ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Λ. Πατσαλίδου, (κα) για Λ. Λουκαϊδη, για τον εφεσείοντα Μ. Αναστασίου, (κα), για τον εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-11-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΦΙΛΙΠΠΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 280/2013, 16/11/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A386

 ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 280/2013)

 

 16 Noεμβρίου, 2020

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

xxx ΦΙΛΙΠΠΟΥ

Εφεσείων

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητος

______________

 

Λ. Πατσαλίδου, (κα) για Λ. Λουκαϊδη, για τον εφεσείοντα

Μ. Αναστασίου, (κα), για τον εφεσίβλητο

______________

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

______________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Tο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στη βάση αίτησης  την οποία είχε υποβάλει ο εφεσίβλητος Γενικός Εισαγγελέας  προχώρησε σε απόρριψη της αγωγής του εφεσείοντα εναντίον του.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας, ως εναγόμενος, είχε αιτηθεί με επίκληση κυρίως της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως το νομικό σημείο ή η προδικαστική ένσταση που είχε εγείρει δια της Υπερασπίσεως του, προδικασθεί αφού, σύμφωνα με τη θέση του, δια της αποφάσεως επ΄αυτής η όλη αγωγή θα τίθετο εκ ποδών.

 

Συγκεκριμένα, ο εφεσίβλητος στην παρ.1 της Υπεράσπισης είχε εγείρει θέμα μη ύπαρξης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως εξής:

 

«Ο Εναγόμενος εγείρει προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει και πρέπει να απορριφθεί με έξοδα υπέρ του Εναγομένου και εναντίον του Ενάγοντος διότι η επιβολή στον Ενάγοντα πειθαρχική ποινής 10 ημερών αυστηρής φυλάκισης αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και ως εκ τούτου ο έλεγχος της ορθότητας και νομιμότητας αυτής εμπίπτουν στην αποκλειστική δικαιοδοσΙα του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο εξετάζει αυτό στα πλαίσια προσφυγής. Συνεπώς το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας και/ή δικαιοδοσίας να επιληφθεί της παρούσας αγωγής».

 

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, αποδεχόμενο την αίτηση του εφεσιβλήτου, έκρινε πως η επιβολή πειθαρχικής ποινής στον εφεσείοντα είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και η ζημιά η οποία στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα του αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της διοικητικής λειτουργίας συνυφασμένη με την έκδοση εκτελεστής απόφασης στο πεδίο του Δημοσίου Δικαίου.  Το δε αντικείμενο της αγωγής είναι συνυφασμένο με την άσκηση της διοικητικής λειτουργίας, η αναθεώρηση των αποτελεσμάτων της οποίας ανάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του ΄Αρθ.146 του Συντάγματος (όπως ίσχυε τον ουσιώδη χρόνο).  Η αναθεώρηση, από το Επαρχιακό Δικαστήριο, πράξης ή παράλειψης στον τομέα του δημοσίου δικαίου είναι ανεπίτρεπτη.

 

Στη βάση των πιο πάνω η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση με τρεις λόγους έφεσης ως εξής:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραμέρισε το αγώγιμο δικαίωμα της συνωμοσίας το οποίο προβλήθηκε και αναπτύχθηκε ενώπιον του θεωρώντας ότι η μοναδική βάση της αγωγής ήταν η κακόβουλη δίωξη των στρατιωτικών αρχών εναντίον του ενάγοντα (1ος Λόγος).   Εσφαλμένα εξέτασε το θέμα της προδικαστικής ένστασης χωρίς να έχει ενώπιον του όλη τη σχετική μαρτυρία προς υποστήριξη της αγωγής (2ος  Λόγος).   Κακώς δεν εξέτασε το θέμα του αγώγιμου δικαιώματος της συνωμοσίας με βάση τους ισχυρισμούς στην έκθεση απαιτήσεως (3ος Λόγος).

 

Και οι τρεις λόγοι είναι συναφείς με την διατύπωση κρίσης περί της μη ύπαρξης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου και συνεπώς θα εξεταστούν μαζί.

 

Τo  ΄Αρθ.146 του Συντάγματος όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο[1] είχε ως εξής:

«1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ' αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ' υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο.

2. H προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητός τινος.

3. H προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ' ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος.

4. Eπί τοιαύτης προσφυγής το δικαστήριον δύναται, δια της αποφάσεως αυτού:

(α) να επικυρώση, εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν ή

(β) να κηρύξη την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος ή

(γ) να κηρύξη την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ό,τι πάν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή.

5. H κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.

6. Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου δικαιούται, εφ' όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ην το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.

 

Στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 ΑΑΔ, 420, επαναλαμβάνεται η πάγια ερμηνεία του Άρθρου 146 του Συντάγματος με βάση την οποία το πολιτικό Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της διοικητικής πράξης.  Η έκνομη λειτουργία της Διοίκησης τεκμηριώνεται μόνον από τον ακυρωτικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου (και από την τροποποίηση του Συντάγματος του Διοικητικού Δικαστηρίου) στο οποίον εναποτίθεται η αποκλειστική δικαιοδοσία ακύρωσης.

 

Μόνο με την ακύρωση της διοικητικής πράξης θεμελιώνεται το παράνομο της πράξης και με αυτό ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, δύναται να επιδιωχθούν θεραπείες αποζημιώσεως από Πολιτικό Δικαστήριο  (Βλ. Takis P.Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1Γ ΑΑΔ, 1424).  

 

Οπότε, κυρίαρχο και πρωτεύον να απαντηθεί είναι το τι υφή και τι περιεχόμενο έχει η πράξη ή οι πράξεις που συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα του εφεσείοντα.  Για αυτό το σκοπό έχουμε εγκύψει στην έκθεση απαίτησης η οποία θεμελιώνει ή όχι τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (Βλ. «Sevegep» Ltd ν. United Sea Transport Ltd κ.ά. (1989) 1E ΑΑΔ, 729) και Παναγή ν. Γεν.Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1999)1 ΑΑΔ 1107).

 

Αφού η έκθεση απαίτησης παραθέτει μια εισαγωγή για τα γεγονότα, κυρίως το ότι ο ενάγων κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στην Εθνική Φρουρά ως κελευστής στο Ναυτικό Σταθμό στο Πισσούρι, διαμορφώνει το αγώγιμο δικαίωμα στη βάση ότι παράνομα, συνωμοτικά και με αλλότριο κίνητρο βρέθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή «10 ημερών αυστηρής φυλάκισης».  Επιπρόσθετα, κατά τη θέση του, μετατέθηκε σε άλλη μακρινή μονάδα ως επιπρόσθετο μέτρο τιμωρίας.  Την ως άνω ποινή ο εφεσείων την εξετέλεσε έγκλειστος στο πειθαρχείο της Στρατονομίας στη Λευκωσία.   Το αδίκημα για το οποίο του επιβλήθηκε η ποινή ήταν αυτό της εγκατάλειψης σκοπιάς στις 22.2.2010.  Αξίωνε δε, «γενικές αποζημιώσεις για τον εγκλεισμό του στη στρατιωτική φυλακή, ως ανωτέρω εκτίθεται».  

 

Ο εφεσείων στη έκθεση απαίτησης του διαμαρτύρεται, μεταξύ άλλων, ότι αφενός δεν διέπραξε το αδίκημα και αφετέρου ότι οι στρατιωτικές αρχές πράττοντας ως άνω, ήσαν υπαίτιοι κακόβουλης δίωξης.   Με την έφεση παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε κοινό πλαίσιο γεγονότων ώστε να εξετάσει το εγερθέν θέμα προδικαστικά, δηλαδή πριν την ακρόαση.  Παραβλέπει όμως, η πλευρά του εφεσείοντα, πως τα θεμελιωτικά γεγονότα της αξίωσης είναι η έκθεση απαίτησης που τα θέτει και είναι στη βάση αυτή που κρίνεται η δικαιοδοσία.

 

Όπως ελέχθη στην Κούρου ν. Κόνου, Πολιτική Έφεση 325/09, ημερ. 10.10.2014, ECLI:CY:AD:2014:A764, «η καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου εξετάζεται και οριοθετείται από την έκθεση απαίτησης και από τα όποια αποδεκτά γεγονότα (Δέστε, Παναγιώτης Μιχαηλίδης Μωσαϊκά Λτδ ν. Ανδρέα Σιακαλλή (2001) 1 ΑΑΔ, 1324, Σαφαρίνο Λτδ ν. Σταυρινού Λτδ (1991) 1 ΑΑΔ, 1059 και Μουρτζής ν. Global Cruises (1992) 1 ΑΑΔ, 1160)».  Τα γεγονότα, τα οποία συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα, όπως προσδιορίζονται από τη δικογραφία, είναι εκείνα τα οποία συγχρόνως στοιχειοθετούν και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

 

Στην ουσία η αγωγή του εφεσείοντα πλήττει την ίδια την εγκυρότητα της επιβολής της πειθαρχικής ποινής και ό,τι προβάλλεται ως σχετικό, είτε με τη δίωξη, είτε με την καταδίκη, απολήγει ως αμφισβήτηση της νομιμότητας ή της ορθότητας της διοικητικής πράξης.   Έστω και αν επιδερμικά - ας μας επιτραπεί η έκφραση - χρησιμοποιούνται στην έκθεση απαίτησης οι λέξεις «συνωμοσία» ή «κακόβουλη δίωξη», αυτό δεν αλλοιώνει τη φύση και το είδος του αγώγιμου δικαιώματος του εφεσείοντα αφού στην πραγματικότητα επιδιώκεται αναθεώρηση ή ανατροπή διοικητικής ενέργειας, δηλαδή της καταδίκης και της επιβολής ποινής σε μέλος του Στρατού, όπως ήταν ο εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει λεχθεί ότι η επιβολή πειθαρχικής ποινής σε πρόσωπο που υπηρετεί στο Στρατό αποτελεί διοικητική πράξη (Βλέπετε, Ζαβρός κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ, 349).    Εξάλλου η επίδικη πειθαρχική ποινή αποτελεί πράξη ως προϊόν διοικητικής λειτουργίας από Αρχή που ενεργεί στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και προκαλεί νομικά αποτελέσματα με άμεση νομική ισχύ (Βλ. Niazi v. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ, 218 και Νικολαϊδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 45/12, ημερ. 29.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:C260).  Το κριτήριο είναι πάντα ουσιαστικό (Βλ. Δημοκρατία ν. Πανεπιστήμιο Frederick, κ.ά., Α.Ε. 277/12 και 17/13, ημερ. 23.4.2019).    Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην Παναγή ανωτέρω «η αναθεωρητική και πολιτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο».  Συνεπώς, στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε πως η ακύρωση της διοικητικής πράξης από αρμόδιο Δικαστήριο θα ήταν προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων και εφόσον αυτό δεν έγινε, ορθά απέρριψε την αγωγή.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με €3.000.- έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.

                                           

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

                                            Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                            Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



[1] Mε βάση την τροποποίηση που επετεύχθη με το Νόμο 130(Ι)/2015 είναι το Διοικητικό Δικαστήριο πλέον που έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτον βαθμό επί πάσης προσφυγής. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο