ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Μ. Χαραλαμπίδου (κα) και Μ. Τσιανή (κα), για τον εφεσείοντα. Λ. Βραχίμης, για την εφεσίβλητη. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2020-12-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ v. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 18/19, 3/12/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2020:37

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 18/19)

 

3 Δεκεμβρίου, 2020

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ

Εφεσείων

 

ΚΑΙ

 

 

xxx ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ

Εφεσίβλητη

---------

 

 

Μ. Χαραλαμπίδου (κα) και Μ. Τσιανή (κα), για τον εφεσείοντα.

Λ. Βραχίμης, για την εφεσίβλητη.

 

--------------------

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

-----------------

 

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στη Δικαιοδοσία Διατροφής, με την οποία καθορίστηκε ως συνεισφορά του εφεσείοντα για τη διατροφή των τριών ανήλικων τέκνων των διαδίκων το ποσό των €400 μηνιαίως για κάθε παιδί, από 1.5.2019 μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης διατροφής. 

 

Ο εφεσείοντας/καθ΄ ου η αίτηση αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Προβάλλει ότι λανθασμένα το δικαστήριο κατέληξε στο ποσό των €400 για κάθε παιδί, ποσό ψηλό για τις οικονομικές του δυνατότητες, αφού δεν προβαίνει σε οποιοδήποτε εύρημα αναφορικά με τα εισοδήματα του, αλλά περιορίζεται μόνο στην υπόδειξη κάποιων κενών σε σχέση με την εισοδηματική του ικανότητα.  Στα ίδια πλαίσια ισχυρίζεται ότι ο ίδιος προέβη σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών του εισοδημάτων και ειδικότερα είναι η θέση του ότι δεν έλαβε οποιοδήποτε μέρισμα από συγκεκριμένες εταιρείες στις οποίες είναι μέτοχος και ότι συγκεκριμένη εργοδότηση του τερματίστηκε το 2014 (1ος λόγος έφεσης).  Επίσης, λανθασμένα το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν το τελικό διάταγμα Γονικής Μέριμνας με βάση το οποίο ο εφεσείοντας έχει επικοινωνία με τα ανήλικα τέκνα του για 12-14 ημέρες κάθε μήνα και συνεπώς, αναλαμβάνει κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών τη διατροφή και τα έξοδα τους (2ος λόγος έφεσης).  Περαιτέρω, το δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψιν το γεγονός ότι ο εφεσείοντας δημιούργησε νέα οικογένεια και απόκτησε ακόμα ένα τέκνο (3ος λόγος έφεσης).  Περαιτέρω προβάλλεται ότι λανθασμένα το δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα αναφορικά με τα εισοδήματα και τη συνεισφορά της εφεσίβλητης/αιτήτριας και δεν έλαβε υπόψιν τα επιδόματα που λαμβάνει για τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων (4ος λόγος έφεσης).  Τέλος, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τις νομοθετικές διατάξεις, τη νομολογία και το εύλογο των κονδυλίων και άσκησε λανθασμένα την κρίση του με βάση την κοινή λογική και την πείρα της ζωής για τον προσδιορισμό των αναγκών των ανηλίκων (5ος λόγος έφεσης).

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε ορθά στο Νόμο και  στη νομολογία. 

 

Το άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/1990, επιβάλλει στους γονείς υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του.  Σύμφωνα δε με το άρθρο 37(1) του Νόμου η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του. 

 

Το μέτρο όμως της διατροφής δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με περισσή αυστηρότητα (Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 ΑΑΔ 951).  Η κοινή πείρα και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώστε να προσδιοριστούν οι ανάγκες του δικαιούχου (Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1386).  Βέβαια οι οικονομικές ανάγκες των παιδιών δεν είναι στατικές (Ζαχαρουδιού ν. Ιωάννου (2000) 1 ΑΑΔ 1614) και το ζητούμενο πάντοτε είναι να διατηρηθεί το επίπεδο ζωής των ανηλίκων που θα είχαν εάν οι γονείς τους συμβίωναν, όσο αυτό είναι δυνατόν (Κορελλίδης ν. Κορελλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1975).  Οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των εισοδημάτων τους (Μαρκουλλίδης (ανωτέρω) και Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1 ΑΑΔ 1418).  Κατά την εκδίκαση αίτησης για διατροφή το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη μαρτυρία των διαδίκων, αλλά έχει καθήκον να εντοπίσει το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για την ικανοποίηση των αναγκών διατροφής και συντήρησης (Μαρκουλλίδης (ανωτέρω)).

 

Εν προκειμένω όμως επρόκειτο για αίτηση προς έκδοση ενδιαμέσου διατάγματος διατροφής μέχρι την τελική εκδίκαση της εναρκτήριας, κυρίως αίτησης.  Το δικαστήριο δεν θα μπορούσε, όπως και δεν το έπραξε, να προβεί σε τελικά ευρήματα αναφορικά με το ύψος των εισοδημάτων των διαδίκων ή τις ανάγκες των τριών ανηλίκων.  Στην υπόθεση Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1 ΑΑΔ 604 υποδείχθηκαν τα εξής σε σχέση με τις ενδιάμεσες διαδικασίες όπως η παρούσα:

«Εκείνο το οποίο πρέπει ξανά εδώ να υπενθυμισθεί είναι η πραγματική φύση της υπό εξέταση ενδιάμεσης διαδικασίας. Με αυτή δεν κρίνονται τελικά και ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων έτσι µε αυστηρούς κανόνες απόδειξης να αξιολογηθεί η εκατέρωθεν προσκομισθείσα μαρτυρία, να εξαχθούν τελικά ευρήματα και να κατανεμηθούν δικαιώματα και υποχρεώσεις

 

Η ίδια, αυτονόητη άλλωστε ως εκ της φύσης της διαδικασίας, προσέγγιση έχει επαναληφθεί πολύ πρόσφατα και στην Α.Μ. ν. Μ.Ζ., Έφεση Αρ. 23/2019, ημερ. 28.7.2020:

«∆εν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται γιατί υπάρχει η υποχρέωση και των δύο γονέων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου από τη διάσταση και πως αυτό περιορίζεται μέχρι την τελική εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης µε βάση τα πραγματικά εισοδήματα των διαδίκων και των αναγκών του ανηλίκου και θα προβεί σε καταμερισμό στον κάθε γονέα

 

Εν προκειμένω το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά προσδιόρισε τη φύση και τα πλαίσια της διαδικασίας ως ενδιάμεσης και απέφυγε να προβεί σε καταληκτικά ευρήματα, τονίζοντας ότι οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις του θα γίνονταν για σκοπούς της εξέτασης της έκδοσης ή μη του προσωρινού διατάγματος και ότι όλα τα ζητήματα τα οποία εγείρονται στην εναρκτήρια αίτηση παραμένουν ζωντανά για να αποφασιστούν όταν θα εκδικαστεί η ουσία της υπόθεσης.  Υπό το σαφές αυτό πρίσμα κατέγραψε τους εκ διαμέτρου αντίθετους ισχυρισμούς των διαδίκων «σε σχέση με τα εισοδήματα του καθ΄ ου η αίτηση από τα ενοίκια των αποθηκών και το διακανονισμό που έκανε με την Τράπεζα και/ή την περιουσία που έχει να λαμβάνει από την αποβιώσασα μητέρα του» επαναλαμβάνοντας ότι αυτά είναι ζητήματα που θα απασχολήσουν το δικαστήριο κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.  Στο στάδιο αυτό έλαβε υπόψιν την προσπάθεια του εφεσείοντα «να περιορίσει τη συνεισφορά του στο ποσό που ο ίδιος αποφάσισε χωρίς ουσιαστικά να επεξηγεί πώς αυτό ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ανηλίκων» δημιουργώντας κάποια κενά.  Λαμβάνοντας υπόψιν και το ποσό που λαμβάνει σε μηναία βάση η εφεσίβλητη ως επιδόματα που αφορούν στα ανήλικα, το ποσό που δικαιούται ετησίως από την εργασία της ως έξοδα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης καθώς και άλλα ωφελήματα που έχει από την εργασία της, κατέληξε να θεωρήσει το ποσό των €1.200 μηνιαίως ως ένα λογικό, υπό τις περιστάσεις, ποσό για ενδιάμεση συνεισφορά του εφεσείοντα στη διατροφή των παιδιών του και μέσα στα πλαίσια των δυνάμεων του.

 

Ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά εξέτασε την υπόθεση στα δικά της πλαίσια ως ενδιάμεση αίτηση, η έφεση, όπως δομήθηκε αλλά και όπως αναπτύχθηκε στη συνέχεια, αντιμετώπισε την πρωτόδικη απόφαση ως εάν να επρόκειτο για τελική κρίση.  Έτσι, αποδίδεται στο δικαστήριο ότι δεν προέβη σε εύρημα αναφορικά με τα εισοδήματα του εφεσείοντα ή ότι δεν έλαβε υπόψιν το ζήτημα της επικοινωνίας ή τα επιδόματα ή τις υποχρεώσεις του εφεσείοντα έναντι της νέας του οικογένειας.  Βέβαια ως προς το τελευταίο ζήτημα θα μπορούσαμε να υποδείξουμε ότι η υποχρέωση ενός γονέα για παροχή εύλογης διατροφής για το τέκνο του συνυπάρχει με την υποχρέωση να συντηρεί τη νέα του οικογένεια, πλην όμως η υποχρέωση έναντι του τέκνου έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων (Zacharia v. Zacharia (1969) 1 CLR 307, 321, Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1Β ΑΑΔ 1418). Αλλ΄ εν πάση περιπτώσει όλοι οι σχετικοί παράγοντες για τον καθορισμό της διατροφής, περιλαμβανομένης της επικοινωνίας ή του ζητήματος των επιδομάτων, θα εξεταστούν πλήρως και θα γίνουν τα αναγκαία τελικά ευρήματα κατά την εξέταση της κυρίως αίτησης.  Με την ενδιάμεση αίτηση δεν εκαλείτο το δικαστήριο να κρίνει τελικά και ουσιαστικά τα δικαιώματα των διαδίκων, ούτε να καταλήξει σε τελικά ευρήματα αναγνωρίζοντας δικαιώματα και κατανέμοντας υποχρεώσεις (Αποστόλου ν. Ιωάννου (ανωτέρω)). Το δικαστήριο λειτούργησε στα ορθά πλαίσια της διαδικασίας και είναι χαρακτηριστικό ότι με τους λόγους έφεσης δεν αμφισβητείται η πρωτόδικη κρίση ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου για την παροχή ενδιάμεσης προσωρινής θεραπείας.  Αυτό που ο εφεσείοντας επιδιώκει είναι όπως στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο επιλυθούν τα ζητήματα ουσίας και μάλιστα σε εφετειακό βαθμό, τακτική που αποδοκιμάστηκε στην Κωνσταντίνου ν. Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, Έφεση Αρ. 10/2020, ημερ. 15.10.2020.

 

Η κυρίως αίτηση καταχωρίστηκε στις 5.7.2018.  Η αίτηση για ενδιάμεσο διάταγμα καταχωρίστηκε στις 27.11.2018 και η απόφαση δόθηκε έξι σχεδόν μήνες μετά, στις 17.5.2019.  Έκτοτε, η κυρίως αίτηση δεν έχει εκδικαστεί και είναι ορισμένη ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στις 14.1.2021, 2 ½ ολόκληρα χρόνια μετά την καταχώριση της, για οδηγίες.  Η ορθολογιστική εξέλιξη της διαδικασίας θα ήταν στο μεταξύ να είχε εκδικαστεί η κυρίως αίτηση με τους διαδίκους να αναπτύσσουν πλήρως τα επιχειρήματα τους επί κάθε σχετικού ζητήματος και το δικαστήριο να καταλήγει σε τελικά ευρήματα, εφόσον η τελική κατάληξη θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συνυπολογισμού, τηρουμένου του Νόμου, κάθε παράγοντα που προβάλλεται ως σχετικός (Κυπριανίδης ν. Κυπριανίδη (2010) 1 ΑΑΔ 382).  Αντί τούτου για άλλη μια φορά είμαστε υποχρεωμένοι να επαναλάβουμε τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Δημοσθένους ν. Δημοσθένους, Έφεση Αρ. 21/2019, ημερ. 29.6.2020:

 

«Κλείνοντας πρέπει να τονιστεί με τον πλέον εμφαντικό τρόπο το εξής:  Ούτε ο Νόμος αρ. 216/90, ούτε και οι σχετικοί Διαδικαστικοί Κανονισμοί, προνοούν, πόσο μάλλον επιβάλλουν, την οποιαδήποτε ενδιάμεση διαδικασία, ειδικά με σκοπό την παροχή ενδιάμεσης διατροφής.  Τέτοιες διαδικασίες αποτελούν απόκλιση από την ορθή πορεία των πραγμάτων. Μία αίτηση διατροφής θα έπρεπε να υποβάλλεται, αυτή να εκδικάζεται τάχιστα προς πλήρη και τελικό διακανονισμό της συνεισφοράς εκάστου, χωρίς υπερβολική ανάλυση επί των γεγονότων.  Το Δικαστήριο με την εισαγωγή της αίτησης, θα μπορούσε να καθορίζει εξ ιδίων του ενδιαμέσως ένα ποσό γύρω στο 50%-75% του ύψους της διατροφής (κατ΄ αναλογία της πρόνοιας που  υπάρχει στο άρθρο 8 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91), για να καλύπτεται στο μεσοδιάστημα επαρκής διατροφή και η τελική απόφαση του να ανατρέχει, με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις, στο χρόνο καταχώρησης της αίτησης.

 

Είναι ανεπίτρεπτο να τεμαχίζονται τέτοιες διαδικασίες, να γίνονται εφέσεις επί των ενδιαμέσων αποφάσεων και να μην εκδικάζονται οι καθ΄ αυτό αιτήσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει εδώ.  Τα Οικογενειακά Δικαστήρια ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν το δικαίωμα που τους παρέχει ο Κανονισμός 8 του περί Οικογενειακού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1990, για έκδοση των αναγκαίων οδηγιών προς το συμφέρον της δικαιοσύνης επιταχύνοντας την ενώπιον του διαδικασία.»

 

Τέτοιες τακτικές και νοοτροπίες έχουν οδηγήσει το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο ακόμα και στην κρίση ότι στοιχειοθετείται κατάχρηση της διαδικασίας ώστε να αποκλίνει από του να ακούσει την έφεση (Anton ν. Ευέλθοντος (2011) 1 ΑΑΔ 2051, βλ. επίσης Χρυσάνθου ν. Χρυσάνθου (2011) 1 ΑΑΔ 1890).  Ενώ στην Αποστόλου ν. Ιωάννου (2011) 1Γ Α.Α.Δ. 2057  θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε νόημα να εκδικαστεί, 18 μήνες μετά, έφεση επί προσωρινού διατάγματος όταν η ακρόαση της κυρίως αίτησης βρισκόταν σε εξέλιξη.  Τούτο αντενδείκνυται αφού, όπως υποδείχθηκε στην Αποστόλου ν. Ιωάννου (2011) 1Γ Α.Α.Δ. 2057   «η όποια κρίση μας επί των λόγων εφέσεως ενδεχομένως να αντανακλούσε την κρίση του δικαστηρίου ως προς τα επίδικα θέματα που είναι ενώπιον του ως θέματα πλέον του όποιου ποσού διατροφής».

 

Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

                                                                  

Λ. Παρπαρίνος, Δ.

                                                                   Κ. Σταματίου, Δ.

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο