ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια για τον Εφεσείοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-11-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΣ v. ΔΙΕΤΗΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 289/2013, 6/11/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A380

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 289/2013)

 

 6 Νοεμβρίου, 2020

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

χχχ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΣ,

 

Εφεσείων/Ενάγων,

 

ΚΑΙ

 

1.   χχχ ΔΙΕΤΗΣ,

2.   ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.

_ _ _ _ _ _

 

Μ. Βορκάς με Μ. Κωνσταντίνου (κα) για Βορκά & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,

 για τον Εφεσείοντα.

Δ. Παπαστεφάνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους

 Εφεσίβλητους.

 

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

 

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣTAMATIOY, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά απόρριψη αγωγής με την οποία ο εφεσείων - ενάγων αξίωσε αποζημιώσεις τις οποίες κατ΄ισχυρισμόν υπέστη, ως αποτέλεσμα ιατρικής αμέλειας και/ή παράβασης των καθηκόντων και υποχρεώσεων του εφεσίβλητου 1 - εναγόμενου 1, θεράποντος ιατρού του και/ή των ιατρών και/ή του προσωπικού του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, για τις οποίες ενήγαγε τον εφεσίβλητο 2 ως εκ του νόμου υπεύθυνο και/ή εκ προστήσεως υπεύθυνο.

 

Τα γεγονότα που προβλήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά τρόπο αναντίλεκτο, παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:

 

«. ο ενάγοντας, μετά από έντονους πόνους που παρουσίασε στην πλάτη και στο αριστερό πόδι, εισήχθη στο νευροχειρουργικό τμήμα του Γ.Ν.Λ., στις 13.11.2000. Κατά την κλινική εξέταση παρουσίαζε επώδυνες και περιορισμένες κινήσεις της οσφύος με αντανάκλαση στο αριστερό πόδι. Ακτινολογικός έλεγχος που ακολούθησε έδειξε την ύπαρξη οσφυϊκής δισκοπάθειας στο επίπεδο 04-05. Ο εναγόμενος 1 εισηγήθηκε χειρουργική επέμβαση. Στις 20.11.2000 ο ενάγοντας επανεισήχθη στο Γ.Ν.Λ. και δύο μέρες αργότερα, στις 22.11.2000, υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση ημιπεταλεκτομής στο πιο πάνω επίπεδο 04-05 και αφαίρεσης μεσοσπονδύλιου δίσκου και αντικατάστασής του με εμφύτευμα πυρήνα δίσκου. Την επέμβαση διενήργησε ο εναγόμενος 1. Ο ενάγοντας εξακολουθούσε να παραπονείται για πόνο στην πλάτη και στο αριστερό πόδι, με αποτέλεσμα να εισαχθεί και πάλι στο Γ.Ν.Λ. και να υποβληθεί, στις 27.2.2001, σε δεύτερη επέμβαση από τον εναγόμενο 1. Αφορούσε ευρεία 04 πεταλεκτομή. Οι πόνοι του ενάγοντα εξακολουθούσαν να υφίστανται, παρά τις πιο πάνω επεμβάσεις, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε τρίτη εγχείρηση - εκτεταμένης σπονδυλοδεσίας - στο ΚΑΤ Αθηνών, στις 14.2.2002. Σκοπός της τελευταίας αυτής επέμβασης ήταν η σταθεροποίηση της σπονδυλικής στήλης.»

 

 

Ο εφεσείων επικαλείται με το δικόγραφό του ότι, συνεπεία της ιατρικής αμέλειας και/ή παράβασης νόμιμων καθηκόντων του εφεσίβλητου 1 και/ή του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού του ΓΝΛ, υπέστη σωματικές βλάβες και/ή μόνιμη ανικανότητα. Στις λεπτομέρειες αμέλειας περιλαμβάνεται μεγάλος αριθμός αποδιδόμενων αμελών πράξεων, μεταξύ των οποίων και  λανθασμένη διάγνωση και θεραπεία, έλλειψη της αναμενόμενης δεξιότητας και επίδειξης ανάλογης επιμέλειας. Περαιτέρω, αποδίδεται παραβίαση επιβαλλόμενου καθήκοντος πληροφόρησης και επεξήγησης των κινδύνων που ενείχαν οι επεμβάσεις τις οποίες υπέστη και παράλειψη λήψης της συγκατάθεσής του.

 

Οι εφεσίβλητοι, από την άλλη, με την υπεράσπισή τους αρνούνται τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και προβάλλουν πως οι ισχυριζόμενες σωματικές βλάβες του εφεσείοντα δεν ήταν αποτέλεσμα των χειρουργικών επεμβάσεων που διενεργήθηκαν στο ΓΝΛ.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσε ο ίδιος ο εφεσείων (ΜΕ1) και δύο εμπειρογνώμονες, ήτοι ο ΜΕ2, Σύμβουλος Χειρουργός Σπονδυλικής Στήλης στο Salford Royal NHS Foundation Trust του Ηνωμένου Βασιλείου και ο ΜΕ3, Φυσιολόγος, ο οποίος έτυχε εκπαίδευσης ακτινολόγου και περαιτέρω εκπαίδευση στη νευροακτινολογία, ο οποίος εργάζεται στο Ιατρικό Κέντρο Hadassah, στο Ισραήλ.

 

Από πλευράς υπεράσπισης, κατέθεσε ο εφεσίβλητος 1, Ειδικός Νευροχειρουργός, ο οποίος ήταν διευθυντής του νευροχειρουργικού τμήματος του ΓΝΛ κατά τους επίδικους χρόνους και δύο άλλοι γιατροί του ΓΝΛ. Ο ΜΥ2, Ειδικός Νευροχειρουργός, που εργάζεται στο ΓΝΛ από το 2007 και η ΜΥ3, γιατρός Ακτινοδιαγνώστρια.

 

Με δεδομένο ότι το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο μέρος της μαρτυρίας προερχόταν από εμπειρογνώμονες, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Αφού ανέλυσε και αξιολόγησε την εν λόγω μαρτυρία αποδέχτηκε, για τους λόγους που εξήγησε, τις θέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και κατέληξε ότι τόσο η αρχική διάγνωση, όσο και η μελέτη των σχετικών διαγνωστικών μέσων, ήταν ορθά. Κατέληξε, περαιτέρω, σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος 1 αποσυμπίεσε, με την αφαίρεση του μέρους του ελεύθερου κομματιού δίσκου που δημιουργούσε το όλο πρόβλημα, την Ο4 ρίζα. Επίσης, αποδεχόμενο τις θέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, έκρινε ως δικαιολογημένο το χρόνο, την επιλογή του συγκεκριμένου είδους επεμβάσεων και την τοποθέτηση του συγκεκριμένου είδους μοσχεύματος, η οποία ήταν συνήθης και διαδεδομένη ιατρική πρακτική κατά τον επίδικο χρόνο και πως ο εφεσίβλητος 1 είχε την απαιτούμενη εμπειρία, η οποία του επέτρεπε να προβεί στις εν λόγω επεμβάσεις.

 

Το Δικαστήριο προέβη στη συνέχεια σε σύνοψη των αρχών που καλύπτουν το καθήκον γιατρού και στη βάση αυτών και, ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των συνακόλουθων ευρημάτων του, κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τις πράξεις αμέλειας που είχαν προβληθεί και εξεταστεί. Αντίθετα, έκρινε ότι «προκύπτει μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε επιδείξει την επιμέλεια που αναμένεται και στο βαθμό που επιβάλλεται από γιατρό της ειδικότητάς του, η δε πρακτική που ακολούθησε ήταν καθόλα αποδεκτή από μεγάλο υπεύθυνο σώμα εξειδικευμένων γιατρών, παρά τη διαφορετική άποψη που υπήρχε από άλλους συναδέλφους τους». Ως τελευταίο στοιχείο αμέλειας εξέτασε την κατ΄ ισχυρισμό μη πληροφόρηση του εφεσείοντα για τους κινδύνους που εμπεριέχει μία τέτοια επέμβαση, την οποία απέρριψε, αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, ο οποίος ισχυρίστηκε προφορική πληροφόρηση του εφεσείοντα.

 

Περαιτέρω, για σκοπούς πληρότητας, εξέτασε κατά πόσο, σε περίπτωση που η πλευρά του εφεσείοντα απεδείκνυε τις προβαλλόμενες βάσεις αγωγής, σε βαθμό που θα ήταν επιτρεπτός και δικαιολογημένος ο καταλογισμός αμέλειας στον εφεσίβλητο 1, υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επιδειχθείσας αμέλειας και των σωματικών του βλαβών και έκρινε πως υπήρξε αποτυχία απόδειξης ότι η ζημιά του εφεσείοντα ήταν το αποτέλεσμα των επίδικων επεμβάσεων.

 

Τέλος, έκρινε πως η πλευρά του εφεσείοντα θα αντιμετώπιζε ανυπέρβλητα προβλήματα ως προς την απόδειξη του ύψους των γενικών αποζημιώσεων σε περίπτωση που η αγωγή του δεν απορριπτόταν, καθότι το σχετικό μέρος της μαρτυρίας του εφεσείοντα δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό λόγω κατάρριψής του από αδιαμφισβήτητη επιστημονική μαρτυρία.

 

Με πέντε λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης ως ακολούθως:

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε την μαρτυρία των εφεσιβλήτων, σύμφωνα με την οποία τόσο η αρχική διάγνωση, όσο και η μελέτη των σχετικών διαγνωστικών μέσων, ήταν ορθά ως προς τον εντοπισμό από τον εφεσίβλητο 1 του προβλήματος στον εφεσείοντα, που ήταν η συμπίεση της 4ης ρίζας και πως ο εφεσίβλητος 1 την αποσυμπίεσε.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων θεωρεί ότι λανθασμένα  το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 και της ΜΥ2, αποδεχόμενο τη θέση τους και απορρίπτοντας αυτές του εφεσείοντα και των δύο μαρτύρων του.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται πως λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εφεσείων δεν υπέφερε, ως αυτός κατέθεσε, από μυικές αδυναμίες και αισθητικά ελλείμματα, ακράτεια ούρων, κοπράνων και στυτική δυσλειτουργία. 

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως υπήρξε αποτυχία από πλευράς του εφεσείοντα απόδειξης ότι η ζημιά του ήταν το αποτέλεσμα των επίδικων χειρουργικών επεμβάσεων που τον υπέβαλε ο εφεσίβλητος 1. 

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου πως δικαιολογείτο η χειρουργική επέμβαση στον εφεσείοντα και η τοποθέτηση εμφυτευμάτων στο σώμα του, χωρίς να τον προειδοποιήσει για τους κινδύνους που θα     αντιμετώπιζε.

 

Πρέπει να προστεθεί σ΄ αυτό το σημείο ότι η αγωγή δεν επεκτάθηκε και δεν αφορούσε την τρίτη εγχείρηση και τις τυχόν συνέπειες εξ αυτής. Αυτό το δεδομένο σχετίζεται και με την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των προβλημάτων που ισχυρίστηκε ο εφεσείων κατά το στάδιο καταχώρησης της αγωγής με τους επιλεγέντες εναγόμενους και με το ύψος των αποζημιώσεων.

Με δεδομένο ότι η υπόθεση στηρίζεται κυρίως στη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων θα παραθέσουμε συνοπτικά τη μαρτυρία που δόθηκε από τον κάθε ένα από αυτούς.

 

Ο ΜΕ2, Σύμβουλος Χειρουργός Σπονδυλικής Στήλης στο Salford Royal NHS Foundation Trust του Ηνωμένου Βασιλείου, ανέφερε ότι το επίπεδο περίθαλψης που είχε παρασχεθεί στον εφεσείοντα ήταν πολύ χαμηλό και πως ο εφεσίβλητος 1 δεν κατάφερε να απαλείψει την παθολογία που προκαλούσε τα συμπτώματα στον ασθενή. Η πρώτη χειρουργική επέμβαση στόχο είχε να απαλύνει τον πόνο στο αριστερό πόδι μέσω της αποσυμφόρησης της νευρικής ρίζας Ο4 και τον πόνο στην  πλάτη μέσω της τοποθέτησης εμφυτεύματος πυρήνα δίσκου. Η επιστημονική του θέση ήταν ότι δεν πραγματοποιήθηκε η αποσυμφόρηση της αριστερής νευρικής ρίζας, εφόσον τμήμα του δίσκου συνέχιζε να πιέζει την εν λόγω ρίζα. Η δε τοποθέτηση εμφυτεύματος δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, καθότι η χρονική διάρκεια των δύο μηνών, όπου αντιμετώπιζε έντονα συμπτώματα πόνου ο εφεσείων, δεν ήταν αρκετό για να δικαιολογούσε τη χρήση της εν λόγω μεθόδου. Σε εκείνο το στάδιο ήταν αρκετό να λάβει χώραν μόνο αποσυμφόρηση της επηρεαζόμενης νευρικής ρίζας. Η δεύτερη χειρουργική επέμβαση διενεργήθηκε, κατά την άποψή του, λανθασμένα, χωρίς να αποσυμφορήσει τη σωστή νευρική ρίζα. Ο εφεσίβλητος 1 δεν κατάφερε να εκτιμήσει σωστά την αιτία της συνέχισης των συμπτωμάτων του ασθενούς. Αναφέρθηκε και στην τρίτη χειρουργική επέμβαση, η οποία έγινε στο ΚΑΤ Αθηνών τον Φεβρουάριο του 2002 και η γνωμάτευσή του ήταν πως η σπονδυλοδεσία ήταν αχρείαστα εκτεταμένη, με αποτέλεσμα την πρόκληση παρατεταμένης περιόδου ανάρρωσης και την αύξηση των βλαβών των μυών.

 

Ο ΜΕ3, Φυσιολόγος, με εκπαίδευση ακτινολόγου και περαιτέρω εκπαίδευση στη νευροακτινολογία, με εμπειρία 25 ετών, εργάζεται στο ακτινολογικό κέντρο του Hadassah στο Ισραήλ. Εξέτασε το σύνολο των ακτινογραφιών, αξονικών και τομογραφιών και κατέθεσε ότι η συμπίεση στην τέταρτη νευρική ρίζα στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ και μετά τις δύο πρώτες εγχειρίσεις ήταν η ίδια χωρίς καμία αλλαγή. Μέσα από την εξέταση των σχετικών τομογραφιών δεν αντιλήφθηκε οποιαδήποτε συμπίεση στη νευρική ρίζα Ο5. Αναφορικά με τη ρίζα Ο4, μετά και τις δύο πρώτες εγχειρήσεις, εξακολουθούσε να πιέζεται λόγω της πρόπτωσης του δίσκου.

Ο εφεσίβλητος 1, ο οποίος διενήργησε τις δύο επεμβάσεις στον εφεσείοντα, ανέφερε στη μαρτυρία του πως ο ακτινολογικός έλεγχος που έγινε πριν την πρώτη χειρουργική επέμβαση κατέδειξε την ύπαρξη οσφυικής δισκοπάθειας στο επίπεδο Ο4 με Ο5. Λόγω του ότι είχε διαπιστωθεί παρεκτροπή του δίσκου κεφαλικά προς την Ο4 ρίζα κρίθηκε ως ορθότερη η ολική ημιπεταλεκτομή, ούτως ώστε να αποσυμπιεστεί και η Ο4 και η Ο5 ρίζα. Προς τούτο, έγινε σχετική εισήγηση στον εφεσείοντα, ο οποίος συναίνεσε. Ο υποκατάστατος δίσκος που χρησιμοποιήθηκε είναι απλός στην τοποθέτηση και δε διαφέρει ως προς την τοποθέτηση από προσθετικά υλικά παρόμοιου τύπου. Ο ίδιος δε έτυχε εξειδικευμένης ενημέρωσης για το συγκεκριμένο υλικό σε πανευρωπαϊκό συνέδριο. Το εμφύτευμα τοποθετήθηκε κανονικά και ο εφεσείων εξήλθε του νοσοκομείου στις 4.12.2000, «έχων καλώς». Λόγω της επιμονής του πόνου, όπως είπε ο μάρτυρας, το Φεβρουάριο του 2001 ο εφεσείων υπεβλήθη σε ευρεία Ο4 πεταλεκτομή. Έγινε διερεύνηση για πιθανή παρουσία υπολείμματος δίσκου, η οποία ήταν αρνητική. Εντοπίστηκαν μόνο συμφύσεις της αριστερής Ο5 ρίζας, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί λόγω της πρώτης επέμβασης και έγινε απελευθέρωση της εν λόγω ρίζας από αυτές. Περαιτέρω, έγινε διερεύνηση της αριστερής Ο4 μέχρι Ο5 ρίζας και δεν ανευρέθηκε δίσκος. Η παρακολούθηση του ασθενή κατέδειξε ότι δεν παρουσίαζε μυική αδυναμία ή νευρολογικό πρόβλημα στα κάτω άκρα, γεγονός που αποκλείει τον τραυματισμό οσφυικών ριζών, η κλινική δε εξέτασή του, εκτός από τον περιορισμό της κινητικότητας της οσφύος ουδέν παθολογικό, νευρολογικό πρόβλημα παρουσίασε. Ο εφεσίβλητος 1, αναφέρθηκε επίσης στην αποτυχία απάλειψης οσφυικού πόνου μετά από εγχείρηση οσφυικής δισκοπάθειας, η οποία ανέρχεται στατιστικά σε περίπου 12% με 14% των περιπτώσεων.

 

Ο ΜΥ2 επιβεβαίωσε την ορθότητα της επιλογής επέμβασης ημιπεταλεκτομής και πως η χρησιμοποίηση του επίδικου εμφυτεύματος ήταν πολύ διαδεδομένη κατά τον επίδικο χρόνο. Διατύπωσε, περαιτέρω, τη συμφωνία του ως προς την επιλογή ευρείας πεταλεκτομής κατά τη δεύτερη επέμβαση, με στόχο την αφαίρεση τυχόν απεσπασμένων δισκικών τεμαχίων, τα οποία ερεθίζουν τα νευρικά στοιχεία. Διενήργησε ηλεκτρομυογράφημα στον εφεσείοντα, το οποίο δεν έδειξε βλάβη στις οσφυικές ρίζες. Και αυτός ο μάρτυρας αναφέρθηκε στην ανάπτυξη του συνδρόμου της αναποτελεσματικής χειρουργικής αντιμετώπισης της δισκοπάθειας.

 

Η ΜΥ3, με αναφορά στην αξονική τομογραφία, προτού λάβει χώραν η πρώτη επέμβαση, διαπίστωσε κήλη δίσκου στο Ο4-Ο5 διάστημα και οστεοφυτικές αλλοιώσεις. Στην αξονική τομογραφία που αφορούσε το χρόνο μετά την πρώτη επέμβαση κατέθεσε πως η κήλη δίσκου αφαιρέθηκε και δεν υπήρχε πίεση δίσκου στη νευρική ρίζα Ο4 μέχρι Ο5.

 

Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης θα πρέπει να εξεταστούν μαζί, καθότι είναι αλληλένδετοι, εφόσον με τον πρώτο λόγο προσβάλλονται κάποια από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ενώ με το δεύτερο η αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1 και της ΜΥ3 επί της οποίας ουσιαστικά στηρίζονται τα ευρήματα που αμφισβητούνται.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης εστιάζεται σε ευρήματα που περιλαμβάνονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Συνιστά κοινό έδαφος ότι η Ο4 ρίζα επηρεάστηκε γιατί ένα κομμάτι του χαλασμένου δίσκου είχε μετακινηθεί κεφαλικά πιέζοντας τη ρίζα αυτή στην έξοδό της. Αποτελεί επίσης κοινή συνισταμένη ότι ορθά διερευνήθηκε απ΄τον εναγόμενο 1 το μεσοσπονδύλιο διάστημα το οποίο έπασχε, ήτοι το Ο4-Ο5. Η, παραδεκτή, επιλογή από τον εναγόμενο 1 διενέργειας ημιπεταλεκτομής στο συγκεκριμένο σημείο κατά την πρώτη χειρουργική επέμβαση καταδεικνύει τον ορθό εντοπισμό του όλου προβλήματος και δίνει επίρρωση στη θέση του περί εντοπισμού της συμπίεσης της Ο4 ρίζας λόγω αποκοπής ενός μέρους του δίσκου και μετακίνησής του κεφαλικά προς αυτή. Άλλωστε, δεν θα ήταν λογικό να προχωρήσει ο εναγόμενος 1 στη διενέργεια ημιπεταλεκτομής του Ο4 εάν δεν είχε εντοπίσει το  πρόβλημα στο συγκεκριμένο σημείο. Η αφαίρεση του ημιπετάλου του Ο4 δεν επεξηγήθηκε διαφορετικά από οποιοδήποτε μάρτυρα της πλευράς του ενάγοντα. Η ορθότητα της θέσης του εναγόμενου 1 περί εντοπισμού εκ μέρους του τού προβλήματος στην Ο4 ρίζα επιβεβαιώνεται και από τα κλινικά ευρήματά του κατά την εξέταση του συγκεκριμένου ασθενή, του ενάγοντα. Καταθέτοντας σχετικά ανέφερε ότι διαπίστωσε, πριν από τη διενέργεια της πρώτης επέμβασης, ύπαρξη υποτονίας και επηρεασμού του αριστερού τετρακεφάλου, στοιχείο που επιστημονικά υποδηλεί επηρεασμό της Ο4 ρίζας, που είναι υπεύθυνη για τον τετρακέφαλο αυτό μυ. Μετά την πρώτη επέμβαση η υποτονία του τετρακέφαλου εξαφανίστηκε και το τενόντιο αντανακλαστικό επανήλθε, στοιχείο που επιμαρτυρεί, όπως εξήγησε επιστημονικά, αποπίεση της Ο4 ρίζας, επιβεβαιώνοντας και την αφαίρεση του ελεύθερου κομματιού δίσκου που δημιουργούσε το όλο πρόβλημα. Οι αναφορές αυτές του εναγόμενου 1 ούτε αμφισβητήθηκαν μέσω της αντεξέτασης, ούτε και αντικρούστηκαν από οποιαδήποτε σχετική επιστημονική μαρτυρία.»

 

 

Συγκεκριμένα, πρόκειται για τα ακόλουθα τέσσερα ευρήματα, τα οποία, κατά τον εφεσείοντα, είναι λανθασμένα:

 

(α) «τον ορθό εντοπισμό του όλου προβλήματος και δίνει επίρρωση στη θέση του περί εντοπισμού της συμπίεσης της Ο4»

(β) «Η ορθότητα της θέσης του εναγόμενου 1 περί εντοπισμού εκ μέρους του τού προβλήματος στην Ο4 ρίζα επιβεβαιώνεται και από τα κλινικά ευρήματά του κατά την εξέταση του συγκεκριμένου ασθενή, του ενάγοντα».

(γ) «Μετά την πρώτη επέμβαση η υποτονία του τετρακέφαλου εξαφανίστηκε και το τενόντιο αντανακλαστικό επανήλθε, στοιχείο που επιμαρτυρεί, όπως εξήγησε επιστημονικά, αποπίεση της Ο4 ρίζας.» και

(δ) «Οι αναφορές αυτές του εναγόμενου 1 ούτε αμφισβητήθηκαν μέσω της αντεξέτασης, ούτε και αντικρούστηκαν από οποιαδήποτε σχετική επιστημονική μαρτυρία.»

 

Ο εφεσείων, προς υποστήριξη των θέσεών του, παραπέμπει στα πρακτικά σε αναφορές που έγιναν από τον εφεσίβλητο ως προς τη διάγνωση,  οι οποίες κατά τους ισχυρισμούς του είναι διιστάμενες, καθώς και σε αναφορές των εμπειρογνωμόνων που κλήθηκαν από τις δύο πλευρές ως προς το ίδιο θέμα οι οποίες καταδεικνύουν, σύμφωνα με την εισήγηση, ότι τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου είναι ανυπόστατα. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι το εύρημα περί αποσυμπίεσης της Ο4 ρίζας δεν καλύπτεται από την έκθεση Υπεράσπισης. Ανυπαρξία δικογραφικής κάλυψης στην Υπεράσπιση επικαλείται επίσης και για την «οστεοφυτική αλλοίωση» που η ΜΥ3 εντόπισε στην αξονική τομογραφία πριν ακόμη από την πρώτη επέμβαση. Η παράλειψη δικογράφησης αυτών των ισχυρισμών αποστέρησε από τον εφεσείοντα να τοποθετηθεί κατά το στάδιο εξέτασης των εμπειρογνωμόνων και ήταν καταλυτικής σημασίας για την τύχη της αγωγής.

 

Ο εφεσείων, στη βάση της μαρτυρίας, επικαλείται λανθασμένη αρχική διάγνωση περί συμφόρησης και της Ο5 ρίζας και επικαλείται παράλειψη χρησιμοποίησης διαγνωστικού υλικού και παραπομπής για γνωμάτευση από ειδικούς ακτινολόγους, βασιζόμενος κατ' εξοχήν στα κλινικά συμπτώματα, κάτι που αποτελεί στοιχείο αμέλειας. Προς τούτο παραπέμπει στο σύγγραμμα Medical Negligence του Michael Jones, 8η έκδοση, και σε σχετική νομολογία.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1 και της ΜΥ3. Σημειώνεται ότι η αναφορά στην ειδοποίηση έφεσης περί ΜΥ2 αποτελούσε δακτυλογραφικό λάθος. Τόσο η αιτιολογία του λόγου έφεσης, όσο και το περίγραμμα αγόρευσης, καθώς και το περίγραμμα των εφεσιβλήτων, παραπέμπουν στη ΜΥ3.

 

Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 αντιφάσκει με αυτή της ΜΥ3 σε πολλά σημεία. Προβάλλει, επίσης, ότι και στη μαρτυρία της ίδιας της ΜΥ3 παρατηρούνται αντιφάσεις. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1, λόγω της εμπλοκής του στην υπόθεση, επέβαλλε όπως κριθεί με ιδιαίτερη προσοχή, σύμφωνα με την εισήγηση. Προβάλλεται, περαιτέρω, η παραγνώριση της υπόλοιπης ιατρικής μαρτυρίας των ΜΕ2 και ΜΕ3 που αποτελούσε ασφαλές υπόβαθρο για θετική διαπίστωση στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων  περί αμέλειας του εφεσίβλητου 1. Το κριτήριο, σύμφωνα με την εισήγηση, παραμένει κατά πόσο η εκδοχή των εμπειρογνωμόνων ΜΕ2 και ΜΕ3 προκύπτει ως πιο αληθής παρά όχι, ιδωμένη και εξεταζόμενη από μόνη της κατά ένα αντικειμενικό επίπεδο πιθανότητας και όχι κατά πόσο η εκδοχή τους είναι πιο πιθανή παρά του εναγόμενου. Περαιτέρω, ενώ το Δικαστήριο αντιπαρέβαλε την ιατρική μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 με τον ΜΕ2, ΜΥ2 και ΜΥ3 προτιμώντας τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, δεν έπραξε το ίδια με τη μαρτυρία του ΜΕ3, Νευροακτινολόγου, τη μαρτυρία του οποίου παρέθεσε, αλλά δεν αξιολόγησε, δηλαδή ούτε την αποδέχθηκε, ούτε την απέρριψε. Το ίδιο έπραξε και με τη μαρτυρία του ΜΕ2. Ουσιαστικά, αποδεχόμενο το Δικαστήριο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου στα συγκεκριμένα και θεωρώντας την ως μέτρο σύγκρισης, έκρινε ότι καταρρίπτεται η θέση του ΜΕ2, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό σύμφωνα με την απόφαση Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1 ΑΑΔ 1098. Από τη διατύπωση των ευρημάτων του Δικαστηρίου προκύπτει ότι έκρινε την αξιοπιστία τους όχι με βάση τις εκτιμήσεις του περί τούτου, αλλά βάσει του κριτηρίου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, πράγμα που συνιστά σφάλμα.

 

Από την άλλη, η πλευρά των εφεσιβλήτων προβάλλει πως υπάρχει αποσπασματική και παραπλανητική αναφορά στο περίγραμμα του εφεσείοντα ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης και, προς τούτο, προβαίνει σε αναφορές τόσο στην ίδια την απόφαση, όσο και στα πρακτικά και τεκμήρια προς αντίκρουση των ισχυρισμών του εφεσείοντα και υποστήριξη της πρωτόδικης κρίσης. Υπάρχει σύγχυση στις θέσεις που προβάλλονται αναφορικά με τη διάγνωση, την επέμβαση και των συνεπειών της πρώτης και της δεύτερης επέμβασης.

 

Ως προς την αξιοπιστία των ΜΥ1 και ΜΥ3, η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία παραπέμπει στις αρχές που διέπουν πότε το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση. Προβάλλει, επίσης, ότι η αξιοπιστία της ΜΥ3 δεν αμφισβητήθηκε πρωτόδικα και δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί κατ΄ έφεση.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς υπό το φως της προσαχθείσας μαρτυρίας, όπως προκύπτει από τα πρακτικά και τα κατατεθέντα τεκμήρια.

 

Στην υπόθεση Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 ΑΑΔ 1272, επαναλήφθηκε ο ακόλουθος κανόνας:

 

«.με βάση καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν.  Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows ν. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, όπου επρόκειτο για ιατρική μαρτυρία η οποία, όπως και γενικά η μαρτυρία η οποία προέρχεται από εμπειρογνώμονες, στόχο έχει να εφοδιάσει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια ούτως ώστε, εφαρμόζοντας τα κριτήρια αυτά, το Δικαστήριο στα γεγονότα της υπόθεσης που αποδεικνύονται με μαρτυρία να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση. Εν προκειμένω, ο εφεσείων προβάλλει την ύπαρξη διιστάμενης ιατρικής μαρτυρίας. Σχετική με το εγειρόμενο ζήτημα είναι η υπόθεση Novichkova Daria v. Θέμη Βλάβη (2012) 1 ΑΑΔ 1111, στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά, στη σελ. 1121:

 

 «Επί διϊστάμενης ιατρικής μαρτυρίας, το Δικαστήριο οφείλει, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση αξιολόγησης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, να κρίνει την μαρτυρία αυτή στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων μη δίνοντας προβάδισμα σε οποιαδήποτε ιατρικώς εκφρασθείσα γνώμη από εκάτερο των διαδίκων. Η κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα που παρουσιάζονται ενώπιον του, σχηματίζοντας ιδίαν άποψη επί του θέματος, αιτιολογώντας επαρκώς την κατάληξη του, ως προς την προτίμηση του με αναφορά σ' αυτά τα δεδομένα.

Όπως έχει λεχθεί και στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αλέξανδρου Κωστάκη, ανήλικου, μέσω των γονέων και φυσικών κηδεμόνων του, Χρήστου και Μαρίας Κωστάκη (2008) 1 Α.Α.Δ. 432, στις σελ. 451-452:

«Η μαρτυρία όμως που δίνεται από ένα εμπειρογνώμονα πρέπει να εξετάζεται πρωτόδικα με ιδιαίτερη προσοχή. Οφείλει ένα πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρεί σε ανάλυση και αντιπαραβολή της συγκρουόμενης επιστημονικής μαρτυρίας και να καταγράφει με επιμέλεια και με πειστικό τρόπο τη δική του ανεξάρτητη κρίση, η οποία όμως πρέπει να αναδύεται και να παραπέμπει στα επιστημονικά δεδομένα και παρατηρήσεις όπως εξηγήθηκαν από τους ειδικούς.»

 

Αναφορικά με το βάρος απόδειξης σε μια πολιτική δίκη το φέρει κατά κανόνα ο ενάγων, ο οποίος και θα πρέπει να αποδείξει την υπόθεσή του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Στην υπόθεση Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη, πιο πάνω, που παρέπεμψε ο εφεσείων, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Έχει κατ' επανάληψη νομολογιακά καθορισθεί η έννοια του κριτηρίου αυτού, αλλά περαιτέρω βοήθεια μπορεί να αντληθεί από το σύγγραμμα του Murphy on Evidence, 8η έκδ. (2003) όπου αναφέρονται στις σελ. 80-83, τα βασικά κριτήρια του αποδεικτικού αυτού βάρους.  Τονίζεται ιδιαίτερα στη σελ. 81 ότι:

«If the claimant bears the burden of proof, and fails to persuade the court that his case has been proved on the balance of probabilities, judgment should be given for the defendant.  Moreover, the test is not whether the claimant's case is more probable than the defendant's, but whether the claimant's case is more probably true than not true, i.e., the claimant's case is measured by reference to an objective standard of probability.»

Για να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο στην πράξη εφαρμόζεται το κριτήριο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, μπορεί να δοθεί το παράδειγμα της υπόθεσης Rhesa Shipping Co. S.A. v. Edmunds [1985] 1 W.L.R. 948. Εκεί, οι πλοιοκτήτες προσπάθησαν να επανακτήσουν από τους αντασφαλιστές τη ζημιά στο πλοίο τους το οποίο είχε βυθιστεί στη Μεσόγειο θάλασσα σε ήσυχα νερά και με καλό καιρό, ενώ το ναυάγιο δεν μπορούσε να διασωθεί.  Η μαρτυρία έδειξε ότι το πλοίο έφερε μια μεγάλη οπή στο πλευρό, αποτέλεσμα της οποίας ήταν αυτό  να πλημμυρίσει και να βυθιστεί.  Το ζητούμενο στην υπόθεση ήταν η αιτία αυτής της ζημιάς.  Οι ενάγοντες - πλοιοκτήτες - ισχυρίζονταν ότι το πλοίο κτύπησε σε ένα βυθισμένο υποβρύχιο και επομένως το πλοίο απωλέσθηκε λόγω θαλασσίων κινδύνων και άρα καλυπτόταν από το ασφαλιστικό συμβόλαιο. Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι η απώλεια οφειλόταν σε φυσική φθορά ως αποτέλεσμα της κακής κατάστασης του πλοίου, για την οποία  και ευθύνονταν οι ενάγοντες.  Πρωτοδίκως, η εξήγηση που δόθηκε από τους αντασφαλιστές απορρίφθηκε διότι δεν εξηγούσε επαρκώς τη ζημιά στο πλοίο.  Από την άλλη, όμως, η θεωρία του υποβρυχίου θεωρήθηκε ως εντελώς εξωπραγματική και μη υποστηριζόμενη από ανεξάρτητη μαρτυρία.  Με βάση τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εναγόντων, λόγω του ότι οι αντασφαλιστές δεν μπόρεσαν να προωθήσουν μια αποδεκτή αιτία της ζημιάς για να αντικρούσουν την αγωγή.  Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Αγγλικό Εφετείο, αλλά κατ' έφεση στη Βουλή των Λόρδων, η απόφαση ανατράπηκε.  Η Βουλή των Λόρδων αποφάσισε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να διαλέξει μεταξύ δύο αντικρουόμενων θεωριών, απλώς και μόνο διότι οι αντασφαλιστές είχαν επιλέξει να προωθήσουν μια πιθανή εξήγηση για την απώλεια.  Οι ενάγοντες ήταν εκείνοι που είχαν το νομικό βάρος απόδειξης στο επίδικο θέμα κατά πόσο το πλοίο είχε απωλεσθεί λόγω θαλάσσιων κινδύνων.  Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε βρει ότι η μαρτυρία που είχε προσαχθεί προς υποστήριξη της αγωγής ήταν εξαιρετικά απίθανη, έπρεπε να αποφασίσει ότι οι ενάγοντες είχαν αποτύχει να ικανοποιήσουν το βάρος απόδειξης που έφεραν.

Όπως το θέτει ο Murphy, στο πιο πάνω σύγγραμμα σελ. 82:

«The case throws the importance of the burden of proof into stark relief.  An important point is that the burden of proof is the burden to prove that the facts relied on are more probable than not, and not merely that they are more probable than an explanation advanced by the other side.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως προαναφέραμε, στηρίχθηκε στη μαρτυρία του εφεσίβλητου και της ΜΥ3 για να καταλήξει στα συμπεράσματά του. Ξεκινώντας από τη διάγνωση, υπήρξε κοινή θέση όλων των μαρτύρων ότι το πρόβλημα του εφεσείοντα εντοπιζόταν στον Ο4-Ο5 σπόνδυλο. Υπήρξε, επίσης, κοινή θέση όλων των μαρτύρων ότι, πριν την πρώτη επέμβαση, συμπιέζετο η αριστερή Ο4 ρίζα, γιατί ένα κομμάτι χαλασμένου δίσκου είχε μετακινηθεί κεφαλικά, πιέζοντας την εν λόγω ρίζα στην έξοδό της. Όλοι οι μάρτυρες, πλην του εφεσίβλητου 1, διέγνωσαν συμπίεση μόνο της Ο4 ρίζας. Ο εφεσίβλητος 1, επιπρόσθετα και σε αντίθεση με τη θέση των υπολοίπων μαρτύρων, κατέθεσε ότι κατά την πρώτη επέμβαση πιέζετο και η Ο5 ρίζα και πως με την ημιπεταλεκτομή που διενεργήθηκε στον ασθενή «ελέγχθηκε ο μεσοσπονδύλιος δίσκος μεταξύ του Ο4 και Ο5 σπονδύλου, έγινε αφαίρεση του δίσκου και έγινε αποπίεση και των δύο ριζών». Κατά την κυρίως εξέτασή του ο εφεσίβλητος 1 τόνισε ότι «χειρουργούμε ασθενείς και όχι ακτινογραφίες», δίδοντας μεγάλη σημασία στην κλινική εικόνα του ασθενή. Για την συγκεκριμένη περίπτωση, από την κλινική εξέταση, διαπίστωσε ότι «το SRL ήταν 800  και είχε υποτονία αριστερού τετρακεφάλου με επηρεασμένο το αριστερό επιγονάτιον αντανακλαστικό».  Διευκρίνισε δε ότι το επηρεασμένο SRL υποδηλοί ενόχληση της 5ης ρίζας και η «υποτονία του τετρακεφάλου και επηρεασμού του επιγονάτιου τενόντιου αντανακλαστικού, κλινικά σημαίνει επηρεασμό της Ο4 ρίζας». Παραπέμπουμε, επίσης, σε ένα απόσπασμα από την αντεξέταση του ΜΥ1:

 «Ε: Να προχωρήσουμε λίγο. Στην παράγρ. 5 του Τεκμ. «Γ» λέτε τα εξής: (διαβάζει). Και η ερώτησή μου είναι: Πώς, από πού δηλαδή εσείς αντιληφθήκατε και γνωρίζατε προεγχειρητικά την παρεκτροπή του συγκεκριμένου δίσκου προς τη ρίζα Ο4;

Α:    Από την αξονική τομογραφία η οποία έγινε και την κλινική εικόνα του ασθενή. Όταν η Ο4 ρίζα ενοχλείται, υπάρχει συγκεκριμένη, όπως έχω αναφέρει, κλινική εικόνα, η οποία αφορά τον τετρακέφαλο μυ και το επιγονάτιο αντανακλαστικά, τα οποία νευρούνται από την Ο4 ρίζα. Και η αξονική τομογραφία επιβεβαιώνει την κλινική εξέταση. Με αυτό τον τρόπο γνωρίζεις σε ποιο σημείο θα επέμβεις.

Ε:    Νομίζω ότι θα ήταν σωστό κ. Πρόεδρε να μας δώσετε το Τεκμ. 45(2) για να δούμε αν συμφωνούμε με το γιατρό κατά πόσο είναι αυτή η αξονική τομογραφία για την οποία μιλά ο ίδιος.

Α:    [Δίδεται στο μάρτυρα το Τεκμ. 45(2)]. Αν είναι η ημερομηνία 6.10.2000 είναι η  προεγχειρητική αξονική τομογραφία η οποία δείχνει ένα κομμάτι δίσκου στο σημείο αυτό, δηλαδή πάνω στο μεσοσπονδύλιο διάστημα.

Ε:    Και αυτό το οποίο μόλις είδατε, το οποίο λέτε ότι δέχεστε ότι φαίνεται να υπάρχει πίεση της τέταρτης ρίζας, δείχνει πίεση της πέμπτης ρίζας.

Α:    Αυτό το κομμάτι του δίσκου δείχνει ότι μετακινήθηκε προς τα πάνω, προς την τέταρτη ρίζα, όμως και η Πέμπτη ρίζα η οποία είναι εδώ (δείχνει τη δεύτερη απεικόνιση στην τελευταία σειρά στο δεξιό της μέρος). Διευκρινίζω ότι επειδή η απεικόνιση είναι ανάποδα, πρόκειται για το αριστερό μέρος. Εξακολουθεί να υπάρχει το εξόγκωμα των δίσκων. Δηλαδή αυτό συνέβηκε στο συγκεκριμένο περιστατικό, ο δίσκος πρόβαλε προς τα έξω ενοχλώντας την Ο5 ρίζα και ένα κομμάτι του δίσκου αυτού έσπασε και μετανάστευσε προς τα πάνω, ενοχλώντας την Ο4 ρίζα. Άρα, και οι δύο ρίζες ήταν ενοχλημένες και ορθώς είχαν κλινικά σημεία και από τις δύο ρίζες.

Ε:    Εγώ σας υποβάλλω γιατρέ ότι ουδεμία ενόχληση και καμιά συμπίεση της πέμπτης ρίζας υπήρχε ή διαφαίνεται μέσα από την αξονική τομογραφία που μόλις σας έδειξα και είδετε.

Α:    Μόλις πριν ένα λεπτό σας εξήγησα επακριβώς με ποιο τρόπο δημιουργήθηκε ο δίσκος ο οποίος αφορούσε το Ο4-Ο5 διάστημα και πώς ένα κομμάτι εράγη και μετακινήθηκε προς τα πάνω. Για να ραγεί ο δίσκος πρώτα προβάλλει, δεν ρίχνεται στα καλά καθούμενα. Και η προβολή του δίσκου Ο4-Ο5, όχι η μετακίνησή του, ενοχλεί την Ο5 ρίζα.»

 

  Αναφορικά με τη διάγνωση πριν την πρώτη χειρουργική επέμβαση, τόσο οι ΜΕ2 και ΜΕ3, όσο και οι ΜΥ2 και ΜΥ3, αναφέρθηκαν σε συμπίεση της αριστερής Ο4 ρίζας. Μάλιστα είναι ενδεικτικό ότι η ΜΥ3, στη μαρτυρία της οποίας στηρίχθηκε το Δικαστήριο για να καταλήξει στα ευρήματά του, σε σχετική ερώτηση ανέφερε, όπως καταγράφεται στη σελ. 210 των πρακτικών:

«Α. Αυτή είναι μια αξονική τομογραφία η οποία έγινε, απ΄ότι βλέπουμε στο φιλμ, στις 6.10.2000. Σε αυτή την αξονική τομογραφία αναγνωρίζεται παρουσία κήλης δίσκου στο Ο4-Ο5 διάστημα οπισθοπλάγια αριστερά, περιοχή στην οποία αναγνωρίζεται συνύπαρξη οστεοφυτικής αλλοίωσης η οποία ασκεί πίεση στην αριστερή Ο4 νευρική ρίζα».

 

Και στη σελ. 222 των πρακτικών:

«Ε. Δηλαδή, κατ΄εσάς όφειλε ο νευροχειρουργός, στις 22.11.2000 να παρέμβει στην περιοχή της νευρικής ρίζας Ο4 και να την αποσυμπιέσει. Έτσι;

Α.    Ναι. Μάλιστα.

Ε.    Γι αυτό το λόγο δεν κάμετε αναφορά ούτε σε εμάς στην Ο5 ρίζα;

Α.    Μάλιστα.»

 

Η διάγνωση του εφεσίβλητου 1 περί συμπίεσης και της Ο5 ρίζας αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην υπόθεση, εφόσον ένας από τους λόγους που ο εφεσείων επικαλείται αμέλεια του εφεσίβλητου 1 είναι και η λανθασμένη διάγνωση του προβλήματος. Επί τούτου δόθηκε εκτεταμένη μαρτυρία από τον ΜΕ2, ο οποίος επέμεινε στη θέση ότι πριν την πρώτη επέμβαση υπήρχε συμφόρηση της νευρικής ρίζας Ο4 μόνο και όχι της Ο5. Η συμφόρηση στην Ο4 ρίζα ήταν εμφανής στις αξονικές τομογραφίες, θέση που συνάδει και με τους υπόλοιπους μάρτυρες. Από τις τομογραφίες επίσης ο μάρτυρας διαπίστωσε να συνεχίζει η ύπαρξη συμφόρησης στην Ο4 και μετά τη πρώτη και μετά τη δεύτερη επέμβαση.

Παραθέτουμε απόσπασμα από τα πρακτικά όπου φαίνεται η θέση του ΜΕ2 ως προς το θέμα αυτό στις σελ. 37 - 39:

«Ε: Εσείς, σας ειδικός, μπορείτε να πείτε στο Δικαστήριο ποιος είναι ο πόνος που προκαλείται από συμπίεση της τέταρτης ρίζας;

Α: Η ρίζα L4 προκαλεί πόνο στην πλάτη, είναι αλήθεια ότι ο πόνος από το L5 συνήθως προκαλεί πόνο στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού, παρόλα αυτά, σύμφωνα με την κλινική μου εμπειρία, αυτό δεν ισχύει πάντα, και η συμφόρηση στο L4 μπορεί επίσης να προκαλέσει παρόμοιου είδους πόνο. Αυτό επιβεβαιώνεται στο Τεκμ. «Β», στη σελ. 17, στο σημείο 3.11.12, το ΤΕκμ. 45(2). Αυτή η τομογραφία επιβεβαιώνει συμφόρηση στο αριστερό ακρορίζιο του L4. Επομένως, είναι η άποψή μου, ότι ήταν ο αριστερός L4, η συμφόρηση της νευρικής ρίζας L4, που προκαλούσε στον ενάγοντα πόνο στο αριστερό πόδι πριν από την πρώτη εγχείρηση και συνέχισε ο πόνος αυτός και μετά την εγχείρηση. Επειδή η νευρική ρίζα δεν είχε αποσυμφορηθεί επαρκώς.

Ε: Είναι αλήθεια ότι η συμπίεση της Ο4 θα οδηγούσε σε αδυναμία του τετρακέφαλου και όχι σε αδυναμία του άκρου μέχρι το δάκτυλο;

Α: Όχι, η νευρική ρίζα L4 κλασσικά παρέχει σε ένα αριθμό μυών, βοηθά στην κίνηση ενός αριθμού μυών στο πόδι. Ο κύριος μυς βρίσκεται στην κίνηση κάτω από το γόνατο και ελέγχει την ανύψωση του αστραγάλου. Παρόλα αυτά, η L4 επίσης συμβάλλει στην κίνηση του τετρακέφαλου, αλλά αυτός ο μυς κινείται κυρίως από τη νευρική ρίζα L3. Παρόλα αυτά, τα ανθρώπινα όντα είναι διαφορετικά και αυτό δεν ισχύει πάντοτε σε κάθε άτομο. Αυτή είναι η συνήθης περίπτωση.

Ε: Εσάς, σας περιέγραψε πρόβλημα τετρακέφαλου ή ανύψωσης κνήμης; Πριν την πρώτη εγχείρηση;

Α: Δεν έχω ιστορικό πριν από την πρώτη εγχείρηση.

Ε: Περιγράψατε τότε στο Δικαστήριο τις επιπτώσεις από τη συμπίεση της L5.

Α: Η συμφόρηση της νευρικής ρίζας L5 θα προκαλούσε πόνο στο πόδι που θα μεταδιδόταν στο πάνω μέρος του ποδιού και στο μεγάλο δάκτυλο. Αυτό δεν ισχύει πάντα, αλλά είναι η συνήθης περίπτωση.

Ε: Αν σας πω ότι πριν την πρώτη εγχείρηση είχε διαπιστωθεί ανύψωση ποδιού, straight leg raising, θετικό 70 μοίρες, σε ποιο συμπέρασμα θα φτάνετε ως προς τη συμπίεση ρίζας;

Α: Η ανύψωση του ποδιού είναι ένας γενικός έλεγχος για συμφόρηση της νευρικής ρίζας, δεν καθορίζει ποια νευρική ρίζα είναι, αλλά βοηθά να εντοπιστεί στην περιοχή της σπονδυλικής στήλης. Ανάμεσα στη L3 και το S1.

Ε. Όμως εσείς είπατε ότι ο περιορισμός της L4 προκαλούσε μυϊκή αδυναμία που δεν υπήρχε.

Α: Διαφωνώ, η συμφόρηση της νευρικής ρίζας L4 προκαλεί μια κλινική εικόνα που ξεκινά με πόνο, μετά μειωμένη αίσθηση και μετά αδυναμία ή ατροφία. Ένας ασθενής με συμφόρηση στην L4 μπορεί να έχει οποιοδήποτε από αυτά, ή δύο ή τρία από αυτά τα συμπτώματα.

Ε: Εγώ σας λέω ότι αφού δεν υπήρχε περιορισμός κινήσεων, πόνος στον τετρακέφαλο και στην κνήμη, ήταν πιο πιθανό τα συμπτώματα να ήταν όπως τα είπε ο κ. Διέτης, δηλαδή συμπίεση της L5 και S1 ρίζας.

Α: Διαφωνώ. Βασιζόμενος στην αξονική τομογραφία, Τεκμ. 45(2), η αξονική τομογραφία οσφυϊκής μοίρας 6.10.2000, πριν από την πρώτη εγχείρηση που δηλώνει ξεκάθαρα συμπίεση αριστερής L4 νευρικής ρίζας. Και αυτό επιβεβαιώνεται από τον έλεγχο της ίδιας αξονικής τομογραφίας στο Ισραήλ, στο Τεκμ. 49. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να έχουν παρουσιαστεί σε μένα και να επιβεβαιώνουν τη συμφόρηση οποιασδήποτε άλλης νευρικής ρίζας.»

 

 

 

Το κρίσιμο ερώτημα ήταν κατά πόσο μετά την πρώτη χειρουργική επέμβαση υπήρξε αποπίεση της Ο4 ρίζας, ως το εύρημα του Δικαστηρίου, το οποίο στηρίχθηκε στη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 και της ΜΥ3. Προς τούτο αναφέρθηκε στα κλινικά ευρήματα του ΜΥ1 ο οποίος διαπίστωσε, πριν από τη διενέργεια της πρώτης επέμβασης, ύπαρξη υποτονίας και επηρεασμού του αριστερού τετρακέφαλου, στοιχείο που επιστημονικά υποδηλοί επηρεασμό της Ο4 ρίζας, που είναι υπεύθυνη για τον τετρακέφαλο μυ. Μετά την πρώτη επέμβαση η υποτονία του τετρακέφαλου εξαφανίστηκε και το έντονο αντανακλαστικό επανήλθε, στοιχείο που επιμαρτυρεί, όπως εξήγησε επιστημονικά, αποπίεση της Ο4 ρίζας, επιβεβαιώνοντας και την αφαίρεση του ελεύθερου κομματιού δίσκου που δημιουργούσε το όλο πρόβλημα, με τις αναφορές αυτές, σύμφωνα με το Δικαστήριο να παραμένουν αδιαμφισβήτητες, είτε μέσω αντεξέτασης, είτε με άλλη επιστημονική μαρτυρία.

 

Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς αυτό το θέμα συνίστατο σ΄ αυτήν του ΜΕ2, ο οποίος διέκρινε στις αξονικές τομογραφίες πίεση της Ο4 ρίζας μετά και τις δύο χειρουργικές εγχειρήσεις. Η πρώτη φορά που δεν υπήρχε πίεση στο νεύρο ήταν στις 27.8.2001, καθότι ακολουθήθηκε φυσιολογική πορεία και όχι λόγω των εγχειρήσεων, ενώ ο εφεσείων εξακολουθούσε να έχει πόνο, κάτι για το οποίο έδωσε εξήγηση ο ΜΕ2. Λόγω των δύο εγχειρήσεων δημιουργήθηκαν ουλές γύρω από το νεύρο, λόγω και της καθυστέρησης στην αποσυμφόρηση του δίσκου, εφόσον τα προβλήματα του εφεσείοντα ξεκίνησαν από τον Σεπτέμβριο του 2000 και η εγχείρηση απέτυχε να του θεραπεύσει το σωστό νεύρο.

 

Ο ΜΕ3 υποστήριξε επίσης την συμπίεση της νευρικής ρίζας Ο4 ακόμη και μετά τις δύο χειρουργικές επεμβάσεις και εξήγησε λεπτομερώς τα ευρήματά του. Ακόμα και ο ΜΥ2 όταν ερωτήθηκε σχετικά με την αξονική τομογραφία μετά την επέμβαση εάν ακόμα υπάρχει υλικό δίσκου που να πιέζει την εξερχόμενη ρίζα μετά την επέμβαση ανέφερε:

 

«Α. Δεν λέω σίγουρα ότι δεν είναι δίσκος. Μπορεί να είναι δίσκος, μπορεί να είναι και ουλώδης ιστός.

Ε. Γιατρέ, περιπτώσεις σαν αυτή του κ. Κωνσταντά, όπου έχουμε ένα δισκικό υγρό, το οποίο επηρεάζει, πιέζει μια συγκεκριμένη ρίζα, την Ο4.

Α. Δισκικό τεμάχιο.»

 

Η δε ΜΥ3 ανέφερε ότι σε όλες τις εξετάσεις του εφεσείοντα αναγνωρίζονται στοιχεία πίεσης της νευρικής ρίζας Ο4. Η εν λόγω μάρτυρας εξήγησε ότι υπήρχαν οστεοφυτικές αλλοιώσεις στην Ο4 ρίζα και εκείνο το μέρος της ρίζας δεν αφαιρείται. Η εν λόγω αναφορά περί αλλοιώσεων στην Ο4 ρίζα έγινε μόνο από την ΜΥ3 και δεν διεγνώσθη από οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα, ούτε από τον εφεσίβλητο 1.

 

Από τα όσα έχουμε πραγματευτεί πιο πάνω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι υπήρξε διαφορετική μαρτυρία ως προς το τι προκαλούσε την πίεση και σε συνάρτηση με ποία ρίζα. Πρόκειται για τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ3, με αποτέλεσμα να μην ήταν ασφαλές για το Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία και των δύο αυτών μαρτύρων να καταλήξει στα ευρήματα που αναφέρονται πιο πάνω ως προς τα κρίσιμα ερωτήματα της υπόθεσης. Περαιτέρω, η αναφορά της ΜΥ3 σε οστεοφυτικές αλλοιώσεις της Ο4 ρίζας, πέραν του ότι δεν συνάδει με τη μαρτυρία του ΜΥ1 ή οποιουδήποτε άλλου μάρτυρα, δεν έχει ούτε την αναγκαία δικογραφική κάλυψη, που ήταν απαραίτητη ως στοιχείο ή ισχυρισμό της Υπεράσπισης και άρα λανθασμένα έγινε δεκτή από το Δικαστήριο.

 

 Παρατηρείται, επίσης, έλλειψη λεπτομερούς αξιολόγησης σε συγκεκριμένες, πλην ουσιώδεις, πτυχές της μαρτυρίας των ΜΕ2 και ΜΕ3.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το μέρος της απόφασης όπου γίνεται αξιολόγηση των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων:

 

«Η εμπειρογνωμοσύνη των ΜΕ2 και 3 και των ΜΥ2 και 3, καθώς επίσης και του ίδιου του εναγόμενου 1, δεν τελεί υπό αμφισβήτηση. Σημαντικό επίσης είναι να τονιστεί πως συνιστά κοινό έδαφος ότι ο ενάγοντας παρουσίαζε σοβαρό πρόβλημα κινητικότητας και είχε έντονους πόνους προτού υποβληθεί στην πρώτη χειρουργική επέμβαση. Ακολούθησε δε συντηρητική αγωγή για διάστημα περίπου δύο μηνών, ήτοι από 26.9.2000 μέχρι 22.11.2000. Όπως έχει ήδη καταγραφεί, βασική θέση του ΜΕ2 ήταν πως λόγω λανθασμένης αρχικής διάγνωσης δεν απελευθερώθηκε η νευρική ρίζα Ο4 στην οποία εντοπιζόταν το βασικό πρόβλημα. Συνάρτηση της πιο πάνω προσέγγισης ήταν η επιδιωκόμενη απόδοση αμέλειας στον εναγόμενο 1 και στη βάση ότι δεν χρησιμοποίησε και δεν έλαβε υπόψη τα διαθέσιμα διαγνωστικά μέσα, τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση. Παρά την προσπάθεια του ΜΕ2 να προσδώσει πειστικότητα στα συμπεράσματά του, βασιζόμενος στον τομέα της ειδικότητάς του, ξεκάθαρα διαφάνηκε στην πορεία της μαρτυρίας του πως βάση στήριξής του συνιστούσε η μελέτη των διαθέσιμων ακτινογραφιών και τομογραφιών, Τεκμ. 45. Συνεπώς, επί του συγκεκριμένου σημείου, καθοριστική είναι η μαρτυρία των ειδικών επί του θέματος ΜΕ3 νευροακτινολόγου και ΜΥ3 ακτινοδιαγνώστριας. Οι εν λόγω μάρτυρες συμφώνησαν ως προς τη διαπίστωση κήλης δίσκου στο Ο4-Ο5 διάστημα. Περαιτέρω, ο ΜΕ3 συμφώνησε, αντεξεταζόμενος, ότι οι ακτινολογικές εξετάσεις που έλαβαν χώρα στα αρχικά στάδια, και προτού ακόμη διενεργηθεί η πρώτη χειρουργική επέμβαση, έδειξαν πρόβλημα συμπίεσης στο Ο4 και Ο5, συγκεκριμένα πρόπτωση του δίσκου στον οσφυακό σπόνδυλο. Η ουσιαστική διαφωνία των δύο αυτών εμπειρογνωμόνων συνίστατο στην ανάγνωση των διαγνωστικών μέσων που ακολούθησαν τις δύο πρώτες επεμβάσεις. Σε αντίθεση με το ΜΕ3, η ΜΥ3, σε αναφορά με το Τεκμ. 45(4), κατέθεσε πως το κομμάτι δίσκου το οποίο αναγνωριζόταν ως κήλη δίσκου είχε αφαιρεθεί και παρουσιάζονταν πλέον μόνο οστεοφυτικές αλλοιώσεις και οι μετεγχειρητικές αλλοιώσεις που είχαν αναπτυχθεί. Με βάση δε την ανάγνωση του ιδίου τεκμηρίου, επιβεβαίωνε η ΜΥ3 ότι δεν εντοπιζόταν πίεση δίσκου στη νευρική ρίζα Ο4-Ο5 με τη μορφή κήλης. Περαιτέρω, εξήγησε ότι σε όλες τις μετεγχειρητικές εξετάσεις το τμήμα του δίσκου το οποίο είχε αποσπαστεί και πρόβαλλε προς τα πίσω δεν αναγνωριζόταν πλέον. Με βάση δε την ανάλυσή της κατέληγε στο συμπέρασμα πως το τμήμα του δίσκου που όφειλε και ήταν δυνατό  να αφαιρεθεί αφαιρέθηκε κατά την πρώτη επέμβαση. Το συγκρουόμενο αυτό μέρος της μαρτυρίας των ΜΕ3 και ΜΥ3 είναι ουσιαστικής σημασίας, δεδομένου ότι βασικό μέρος της κατ΄ ισχυρισμό αμέλειας του εναγόμενου 1 στηρίζεται στη θέση ότι δεν εντόπισε πως το κατ΄ εξοχήν πρόβλημα του ενάγοντα ήταν η συμφόρηση της Ο4 νευρικής ρίζας. Αναμφισβήτητα, όμως δεδομένα, συγκεκριμένα η φύση των δύο πρώτων χειρουργικών επεμβάσεων, επιμαρτυρούν, ως θέμα κοινής λογικής, ότι ο εναγόμενος 1, έχοντας προβεί σε ορθή διάγνωση, προχώρησε στην κατάλληλη, αποδεκτή ιατρικά, θεραπεία και επιβεβαιώνουν την ορθότητα της επιστημονικής θέσης της ΜΥ3. Επεξηγώ σχετικά:

 

Ακολουθεί το απόσπασμα στο οποίο γίνεται αναφορά πιο πάνω με τον πρώτο λόγο έφεσης και καταλήγει:

 

«Συνεπώς, τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα, όπως έχουν ήδη επεξηγηθεί, οδηγούν σε αποδοχή της ανάλογης μαρτυρίας της πλευράς των εναγομένων, σύμφωνα με την οποία τόσο η αρχική διάγνωση όσο και η μελέτη των σχετικών διαγνωστικών μέσων ήταν ορθά. Όπως γίνεται επίσης αποδεκτό μέσα από την αξιολόγηση και την αποδοχή της μαρτυρίας των εναγομένων - και εξάγεται ανάλογο εύρημα - ότι ο εναγόμενος 1 αποσυμπίεσε με την αφαίρεση του προαναφερθέντος μέρους του δίσκου, την Ο4 ρίζα.»

 

Όπως ορθά υποδεικνύεται από τον εφεσείοντα το κριτήριο σε τέτοιου είδους υποθέσεις είναι κατά πόσο η εκδοχή των ιατρών-εμπειρογνωμόνων ΜΕ2 και ΜΕ3 προκύπτει ως πιο αληθής παρά όχι, ιδωμένη και εξεταζόμενη από μόνη της κατά ένα αντικειμενικό επίπεδο πιθανότητας και όχι κατά πόσο η εκδοχή τους είναι πιο πιθανή παρά του εναγόμενου, ως έχει αποφασιστεί στην Baloise Insurance Co Ltd (πιο πάνω).

 

Είναι λοιπόν σαφές ότι για τον ΜΕ3 η μαρτυρία του ουσιαστικά δεν λήφθηκε υπόψη ως μη εξετασθείσα με την απαραίτητη λεπτομέρεια ιδιαιτέρως, εφόσον παρουσιάζεται και ήταν σταθερή και δεν είχε κλονισθεί από την αντεξέταση, με μόνη την αποδεκτή μαρτυρία της ΜΥ3 και ΜΥ1. Δεν είναι όμως επιτρεπτός αυτός ο κύκλος αλληλοσυνάρτησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης (Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1 ΑΑΔ 1098).

 

Αναφορικά με τον ΜΕ2 επίσης δεν υπήρξε ουσιαστικά αξιολόγηση, εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι βάση της στήριξης της μαρτυρίας του συνιστούσε η μελέτη των διαθέσιμων ακτινογραφιών και τομογραφιών για τις οποίες καθοριστική ήταν η μαρτυρία των ειδικών ΜΕ3 και ΜΥ3. Αυτό, όμως, δεν ήταν αρκετό, έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας του και των επιστημονικών εξηγήσεων που έδωσε, οι οποίες και δεν σχολιάστηκαν ώστε να τύχουν αποδοχής ή απόρριψης αναλόγως με κριτήρια άλλα πέραν από το γεγονός ότι μελέτησε τις διαθέσιμες ακτινογραφίες και τομογραφίες.

Το Δικαστήριο δεν οδήγησε επαρκώς τη σκέψη του ως προς τις αντιφάσεις στη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ3. Η αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων φαίνεται να έγινε με αναφορά σε κάποια μόνο μέρη της μαρτυρίας τους, χωρίς όμως λεπτομερή και πλήρη ανάλυσή της. Η δε απουσία ουσιαστικής αξιολόγησης της μαρτυρίας των ΜΕ2 και ΜΕ3 μόνο σε εικασίες μπορεί να οδηγήσει ως προς τα πιθανά ευρήματα του Δικαστηρίου στη βάση αυτής της μαρτυρίας. Δεν υπάρχει, συνεπώς, περιθώριο για το Εφετείο να καταλήξει σε δικά του ευρήματα.

 

Στην απόφαση Αργυρίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση 56/2012, ημερομηνίας 6.2.2018, η οποία αφορούσε επίσης ιατρική αμέλεια. Αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Η αξιολόγηση αποτελεί δικαστικό έργο και καθήκον και προϋποθέτει συσχέτιση της μαρτυρίας στο σύνολο της και αντιπαραβολής των διϊστάμενων θέσεων. Όσο πιο σύνθετη είναι η ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά, τόσο περισσότερο προβάλλει η ανάγκη σαφούς αξιολόγησης, και οι υποθέσεις ιατρικής αμέλειας είναι ιδιαιτέρως περίπλοκες ώστε να χρήζουν της μεγίστης προσοχής από το εκδικάζον Δικαστήριο, (Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 Α.Α.Δ. 1492). Η κατ΄ απομόνωση αξιολόγηση μέρους της μαρτυρίας ενδεχόμενα οδηγεί το Δικαστήριο σε λανθασμένη εκτίμηση των εγειρομένων θεμάτων και επηρεάζει το εύλογο της κρίσης του, (Cyprus Investment & Secorities Corporation Ltd v. Στέλιου Παύλου κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 240/2010, ημε. 20.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A474).»

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.

 

Πριν το καταληκτικό μέρος της απόφασής μας οφείλουμε να πούμε τα εξής:

 

Οι υποθέσεις ιατρικής αμέλειας είναι εξαιρετικά δύσκολες, τόσο στη δικογράφηση, όσο και στη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας. Εξίσου δύσκολη είναι και η εξεύρεση των πραγματικών περιστατικών και η απόδοση ή μη ευθύνης. Η δε επιλογή της λύσης της επανεκδίκασης είναι απ΄ όλες τις απόψεις οδυνηρή, αλλά ενίοτε αναγκαία. Για το λόγο αυτό απευθύνουμε ισχυρή σύσταση στους δύο συνηγόρους, ως συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης, όπως προσπαθήσουν και πράξουν κάθε τι προς το σκοπό επίτευξης ενός εξώδικου συμβιβασμού σε μια υπόθεση δύσκολη και ταλαιπωρημένη από όλες τις απόψεις. Σημειώνουμε δε, με απαρέσκεια, την απώλεια του φακέλου που τηρείτο για τον εφεσείοντα στις αρμόδιες υπηρεσίες, ένα γεγονός που σίγουρα έχει τη σημασία του.

 

Η πρωτόδικη απόρριψη της αγωγής και το συναφές διάταγμα για έξοδα ακυρώνονται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ως άνω, το συντομότερο δυνατόν. Τα πρωτόδικα έξοδα θα ακολουθήσουν την πορεία του αποτελέσματος της επανεκδίκασης.

 

Αναφορικά δε με την έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων €3.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ.

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.,

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο