ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Χ.Γεωργίου, για τον Αιτητή. A.Aριστείδης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-12-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SHAHAK AVNI, Πολιτική αίτηση αρ.104/20, 1/12/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:D406

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                   Πολιτική αίτηση αρ.104/20

 

1 Δεκεμβρίου, 2020

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964), ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

Και

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

Και

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx SHAHAK AVNI ΜΕ Α.Δ.Τ. xxx1030, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

Και

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ENTAΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡ. 19.12.19, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΥ xxx ΠΑΠΑΕΥΡΥΒΙΑΔΗ, ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΑ 18 ΚΑΙ 19.

------------------

 

Χ.Γεωργίου,  για τον Αιτητή.

A.Aριστείδης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

-------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο Αιτητής, εξασφαλίζοντας τη σχετική άδεια από το Δικαστήριο, καταχώρησε την παρούσα αίτηση, επιδιώκοντας την έκδοση εντάλματος φύσεως certiorari για ακύρωση εντάλματος σύλληψης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, ημερ. 19.12.2019.

 

Το προσβαλλόμενο ένταλμα σύλληψης αφορά διάφορα υπό διερεύνηση αδικήματα τα οποία κατά τον ισχυρισμό της Αστυνομίας είχαν διαπραχθεί στην Κύπρο από 21.11.2018 μέχρι 6.12.2019, όπως συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, παραβιάσεις του περί απορρήτου της ιδιωτικής επικοινωνίας Νόμου, εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος και άλλα. 

 

Σύμφωνα πάντα με την πλευρά του Αιτητή, όλα άρχισαν από δημοσίευμα σε κυπριακό κανάλι στις 15.11.2019, στο οποίο αναφέρθηκε ότι στη Λάρνακα κυκλοφορεί ένα όχημα (VAN), το οποίο ανήκει σε ισραηλινό πλουτοκράτη, πράκτορα, όπως χαρακτηρίστηκε των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών και παρέχει στην Κύπρου κατασκοπευτικές υπηρεσίες.  Ο Αιτητής ενημερώθηκε από κάποιο αστυνομικό για τα θέματα και του ζητήθηκε να ερευνηθεί το εν λόγω όχημα.  Ο ίδιος ανέφερε στην Αστυνομία ότι το όχημα ανήκει στην εταιρεία WS Wispear Systems Ltd.  Ακολούθησαν πολλές έρευνες σε σχέση με συγκεκριμένα υποστατικά και μεσολάβησαν διάφορες δηλώσεις στα ΜΜΕ για την υπόθεση από δημόσια ή πολιτικά πρόσωπα τα οποία παρουσίαζαν τον Αιτητή (και άλλο πρόσωπο) ως «ενόχους».  Κατά πάντα χρόνο οι δικηγόροι του ήλθαν σε συνεννόηση με την Αστυνομία με σκοπό τη συνεργασία του.  Ενώ δεν ενημέρωσε η Αστυνομία ότι εκκρεμούσε εναντίον του ένταλμα σύλληψης, δηλώθηκε η προθυμία του Αιτητή να έλθει στην Κύπρο για σκοπούς ανάκρισης.  Στο ενδιάμεσο διάστημα εκτελέστηκαν 3 εντάλματα σύλληψης εναντίον υπαλλήλων και ή αντιπροσώπων εταιρειών που είχαν κατ΄ισχυρισμόν σχέση με τα υπό διερεύνηση υποστατικά και το όχημα.  Επίσης στο εν λόγω μεσοδιάστημα ο Αιτητής όντας πρόεδρος της εβραϊκής κοινότητας στην Κύπρο αλλά και επαγγελματίας - επιχειρηματίας από χρόνια στην Κύπρο, υπέστη σημαντική βλάβη από την όλη δημοσίευση της υπόθεσης.  Εν τέλει, στις 2.6.2020 ο Αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο μαζί με την οικογένεια του και εκτελέστηκε το ένταλμα σύλληψης εναντίον του, το οποίο είχε εκδοθεί στις 19.12.2019.  Στο μεταξύ ο δικηγόρος του είχε ενημερώσει από πριν την Αστυνομία δίδοντας λεπτομέρειες για την πτήση. 

Σύμφωνα με τις θέσεις του Αιτητή, το προσβαλλόμενο ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, κατά παράβαση των άρθρων 18 και 19 του Κεφ. 155 και αντίθετα στις επιταγές του ’ρθρου 11 του Συντάγματος και του αντίστοιχου ’ρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του ’ρθρου 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης τα οποία ορίζουν τις αυστηρές προϋποθέσεις για περιορισμό της ελευθερίας ενός ατόμου και μέσα από διαδικασία και δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο νόμο.  Ιδιαίτερα επειδή  τα γεγονότα της παρούσας και τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στη βάση της ένορκης δήλωσης του Αν. Υπαστυνόμου Παπαευρυβιάδη, ήταν γενικά, αόριστα και ανεπαρκή ως προς την ύπαρξη της «ευλόγου υποψίας» για την διάπραξη των κατ' ισχυρισμόν αδικημάτων από τον Αιτητή. Tαυτόχρονα δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα σύλληψης του.  Προσθέτως, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δεν τήρησε την αρχή της αναλογικότητας ή/και αναγκαιότητας, και δέχτηκε ως Rubber stamp τη θέση της Αστυνομίας, καθότι κυρίως η υπόθεση αφορούσε δικανική ανάλυση ηλεκτρονικών δεδομένων και όλο το αποδεικτικό υλικό που χρειαζόταν η Αστυνομία, το συνέλεξε από τις 15/11/2019 μέχρι και τις 20/11/2019 και συνεπώς, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα παρέμβασης στο ανακριτικό έργο. Επί της ουσίας, δεν προστίθενται νέα γεγονότα στην ένορκη δήλωση, τα οποία να έχουν προκύψει μετά τις έρευνες που είχαν διεξαχθεί σχεδόν 1 μήνα πριν από την έκδοση του εντάλματος. Το μόνο νέο ουσιαστικά δεδομένο, το οποίο καταγράφεται στον όρκο και δεν αφορά τον Αιτητή ή τις εταιρείες  συμφερόντων του, ΝCIS Intelligence and Security Services Ltd, CIS International Ltd και CIS Global Security Solutions Ltd, είναι η εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας στο αεροδρόμιο Λάρνακας στις 6/12/2019, δηλαδή 13 μέρες πριν την έκδοση του επίδικου εντάλματος, «όπου ο όρκος παραμένει σιωπηλός στο γεγονός ότι η ανακριτική ομάδα επέλεξε να μην παραλάβει τον server της εταιρείας Ηermes Airports Ltd».  Το προσβαλλόμενο ένταλμα λήφθηκε κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας με πλάνη του Δικαστηρίου ως προς την εξουσία του και λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, ότι δηλαδή ευνοϊκά δεν ακολουθήθηκε αυτή η πορεία για άλλους που πιθανόν να εμπλέκονταν.

 

Μεγάλο μέρος των ισχυρισμών του Αιτητή αφορά τη θέση πως υπήρξε απόκρυψη ή μη αποκάλυψη ουσιωδών στοιχείων από την Αστυνομία στην εν λόγω ένορκη δήλωση, όπως ο αληθινός τρόπος και οι πραγματικές συνθήκες λήψης των στοιχείων που αποτέλεσαν τη βάση του αιτήματος, ή το γεγονός ότι στις 28/11/2019, είχαν δώσει κατάθεση 5 υπάλληλοι της εταιρείας WS Wispear Systems Ltd και ότι από τότε ήταν στην διάθεση τους και οι υπάλληλοι ή/και διευθυντές ή/και αντιπρόσωποι των εταιρειών NCIS Intelligence and Security Services Ltd, CIS Global Security Solutions Ltd και CIS International Ltd, ή το γεγονός ότι κανένα στοιχείο δεν προέκυψε εναντίον του Αιτητή μετά τις ανακριτικές ενέργειες που αφορούσαν την περισυλλογή τεκμηρίων ή το γεγονός ότι ο Αιτητής, από τις 03/12/2019, δια μέσω δικηγορικής εταιρείας στο Ισραήλ, απέστειλε πληθώρα επιστολών, με τις οποίες δήλωνε ρητώς την προθυμία του να συνεργαστεί πλήρως με τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές.

 

Ο Αιτητής ουδόλως σχετίζεται με την εταιρεία WS Wispear Systems Ltd ή/και το όχημα με αλλοδαπούς αριθμούς εγγραφής «xx-x83-69» VΑΝ, («το όχημα») καθότι υπό ουδεμία ιδιότητα υπαλλήλου, διευθυντή ή ιδιοκτήτη τελεί, αλλά ούτε και συμφέρον έχει για την ως άνω εταιρεία και όχημα. Δεν αποκαλύφθηκε ότι το εν λόγω όχημα «ενημέρωνε την Αστυνομία και τις αρμόδιες αρχές για τις κινήσεις του, οι οποίες ήσαν καθόλα νόμιμες. Ειδικότερα, δεν αποκαλύφθηκε ότι ήταν ενήμεροι οι Αστυνομικοί Διευθυντές των επαρχιών Λάρνακας και Αμμοχώστου δια μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων που είχαν σταλεί στην ηλεκτρονική τους διεύθυνση και ότι μάλιστα σε δύο περιπτώσεις που έκανε δοκιμές, ευρίσκονταν εντός του οχήματος Αστυνομικοί, στη μια περίπτωση Αξιωματικός της ΥΚΑΝ και σε άλλη, στέλεχος της ΚΥΠ». Ούτε αποκαλύφθηκε ότι υπήρχε άδεια για παροχή συχνότητας του οχήματος και των αντενών από το τμήμα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, ως προβλέπει η σχετική νομοθεσία.  Ωσαύτως, δεν αποκαλύφθηκε ότι το ΜΑC ADDRESS, είναι ουδέτερο στοιχείο και δεν μπορεί να θεωρηθεί προσωπικό δεδομένο.

Στη βάση των πιο πάνω, δόθηκε η άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση της παρούσας αίτησης.  Ενώπιον μου πλέον στην παρούσα διαδικασία υπάρχει η θέση της  καθ΄ης η αίτηση, δια της καταχωρηθείσας ένστασης, με στηρικτική ένορκη δήλωση του Αν.Υπαστυνόμου - xxx Παπαευριβιάδη.  Η ένσταση έχει τις πιο κάτω παραμέτρους: 

 

Το επίδικο 'Ενταλμα Σύλληψης ημερομηνίας 19.12.2019, εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ορθά, νομότυπα και/ή σύννομα, εντός των πλαισίων δικαιοδοσίας του, καθώς συνέτρεχαν όλες οι εκ του Νόμου απαραίτητες προϋποθέσεις.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε ορθώς, μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και σε συνάρτηση με όλες τις νομοθετικές και συνταγματικές επιταγές που αφορούν την έκδοση εντάλματος σύλληψης. Η έκδοση του επιδίκου εντάλματος ήταν υπό τις περιστάσεις καθόλα σύννομη και η απόφαση του Δικαστηρίου επαρκώς αιτιολογημένη.  Δεν υπήρξε οποιαδήποτε απόκρυψη γεγονότων.  Αντίθετα, τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, όλα τα σχετικά γεγονότα προς θεμελίωση της αναγκαιότητας έκδοσης εντάλματος σύλληψης. Η έκδοση του δε, ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό σύμφωνα με τα γεγονότα που παρατίθενται στον όρκο και ουδόλως παραβιάζει την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, στο Δωδέκατο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 20 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.  Σύμφωνα δε με την πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ο Αιτητής στην Ένορκη Δήλωση του, παραθέτει τα γεγονότα κατά τρόπο που δύναται να παραπλανήσει το Δικαστήριο και/ή παραλείπει να αναφερθεί και/ή αποκρύβει ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας, που καταγραφόταν στον όρκο που στήριξε την έκδοση του επιδίκου εντάλματος έρευνας.

Αν και η εξιστόρηση των γεγονότων από τον Αιτητή είναι μακρά και λεπτομερής, εκείνο που διαφαίνεται από την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του είναι ότι η αμφισβήτηση που οδήγησε στην παρούσα αίτηση συνίσταται σε τρεις πυλώνες:

(α)  ανυπαρξία εύλογης υπόνοιας και συνεπώς το Ε.Δ. λειτούργησε μηχανικά στο να εκδώσει το επίδικο ένταλμα.  Ως εκ τούτου, το ένταλμα εκδόθηκε καθ΄υπέρβαση εξουσίας,

(β)  μη στοιχειοθέτηση της αναγκαιότητας έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, ειδικά στη βάση της ουσιώδους συνεργασίας της πλευράς  του Αιτητή, ευθέως εξ αρχής.

(γ)  ύπαρξη αλλότριων κινήτρων και η μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων που όφειλαν οι αστυνομικές αρχές να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου.  Ο τελευταίος αυτός πυλώνας συμπλέκεται επάλληλα με τα δύο πιο πάνω θέματα.

Δεν υπάρχει βεβαίως διαφωνία ούτε για τη σπουδαιότητα του ΄Αρθρου 11[1] του Συντάγματος ούτε της εμβέλειας της ισχύος του.  Το πρώτο και σπουδαιότερο ανάχωμα της ενδεχόμενης αυθαιρεσίας των αρχών είναι η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας όπως αυτό τίθεται στο άρθρο 18(1)[2] της Ποινικής Δικονομίας.  Μια έννοια που έτυχε βεβαίως και ανάλυσης και από την ευρωπαϊκή νομολογία.  Αδιαμφισβήτητο είναι ότι η έννοια δεν προϋποθέτει ότι η Αστυνομία κατέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τέτοια ώστε να προσάψει κατηγορία.  Κάτι τέτοιο εν τη γενέσει του θα αντιστρατεύετο την ανάγκη ανάκρισης και διερεύνησης.  Ωστόσο, "for there to be reasonable suspicion there must be facts or information which would satisfy an objective observer that the person concerned may have committed an offence"  (βλ. Erdagöz v. Turkey, 127/1996/945/746, 22.10.1997 και Talat Tepe v. Turkey, Appl. no. 31247/96, 21.12.2004).

Η ένορκη δήλωση που στηρίζει την αίτηση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης είναι υψίστης σπουδαιότητας και εκεί βρίσκεται το υπόβαθρο κρίσης περί του ευλόγου της υπόνοιας και όχι όσα εκ των υστέρων μπορεί να λεχθούν.  (Βλ. Re Πολυκάρπου (1991)1 Α.Α.Δ. 207, Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17).

Είναι βασικός ισχυρισμός του Αιτητή ότι ουδόλως σχετίζεται με την εταιρεία WS Wispear Systems Ltd και το επίδικο όχημα van «καθότι υπό ουδεμία ιδιότητα υπαλλήλου, διευθυντή ή ιδιοκτήτη τελεί, αλλά ούτε και συμφέρον έχει για την ως άνω εταιρεία που έχει το όχημα» ΄Εντονα προβάλλει η πλευρά του, ότι στον όρκο (του Παπευρυβιάδη) δεν υπάρχει καμία αναφορά για διάπραξη ή συμμετοχή στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων από τον Αιτητή.

Η διερεύνηση αφορούσε αδικήματα κυρίως συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση καθώς και παραβίαση προστασίας του απορρήτου της ιδιωτικής επικοινωνίας κ.λπ.  Αυτό στη βάση ότι στο εν λόγω βαν υπήρξε μηχανισμός παρακολούθησης τηλεφωνικών διαλέξεων κ.ά.  Και το βαν, η ιδιοκτήτρια του εταιρεία καθώς και ο Dilian συσχετιζόταν κτιριακά (κτίριο Novel tower, 7ος και 8ος όροφος) και στην ουσία με τον Αιτητή ώστε να στοιχειοθετείτο η εύλογη υπόνοια, ως εξής:

·        το βαν είναι ιδιοκτησίας της εταιρείας WS Wispear Systems Ltd (διευθυντής της οποίας είναι ο κ.Dilian).  Βρισκόταν σταθμευμένο σε χώρο στάθμευσης της εταιρείας ΝCIS Intelligence and Security Services και τα κλειδιά του van ήταν στην κατοχή υπαλλήλου της ιδίας εταιρείας, διευθυντής της οποίας ήταν ο Αιτητής.

·        o Αιτητής ήταν επίσης διευθυντής των εταιρειών CIS International Ltd, CIS Global Security Solution Ltd, οι οποίες είχαν τα γραφεία τους στον 8ο όροφο του κτιρίου Novel Tower.

·        στον 7ο όροφο του Novel Tower βρίσκονταν τα γραφεία της NCIS Intelligence and Security Services Ltd, διευθυντής της οποίας ήταν, όπως ήδη αναφέρθη,  ο Αιτητής.

·        έρευνες διεξήχθησαν τόσο στον 7ο όροφο όπου εδράζεται η ΝCIS Intelligence και Security Services ltd όσο και στον 8ο όροφο.

·        στον εξωτερικό χώρο και περιμετρικά των γραφείων του 7ου ορόφου εντοπίστηκαν κεραίες, τα καλώδια των οποίων οδηγούσαν στον 8ο όροφο.  Με τη χρήση κεραιών που βρίσκονταν στον 7ο όροφο του κτιρίου, ο κεντρικός υπολογιστής του 8ου ορόφου έχει τη δυνατότητα να καταγράφει στοιχεία από δίκτυα, wifi access point εντός της εμβέλειας τους, όπως υποστατικά και κινητά τηλέφωνα.

·        Μεταξύ των τεκμηρίων που παραλήφθηκαν από τον 8ο όροφο είναι δύο βαλίτσες και μια συσκευή τα οποία περιείχαν τεχνικό εξοπλισμό.  Σύμφωνα με τον όρκο από τις μέχρι στιγμής εξετάσεις ο συνδυασμός του εξοπλισμού έχει τον ίδιο τρόπο λειτουργίας με τον εξοπλισμό που εντοπίστηκε εγκαταστημένος στο εν λόγω κτίριο και όχημα. 

·        Στα γραφεία CIS International Ltd στον 8ο όροφο εντοπίστηκε μια συσκευή τηλεπικοινωνιών που αποτελούσε μέρος του εξοπλισμού του εν λόγω van.

·        Με βάση τα στοιχεία που η Αστυνομία παρουσίασε, η άδεια που εξασφάλισε το εν λόγω βαν ως προς τον εξοπλισμό του, αφορούσε τη διάγνωση καιρικών συνθηκών.  Κάτι τέτοιο δεν ανευρέθη στις μέχρι τότε έρευνες.  Συνεπώς παρουσιαζόταν ότι ο εξοπλισμός κατείχετο χωρίς άδεια.

Ο Αιτητής αρνείται τη δυναμική των πιο πάνω.  Αυτό σε συνδυασμό με τις θέσεις για τη μη κατάδειξη του παράνομου των ενεργειών σε σχέση με το βαν, τα δεδομένα που μπορούσε να εντοπίσει ή αν αυτά είναι προστατευόμενα ή όχι (ως διεύθυνση MAC).

Όλα τα πιο πάνω όμως, είναι υπό διερεύνηση.  Στο συνδυασμό τους τα αναφερόμενα γεγονότα θεωρώ ότι μπορούσαν εύλογα να στοιχειοθετήσουν υπόνοια ως προς τα διερευνόμενα αδικήματα.  Ακριβώς το επίπεδο δεν είναι καθόλου αυτό της στοιχειοθέτησης κατηγορίας.  Εν προκειμένω, υπάρχουν κάποια στοιχεία προερχόμενα από γεγονότα που δεικνύουν σχέση του Αιτητή με τα ουσιώδη περιστατικά, ώστε να δικαιολογείται η εύλογη υπόνοια.  Είναι γεγονός ότι η αθώα σύνδεση του Αιτητή ήταν εξίσου πιθανή.  Γι΄αυτό όμως η ανάγκη διερεύνησης ήταν δεδομένη.

Υπό αυτή την έννοια τίθεται στο προσκήνιο η έτερη προϋπόθεση, αυτή της αναγκαιότητας της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης και ή κράτησης, σε συνάρτηση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.  Στην Κυπριανού 2013 1 ΑΑΔ 17 λέχθηκαν από τον Χ΄Χαμπή, Δ. (όπως ήταν τότε τα εξής): 

Ο δικαστής δεν ενεργεί μηχανικά σε τέτοιες περιπτώσεις αλλά πρέπει να λαμβάνει υπ' όψη του τις συνέπειες του εντάλματος σύλληψης και να ικανοποιείται απόλυτα ότι υπάρχει τόσο η εύλογη υπόνοια όσο και η αναγκαιότητα για τη σύλληψη. Έχει σε σωρεία υποθέσεων υποδειχθεί η σημασία των αρχών αυτών και δεν πρέπει να υποτιμάται ακόμα και στην ελάχιστη των υποθέσεων». 

Τα διερευνόμενα αδικήματα ήσαν σοβαρά.  Δεν υπάρχει διαφωνία.  Όμως η διαπίστωση αυτή δεν ατονεί την ανάγκη  δικαιολόγησης ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.  (Βλ.  Χ΄Ιωάννου, πολ. αίτηση 162/18, 9.5.2019).

Παρουσιάστηκε στην ένορκη δήλωση που στηρίζει το αίτημα για έκδοση εντάλματος σύλληψης  πως ο Αιτητής δεν ήταν στην Κύπρο κατά το χρόνο αιτήματος στις 19.12.2019.  Όπως διαφάνηκε ο τελευταίος έφυγε από την Κύπρο, όταν ήδη έλαβαν χώρα οι πρώτες έρευνες και τότε δεν ζητήθηκε - ούτε υπήρχε - ένταλμα σύλληψης εναντίον του.  Οπότε σίγουρα δεν ομιλούμε για εγκατάλειψη της Κύπρου, ως η θέση των καθ΄ων η αίτηση.

Μελετώντας προσεκτικά τη συμπεριφορά του Αιτητή κατά τη διερεύνηση παρατηρώ πως υπήρξε συνεργασία του με τις αρχές.  Ο ίδιος μέσω και των υπαλλήλων του ενήργησε ώστε να συντελεστούν ευκολότερα οι έρευνες της Αστυνομίας και κατά πάντα χρόνο έδιδε ο ίδιος ή οι δικηγόροι του κάθε στοιχείο που αναζητούσαν οι ανακριτές.  Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό τις πρώτες ημέρες των ερευνών που εκτελέστηκαν τα πρώτα εντάλματα έρευνας.

Στις 3.12.2019 με επιστολή τους οι δικηγόροι του Αιτητή δηλώνουν σαφώς την προθυμία συνεργασίας τους με την Αστυνομία, καθώς και δηλώνουν ότι ο Αιτητής ως επιχειρηματίας σε διεθνή χώρο ήταν εκτός Κύπρου (τεκμ.15). Σ΄αυτή την επιστολή προτείνουν την κάθοδο του Αιτητή στην Κύπρο, «νοουμένου ότι δεν θα κρατηθεί».  Ο κ.Αριστείδης θεώρησε ότι αυτή η προθυμία δεν μπορεί να εκληφθεί σαν τέτοια, αφού δόθηκε με όρους.  Θα συμφωνούσαμε εάν η δήλωση αυτή δεν συνοδευόταν με την προηγούμενη έμπρακτη προθυμία του Αιτητή να συνεργαστεί με την Αστυνομία, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι τελικά τω όντι προσήλθε στην Κύπρο, γνωρίζοντας για το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης εναντίον του.  Υπό τις περιστάσεις λοιπόν κρίνω ότι η σύλληψη του δεν ήταν αναγκαία.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η ανθρώπινη ελευθερία, έκφανση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κάμπτεται μόνο όταν τούτο είναι αναγκαίο.

Ως εκ τούτου η Αστυνομία παρέλειψε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα πλήρη δεδομένα που αφορούσαν τη συνεργασία και προθυμία του Αιτητή, ώστε να μπορεί να κρίνει ότι η κράτηση δεν ήταν αναγκαία.  Μπορούσε κάλλιστα το ανακριτικό έργο να συνεχιστεί χωρίς να είναι ανάγκη να συλληφθεί ή κρατηθεί ο Αιτητής.  Προς αυτή τη κατεύθυνση συντείνει και το γεγονός ότι είχε παρέλθει περίοδος 45 ημερών περίπου από τις πρώτες έρευνες μέχρι το ένταλμα σύλληψης χωρίς ουσιώδη νέα δεδομένα.  Η φύση των αδικημάτων που εξετάζοντο δεν συνηγορούσε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην αναγκαιότητα κράτησης.  Δεν ήταν δε εύλογος ο φόβος για επηρεασμό μαρτυρίας, ειδικά λαμβανομένου υπόψη του χρονικού διαστήματος που παρήλθε, ως άνω.  Εάν τα δεδομένα θα διαφοροποιούντο στην πορεία, ήταν ανοικτό στην Αστυνομία το ενδεχόμενο να υποβάλει αίτημα για κράτηση, εάν τούτο καθίστατο πλέον αναγκαίο, για σκοπούς του ανακριτικού έργου. 

Στη βάση της πιο πάνω διαπίστωσης μου για τη μη κατάδειξη αναγκαιότητας της σύλληψης, τα λοιπά εγειρόμενα θέματα παραμένουν έχοντας μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον και ως εκ τούτου δεν θα με απασχολήσουν.

Η αίτηση εγκρίνεται.  Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα certiorari και το ένταλμα σύλληψης ημερ. 19.12.2019 εναντίον του Αιτητή ακυρώνεται. Συνολικά έξοδα (για ex parte και παρούσα αίτηση) εκ ποσού €3,000 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή.

                                                          Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.



[1] Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, εί ΅η ότε και όπως ο νό΅ος ορίζη εις τας περιπτώσεις:

 (α) ...

 (β) ....

 (γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατό΅ου ενεργου΅ένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρ΅οδίας κατά νό΅ον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκη΅α ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρε΅πόδισιν διαπράξεως αδική΅ατος ή αποδράσεως ΅ετά την διάπραξιν αυτού»

 

[2] 18.—(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται ΅ε γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκη΅α ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρε΅πόδιση διαπράξεως αδική΅ατος ή αποδράσεως ΅ετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλ΅α (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νό΅ο ως ένταλ΅α συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατό΅ου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλ΅α.  

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο