ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D418
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 213/2020)
9 Δεκεμβρίου, 2020
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ THN ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 06/11/2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 379/20 ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 1-30 (ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED, ΩΣ ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 1), ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ, ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/10/2020 ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 45 ΚΑΙ 46 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 2007 ΕΩΣ 2019 (Ν.188(1)/2007).
_ _ _ _ _ _
κα Α. Αθανασιάδου με κα Χ. Πιερή, για Γεωργιάδη & Πελίδη
Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι αιτητές με την παρούσα αίτηση αξιώνουν τις ακόλουθες θεραπείες:
«(A) Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερομηνίας 6/11/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 379/20 εναντίον των Καθ΄ων η Αίτηση 1-30 (συμπεριλαμβανομένης της Hellenic Bank Public Company Limited, ως Καθ ΄ης η Αίτηση 1, κατόπιν αίτησης χωρίς ειδοποίηση ημερομηνίας 30/10/2020 υπό του Αρχηγού Αστυνομίας (εκ μέρους της Αστυνομίας Κύπρου) για την έκδοση Διατάγματος Αποκάλυψης.
(Β) Διάταγμα για αναστολή της ισχύος του εκδοθέντος Διατάγματος Αποκάλυψης ημερομηνίας 6/11/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στα πλαίσια της άνω αναφερόμενης Αίτησης Αρ. 379/20, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας Αίτησης και, σε περίπτωση παραχώρησης Άδειας από το Σεβαστό Δικαστήριο, μέχρι την εκδίκαση της Αίτησης με Κλήση για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερομηνίας 6/11/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 379/20 και όπως δοθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο όλες οι απαραίτητες συνεπακόλουθες οδηγίες.»
Το Διάταγμα Αποκάλυψης εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης αρ. 379/2020 που υποβλήθηκε από την Αστυνομία και στηριζόταν σε ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Αζά, μέλος του Γραφείου Διερεύνησης Θεμάτων Οικονομίας και ΣΠΕ του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας που διερευνά τα αίτια κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μετά από την υποβολή κάποιων διευκρινιστικών ερωτήσεων, το Δικαστήριο επεφύλαξε την απόφασή του και στις 6.11.2020 εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα. Πρόκειται για διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών εναντίον διαφόρων τραπεζικών ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων και τους αιτητές, με το οποίο τους ζητείται να αποκαλύψουν και παραδώσουν στοιχεία και έγγραφα κατά την «κλειστή περίοδο» από 16.3.2013 - 27.3.2013, κατά την οποία τα εποπτευόμενα ιδρύματα παρέμεινα κλειστά ή απαγορεύτηκε διενέργεια συναλλαγών μετά από σχετικά διατάγματα/εγκυκλίους/οδηγίες του Υπουργείου Οικονομικών ή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.
Παρόμοιο διάταγμα είχε εκδοθεί και προηγουμένως και είχα επιληφθεί παρόμοιας αίτησης που αφορούσε την ίδια τράπεζα, όπου δόθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση εντάλματος Certiorari και καταχωρήθηκε σχετική αίτηση. Η Δημοκρατία αποδέχθηκε την ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης λόγω παράλειψης, όπως τέθηκε, αναφοράς συγκεκριμένων άρθρων που στοιχειοθετούσαν τη διάπραξη των αδικημάτων. Μετά από αυτή την εξέλιξη, η Αστυνομία επανήλθε με αίτηση στις 30.10.2020, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, ως έχει αναφερθεί πιο πάνω.
Στην ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Αζά αναφέρονται τα υπό διερεύνηση αδικήματα ως ακολούθως:
«(1) Ο περί εργασιών πιστωτικών ιδρυμάτων Νόμος 66(1)/1997 άρθρα 2, 30, 41 και 43.
(2) Ο περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νομος 138(Ι)/02 άρθρα 2, 6, 48 και 65.
(3) Ο περί της επιβολής περιοριστικών μέτρων στις συναλλαγές Νόμος 12(1)/13 άρθρα 4, 5 και 7.
(4) Ο περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς Νόμος 23(ΙΙΙ)/2000 άρθρα 2, 3, 4, 7, 8 και 14.
(5) Ο περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμος (ΚΕΦ. 161) άρθρα 2, 3, 4 και 5.
(6) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρα 133 - Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό.
(7) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρα 105 - Κατάχρηση εξουσίας.
(8) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 135(1)(3) - Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και αποκάλυψη κρατικού απορρήτου.
(9) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρο 302 - Συνομωσία για καταδολίευση.
(10) Ο περί αθέμιτης κτήσης περιουσιακού οφέλους από αξιωματούχους και λειτουργού του δημοσίου Νόμος 51(1)/04 άρθρα (2) (3) και (4).
(11) Αδικήματα Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των Άρθρων 4 και 5, του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες δραστηριότητες Νόμος 188(1)/2007 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.»
Τα διατάγματα αποκάλυψης εκδίδονται δυνάμει των άρθρων 45 και 46 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2013 (Ν.188(Ι)/2007), τα οποία προνοούν τα εξής:
«45. (1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς ανάλυσης χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, περιλαμβανομένου του εντοπισμού άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων για σκοπό δέσμευσης και/ή δήμευσης, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού και/ή οποιεσδήποτε μεταγενέστερες πληροφορίες που αφορούν το αντικείμενο του διατάγματος αποκάλυψης.
Προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης
46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή/και σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα˙
(ii) [Διαγράφηκε]˙
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη˙
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών˙
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας˙ και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
(3) Το διάταγμα αποκάλυψης-
(α) Εκδίδεται και σε σχέση με πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού˙
(β) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική ή άλλη διάταξη δυνάμει της οποίας δημιουργείται υποχρέωση για τήρηση μυστικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισμοί στην αποκάλυψη πληροφορίας˙
(γ) δεν παρέχει δικαίωμα αποκάλυψης ή παράδοσης πληροφοριών οι οποίες είναι προνομιούχες˙
(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.»
Οι αιτητές προσβάλλουν το Διάταγμα αποκάλυψης για τους εξής λόγους:
(Α) Έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας, αλλά και νομικό σφάλμα εμφανές από το πρακτικό, καθότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε άνευ νομιμοποίησης και δικαιοδοσίας, εφόσον στην ένορκη δήλωση Αζά δεν υπάρχει οποιοδήποτε υποστηρικτικό έγγραφο και μαρτυρία που θα μπορούσε να καταδείξει την ύπαρξη εύλογης υποψίας για την διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων.
(Β) Έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας, αλλά και νομικό σφάλμα εμφανές από τα πρακτικά καθότι, στο μέτρο που το μοναδικό πράγμα που ερευνούσε η Αστυνομία δε συνιστούσε ποινικό αδίκημα και/ή καθορισμένο αδίκημα και/ή αδίκημα συγκάλυψης, το Διάταγμα Αποκάλυψης εκδόθηκε προς υποβοήθηση ποινικών ερευνών για ανύπαρκτο ποινικό αδίκημα. Δεν υπήρξε τεκμηρίωση εύλογης υποψίας για διάπραξη καθορισμένου αδικήματος.
(Γ) Έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας και νομικό σφάλμα εμφανές από τα πρακτικά, καθότι το Δικαστήριο εξέδωσε το Διάταγμα Αποκάλυψης παραλείποντας να εξετάσει, ως όφειλε, κατά πόσο υφίσταντο οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 46(2)(α)(β)(γ) και (δ) του Ν.188(Ι)/2007, οι οποίες ήταν δικαιοδοτικής φύσεως.
(Δ) Παραπλάνηση του κατώτερου Δικαστηρίου και μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων.
(Ε) Έκδηλη νομική πλάνη, καθότι το Διάταγμα Αποκάλυψης στρέφεται εναντίον της Ελληνικής Τράπεζας και αναφορικά με έγγραφα και πληροφορίες κλπ της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ (ΚΣΤ), ενώ η Ελληνική Τράπεζα αφενός δεν έχει καμία σχέση με την ΣΚΤ και αφετέρου στην ένορκη δήλωση Αζά δεν υπάρχει οποιουδήποτε είδους υποστηρικτικό έγγραφο και μαρτυρία που να συνδέει την Ελληνική Τράπεζα με την ΣΚΤ ή από το οποίο θα μπορούσε να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο.
Αποτελεί θέση των αιτητών, περιληπτικά, ότι σε αιτήσεις για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, δυνάμει των άρθρων 45 και 46, η Αστυνομία έχει καθήκον να αποκαλύψει όλα τα ουσιώδη γεγονότα που δυνατόν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου. Προς τούτο, παρέπεμψαν στην υπόθεση Edrinotio Ltd κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 363/2012, ημερομηνίας 3.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:D477. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τους αιτητές, δεν αποκαλύφθηκαν γεγονότα που προκύπτουν από τις προηγούμενες απόπειρες για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης (Αίτηση 5/19 και 288/20) και τις θέσεις των αιτητών. Δεν παρουσιάστηκε επίσης η Εγκύκλιος της ΚΤΚ, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να λάβει ίδια γνώση, ούτε η μεταγενέστερη Εγκύκλιο του Διοικητή της ΚΤΚ, ημερομηνίας 19.3.2013. Δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία που να συσχετίζει τους αιτητές με οποιοδήποτε από τα υπό διερεύνηση αδικήματα και που θα μπορούσε να καταδείξει την ύπαρξη εύλογης υποψίας εναντίον τους. Δεν υπήρξε τεκμηρίωση εύλογης υποψίας για διάπραξη καθορισμένου αδικήματος.
Με αναφορά στην Εγκύκλιο, που επικαλείται στην ένορκη δήλωση ο κ. Αζάς, οι αιτητές εισηγούνται ότι, τυχόν παραβίασή της, δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα και δεν μπορεί να διωχθεί ποινικά, παρά μόνο να της επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο, το οποίο εισπράττεται, εάν και εφόσον δεν κριθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο ως αστικό χρέος. Προς επίρρωση των θέσεών τους παρέπεμψαν στην υπόθεση Συρίμη ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1131. Παρέλειψε, επίσης, το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 46(2) του Νόμου. Περαιτέρω, το διάταγμα που εκδόθηκε αφορούσε και έγγραφα και πληροφορίες της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ, η οποία είναι ξεχωριστή οντότητα και ουδεμία σχέση έχει με τους αιτητές.
Τέλος, οι αιτητές εισηγούνται ότι δεν έχουν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο και υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες συνηγορούν υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων θεραπειών, αφού το Δικαστήριο εξέδωσε ένα δραστικότατο διάταγμα, το οποίο επηρεάζει ολόκληρο το λογιστικό σύστημα των αιτητών προς υποβοήθηση αδικημάτων που κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκαν πριν από 7,5 έτη.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του xxx Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, xxx Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692). Σε περίπτωση δε όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε η άδεια δεν δίδεται, εκτός αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1Γ ΑΑΔ 1535).
Στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης. Είναι αρκετό εάν, με βάση το υλικό που τίθεται με την αίτηση, το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι πρέπει να δοθεί άδεια (In re Kakos (1985) 1 CLR 122).
Εξέτασα την παρούσα αίτηση, υπό το φως των πιο πάνω αρχών, στη βάση του υλικού που τέθηκε ενώπιόν μου με την αίτηση, την Έκθεση και την ένορκη δήλωση και αφού έλαβα υπόψη τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των συνηγόρων των αιτητών.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Edrinotio, πιο πάνω, η έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, κατ΄ ακολουθία των άρθρων 45 και 46 του Νόμου, δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον ίδιο το Νόμο, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46(2), προκειμένου να ασκήσει την εξουσία του για παροχή του διατάγματος. Ως πρώτη δε προϋπόθεση καταγράφεται η κατάδειξη ύπαρξης εύλογης υπόνοιας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος από συγκεκριμένο πρόσωπο. Στην ίδια υπόθεση τέθηκε ότι η μη αποκάλυψη ουσιαστικών γεγονότων μπορεί να επιφέρει την ακύρωση διατάγματος αποκάλυψης που εκδόθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 46 του Νόμου.
Εν προκειμένω, τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν η ένορκη δήλωση Αζά. Με τα στοιχεία που έθεσαν οι αιτητές ενώπιόν μου, τόσο νομικά όσο και πραγματικά, θεωρώ ότι στοιχειοθετείται συζητήσιμη υπόθεση ως προς το κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46(2) του Νόμου για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, τόσο ως προς τα αδικήματα που κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκαν, όσο και τη σχέση των αιτητών με αυτά και της θεμελίωσης ύπαρξης εύλογης υπόνοιας διάπραξής τους. Τέτοια στοιχεία θα πρέπει να προκύπτουν από την ένορκη δήλωση. Απαιτείται, επίσης, πλήρης αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση και ως προς αυτό το ζήτημα, καθώς και για τα υπόλοιπα ζητήματα που ηγέρθησαν από τους αιτητές.
Το άρθρο 72(2) του Νόμου προνοεί ότι τα διατάγματα ή αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του Νόμου, με εξαίρεση το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 45 και 46, υπόκεινται σε έφεση. Συνεπώς, φαίνεται οι αιτητές να μην έχουν στη διάθεσή τους εναλλακτική θεραπεία. Περαιτέρω, από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, προκύπτει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις προς απόδοση της αιτούμενης άδειας.
Την ίδια προσέγγιση ακολούθησε και η αδελφή Δικαστής Ψαρά-Μιλτιάδου στην απόφασή της στην Αίτηση υπ΄ αρ. 208/2020, ημερομηνίας 2.12.2020, επί πανομοιότυπης αίτησης που έγινε από άλλο τραπεζικό ίδρυμα για το ίδιο διάταγμα αποκάλυψης, στην οποία με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και με την οποία συμφωνώ.
Για τους πιο πάνω λόγους, δίδεται άδεια ως η παράγραφος (α) της αίτησης. Η ισχύς του Διατάγματος αναστέλλεται μέχρι εκδίκασης της αίτησης δια κλήσεως ή μέχρι άλλης διαταγής. Η αίτηση δια κλήσεως να καταχωρηθεί εντός 10 ημερών και να επιδοθεί. Δίδονται οδηγίες να οριστεί από το Πρωτοκολλητείο στις 8.1.2020 και ώρα 8.45π.μ..
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ