ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ε. Ευσταθίου, για εφεσείοντα. K. Βελάρης, για εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-12-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME THN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Έφεση Αρ. 126/2020, 18/12/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A440

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 126/2020)

 

18 Δεκεμβρίου, 2020

 

[A.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964.

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME THN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΒΟΥΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΑΝΤΙΟΝ TOY xxx ΒΟΥΚΟ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 13/06/2019.

 

----------

 

Ε. Ευσταθίου, για εφεσείοντα.

K. Βελάρης, για εφεσίβλητο.

 

------------------------

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

----------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου με απόφαση του ημερ. 10.12.2019 στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του xxx Boyko, Αρ. Αίτησης 185/19, ακύρωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του εν λόγω Boyko, ρώσου επιχειρηματία.  O καθ΄ ου η αίτηση Γενικός Εισαγγελέας δεν προσέβαλε την απόφαση η οποία, ως εκ τούτου, κατέστη οριστική και τελεσίδικη. 

 

Αντίδραση όμως υπήρξε εκ μέρους του προσώπου με βάση την καταγγελία του οποίου είχε εκδοθεί το εν λόγω ένταλμα σύλληψης, κάποιου I. Surkov, επίσης ρώσου επιχειρηματία.   Ο τελευταίος καταχώρισε, τρεις μήνες μετά την προαναφερθείσα απόφαση, δύο αιτήσεις για παραμερισμό της.  Με την πρώτη ζητούσε τον παραμερισμό ισχυριζόμενος ότι θα έπρεπε η αίτηση του Boyko για την έκδοση εντάλματος certiorari να είχε επιδοθεί και στον ίδιο ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο.  Με τη δεύτερη ζητούσε τον παραμερισμό ισχυριζόμενος ότι ο Boyko πέτυχε την έκδοση του εντάλματος certiorari με δόλο και ψευδείς παραστάσεις. 

 

Οι δύο αυτές αιτήσεις τέθηκαν προς εκδίκαση ενώπιον του αδελφού δικαστή ο οποίος είχε εκδώσει την προαναφερθείσα απόφαση, ο οποίος, αφού άκουσε επί τούτου τα μέρη, τις απέρριψε κρίνοντας ότι ο αιτητής εστερείτο νομιμοποίησης.  Ειδικότερα απάντησε αρνητικά στο ερώτημα κατά πόσον ο παραπονούμενος σε ποινικό αδίκημα νομιμοποιείται να απευθύνεται προσωπικά για παραμερισμό απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ένταλμα σύλληψης προς διερεύνηση δικής του καταγγελίας.  Προς τούτο, διαφοροποίησε την παρούσα περίπτωση από υποθέσεις στις οποίες είχε παραπεμφθεί και στις οποίες θα αναφερθούμε κατωτέρω.

 

Ακολούθησε η παρούσα έφεση με την οποία προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και προϊόν πλάνης περί το Νόμο, ότι κακώς το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν εφαρμόζονται οι αυθεντίες στις οποίες παραπέμφθηκε και ότι κακώς δεν έγινε δεκτή η θέση ότι ο αιτητής και νυν εφεσείων ήταν ενδιαφερόμενο μέρος έχοντας αυτοτελές δικαίωμα να προσβάλει την απόφαση έστω και αν ο Γενικός Εισαγγελέας δεν καταχώρισε έφεση.  Προβλήθηκε επίσης ότι κακώς ο πρωτόδικος δικαστής δεν αυτοεξαιρέθηκε αφού ήταν το πρόσωπο που είχε εκδώσει την απόφαση της οποίας εζητείτο ο παραμερισμός.   

 

 

Στο επίκεντρο της έφεσης βρέθηκε η υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060, με την πλευρά του εφεσείοντα να εισηγείται ότι «το δικαίωμα ενός προσώπου να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε μια δικαστική διαδικασία δεν περιορίζεται μόνο σε υποθέσεις διοικητικού δικαίου, αλλά επεκτείνεται σε κάθε νομικό διάβημα σε διάδικο ή σε πρόσωπο έχον συμφέρον στη διαδικασία».  Σχετική, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, είναι η Οδηγία 2012/29/ΕΕ της 25.10.2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου.  Παραπεμφθήκαμε επίσης, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, στη Ttofinis v. Theocharides and another (1983) 2 CLR 363, στην οποία αναγνωρίστηκε το δικαίωμα για άσκηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης, όπως και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση Ζhigachov κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 2458, αναφορικά με τη δυνατότητα παρέμβασης μη διάδικου σε αίτηση για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari.

 

Δεν αμφισβητείται η αρχή της υπόθεσης Πουλλή η οποία αντιθέτως έχει κατ΄ επανάληψη επιβεβαιωθεί αποτελώντας θεμελιακή απόφαση σε σχέση με τα δικαιώματα των διαδίκων και ενδιαφερομένων προσώπων και ειδικότερα σε σχέση με το δικαίωμα ακρόασης κάθε διάδικου και κάθε ενδιαφερομένου προσώπου ως αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης ώστε η παραβίαση του να καθιστά το παθογενές διαδικαστικό διάβημα άκυρο και ανυπόστατο και υποκείμενο σε παραμερισμό ως οφειλόμενο χρέος προς τη δικαιοσύνη.  Δεν αμφισβητείται ούτε η δυνατότητα έγερσης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, ούτε τίθεται εν αμφιβόλω η υποχρέωση για θέσπιση ελαχίστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα των θυμάτων της εγκληματικότητας με βάση την εν λόγω Οδηγία. 

 

Ό,τι έθεσε η άλλη πλευρά, συμφωνώντας με την πρωτόδικη απόφαση, είναι το ζήτημα της νομιμοποίησης του καταγγέλλοντος στην Αστυνομία να έχει λόγο ως παρεμβαίνων σε διαδικασία τέτοιας φύσης όπως η υπό εξέταση, που προκύπτει και διενεργείται σε σχέση με τη διερεύνηση της καταγγελίας του. 

 

Συναφώς, κριτήριο για τη νομιμοποίηση υποβολής αίτησης για ένταλμα certiorari είναι το επαρκές συμφέρον στο θέμα, στο οποίο αναφέρεται η αίτηση  (ΙRC v. National Federation of Self-Employment and Small Business Ltd [1981] 2 All ER 93, Αttorney-General v. Independent Broadcasting Authority [1973] QB 629).  Το δικαίωμα καλύπτει κάθε παραπονούμενο ή ζημιωθέν πρόσωπο (any person aggrieved) (Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 42). Στην Ηλία (Αρ. 1) (1995) 1 ΑΑΔ 497 και στην Ζhigachov (ανωτέρω) αναγνωρίστηκε η δυνατότητα παρέμβασης μη διαδίκου, νοουμένου ότι αυτός έχει τέτοιο επαρκές συμφέρον, δηλαδή επηρεάζονται άμεσα και προσωπικά τα συμφέροντα του από το αντικείμενο της αίτησης. 

 

Το ερώτημα θα πρέπει να απαντηθεί στα πλαίσια που τίθενται από τη φύση της ανακριτικής διαδικασίας και τη λειτουργία του μηχανισμού δίωξης από το κράτος.

 

Η ανάκριση σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος αποτελεί έργο της Αστυνομίας ή εξουσιοδοτημένου προς τούτο προσώπου από το Υπουργικό Συμβούλιο ή τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (άρθρο 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155).  Η Αστυνομία, υπεύθυνη για το ανακριτικό έργο, υπόκειται στις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα βάσει ρητής διάταξης του περί Αστυνομίας Νόμου (άρθρο 63 του περί Αστυνομίας Νόμου, Ν. 73(Ι)/2004).  Το διερευνητικό και διωκτικό έργο των Αστυνομικών Αρχών δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο μέσω των προνομιακών ενταλμάτων certiorari και prohibition (Γ.Μ. Πικής, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, σελ.24, με παραπομπή στις Re Ttooulias (1984) 1 CLR 885, Kaya Meryem (2009) 1 AAΔ 953 καθώς επίσης στα Άρθρα 112 και 113 του Συντάγματος).  Σύμφωνα  με το Άρθρο 113 του Συντάγματος ο Γενικός Εισαγγελέας έχει εξουσία κατά την κρίση του και προς το δημόσιο συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία, διατάσσει δίωξη καθ' οιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία για οποιοδήποτε αδίκημα.  Η εξουσία αυτή του Γενικού Εισαγγελέα δεν αποκλείει την ιδιωτική ποινική δίωξη (Γ.Μ. Πικής, ανωτέρω, σελ. 23) και είναι υπ΄ αυτή την έννοια που έχει αναγνωριστεί το δικαίωμα νομιμοποίησης ενός ιδιώτη σε ποινική δίωξη, βεβαίως, υπό προϋποθέσεις.

 

Οι παραπάνω πρόνοιες του Συντάγματος και του νόμου προσδιορίζουν τη φύση του πράγματος.  Πρόκειται για ποινική ανάκριση την οποία διεξήγαγε αρμοδίως η Αστυνομία εξασφαλίζοντας ένταλμα σύλληψης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19(3) του Κεφ. 155. 

 

Η Οδηγία αναγνωρίζει δικαίωμα στο θύμα να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση του (Άρθρο 6) και δικαίωμα ακρόασης και παρουσίασης αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας (Άρθρο 10).  Αναφέρεται περαιτέρω ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα, σύμφωνα με το ρόλο τους στο σχετικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, να έχουν το δικαίωμα να ζητούν επανεξέταση της απόφασης να μην ασκηθεί δίωξη υπό τους όρους του Άρθρου 11. Δεν αναγνωρίζεται όμως δικαίωμα παρέμβασης του θύματος ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο διερευνητικό και διωκτικό έργο των Αστυνομικών Αρχών.    Σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο θεωρούμε ότι οι αποφάσεις στις οποίες έγινε αναφορά από πλευράς εφεσείοντα δεν είναι σχετικές με το υπό εξέταση πλαίσιο.  Η κατάληξη μας αυτή αφήνει χωρίς αντικείμενο το λόγο έφεσης ότι ο πρωτόδικος δικαστής θα έπρεπε να είχε εξαιρεθεί, ως προς τον οποίο άλλωστε δεν έχουμε παραπεμφθεί σε αυθεντίες ή περαιτέρω επιχειρηματολογία.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου. 

 

                                                                   Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

                                                                   Κ. Σταματίου, Δ.

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

                                                                   Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

                                                                   Α. Πούγιουρου, Δ.

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο