ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A348
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 7/2018)
15 Οκτωβρίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ 97/70
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ Τ. BONDAREVA
_ _ _ _ _ _
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Κυπριακής
Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Πουργουρίδης, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσίβλητη παρούσα.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία απέρριψε αίτημα που υπεβλήθη από τις Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας για έκδοση της υπηκόου της, καθ΄ης η αίτηση - εφεσίβλητης, στη Ρωσική Ομοσπονδία για να δικαστεί για κατ΄ισχυρισμόν αδικήματα που διέπραξε εκεί.
Στις 17.2.2017 εκδόθηκε, κατόπιν αιτήματος των Αρχών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, προσωρινό ένταλμα σύλληψης της εφεσίβλητης, η οποία καταζητείτο από τις Ρωσικές Αρχές, βάσει εντάλματος σύλληψης Ρωσικού Δικαστηρίου εκδοθέντος στις 30.1.2013.
Η εφεσίβλητη έφερε ένσταση στην έκδοσή της και στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας παρουσιάστηκε μαρτυρία για υποστήριξη του αιτήματος όπως και μαρτυρία εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Κατά τη διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η πλευρά της εφεσίβλητης ήγειρε διάφορα ζητήματα, μεταξύ των οποίων και των τυπικών προϋποθέσεων που επιβάλλει το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων, η οποία επικυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο του 1970, Ν.95/70. Συγκεκριμένα, εγέρθηκε ζήτημα ότι η εξουσιοδότηση, δυνάμει της οποίας ξεκίνησε η διαδικασία έκδοσης, δεν ήταν έγκυρη καθότι εκδόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών και όχι από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ως προβλέπει ο Νόμος, θέση που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Παρόλο που το Δικαστήριο θεώρησε πως η απόφαση επί του εν λόγω θέματος έκρινε και την τύχη της αίτησης, προχώρησε και εξέτασε και τα υπόλοιπα εγερθέντα θέματα.
Εξέτασε, συναφώς, την εισήγηση της εφεσίβλητης ότι η απόφαση ημερομηνίας 30.1.2013, που απεστάλη από τις Ρωσικές Αρχές και παρουσιάστηκε ως ένταλμα σύλληψης, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 12 της Σύμβασης. Προς τούτο, εξέτασε αρχικά κατά πόσο η εν λόγω απόφαση αποτελεί κατ΄ αρχήν ένταλμα σύλληψης μέσα στα πλαίσια της Σύμβασης και, στη συνέχεια, εάν αποτελεί επίσημο αντίγραφο αυτού, ενόψει του ότι δεν υπήρξε ισχυρισμός ότι αποτελεί το πρωτότυπο. Η απόφαση του Δικαστηρίου υπήρξε αρνητική και για τα δύο θέματα. Έκρινε, περαιτέρω, ότι η απόφαση αυτή δεν υπογράφεται από Δικαστή. Προχώρησε και εξέτασε, στη συνέχεια, κατά πόσο συντρέχει το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας, παράλληλα με την ύπαρξη έκθεσης πράξεων και, αφού ανέλυσε τη σχετική επί του θέματος νομολογία και τα έγγραφα που απεστάλησαν από τις Ρωσικές Αρχές, κατέληξε πως, από το περιεχόμενο των εγγράφων, η περιγραφή των γεγονότων γίνεται με τρόπο συγκεχυμένο, με αποτέλεσμα να μην αποκαλύπτεται σαφής και ξεκάθαρη εικόνα για την υπόθεση για την οποία πράγματι ζητείται η έκδοση της εφεσίβλητης, για το αδίκημα που της αποδίδεται, για τη συμπεριφορά της και τα άρθρα του νόμου που ποινικοποιούν τη συμπεριφορά της. Περαιτέρω, θέσεις της εφεσίβλητης που αφορούσαν ισχυρισμούς περί παραβίασης θεμελιωδών ατομικών της δικαιωμάτων σε περίπτωση έκδοσής της απορρίφθηκαν.
Με τρεις λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως ακολούθως:
«(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εξουσιοδότηση ημερ. 28/3/2017 δεν είναι έγκυρη γιατί δεν εκδόθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης όπως προβλέπει ο Νόμος αλλά από τον Υπουργό Εσωτερικών ενώ αυτός που αναπληρώνει τον Υπουργό Δικαιοσύνης όταν απουσιάζει είναι ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων, και η απουσία του τελευταίου έπρεπε να αποδειχθεί με μαρτυρία.» (Πρώτος λόγος έφεσης)
«(β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν έχει ενώπιον του έγκυρο ένταλμα σύλληψης που να πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 12 της Σύμβασης γιατί:
1) Δεν περιλαμβάνεται σε αυτή καμία σαφής και συγκεκριμένη αναφορά στην υπόθεση για την οποία το αίτημα έκδοσης έχει υποβληθεί, δηλαδή την υπόθεση αρ. 369649.
2) Δεν αποτελεί επίσημο αντίγραφο ως καθορίζει η Σύμβαση.»
(Δεύτερος λόγος έφεσης)
«(γ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δε συντρέχει το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας και ότι δεν υπάρχει σαφής έκθεση πράξεων και ότι δεν αποκαλύπτεται σαφής και διαυγής εικόνα ούτε για ποια αδικήματα ζητείται η έκδοση καθ΄ης η αίτηση, ούτε για ποια πραγματική υπόθεση, ούτε για ποια υπόθεση θα δικασθεί εάν διαταχθεί η έκδοση της, ούτε ακριβώς ποια είναι η συμπεριφορά που της αποδίδεται, ποια άρθρα της Ρωσικής νομοθεσίας ποινικοποιούν την συμπεριφορά της κλπ.»
(Τρίτος λόγος έφεσης)
Προς υποστήριξη του πρώτου λόγου έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος που εμφανίστηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, παρέπεμψε στα πρακτικά της υπόθεσης και, συγκεκριμένα, στην αντεξέταση της Μ.Α.2, νομικής λειτουργού του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Επικαλέστηκε το τεκμήριο της νομιμότητας και κανονικότητας και το Τεκμ. 14, το οποίο αφορούσε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως προς τον Υπουργό Εσωτερικών, με τον οποίο τον πληροφορούσε ότι, κατά τη διάρκεια της απουσίας στο εξωτερικό του Υπουργού Δικαιοσύνης από 26.3.2017 μέχρι 29.3.2017, θα ενεργούσε ως αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης.
Επικαλέστηκε, περαιτέρω, η ευπαίδευτη συνήγορος τη νομολογιακή αρχή περί φιλελεύθερης ερμηνείας των σχετικών αποδειχτικών στοιχείων σε τέτοιου είδους υποθέσεις προς προώθηση της εισήγησής της ότι τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή και τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν αρκετά για να κριθεί ως έγκυρη η εξουσιοδότηση.
Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσίβλητης, ο οποίος εισηγήθηκε πως, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7 του περί Φυγοδίκων Νόμου, η εξουσιοδότηση για την έναρξη μιας διαδικασίας έκδοσης πρέπει να υπογράφεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Εν προκειμένω, υπεγράφη από τον Υπουργό Εσωτερικών, χωρίς να αναφέρει κατά πόσο υπέγραψε ως αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ούτε κατά πόσο υπέγραψε αντ΄ αυτού, ούτε έχει καταδειχθεί με θετική μαρτυρία ότι ο Υπουργός Εσωτερικών αναπλήρωνε τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Το τεκμήριο της κανονικότητας, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν μεταφέρει, ούτε εκχωρεί αρμοδιότητες ή εξουσίες. Ούτε η φιλελεύθερη ερμηνεία των διεθνών συμβάσεων μπορεί να βοηθήσει για κάτι που συναρτάται με δικαιοδοτική προϋπόθεση ημεδαπού δικαίου.
Με βάση τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970, Ν.97/70, προνοείται στο άρθρο 7(1) ότι οι διατάξεις του δεν τυγχάνουν εφαρμογής εκτός μόνον κατόπιν εντολής του Υπουργού, ο οποίος, σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2, είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εξουσιοδότηση αποτελεί το βάθρο και δίδει το έναυσμα για έναρξη διαδικασίας έκδοσης φυγοδίκου ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Mechanov (Αρ.2) (2001) 1 ΑΑΔ 1228, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκε ότι η εξουσιοδότηση του Υπουργού αποτελεί σημαντική δικονομική πτυχή στην όλη διαδικασία.
Εν προκειμένω, η εξουσιοδότηση που δόθηκε για έναρξη της διαδικασίας (Τεκμ. 1) υπογράφεται από τον Υπουργό Εσωτερικών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΑ2, κατά το χρόνο που δόθηκε η εν λόγω εξουσιοδότηση, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης απουσίαζε στο εξωτερικό και τον αναπληρούσε, με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 75.050 (Τεκμ. 13), η οποία βρισκόταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο, ο Υπουργός Εσωτερικών. Περαιτέρω, κατατέθηκε επιστολή η οποία στάληκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς τον Υπουργό Εσωτερικών, με την οποία τον πληροφορούσε πως, κατά τη διάρκεια της απουσίας στο εξωτερικό του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως από τις 26.3.2017 μέχρι 29.3.2017, κατά την οποία θα ενεργεί ως αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, θα είναι στη διάθεσή του για οτιδήποτε χρειαστεί (Τεκμ. 14).
Στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, Τεκμ. 13, αναφέρεται πως τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως αναπληρώνει ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων και στην απουσία του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων, ο Υπουργός Εσωτερικών. Δε δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία κατά πόσο ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων απουσίαζε κατά τον επίδικο χρόνο, έτσι ώστε ο Υπουργός Εσωτερικών να είναι ο αντικαταστάτης του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Με δεδομένο ότι αμφισβητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης κατά την ακροαματική διαδικασία ότι η εξουσιοδότηση που δόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών ήταν έγκυρη, η πλευρά της εφεσείουσας όφειλε να δώσει μαρτυρία περί τούτου. Το τεκμήριο της κανονικότητας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση.
Η εξουσιοδότηση του Υπουργού σηματοδοτεί την έναρξη της όλης διαδικασίας και, ως εκ τούτου, είναι θεμελιακής σημασίας. Δεδομένου ότι ο Νόμος προνοεί όπως δίδεται εξουσιοδότηση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η μαρτυρία της Μ.Α.2 ότι ο Υπουργός Εσωτερικών αναπλήρωνε τον Υπουργό Δικαιοσύνης δεν είναι αρκετή, εφόσον η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο (Τεκμ. 13), αναφέρει πως αυτός που τον αναπληροί είναι ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων και στην απουσία του Υπουργού Συγκοινωνιών είναι που τον αναπληροί ο Υπουργός Εσωτερικών. Στην απουσία μαρτυρίας ότι απουσίαζε ο Υπουργός Συγκοινωνιών κατά τον επίδικο χρόνο δεν καταδεικνύεται ότι η εξουσιοδότηση για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης δόθηκε από τον αρμόδιο Υπουργό, που είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7(1) του Νόμου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα παρέθεσε εκτεταμένη νομολογία, με την οποία καθορίζονται οι αρχές με βάση τις οποίες πρέπει να ερμηνεύονται οι διεθνείς συμβάσεις σε σχέση με την έκδοση φυγοδίκων.
Αποτελεί σαφή θέση της νομολογίας ότι σκοπός της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Φυγοδίκων είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα με την παρεμπόδιση εγκληματιών να καταφεύγουν σε άλλη χώρα για να αποφύγουν τη δίκη και την τιμωρία τους. Η διαδικασία η οποία διέπει την έκδοση φυγοδίκου ρυθμίζεται από τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970, (Ν. 97/70), ιδιαίτερα από το ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ. Όπως αναφέρθηκε στη Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας (1998) 1 ΑΑΔ 2261, πρόκειται για ειδική διαδικασία, προσαρμοσμένη στη φύση του αντικειμένου αίτησης για την έκδοση φυγοδίκου. Κύριος σκοπός της είναι η διαπίστωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων για την έκδοσή του.
Ο τρόπος ερμηνείας διεθνών συμβάσεων αποτέλεσε το αντικείμενο πολλών κυπριακών και ξένων αποφάσεων. Στην υπόθεση Petrov v. Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 ΑΑΔ 856 αναφέρθηκε πως, σύμφωνα με την νομολογία, σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται η πρόθεση των συμβαλλομένων μερών (Athanasiadis v. The Government of Greece [1969] 3 All E.R. 293). Οι συμβάσεις για την έκδοση φυγοδίκων δεν υπόκεινται στους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του ημεδαπού δικαίου, αλλά επιβάλλεται η φιλελεύθερη ερμηνεία τους για ευόδωση του στόχου στον οποίο αποβλέπουν και που είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα (In Re Hachem (1991) 1 ΑΑΔ 723).
Η πιο πάνω προσέγγιση ως προς την ερμηνεία της Σύμβασης για φυγόδικους δεν καταργεί τις νομοθετικές πρόνοιες του περί Φυγοδίκων Νόμου που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης. Ειδικότερα, στην παρούσα περίπτωση, όπου δεν υπάρχει θετική μαρτυρία ως προς το κατά πόσο ο Υπουργός που ξεκίνησε τη διαδικασία ήταν ο αρμόδιος.
Για τους πιο πάνω λόγους, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος που εμφανίστηκε για τον εφεσείοντα εισηγήθηκε πως, με την απόφαση 18.12.2014, οι υποθέσεις με αρ. 369647 και 369649 συνενώθηκαν και φέρουν τελικά αριθμό 369647. Το αρχικό έγγραφο ημερομηνίας 30.1.2013 αφορούσε την υπόθεση με αρ. 36967, ενώ στο περιεχόμενό του γίνεται αναφορά σε άλλες έξι υποθέσεις για αδικήματα κατά παράβαση του άρθρου 159(4) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα του ίδιου άρθρου του Νόμου, στο οποίο βασίζονται τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση. Συνεπώς, στο αρχικό έγγραφο, έστω και περιγραφικά, συμπεριλαμβανόταν και η υπόθεση με την οποία μετέπειτα έγινε συνένωση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος εισηγήθηκε πως, δυνάμει του τεκμηρίου της νομιμότητας και κανονικότητας, το έγγραφο 30.1.2013 αποτελεί επίσημο αντίγραφο ως καθορίζει η Σύμβαση. Στη μετάφραση του εγγράφου αυτού, Τεκμ. 6, αναφέρεται ότι αποτελεί "certified true copy" που υπάρχει σ΄ αυτό ως μετάφραση η φράση "stamp/investigating Committee of Ministry of Internal Affairs of Russia". Περαιτέρω, παρέπεμψε σε εκτενή αποσπάσματα από τη μαρτυρία της Μ.Α.2 ως προς τη σφραγίδα της ερευνητικής Επιτροπής του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσίας.
Με αναφορά στη Σύμβαση και σε νομολογία, η κα Σπηλιωτοπούλου εισηγήθηκε ότι απαιτείται όπως παρουσιαστεί το πρωτόκολλο ή επίσημο αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης και δεν απαιτείται η κατάθεση του αρχικού εντάλματος. Η κρίση περί του κατά πόσο ένα έγγραφο αποτελεί το απαιτούμενο από το Νόμο «ένταλμα» θα πρέπει να γίνεται στη βάση του συνόλου του περιεχομένου του και με ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας, ασχέτως της δομής και σύνταξής του. Απλοί δε ισχυρισμοί του εκζητούμενου, οι οποίοι παραμένουν ατεκμηρίωτοι, δεν μπορούν να ανατρέψουν το τεκμήριο της νομιμότητας του εντάλματος σύλληψης. Το λεκτικό του εντάλματος σύλληψης δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αρκεί αν από το περιεχόμενο του προκύπτει περιγραφή των πράξεων που στοιχειοθετούν το κατ΄ ισχυρισμό αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοσή του και φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εξέδωσε και σφραγίδα. Η ερμηνεία της σημασίας του εντάλματος είναι ζήτημα του αρμόδιου δικαστηρίου της αιτούσας χώρας και όχι του δικαστηρίου που εξετάζει την έκδοση. Εν προκειμένω, το ένταλμα, σύμφωνα πάντα με την εισήγηση, συμπεριλαμβάνει, έστω και περιγραφικά, την υπόθεση που μετέπειτα έγινε η συνένωση. Διωκόμενο πρόσωπο θεωρείται ότι περιλαμβάνει και πρόσωπα εναντίον των οποίων εκκρεμούν κατηγορίες κατόπιν αστυνομικής έρευνας, έστω και αν δεν έχει ακόμα καταχωρηθεί ποινική υπόθεση.
Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση του κ. Πουργουρίδη, ο οποίος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, ότι η πλευρά του εφεσείοντα βασίζεται σε αυθαίρετους συλλογισμούς και επικαλείται συμπερασματική μαρτυρία, την οποία όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, χωρίς να υπάρχει σχετικός λόγος έφεσης. Το έγγραφο της 30.1.2013, σύμφωνα με τον συνήγορο, αφορούσε άλλην υπόθεση και δη προγενέστερη των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση για την οποία ζητείται η έκδοση. Όσο δε αφορά τις άλλες έξι υποθέσεις, αυτές είναι υποθέσεις διακριτές από την υπόθεση για την οποία ζητείται η έκδοση. Αναφορικά με το κατά πόσο το εν λόγω έγγραφο ήταν επικυρωμένο αντίγραφο του εντάλματος, πέρα από τις ουσιώδεις διαφορές που εντόπισε το Δικαστήριο μεταξύ των δύο εγγράφων που είχαν αρχικά αποσταλεί από τις Ρωσικές Αρχές, αυτά δεν υπογράφονται από δικαστή ως επιτάσσει το άρθρο 13(2)(β) του Ν.97/70, κάτι που δεν εφεσιβάλλεται με την παρούσα έφεση.
Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών και τη μαρτυρία που προσήχθη, καθώς και τα σχετικά έγγραφα που απεστάλησαν από τις Ρωσικές αρχές.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία υπεβλήθη εισήγηση από την εκζητούμενη ότι το ένταλμα σύλληψης δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 12 της Σύμβασης, αλλά ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί ως τέτοιο, δεν αποτελεί επίσημο αντίγραφο.
Το Δικαστήριο εξέτασε το εγειρόμενο θέμα ως ακολούθως:
««Σύμφωνα με το περιεχόμενο του εγγράφου όπως εντοπίζεται στο Τεκμήριο 6 και αποτελεί σύμφωνα με την Μ.Υ.2 την ορθότερη μετάφραση του ρωσικού κειμένου, κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής διερεύνησης της ποινικής υπόθεσης με αριθμό 369647 που ξεκίνησε στις 21/9/2011 για αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 172 του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα, συνενώθηκαν με αυτήν άλλες έξη υποθέσεις κατά παράβαση του άρθρου 159(4), για αυτό και αποφασίσθηκε όπως η καθ΄ης η αίτηση «... be remanded in custody».
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης ημερομ. 10/1/2013, δεν περιλαμβάνεται σε αυτή, καμία σαφής και συγκεκριμένη αναφορά, στην υπόθεση για την οποία το αίτημα έκδοσης έχει υποβληθεί, δηλαδή στην υπόθεση αρ. 369649. Η απόφαση ημερομ. 30/1/2013 αναφέρεται σε άλλη υπόθεση, την υπόθεση αρ. 369647, για αδικήματα άλλα από αυτά για τα οποία ζητείται η έκδοση και κατά παράβαση άλλου άρθρου. Γίνεται μεν αναφορά σε άλλες έξη υποθέσεις για αδικήματα κατά παράβαση του άρθρου 159(4) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα του ίδιου δηλαδή άρθρου του Νόμου στο οποίο βασίζονται τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση, όμως αυτές οι έξη υποθέσεις δεν προσδιορίζονται και ειδικότερα δεν διαφαίνεται εάν όντως σε αυτές τις έξη περιλαμβάνεται και η υπόθεση 369649, αυτή δηλαδή για την οποία ζητείται η έκδοση. Ότι διαφαίνεται να συνέβη είναι ότι μετά την έκδοση της απόφασης για συνένωση των δύο υποθέσεων δηλαδή της 369647 και της 369649 στις 18/12/2014, οι Ρωσικές αρχές βασιζόμενες στο ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε στην υπόθεση αρ. 369647 ζητούν την έκδοση της καθ΄ης η αίτηση.
Από την στιγμή που στην απόφαση ημερομ. 30/1/2013 δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά ότι εκδόθηκε και αφορά και την υπόθεση για την οποία ζητείται η έκδοση, θεωρώ ότι αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένταλμα σύλληψης μέσα στην έννοια της Σύμβασης. Και αυτό χωρίς να μου διαφεύγει ότι οι πρόνοιες της Σύμβασης πρέπει να ερμηνεύονται με φιλελεύθερο τρόπο όπως πιο πάνω εκτίθεται.
Η αποδοχή της θέσης αυτής θεωρώ ότι οδηγεί σε οξύμωρη κατάσταση. Να εκδίδεται δηλαδή ένταλμα σύλληψης στην Α υπόθεση, αλλά επειδή σε μεταγενέστερο στάδιο της έκδοσης του εντάλματος υπήρξε συνένωση της συγκεκριμένης υπόθεσης με άλλη την Β, να είναι δυνατή η σύλληψη του ατόμου αυτού δυνάμει του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης για να δικασθεί στην Β υπόθεση. Η θέση της αιτήτριας χώρας ότι η απόφαση ημερομ. 30/1/2013 αποτελεί έγκυρο ένταλμα σύλληψης, δεν συνάδει ούτε και με τις διαβεβαιώσεις που οι Ρωσικές αρχές έχουν δώσει ότι δηλαδή στην περίπτωση έκδοσης της καθ΄ης η αίτηση, αυτή θα δικασθεί μόνο για την υπόθεση 369649 για την οποία δεν έχει παρουσιασθεί ένταλμα σύλληψης.
Κατά συνέπεια και για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι δεν ικανοποιείται το απαιτούμενο από το άρθρο 12 της Σύμβασης σύμφωνα με το οποίο οφείλει η αιτήτρια χώρα να αποστείλει ένταλμα σύλληψης ή άλλη πράξη που να έχει την ίδια ισχύ. Διότι όσο φιλελεύθερα και να αντικρυσθεί το ζήτημα και έχοντας πάντοτε κατά νου τις αρχές για φιλελεύθερη ερμηνεία των συμβάσεων όπως έχουν καθοριστεί από τη νομολογία (βλ. In Re Atapina (2002) ΑΑΔ (1)(Β) 1208, In Re Mechanov (Αρ.2) (2001) 1 ΑΑΔ 1228, In Re Hachem (1991) (1) ΑΑΔ 723), το ένταλμα σύλληψης που καθορίζει το άρθρο 12 και πρέπει να συνοδεύει την αίτηση, πρέπει να αφορά την υπόθεση για την οποία ζητείται η έκδοση και όχι οποιαδήποτε άλλη που εκ των υστέρων συνενώθηκε με την υπόθεση για την οποία αρχικά εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης.
Ούτε τα όσα αναφέρονται στην απόφαση ημερομ. 18/12/2014, δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν την κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου. Και αυτό γιατί η απόφαση για συνένωση των δύο υποθέσεων, εκδόθηκε σύμφωνα με τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 18/12/2014, δηλαδή πολύ αργότερα από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ημερομηνίας 30/1/2013, της φερόμενης δηλαδή να αποτελεί το ένταλμα σύλληψης. Ρητά δε, αναφέρεται στην απόφαση ημερομ. 18/12/2014 ότι οι δύο αυτές υποθέσεις συνενώνονται και φέρουν τον αριθμό 369647, προφανώς από την ημερομηνία αυτή, στοιχείο που επίσης καταδεικνύει ότι ΄όταν στις 30/1/2013 είχε εκδοθεί το φερόμενο ως ένταλμα σύλληψης, αφορούσε μόνο την υπόθεση 369647 και όχι την 369649. Δεν θα ήταν λοιπόν δυνατό να θεωρηθεί ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε για την υπόθεση για την οποία ζητείται η έκδοση της καθ΄ης η αίτηση. Από τη στιγμή που η απόφαση που παρουσιάσθηκε να αποτελεί το ένταλμα σύλληψης δεν αφορά την υπόθεση για την οποία εκζητείται η καθ΄ης η αίτηση θεωρώ ότι αυτό, όσο φιλελεύθερο και να αντικρυσθεί το ζήτημα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένταλμα σύλληψης όπως απαιτεί η Σύμβαση.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, επίσης, κατά πόσο το εν λόγω έγγραφο, ημερομηνίας 30.1.2013, αποτελεί επίσημο έγγραφο σύμφωνα με τα όσα καθορίζονται στη Σύμβαση και κατέληξε ότι αυτό δεν αποτελεί τέτοιο επίσημο έγγραφο στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Θεωρώ πως το έγγραφο 30/1/2013, δεν αποτελεί επίσημο αντίγραφο ως καθορίζει η Σύμβαση. Κατ΄ αρχήν διαφορές εντοπίζονται στα δύο έγγραφα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και συμπεριλαμβάνονται στα Τεκμήρια 4 και 6. Όπως προκύπτει από την σύγκριση των δύο εγγράφων στη ρωσική γλώσσα, φαίνεται ότι οι υπογραφές που φέρουν είναι διαφορετικές, ενώ και στα δύο, παρατηρείται να υπάρχουν φωτοτυπημένες υπογραφές. Στην τελευταία δε σελίδα του Ρωσικού κειμένου που περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 6, φαίνεται να υπάρχει πρόσθετα και μια φωτοτυπημένη σφραγίδα, που παρόμοια της δεν παρατηρείται στο αντίστοιχο έγγραφο του Τεκμηρίου 4.»
Έκρινε, περαιτέρω, ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι η απόφαση αυτή υπογράφεται από Δικαστή. Όπως ανέφερε, καμία θετική μαρτυρία δεν τέθηκε σε σχέση με το ζήτημα αυτό, ενώ από τις απαντήσεις που έδωσε η Μ.Α.2 επί του θέματος ήταν απλώς δικά της συμπεράσματα.
Σύμφωνα με το άρθρο 12(2)(β)[1] της Σύμβασης, σε τέτοιου είδους αιτήσεις απαιτείται όπως παρουσιαστεί το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο είτε εκτελεστής καταδικαστικής απόφασης, είτε εντάλματος σύλληψης είτε άλλης πράξης που έχει την ίδια ισχύ.
Η απόφαση ημερομηνίας 30.1.2013, η οποία ευρίσκεται εντός του Τεκμηρίου 6, αναφέρεται στην υπόθεση αρ. 369647 που ξεκίνησε στις 21.9.2011 για αδίκημα κατά παράβαση του Μέρους 1 του Άρθρου 172 του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα, η οποία συνενώθηκε με άλλες έξι υποθέσεις κατά παράβαση του Μέρους 4, του Άρθρου 159 του Ποινικού Κώδικα και αποφασίστηκε όπως η εφεσίβλητη τεθεί υπό κράτηση.
Η υπόθεση, όμως, για την οποία ζητήθηκε η έκδοση ήταν η υπόθεση αρ. 369649, για την οποία ουδεμία αναφορά γίνεται στην απόφαση 13.1.2013. Η κα Σπηλιωτοπούλου παρέπεμψε στη μαρτυρία της Μ.Α.2 προς υποστήριξη των θέσεων της. Συγκεκριμένα, στην αντεξέταση της εν λόγω μάρτυρος στην οποία ουσιαστικά έδιδε τη δική της εξήγηση και συμπεράσματα ως προς τις υποθέσεις στις οποίες αναφέρεται η απόφαση. Όμως, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία της για αυτά τα θέματα, χωρίς αυτό το ζήτημα να αποτελεί λόγο έφεσης, όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Πουργουρίδης. Συνεπώς, τα όσα αναφέρθηκαν από τη Μ.Α.2 και αποτελούσαν δικά της συμπεράσματα δεν αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία.
Από τα προσκομισθέντα έγγραφα, τα οποία καταχωρήθηκαν ως τεκμήρια, δεν προκύπτει η διασύνδεση που επικαλείται η κα Σπηλιωτοπούλου, μεταξύ της υπόθεσης για την οποία ζητήθηκε η έκδοση της εφεσίβλητης και των υποθέσεων για τις οποίες διατάχθηκε η κράτηση. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ένταλμα σύλληψης που συνοδεύει την αίτηση πρέπει να αφορά την υπόθεση για την οποία ζητείται η έκδοση. Η μεταγενέστερη συνένωση με άλλη υπόθεση δεν μπορεί να δικαιολογήσει έκδοση φυγόδικου με στόχο να δικαστεί και για αυτή τη μεταγενέστερη υπόθεση, στην οποία δεν αφορά το ένταλμα σύλληψης. Η υπόθεση Petrov ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών, ανωτέρω, που επικαλέστηκε η κα Σπηλιωτοπούλου, δεν βοηθά την υπόθεσή της. Η υπόθεση αφορούσε την ερμηνεία του όρου «διωκόμενο πρόσωπο», ο οποίος πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνει και πρόσωπο εναντίον του οποίου εκκρεμούν κατηγορίες κατόπιν αστυνομικής έρευνας, έστω και αν δεν έχει ακόμα καταχωρηθεί ποινική υπόθεση. Δεν αναφέρεται σε περιπτώσεις όπως την παρούσα, όπου το ένταλμα σύλληψης αφορούσε διαφορετική υπόθεση από αυτή που τελικά ζητήθηκε η έκδοση και αυτή προέκυψε μεταγενέστερα της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης. Και αυτό δεν επηρεάζεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από τις αρχές της νομολογίας περί φιλελεύθερης ερμηνείας της σχετικής Σύμβασης.
Αναφορικά με το κατά πόσο το έγγραφο ημερομηνίας 30.1.2013 αποτελεί επίσημο έγγραφο, όπως καθορίζεται στη Σύμβαση, σημαντική είναι η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει θετική μαρτυρία ότι αυτό υπογράφεται από δικαστή και πως τα όσα ανέφερε η Μ.Α.2 επί του θέματος είναι δικά της συμπεράσματα και μη αποδεκτή μαρτυρία. Τα δύο αυτά σημεία δεν αμφισβητούνται με την έφεση και, συνεπώς, παραμένει αλώβητο το συμπέρασμα ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι η απόφαση υπογράφεται από δικαστή.
Τα όσα επισημαίνονται πιο πάνω δεν μπορούν να θεραπευθούν από το γεγονός ότι στη μετάφραση του εγγράφου αυτού που περιλαμβάνεται στο Τεκμ. 6 αναφέρεται ότι αποτελεί «certified true copy» και, επίσης, ότι υπάρχει σ΄ αυτό ως μετάφραση η φράση «stamp/investigation Committee of Ministry of Internal Affairs of Russia».
Για τους πιο πάνω λόγους και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης εδράζεται στο στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας που πρέπει να αποδειχθεί ότι υπάρχει σε κάθε περίπτωση έκδοσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 12(2)(β) της Σύμβασης, το αίτημα για έκδοση θα πρέπει να συνοδεύεται από «έκθεση πράξεων», στην οποία θα πρέπει να καθορίζονται τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση, ο τόπος και ο χρόνος που αυτά διεπράχθησαν και οι νομοθετικές διατάξεις που εφαρμόζονται.
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι τα συνοδευτικά έγγραφα της αίτησης που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και ιδιαίτερα στο Τεκμήριο 4 υπάρχει η Έκθεση Γεγονότων όπως απαιτεί το άρθρο 12 της Σύμβασης, στην οποία φαίνονται τα αδικήματα που καταλογίζονται, καθώς και ότι η εφεσίβλητη ενέχεται σ΄αυτά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση και αφού αναφέρθηκε στη νομολογία επί του θέματος, παρατήρησε πως «παραμένει εντελώς συγκεχυμένο και ασαφές για ποια υπόθεση θα δικαστεί η εφεσίβλητη σε περίπτωση έκδοσης της» και προχώρησε να αναλύσει τα στοιχεία που τέθηκαν με τα διάφορα έγγραφα και τους λόγους που αυτά ήταν ασαφή ως ακολούθως:
««Στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν αποκαλύπτεται σαφής και διαυγής εικόνα ούτε για ποιο αδίκημα ζητείται η έκδοση της καθ΄ης η αίτηση, ούτε για ποια πραγματικά υπόθεση, ούτε για ποια υπόθεση θα δικασθεί εάν διαταχθεί η έκδοση της, ούτε ακριβώς ποια είναι η συμπεριφορά που της αποδίδεται, ποια άρθρα της Ρωσικής νομοθεσίας ποινικοποιούν την συμπεριφορά της κ.λ.π. Ότι αναδύεται μέσα από τα έγγραφα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι μια συγκεχυμένη, δαιδαλώδης, ασαφής και σε κάποιες περιπτώσεις αντιφατική έκθεση πράξεων.
Παραμένει εντελώς συγκεχυμένο και ασαφές για ποια υπόθεση θα δικαστεί η καθ΄ης η αίτηση στην περίπτωση έκδοσης της. Όπως ανάφερε η Μ.Α.2 έχουν δοθεί διαβεβαιώσεις από τις Ρωσικές αρχές ότι σε περίπτωση έκδοσης της, η καθ΄ης η αίτηση θα δικασθεί μόνο για την υπόθεση 369649. Δεν διασαφηνίζεται όμως πως θα γίνει αυτό από την στιγμή που υπήρξε όπως προκύπτει από τα έγγραφα που απέστειλαν οι Ρωσικές αρχές συνένωση μαζί με αυτήν όχι μόνο η υπόθεση 369647 αλλά και διάφορες άλλες υποθέσεις κατά παράβαση μάλιστα διαφόρων νομοθετημάτων και όχι μόνο του 159(4).
Στην απόφαση ημερομηνίας 27/11/2012 στο Τεκμήριο 4, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η υπόθεση 369649, αυτή δηλαδή για την οποία η καθ΄ης η αίτηση εκζητείται ξεκίνησε στις 4/10/2011, κάτι που δεν συνάδει με τα όσα αναφέρονται στην εξουσιοδότηση όπου εκτίθεται ότι η καθ΄ης η αίτηση διέπραξε τα αδικήματα τα οποία της αποδίδονται στο χρονικό διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2009 έως τον Ιούνιο του 2012. Το ίδιο προκύπτει επίσης και από την απόφαση ημερομ. 18/12/2014 που αποτελεί επίσης μέρος του Τεκμηρίου 4.
Στα έγγραφα με τίτλο «notice» του Τεκμηρίου 4 και το αντίστοιχο με τίτλο «reference», εκτίθενται τα γεγονότα της υπόθεσης αρ. 369647. Τα έγγραφα αυτά δεν φέρουν ημερομηνία και συνεπώς παραμένει αδιευκρίνιστο αν συντάχθηκαν πριν ή μετά την απόφαση για συνένωση των δύο υποθέσεων για να διαφανεί αν αφορούν την μια ή τις δύο υποθέσεις, δηλαδή την 369647 και την 369649. Ότι με αυτά αποδίδεται στην καθ΄ης η αίτηση, είναι ότι μαζί με άλλα πρόσωπα διέπραξαν αδικήματα, κατά παράβαση των άρθρων 159(4), 174(3) και 210(3) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα. Μεταξύ των δύο όμως αυτών εγγράφων, παρατηρούνται διαφορές.
Στο έγγραφο του Τεκμηρίου 4 αναφέρεται ότι η καθ΄ης η αίτηση κατείχε τη θέση της γενικής διευθύντριας (chief director), ενώ στο αντίστοιχο του Τεκμηρίου 6, της αναπληρώτριας γενικής διευθύντριας (deputy general director). Πολύ σημαντική είναι η διαφορά που παρατηρείται στο όνομα της εταιρείας στην οποία σύμφωνα με τα έγγραφα κατείχε θέση η καθ΄ης η αίτηση. Ενώ στο Τεκμήριο 4 το όνομα της εταιρείας αναφέρεται αρχικά ως Energontrim LLC, στην συνέχεια καταγράφεται ως Energostrim LLC. Αντίθετα στο Τεκμήριο 6 ως «Energosteam». Παρατηρείται επίσης διαφορά στον αριθμό των εταιρειών στις οποίες σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται έγινε η πώληση μετοχών. Στο έγγραφο του Τεκμηρίου 4, γίνεται αναφορά σε 9 εταιρείες και στο αντίστοιχο του Τεκμηρίου 6, σε 7.
Σημαντικό είναι επίσης ότι τόσο στο «notice» όσο και στο «reference» των Τεκμηρίων 4 και 6, γίνεται αναφορά σε παράβαση όχι μόνο του άρθρου 159(4), αντίγραφο του οποίου οι Ρωσικές αρχές έχουν αποστείλει αλλά και στα άρθρα 174(3) και 210 του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα, αντίγραφα των οποίων οι Ρωσικές αρχές παρέλειψαν να αποστείλουν κατά παράβαση των προνοιών της Σύμβασης.
Περαιτέρω διαφορές προκύπτουν και από άλλα έγγραφα που οι Ρωσικές αρχές έχουν αποστείλει στις Κυπριακές και οι οποίες από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο έγγραφο το οποίο να αποτελεί έκθεση πράξεων για την υπόθεση 369649, αυτήν δηλαδή για την οποία ζητείται η έκδοση, θεωρώ ότι δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Στο Τεκμήριο 25, που αποτελεί επιστολή που οι Ρωσικές αρχές απέστειλαν προς τις αρχές της Δημοκρατίας με συνημμένο έγγραφο στο οποίο όπως αναφέρουν εκτίθενται περιληπτικά πληροφορίες για ερωτήματα που υπέβαλαν οι Κυπριακές αρχές σε σχέση με την καθ΄ης η αίτηση, επισυνάπτεται έγγραφο το οποίο τιτλοφορείται «Summary Information in criminal matter No. 369647». Την υπόθεση δηλαδή, η οποία σύμφωνα και με την απόφαση ημερομηνίας 18/12/2012 συνενώθηκε με αυτήν για την οποία ζητείται η έκδοση και αφορά όπως καταγράφεται αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 172(1) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα βασιζόμενο σε παράνομες τραπεζικές δραστηριότητες, άρθρο που και πάλι δεν έχει αποσταλεί.
Στο προσωρινό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι η καθ΄ης η αίτηση καταζητείτο στη Ρωσία για το αδίκημα της υπεξαίρεσης κατά παράβαση του άρθρου 158(4) του ΡΠΚ. Στον όρκο βάσει του οποίου εκδόθηκε το προσωρινό ένταλμα σύλληψης η συμπεριφορά που της αποδίδεται είναι ότι μαζί με δύο άλλα πρόσωπα «έκλεψαν» περιουσία της εταιρείας UK Energostrim, δηλαδή μετοχές «με απάτη».
Στην εξουσιοδότηση ημερομ. 28.3.2017, αναφέρεται ότι το αδίκημα για το οποίο ζητείται η καθ΄ης η αίτηση είναι αυτό της απάτης, κατά παράβαση του άρθρου 159(4) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα.»
Κατέληξε δε ως εξής:
«Ότι προκύπτει από το περιεχόμενο των εγγράφων που έχουν αποσταλεί, η περιγραφή των γεγονότων γίνεται με τρόπο συγκεχυμένο με αποτέλεσμα να μην αποκαλύπτεται σαφής και ξεκάθαρη εικόνα για την υπόθεση για την οποία πράγματι ζητείται η έκδοση της καθ΄ης η αίτηση, για το αδίκημα που της αποδίδεται, για την συμπεριφορά της, το άρθρο του νόμου που ποινικοποιεί την συμπεριφορά που της αποδίδεται κ.λ.π.. Στα έγγραφα αυτά γίνεται αναφορά σε πολλές και διάφορες πράξεις που της καταλογίζονται, όχι μόνο σε μία αλλά σε διάφορες υποθέσεις, κατά παράβαση διαφόρων νομοθετημάτων, σε συνένωση διαφόρων υποθέσεων κ.λ.π. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, δημιουργείται η απορία για ποια υπόθεση θα δικαστεί η καθ΄ης η αίτηση στην περίπτωση έκδοσης της. Όπως ανάφερε η Μ.Α.2 έχουν δοθεί διαβεβαιώσεις από τις Ρωσικές αρχές ότι σε περίπτωση έκδοσης της καθ΄ης η αίτηση αυτή θα δικασθεί μόνο για την υπόθεση 369649 κατά παράβαση του άρθρου 159(4) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα. Δεν διασαφηνίζεται όμως πως θα γίνει αυτό, από την στιγμή που υπήρξε όπως προκύπτει από τα έγγραφα που απέστειλαν οι Ρωσικές αρχές συνένωση αυτής και διαφόρων άλλων υποθέσεων.»
Η προσαγωγή της προβλεπόμενης από το άρθρο 12(2)(β) έκθεσης πράξεων, αποβλέπει στη σαφή πληροφόρηση τόσο του ιδίου του εκζητούμενου προσώπου, όσο και των αρχών της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση. Η γενικόλογη αναφορά σε γεγονότα και σε χαρακτηρισμούς των πράξεων δεν είναι αρκετή. Απαιτείται σαφής περιγραφή των γεγονότων τα οποία, σε περίπτωση που αποδειχθούν, θα συνιστούν τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση. Το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να επιλέξει σε ποια από τα έγγραφα θα μπορούσε ενδεχομένως να εντοπιστεί η λεπτομερής περιγραφή των πράξεων, ούτε να ταξινομήσει, σύμφωνα με τη δική του κρίση, τις όποιες πράξεις θεωρεί ότι ενδεχομένως συνιστούν τα ποινικά αδικήματα για τα οποία αντιμετωπίζει ο εκζητούμενος. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τη χώρα που ζητά την έκδοση (Δημοκρατία ν. Kolesnikov (2008) 1 AAΔ 594). Τα γεγονότα αυτά δεν είναι αναγκαίο να περιλαμβάνονται σε ένα μόνο έγγραφο, ούτε είναι αναγκαίο όπως αυτό τιτλοφορείται «έκθεση πράξεων» (Mechanov (Aρ. 2), ανωτέρω).
Έχοντας εξετάσει τα έγγραφα που κατατέθηκαν και τα πρακτικά της υπόθεσης, στη βάση της αποδεκτής από το Δικαστήριο μαρτυρίας, υπό το φως της νομολογίας που διέπει το θέμα, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ούτε η πλευρά του εφεσείοντα έχει δώσει σαφείς εξηγήσεις και σαφή προσδιορισμό των συγκεκριμένων πράξεων που αφορά η αίτηση, έτσι ώστε να διαλευκάνει τα γεγονότα για να διαπιστωθεί το ισχυριζόμενο σφάλμα του Δικαστηρίου.
Για τους πιο πάνω λόγους, ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] «2. Προς ύποστήριξιν της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή :
(α) ...
(β) έκθεσις τών πράξεων δι" ας ζητείται ή εκδοσις, ό τόπος και χρόνος πράξεως, ό κατά Νόμον χαρακτηρισμός και αϊ παραπομπαί εις τάς νομοθετικάς διατάξεις αΐτινες έχουσιν έφαρμογήν και αΐτινες δέον να έμφαίνωνται κατά τό δυνατόν άκριβέστερον»