ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 878
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΤΕΛΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 6/2019, 25/1/2019, ECLI:CY:AD:2019:D21
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2020:D414
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 209/2020
8 Δεκεμβρίου, 2020
[Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤHΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6/11/2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 379/2020 ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 1-30, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ (ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 7) ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. (ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 14) ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ, ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 45 ΚΑΙ 46 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 2007 ΕΩΣ 2019 (Ν. 188(Ι)/2007)
Π. Πολυβίου με Π. Μακρίδης και Ι. Γεωργιάδου (κα) (ασκούμενη δικηγόρος), για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε. Λτδ, για την Αιτήτρια
---------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση που καταχωρήθηκε στις 27/11/2020 η αιτήτρια ζητά κυρίως:
«(α) Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari με σκοπό την Ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης («Διάταγμα Αποκάλυψης») ημερομηνίας 6.11.2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 379/2020
(β) Αναστολή της ισχύος του Διατάγματος μέχρι εκδίκασης της παρούσας Αίτησης και, σε περίπτωση παραχώρησης Άδειας από το Σεβαστό Δικαστήριο, της Αίτησης με Κλήση για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για το σκοπό ακύρωσης του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερομηνίας 6/11/2020 στην Αίτηση Αρ. 379/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και όπως δοθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο όλες οι απαραίτητες συνεπακόλουθες οδηγίες.»
Σύμφωνα με την Έκθεση και την Ένορκη Δήλωση του xxx Χατζηευθυβούλου, ημερομηνίας 27/11/2020, που συνοδεύουν την αίτηση, στις 6/11/2020 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα αποκάλυψης στα πλαίσια της αίτησης αρ. 379/2020 της Αστυνομίας, εναντίον αριθμού Τραπεζών που διεξήγαγαν τραπεζικές εργασίες το 2013, περιλαμβανομένης και της αιτήτριας.
Της αίτησης 379/2020 προηγήθηκε σειρά άλλων διαδικασιών με το ίδιο αντικείμενο με πιο πρόσφατη την αίτηση με αρ. 288/2020, με την οποία η Αστυνομία ζητούσε εναντίον των ιδίων Τραπεζών διάταγμα αποκάλυψης των ίδιων στοιχείων. Εκδόθηκε σχετικό διάταγμα την 1/9/2020 το οποίο προσβλήθηκε με την Αίτηση Αρ. 135/2020 στο Ανώτατο Δικαστήριο για παραχώρηση άδειας καταχώρησης διά κλήσεως αίτησης για certiorari. Εδόθηκε στις 30/9/2020 η σχετική άδεια και ακολούθησε η καταχώρηση στις 6/10/2020 της διά κλήσεως αίτησης με αρ. 159/2020. Κατά τη διαδικασία αυτή, στις 12/10/2020 η Δημοκρατία αποδέχθηκε την ακύρωση του διατάγματος για το λόγο ότι εκ παραδρομής είχαν παραλειφθεί από την αίτηση τα συγκεκριμένα νομοθετήματα που στοιχειοθετούσαν τα αδικήματα, δηλώνοντας ταυτόχρονα τη μη αποδοχή της στη συνδρομή άλλου λόγου για ακύρωση. Ως αποτέλεσμα, το Δικαστήριο προχώρησε στην ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης.
Η Αστυνομία επανήλθε με την καταχώρηση στις 30/10/2020 της νέας αίτησης υπ' Αρ. 379/2020 του Υπαστυνόμου Αζά. Το Επαρχιακό Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της αίτησης, εξέδωσε στις 6/11/2020 την επιφυλαχθείσα απόφαση του, αποδεχόμενο το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης στοιχείων εναντίον αριθμού Τραπεζών, μεταξύ των οποίων και της αιτήτριας, της κλειστής περιόδου από 16/3/2013 μέχρι 27/3/2013 που αναφέροντο σε αλληλογραφία, διατάγματα, πρακτικά, σημειώσεις, οδηγίες, διαδικασίες, ηλεκτρονικά δεδομένα και συναλλαγές. Το διάταγμα επιδόθηκε στην Αιτήτρια στις 11/11/2020.
Η αίτηση της Αστυνομίας συνοδεύετο από την Ένορκη Δήλωση του Υπαστυνόμου xxx Αζά, μέλους του Γραφείου Διερεύνησης Θεμάτων Οικονομίας και ΣΠΕ του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας, που διερευνά τα αίτια της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην οποία περιέχοντο τα γεγονότα που υποστήριζαν την αίτηση. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω Ένορκη Δήλωση, η Αστυνομία διερευνούσε υπόθεση που αφορούσε σε αδικήματα που προβλέπονται από τους εξής Νόμους:
«1) Ο περί εργασιών πιστωτικών ιδρυμάτων Νόμος 66(Ι)/1997 άρθα 2, 30, 41 και 43.
2) Ο περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος 138(Ι)/02 άρθρα 2, 6, 48 και 65.
3) Ο περί της επιβολής περιοριστικών μέτρων στις συναλλαγές Νόμος 12(Ι)/13 άρθρα 4, 5 και 7.
4) Ο περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς Νόμος 23(ΙΙΙ)/2000 άρθρα 2, 3, 4, 7, 8 και 14.
5) Ο περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμος (ΚΕΦ. 161) άρθρα 2, 3, 4 και 5.
6) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρο 133 - Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό.
7) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρο 105 - Κατάχρηση εξουσίας.
8) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρο 135(1)(3) - Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και αποκάλυψη κρατικού απορρήτου.
9) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρο 302 - Συνομωσία για καταδολίευση.
10) Ο περί αθέμιτης κτήσης περιουσιακού οφέλους από αξιωματούχους και λειτουργούς του δημοσίου Νόμος 51(Ι)/04 άρθρα (2) (3) και (4).
11) Αδικήματα Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των Άρθρων 4 και 5, του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες δραστηριότητες, Νόμος 188(1)/2007 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.
που διαπράχθηκαν κατά η περί τα έτη 2012-2013 στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στο εξωτερικό.»
Οι νομικοί λόγοι επί των οποίων στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση συνοψίζονται κυρίως στους εξής:
1. Παραπλάνηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου και μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων όπως α) ότι η Αστυνομία πέτυχε στα πλαίσια της Αίτησης 5/2019 την έκδοση πανομοιότυπου διατάγματος το οποίο ακυρώθηκε στη συνέχεια με πρωτοβουλία της Αστυνομίας, χωρίς να εξηγηθούν οι λόγοι β) ότι τυχόν παράβαση Εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας δεν δημιουργεί ποινικό αδίκημα γ) ότι στη συνοδευτική της αίτησης ένορκη δήλωση αναφέρεται ότι η εντολή του Γενικού Εισαγγελέα και οι εξετάσεις που ακολούθησαν αφορούσαν σε διερεύνηση ποινικών αδικημάτων που ενδεχομένως να έγιναν από τις Τράπεζες κατά την περίοδο 16/3/2013 μέχρι 27/3/2013, όταν δεν υφίστατο σε ισχύ οιονδήποτε διάταγμα, δ) ότι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου έδωσαν άδεια για καταχώρηση αίτησης για προνομιακό εντάλμα certiorari για ακύρωση πανομοιότυπου διατάγματος αποκάλυψης, ημερομηνίας 1/9/2020, ε) δεν αποκαλύφθηκαν οι πιθανές υπερασπίσεις των αιτητών κ.ά.
2. Έλλειψη και/ή υπέρβαση δικαιοδοσίας αλλά και νομικό σφάλμα εμφανές στα πρακτικά καθότι το διάταγμα αποκάλυψης εκδόθηκε προς υποβοήθηση ποινικών ερευνών για ανύπαρκτο ποινικό αδίκημα εφόσον παραβίαση Εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας δεν συνιστά αδίκημα.
3. Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας αλλά και νομικό σφάλμα λόγω μη ύπαρξης υποστηρικτικού εγγράφου ή μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί την ύπαρξη εύλογης υποψίας για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι το προνομιακό ένταλμα είναι εξαιρετικό μέτρο και η άδεια για έκδοση του εγκρίνεται πάντοτε με φειδώ. Η κατάδειξη από τον Αιτητή συζητήσιμης υπόθεσης, αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση του αλλά όταν προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ασκείται θετικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίον επιδιώκεται το διάταγμα, εκτός εάν ο Αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι συντρέχουν επαρκείς εξαιρετικές περιστάσεις (βλ. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ 878 και Μιτέλα Πολιτική Αίτηση 6/2019, ημερομηνίας 25/1/2019).
Η εξέταση του κατά πόσο υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της άδειας κρίνεται στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς εμβάθυνση στην υπόθεση (βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ κ.ά., Πολιτική Αίτηση 135/2020 ημερομηνίας 30/3/2020), ECLI:CY:AD:2020:D329. Άδεια δίδεται επίσης όπου διαπιστώνεται παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης ή καταδεικνύονται στοιχεία παρανομίας στη διαδικασία που ακολουθήθηκε (βλ. Base Metal Trading Ltd (2005) 1 (A) A.A.Δ. 1).
Η νομική βάση της αίτησης της Αστυνομίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο είναι άρθρα του περί Παρεμπόδισης, Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν.188(Ι)/2007) και ειδικότερα τα 45 και 46. Σύμφωνα με το άρθρο 46(2) οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης είναι:
«46.(1).........................................................................
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες
(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα˙
(ii) [Διαγράφηκε]˙
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη˙
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών˙
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας˙ και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
Στην αγόρευση του ο δικηγόρος της Αιτήτριας έδωσε έμφαση στην παράλειψη από πλευράς του κ. Αζά αποκάλυψης στην Ένορκη του Δήλωση ότι διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα. Κατά την εισήγηση του, το μόνο σενάριο που μπορεί να εξαχθεί απ' όσα αναφέρει στην Ένορκη Δήλωση είναι παραβίαση της Εγκυκλίου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 16/3/2013, μέσω της οποίας η Κεντρική Τράπεζα απαγόρευσε προσωρινά την εισαγωγή εντολών πληρωμών ή μεταφοράς κεφαλαίων σε οιονδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που λειτουργούσε εντός και εκτός της Δημοκρατίας και ανέστειλε προσωρινά το διακανονισμό εντολών που είχαν ήδη εισαχθεί προς εκτέλεση. Είναι εισήγηση του περαιτέρω ότι εν προκειμένω δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις έκδοσης του διατάγματος αποκάλυψης, δίνοντας έμφαση στο ότι η παραβίαση της Εγκυκλίου δεν δημιουργεί ποινικό αδίκημα. Σ' όσον αφορά δε την κατ' ισχυρισμό παραβίαση διαταγμάτων του Υπουργού Οικονομικών πρόβαλε τη θέση ότι έγινε προς το σκοπό παραπλάνησης του Δικαστηρίου εφόσον δεν υπήρξαν τέτοια διατάγματα. Η συγκεκριμένη Εγκύκλιος όχι μόνο δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας όπως επιτάσσει το άρθρο 48(3) αλλ' ούτε και παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αν και επ' αυτής ουσιαστικά στηρίζοντο οι ισχυρισμοί της Αστυνομίας για διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Στα πλαίσια παραπλάνησης του Δικαστηρίου παρέλειψε περαιτέρω να παρουσιάσει και την άλλην Εγκύκλιο που ακολούθησε στις 19/3/2013, που επέτρεψε ορισμένες συναλλαγές. Επικαλείται δε το άρθρο 48(4) του Νόμου 188(1)/2007 που προνοεί ότι σε περίπτωση που Τράπεζα παραλείπει να συμμορφωθεί με όριο λειτουργίας του συστήματος, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλει σ' αυτήν διοικητικό πρόστιμο το οποίο και εισπράττεται ως οφειλόμενο αστικό χρέος προς τη Δημοκρατία.
Εξέτασα τις εισηγήσεις του δικηγόρου της Αιτήτριας υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και νομοθεσίας σε συνάρτηση με τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστή με την Ένορκη Δήλωση του κ. Αζά.
Για σκοπούς και μόνο εξέτασης της υπό κρίση αίτησης στη βάση των δεδομένων ενώπιον μου, κρίνω ότι εκ πρώτης όψεως η Αιτήτρια έχει στοιχειοθετήσει συζητήσιμη υπόθεση κατά πόσο πληρούντο οι προϋποθέσεις έκδοσης του διατάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 45 και 46 του Ν.188(1)/2007 τόσο από νομική θεώρηση όσο και γεγονότων∙ ιδιαίτερα κατά πόσο διαπράχθησαν συγκεκριμένα αδικήματα και ποιά η σχέση της Αιτήτριας με αυτά. Η μη συγκεκριμενοποίηση των αδικημάτων που προκύπτουν από τη Νομοθεσία που παρατίθεται στην Ε/Δ του κ. Αζά, επί της οποίας κατ' ισχυρισμό βασίζονται τα υπό διερεύνηση αδικήματα, όπου τα άρθρα που παρατίθενται στις πλείστες περιπτώσεις δημιουργούν περισσότερα του ενός αδικήματα, και των γεγονότων που τα περιβάλλουν, χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση στην υπόθεση, δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση άδειας για certiorari.
Σ' όσον αφορά το λόγο που αναφέρεται στην απόκρυψη των προηγούμενων διαδικασιών για εξασφάλιση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari, κρίνω ότι δεν ήταν ουσιώδη στοιχεία που η παράλειψη αναφοράς τους έπληττε τις θέσεις του κ. Αζά στην ένορκη του δήλωση ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης του διατάγματος αποκάλυψης, στη βάση του άρθρου 46(2) του πιο πάνω Νόμου. Σημειώνεται ότι το μεν διάταγμα αποκάλυψης ημερομηνίας 8/1/2019 ακυρώθηκε προτού εκτελεστεί, το δε ημερομηνίας 1/9/2020 ακυρώθηκε εκ συμφώνου στις 12/10/2020 επίσης προτού εκτελεστεί.
Το θέμα της μη αποκάλυψης των υπολοίπων στοιχείων εντάσσεται στα πλαίσια ικανοποίησης των προϋποθέσεων του άρθρου 46(2) του Ν. 188(1) του 2007, θέμα για το οποίο αποκαλύπτεται, όπως αναφέρω ανωτέρω, συζητήσιμη υπόθεση.
Ως προς την τυχόν ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου προσβολής του διατάγματος, ενόψει των προνοιών του άρθρου 72(2) του Νόμου 188(Ι)/2007 που αποκλείει το δικαίωμα άσκησης έφεσης σε διατάγματα δυνάμει των άρθρων 45 και 46 του Νόμου, δεν φαίνεται να υπάρχει.
Παραθέτω το άρθρο 72(2):
«(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου, διατάγματα που εκδίδονται ή/και αποφάσεις του Δικαστηρίου που λαμβάνονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, με εξαίρεση το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 45 και 46 αυτού, υπόκεινται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, με εφαρμογή κατ' αναλογίαν των σχετικών διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.»
Σύμφωνα με τα πιο πάνω δίνεται άδεια για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για certiorari με σκοπό την ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης, ημερομηνίας 6/11/2020, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης υπ.' αρ. 379/2020, σ' όσον αφορά την αιτήτρια, για το λόγο που αναφέρω ανωτέρω. Διατάσσεται η αναστολή της ισχύος του επίδικου διατάγματος μέχρι εκδίκασης της διά κλήσεως αίτησης. Η διά κλήσεως αίτηση να καταχωρηθεί εντός 8 ημερών και να ορισθεί στις 18/12/2020 η ώρα 8.45 π.μ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.