.

----------------------

 

    ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Π.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Οι Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας ζήτησαν την έκδοση της εφεσίβλητης με σκοπό να δικαστεί για αδικήματα που της καταλόγιζαν.  Προς τούτο, υποβλήθηκε σχετικό αίτημα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων και των πρόσθετων Πρωτοκόλλων («η Σύμβαση»), η οποία κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης  Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο, Ν.95/1970. Ακολούθησε ακροαματική διαδικασία μετά από την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα.  Η απορριπτική του απόφαση είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα στοιχεία που  παρουσίασε η αιτούσα χώρα, ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 12 της Σύμβασης για την έκδοση της εφεσίβλητης. Τούτου δοθέντος προχώρησε να εξετάσει τη θέση της εφεσίβλητης για ενδεχόμενο κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»), το οποίο προβλέπει ότι «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς»

Η εφεσίβλητη, η οποία είχε διαγνωσθεί με τη μυασθένεια Gravis από Ιατροσυμβούλιο στην Κυπριακή Δημοκρατία, υποστήριξε πρωτοδίκως ότι δεδομένης της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο αναφορικά με τα προβλήματα του υπερπληθυσμού στα κρατητήρια της αιτούσας χώρας, οι δοθείσες από την τελευταία διαβεβαιώσεις δέν ήταν ικανές να αποσείσουν  τον κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ σε περίπτωση έκδοσης και επακόλουθης κράτησής της. Περαιτέρω, κώλυμα στην έκδοσή της αποτελούσε το ιατρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει, το οποίο σύμφωνα με το Ρωσικό νομοθετικό πλαίσιο, αποτελεί λόγο μη κράτησής της. Επί του προκειμένου, επισημάνθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας ότι το πρόβλημα υγείας της εφεσίβλητης δεν είχε τεθεί ενώπιον των Ρωσικών Δικαστηρίων, τα οποία αποφάσισαν για την κράτησή της αφού πρώτα εκδοθεί στην αιτούσα χώρα.  Υπέδειξε συναφώς ότι σύμφωνα με την μαρτυρία δικηγόρου, ο οποίος κλήθηκε από την εφεσίβλητη για να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας για τη δυνατότητα των αρχών της Ρωσικής Ομοσπονδίας να συμμορφωθούν με τις εγγυήσεις που πρέχονται δυνάμει του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, η εφεσίβλητη με την έκδοση της στην αιτούσα χώρα έχει τη δυνατότητα να υποβάλει νέο  αίτημα για να αφεθεί ελεύθερη.

 

Αποδεχόμενο τις θέσεις της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το αίτημα της αιτούσας χώρας δεν μπορούσε να επιτραπεί, σύμφωνα με το ακόλουθο σκεπτικό:

«105. Στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, αλλά και μέρος της μαρτυρίας που παρουσίασε η Αιτούσα, ότι η Εκζητούμενη πάσχει από μυασθένεια.  Είναι επίσης δεκτό ότι χρήζει φαρμακευτικής αγωγής επί καθημερινής βάσεως.  Το Δικαστήριο έχει επίσης προβεί σε εύρημα ότι με βάση τις διατάξεις του δικαίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας η κράτηση ατόμων με μυασθένεια δεν επιτρέπεται.  Με βάση τη μαρτυρία της ΜΥ3 έγινε δεκτό ότι τουλάχιστον μέχρι και το 2016 υπήρχε πρόβλημα υπερπληθυσμού στα Ρωσικά κρατητήρια γυναικών ενώ το ΕΔΔΑ έχει εκδώσει και πιλοτική απόφαση για το ζήτημα στην Ananyev, ανωτέρω.  Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα κρίνω ότι η Εκζητούμενη έχει παρουσιάσει επαρκή μαρτυρία ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι με την έκδοση της και την επακόλουθη κράτηση της θα υποστεί μεταχείριση που προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 3 ΕΔΔΑ.

 

106. Σύμφωνα με τη Saadi , ανωτέρω, η αιτούσα είχε πλέον το βάρος να εξαλείψει την αμφιβολία.  Έλαβα υπόψη μου και τις δύο αποφάσεις των Ρωσικών Δικαστηρίων, κατ' έφεση και πρωτόδικα που είναι απόλυτα σεβαστές.  Διαφαίνεται ότι ανέμεναν να έχουν συγκεκριμένη μαρτυρία για την κατάσταση της υγείας της Εκζητούμενης.  Με την εξασφάλιση αυτής της μαρτυρίας επίσημα από την Κυπριακή Δημοκρατία, αναμενόταν να τοποθετηθούν με συγκεκριμένες και λεπτομερείς διαβεβαιώσεις οι Ρωσικές Εισαγγελικές Αρχές ως προς την περαιτέρω μεταχείριση της Εκζητούμενης, λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με το δίκαιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας η κράτηση της απαγορεύεται.

 

107. Ενόψει και της Ananyev, ανωτέρω, έπρεπε να δοθούν και επιπρόσθετες διασφαλίσεις σε σχέση με τον χώρο κράτησης της και τη δυνατότητα χορήγησης φαρμακευτικής αγωγής σε περίπτωση που θα έπρεπε να κρατηθεί, έστω και για λόγους τυπικούς, μέχρι εξέτασης της από Ρωσικό Ιατροσυμβούλιο.  Αυτό δεν έγινε, με αποτέλεσμα η αρχική διαβεβαίωση (τεκμήριο 4) που δόθηκε να μην ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα περιστατικά της Εκζητούμενης.  Ως εκ τούτου το αίτημα δεν μπορεί να επιτραπεί».

 

 

Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με την έφεση ως εσφαλμένη (2ος και 4ος λόγος έφεσης).  Εσφαλμένη θεωρείται και η διαπίστωσή του ότι «.η διατήρηση της κατάστασης της υγείας της εκζητούμενης θα εξαρτάτο από τις συνθήκες κράτησής της και την ανταπόκριση (ή μη) του προσωπικού φύλαξής της» (1ος λόγος έφεσης).   Πεπλανημένα δε, κατά την εφεσείουσα, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την απόφαση του Ρωσικού Εφετείου, ημερομηνίας 28.11.2017, η οποία κατατέθηκε πρωτοδίκως ως Τεκμήριο 9Β,  στην οποία αναφέρεται ότι η εκζητούμενη ούτε πρωτοδίκως ούτε και σε δεύτερο βαθμό παρουσίασε οποιαδήποτε πιστοποιητικά τα οποία να αναφέρουν την ιατρική της κατάσταση. Βάσει αυτού δε αποφασίστηκε η έκδοση και ο περιορισμός της σε «pre-trial facilities» εφόσον συλληφθεί (3ος λόγος έφεσης).

 

Λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, οι λόγοι έφεσης μπορούν να συζητηθούν μαζί.

 

Το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ απαγορεύει ουσιαστικά τη διαμεταγωγή προσώπου σε χώρα στην οποία υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί βασανιστήρια ή κακομεταχείριση.  Το βάρος απόδειξης του κινδύνου αυτού, φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο (Saadi v Italy (2009) 49 EHRR 30  και  R v Special Adjudicator ex p Ullah [2004] UKHL 26).  Εξηγείται συναφώς στην υπόθεση AS &DD (Libya) v Secretary of State for the Home Department & Anor [2008] EWCA Civ 289:

 

« ..the requirement that there must be substantial grounds for believing that there would be a real risk of ill-treatment contrary to article 3 on return, means no more than that there must be a proper evidential basis for concluding that there was such a real risk. This is made clear in Saadi v Italy, which is a decision of the Grand Chamber of the ECtHR, application 37201/06 .».

 

Ο ουσιώδης χρόνος εκτίμησης του κινδύνου κακομεταχείρισης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο το δικαστήριο εξετάζει το αίτημα (Chahal v United Kingdom (1996) 23 EHRR 413). 

Η κράτηση για περισσότερο από λίγες μέρες σε χώρο με διαστάσεις λιγότερο από 3 τ.μ. ενδέχεται να συνιστά κακομεταχείριση (Αnanyev v. Russia (2012) 55 EHRR 18). Παρομοίως, όπου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι πρόσωπο που πάσχει από σοβαρή ασθένεια θα αντιμετωπίσει, λόγω έλλειψης κατάλληλης θεραπείας στην αιτούσα χώρα   ή λόγω αδυναμίας πρόσβασης σε τέτοια θεραπεία, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή, ταχεία και μη αναστρέψιμη επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, που συνεπάγεται έντονη ταλαιπωρία (intense suffering) ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του (Paposhvili v. Belgium [2017] Imm AR 867 § 183 ).

 

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατατέθηκαν προς υποστήριξη του αιτήματος της αιτούσας χώρας, μεταξύ άλλων, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου της Μόσχας ημερομηνίας 2.11.2017 για κράτηση της εφεσίβλητης για περίοδο 1 μήνα και 8 μέρες από την ημερομηνία παράδοσής της στις Ρωσικές Αρχές, καθώς και η  απόφαση του Εφετείου της Μόσχας ημερομηνίας 28.11.2017, επικυρωτική της πρωτόδικης.  Δόθηκαν δε από την αιτούσα χώρα διαβεβαιώσεις ότι η εφεσίβλητη:

 

«. will enjoy all the resources for defence in Russia, including legal counselling; she will not be subjected to torture, cruel, inhuman or degrading treatment or punishment (Art. 3 of the European Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms of 04.11.1950, as well as relevant conventions of the United Nations and the Council of Europe and protocols to them).

 

[.]

 

.will be kept in a special facility in compliance with the standards, stipulated in the European Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms of 04.11.1950, and the European Prison Rules of 11.01.2006, if extradited.  Officers of the Embassy of the Republic of Cyprus to Russia will be able to visit her at any time in order to monitor compliance with the guarantees provided in the present request for extradition».

 

 

Ακόμα στην περίπτωση που υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ανεπίτρεπτης μεταχείρισης, κατά παράβαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, η αιτούσα χώρα μπορεί να καταδείξει ότι η εκζητούμενη δεν θα εκτεθεί σε τέτοιο κίνδυνο, παρέχοντας διαβεβαίωση για συγκεκριμένες συνθήκες κράτησής της, ώστε να συνάδουν με τα δικαιώματα που της διασφαλίζει το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

 

Το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη τις διαβεβαιώσεις ή εγγυήσεις  που δίδονται από την αιτούσα χώρα, σε διάφορα στάδια της διαδικασίας.   Κατά  την αγγλική νομολογία, ακόμα και στο στάδιο της έφεσης, στη βάση ότι η διαβεβαίωση, λόγω της φύσης της ως διπλωματικής διαβεβαίωσης της αιτούσας χώρας ως προς την μελλοντική μεταχείριση του εκζητούμενου, δεν συνιστά  μαρτυρία, αλλά «θέμα» (issue),  χωρίς πραγμάτευση των αποδεικτικών στοιχείων αναφορικά με τις υφιστάμενες συνθήκες (βλ. Florea v Romania [2015] 1 WLT 1953, USA v Giese [2015] EWHC 2733 (Admin) και Devani v. Secretary of State for the Home Department [2020] 1 W.L.R. 2613).

 

Η πρακτική να δίδονται διαβεβαιώσεις ερείδεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). To πρωταρχικό ερώτημα, βέβαια, σε κάθε υπόθεση είναι κατά πόσο η διαβεβαίωση είναι τέτοια που να μετριάζει τον σχετικό κίνδυνο.  Το μαχητό τεκμήριο ότι Κράτος Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, δύναται και έχει τη βούληση να τηρήσει τις υποχρεώσεις του δυνάμει της ΕΣΔΑ ανατρέπεται μόνο στη βάση ξεκάθαρης, πειστικής και αδιάσειστης μαρτυρίας περί του αντιθέτου (βλ. Shmatko v The Russian Federation  [2018] EWHC 3534).  Το τεκμήριο ανατρέπεται όταν επίσης το ΕΔΑΔ έχει εκδώσει «πιλοτική απόφαση» εναντίον της αιτούσας χώρας. 

 

Στις 10.1.2012, το ΕΔΑΔ εξέδωσε πιλοτική απόφαση στην υπόθεση Ananyev (ανωτέρω), η οποία αφορούσε παράβαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ λόγω υπερπληθυσμού στα κρατητήρια της Ρωσικής Ομοσπονδίας.  Η σημασία μιας πιλοτικής απόφασης, περιγράφεται στην Dzogoev v Prosecutor General's Office of the Russian Federation [2017] EWHC 735, με αναφορά στην Badre v. Italy [2014] EWHC 614 ως ακολούθως:

 

«A pilot judgement will, within the scope of its application, displace the presumption that a Council of Europe country will honour its obligations under the Convention. In such circumstances, it will fall to the requesting State to show, that judgment notwithstanding, the requested person will not be exposed to conditions contrary to Article 3. In Badre v. Italy [2014] EWHC 614 (Admin) Hickinbottom J. (as he then was) said this:

"where the European Court of Human Rights has made a finding in a pilot judgment that the prison regime of a state is in systemic breach of Article 3, absent other specific evidence, there is a risk that, if detained in that prison system, a returned individual will be subjected to prison conditions that breach his human rights. Of course, it is open to that state to adduce evidence that there is no such risk. For example, it could produce evidence that, since the pilot judgment, prison conditions have improved, so that there is no longer a systemic problem with them; or give an assurance that, if the individual is returned and then detained, he will be kept in a particular prison (or in one of a number of identified prisons) which does not suffer from the general problem identified by the European Court'."

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι η εφεσίβλητη πάσχει από την μυασθένεια Gravis. Υποστηρίζεται όμως από την εφεσείουσα, αιτιολογώντας τον 1ο λόγο έφεσης, ότι παρά τη μαρτυρία της Δρος. I. Motkova (ΜΑ4), ειδικού νευρολόγου, μέλους του Ιατροσυμβουλίου που εξέτασε την εφεσίβλητη στις 19.12.2018 στην Κυπριακή Δημοκρατία, πως η κράτηση της εφεσίβλητης από μόνη της δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας της, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ωστόσο συμπέρανε ότι μπορεί να επιδεινωθεί λόγω των συνθηκών κράτησης της και της ανταπόκρισης ή μη του προσωπικού φύλαξης της.

 

Αυτό δεν είναι ορθό.  Για σκοπούς ακρίβειας παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποδεχόμενο την μαρτυρία της ΜΑ4:

 

«Ως προς τους κινδύνους από ενδεχόμενη κράτηση της Εκζητουμενης, δεν ήταν διατεθειμένη να δεχθεί ότι η κράτηση από μόνη της θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο επιδείνωσης. Διευκρίνισε όμως και δέχομαι, ότι διατήρηση της κατάστασης της υγείας της θα εξαρτάτο από τις συνθήκες  κράτησης της και την ανταπόκριση (ή μη) του προσωπικού φύλαξης της.  Το πως και που θα κρατείτο στη Ρωσική Ομοσπονδία και κάτω από ποιες συνθήκες δεν ήταν ζητήματα που γνώριζε.»

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)

 

Αποτέλεσε δε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μυασθένεια Gravis είναι χρόνια, ανίατη ασθένεια, η οποία χρήζει συνεχόμενης φαρμακευτικής αγωγής και ιατρικής παρακολούθησης. Η εφεσίβλητη παροδικά παρουσιάζει κάποια συμπτώματα τα οποία διορθώνονται με αύξηση της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνει.  Τέτοιοι ασθενείς, στην  πορεία, μπορεί να παρουσιάσουν μυασθενικές κρίσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους αν δεν τους παρασχεθεί επείγουσα ιατρική βοήθεια. Η επιδείνωση των συμπτωμάτων μπορεί να εξελιχθεί μέσα σε ώρες ή μέσα σε μέρες. Η χρηματοδότηση δε για φάρμακα στα ρωσικά κρατητήρια μέχρι το 2013, είχε ικανοποιηθεί κατά 32,8% και σε ιατρικό εξοπλισμό κατά 10,4%, έκτοτε όμως δεν εκδίδονται στοιχεία.

 

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΑΔ, κατά την έννοια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, η κακομεταχείριση πρέπει να εμφανίζει έναν ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας, η εκτίμηση του οποίου εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων τη διάρκεια της μεταχείρισης, τις σωματικές και ψυχικές  συνέπειές της, καθώς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από το φύλο, την ηλικία και την κατάσταση της υγείας του ατόμου. Λέχθηκε, σχετικά, μεταξύ άλλων, στην Ananyev (ανωτέρω):   

 

«139. The Court reiterates that art 3 of the Convention enshrines one of the most fundamental values of a democratic society. It prohibits in absolute terms torture or inhuman or degrading treatment or punishment, irrespective of the circumstances and the victim΄s behaviour (see, for example, Labita v Italy [2000] ECHR 26772/95, para 119). III-treatment must attain a minimum level of severity if it is to fall within the scope of art 3. The assessment of this minimum is relative; It depends on all the circumstances of the case, such as the duration of the treatment, its physical and mental effects and, in some cases, the sex, age and state of health of the victim (see, among other authorities, Ireland v UK [1978] ECHR 5310/71, para 162).

 

140. III-treatment that attains such a minimum level of severity usually involves actual bodily injury or intense physical or mental suffering. However, even in the absence of these, where treatment humiliates or debases an individual, showing a lack of respect for or diminishing his or her human dignity, or arouses feelings of fear, anguish or inferiority capable of breaking an individual΄s moral and physical resistance, it may be characterized as degrading and also fall within the prohibition of art 3 (see Pretty v UK [2002] ECHR 2346/02, para 52, with further references).»

 

 

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο εξετάζει τη γενική κατάσταση αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στην αιτούσα χώρα και τα ειδικά χαρακτηριστικά του εκζητούμενου. Εξετάζει επίσης και την ποιότητα των διαβεβαιώσεων και κατά πόσο υπό το φως των πρακτικών της αιτούσας χώρας μπορεί να στηριχθεί σε αυτές.  Σχετικοί παράγοντες αποτελούν, μεταξύ άλλων, κατά πόσο οι διαβεβαιώσεις είναι συγκεκριμένες ή γενικές και αόριστες, ποιός τις έδωσε και αν το πρόσωπο αυτό δεσμεύει την αιτούσα χώρα και, κατά πόσο αφορούν σε μεταχείριση η οποία είναι νόμιμη ή παράνομη στη χώρα αυτή. 

 

Εν προκειμένω, δέν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση εκ μέρους των ρωσικών Αρχών, μετά που εξασφάλισαν επισήμως από την Κυπριακή Δημοκρατία την μαρτυρία για την κατάσταση της υγείας της εφεσίβλητης,  ιδιαίτερα σε σχέση με το θέμα της διαχείρισης της κράτησής της δεδομένης της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας ότι αυτή θα προσέκρουε στη Ρωσική νομοθεσία (συγκεκριμένα στα άρθρα 99 και 110 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας), σύμφωνα με την οποία η κράτηση ατόμων με μυασθένεια δεν επιτρέπεται. Ούτε αντέδρασαν στην μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά της εφεσίβλητης, την οποία αποδέχτηκε το Δικαστήριο, σε σχέση με τα κρατητήρια γυναικών της Μόσχας ότι τουλάχιστον, μέχρι και το 2016, υπήρχε πρόβλημα υπερπληθυσμού (ζήτημα για το οποίο υπάρχει η πιλοτική απόφαση του ΕΔΑΔ στην Ananyev) και στην κάθε κρατούμενη αναλογούσε χώρος διαστάσεων 2,3-2,6 τ.μ, ενώ παράλληλα υφίσταται και πρόβλημα ιατρικής περίθαλψης κρατουμένων. Είναι ορθή δε η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με αναφορά στα πιο πάνω ζητήματα, ότι η εφεσίβλητη είχε παρουσιάσει επαρκή μαρτυρία για την ύπαρξη βάσιμων λόγων να πιστεύεται πως με την έκδοσή της και την επακόλουθη κράτησή της θα υποστεί μεταχείριση που προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, μαρτυρία η οποία μετέθετε το βάρος στην αιτούσα χώρα να «εξαλείψει την αμφιβολία». 

 

Οι διαβεβαιώσεις των Ρωσικών Αρχών, περί τήρησης των προνοιών του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και του κανόνα της ειδικότητας, οι οποίες παρατέθηκαν πιο πάνω, δόθηκαν πριν η εφεσίβλητη εξεταστεί από το Ιατροσυμβούλιο στις 19.12.2018 και χαρακτηρίζονταν από γενικότητα και αοριστία. Δεν απαντούσαν στα καίρια ερωτήματα που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τον ουσιώδη χρόνο εξέτασης του αιτήματος για έκδοση της εφεσίβλητης αναφορικά με την απαγόρευση της κράτησής της με βάση τη νομοθεσία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ούτε παρείχαν συγκεκριμένες πληροφορίες  για τον χώρο και τις συνθήκες ενδεχόμενης κράτησής της.

 

Παρόλο που δόθηκε η ευκαιρία στην αιτούσα να τοποθετηθεί σε σχέση με τα ζητήματα αυτά, δεν το έπραξε.  Δεν δόθηκαν οποιεσδήποτε περαιτέρω διαβεβαιώσεις ή εγγυήσεις. Το παράπονο της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο αρνήθηκε αίτημά της να καταθέσει επιπρόσθετες διαβεβαιώσεις των Ρωσικών Αρχών, ημερομηνίας 28 Αυγούστου 2019, ότι από τη στιγμή που θα διαπιστωθεί πως η εκζητούμενη πάσχει από την μυασθένεια Gravis  υπάρχει πιθανότητα να αφεθεί ελεύθερη (2ος λόγος έφεσης), δεν βρίσκει έρεισμα στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Δεν μας διαφεύγει, βέβαια, ο 4ος λόγος έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η Εκζητούμενη έχει παρουσιάσει επαρκή μαρτυρία ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι με την έκδοσή της και την επακόλουθη κράτησή της θα υποστεί μεταχείριση που προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 3 ΕΔΔΑ».  Παρατηρούμε δε ότι παρόλο που ο λόγος αιτιολογείται στη βάση απόδοσης υπέρμετρου βάρους από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις καταθέσεις των εμπειρογνωμόνων που κάλεσε η εφεσίβλητη και ότι λανθασμένα οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως δεν θα τηρηθούν τα εχέγγυα για την προστασία και τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της εφεσίβλητης αναπτύσσεται ωστόσο στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας στη βάση θέσεων που για πρώτη φορά προβάλλονται και καμία συνάρτηση δεν έχουν με τον λόγο έφεσης και την αιτιολογία του και συνακόλουθα δεν μπορούν να μας απασχολήσουν. Τέτοια είναι η θέση ότι οι εμπειρογνώμονες «δεν έδρασαν σαν αμερόληπτοι και αντικειμενικοί πραγματογνώμονες και το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε τη μαρτυρία τους», καθώς και η αναφορά ότι οι «υπόδικοι ή οι φυλακισμένοι» έχουν δικαίωμα, βάσει των εν ισχύι Νόμων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, να αφεθούν ελεύθεροι μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής τους νοουμένου ότι πάσχουν από ανίατη νόσο που προβλέπεται στην εν λόγω νομοθεσία.   

 

Εν κατακλείδι, δεν έχει καταδειχθεί λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβασή μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

                                                          Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

                                                          Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

/ΣΓεωργίου               

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο