ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KIER (CYPRUS) ν. TRENCO CONSTRUCTIONS (1981) 1 CLR 30
XENOPHONTOS ν. TYRIMOU (1984) 1 CLR 23
Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου & άλλης (1991) 1 ΑΑΔ 934
Astor Co. Κ.ά. ν. A & G Leventis Ltd κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 726
Saba & Co. (T.M.P.) ν. T.M.P. Agents (1994) 1 ΑΑΔ 426
Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Παύλου (1995) 1 ΑΑΔ 560
Γραμμές Στρίντζη ν. Επίσ. Παραλήπτη (1995) 1 ΑΑΔ 607
Kρέντου Δημήτρης ν. General Constructions Company Ltd. και Άλλου (1997) 1 ΑΑΔ 1270
Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) ν. Nίκου K. Σιακόλα (1999) 1 ΑΑΔ 44
Maison Jenny Limited ν. Krashias Footwear Industry Limited (2002) 1 ΑΑΔ 1156
Izzet Fadil ν. Κυπριακή Εταιρεία Αποθήκευσης Πετρελαιοειδών Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 11
Preece Clive και Άλλη ν. Nάσως Θεοφίλου Ρωσσίδου (2011) 1 ΑΑΔ 2138
Παπαχρυσοστόμου Αρτέμιος ν. Κώστας Γρηγοριάδης & Συνέταιροι και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 817
Kayat Trading Ltd ν. Genzyme Corporation (Αρ. 2) (2013) 1 ΑΑΔ 543
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.25
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:A364
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 341/2013)
22 Οκτωβρίου, 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
K. & M. (TRANSPORT) LTD,
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
ΚΑΙ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Βελάρης, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Στις 17.4.1992 υπεγράφη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για μεταφορές σιτηρών για την περίοδο 1.5.1992 μέχρι 30.4.1994, μετά την κατακύρωση σχετικής προσφοράς στους εφεσείοντες. Οι εφεσείοντες/ενάγοντες, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν εταιρεία μεταφορών, ενώ οι εφεσίβλητοι/εναγόμενοι κρατικός οργανισμός που διαχειρίζετο την αγορά, αποθήκευση και διάθεση σιτηρών για τις ανάγκες της Κύπρου.
Η συμφωνία αφορούσε τη μεταφορά εισαγόμενων και επιτόπια παραγόμενων σιτηρών και οι εφεσείοντες, σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, παρέδωσαν τις προβλεπόμενες εγγυήσεις που ανέρχονταν στο ποσό των ΛΚ60.000 για το συμβόλαιο εισαγόμενων σιτηρών και ΛΚ12.000 για το συμβόλαιο των επιτόπια παραγόμενων σιτηρών.
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης οι εφεσείοντες ήταν έτοιμοι και ικανοί να εκτελέσουν τη συμφωνία, όμως, από την 1.5.1992, τρίτα πρόσωπα, ήτοι οι πρώην μεταφορείς που δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν με προσφορές το συμβόλαιο με διάφορες πράξεις και ενέργειες, δημιούργησαν κλίμα τρομοκρατίας και εκφοβισμού και διαφόρων προβλημάτων στους εφεσείοντες και εμπόδισαν την ομαλή εκτέλεση των μεταφορών προς εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων με τους εφεσίβλητους. Αναφορά των εν λόγω ενεργειών έγινε τόσο στους εφεσίβλητους όσο και σε αρμόδιες Αρχές της Δημοκρατίας.
Οι εφεσείοντες καταλογίζουν απαράδεκτη ανοχή και αδράνεια στους εφεσίβλητους και παράλειψη να λάβουν τα δέοντα μέτρα προς απελευθέρωση των ιδιόκτητων χώρων και των προσβάσεων σε αυτούς, ως είχαν υποχρέωση, για να εμποδίσουν την παράνομη επέμβαση των πρώην μεταφορέων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ελεύθερη και απρόσκοπτη διακίνηση των οχημάτων των εφεσειόντων. Τελικά, οι εφεσίβλητοι στις 30.5.1992 παράνομα και αντισυμβατικά τερμάτισαν τα συμβόλαιά τους με τους εφεσείοντες και, περαιτέρω, εισέπραξαν παράνομα από την Τράπεζα το ποσό της εγγυητικής επιστολής που ανερχόταν σε ΛΚ60.000.
Με την αγωγή τους αξίωσαν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ύψους ΛΚ732.062 για παράνομο και/ή αντισυμβατικό τερματισμό και/ή ματαίωση και/ή καταγγελία και αποκήρυξη και/ή παράβαση συμβολαίων με νόμιμο τόκο, καθώς και το ποσό των ΛΚ60.000 που αντιπροσώπευε τις εγγυητικές που παράνομα εισέπραξαν και κατακράτησαν οι εφεσίβλητοι, με τόκο προς 9% από την ημερομηνία είσπραξης ή κατακράτησης.
Οι εφεσίβλητοι, ως προς την ουσία της υπόθεσης, αρνούνται τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και προβάλλουν πως από την αρχή της συνεργασίας τους οι εφεσείοντες παρουσίασαν σοβαρά προβλήματα στην εκτέλεση των υποχρεώσεών τους, τα οποία συνίσταντο κυρίως στη δυνατότητα διάθεσης του αναγκαίου αριθμού κατάλληλων φορτηγών αυτοκινήτων και σε παρενοχλήσεις στο έργο τους από τρίτα πρόσωπα - ιδιοκτήτες φορτηγών, οι οποίοι αντιδρούσαν στην κατακύρωση της προσφοράς στους εφεσείοντες - επί των οποίων οι εφεσίβλητοι δεν ασκούσαν κανένα έλεγχο και δεν ήταν με οποιοδήποτε τρόπο υπεύθυνοι. Προβάλλουν, περαιτέρω, πως επέδειξαν κάθε συμπάθεια και ανοχή, χωρίς βλάβη των δικαιωμάτων τους, και τους κάλεσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους λόγω του ότι είχε αρχίσει ο θερισμός των ντόπιων σιτηρών και, αν δεν μεταφέρονταν άμεσα στις αποθήκες, διέτρεχαν κίνδυνο καταστροφής στα χωράφια, καθώς και λόγω του ότι αναμένονταν πλοία εισαγόμενων σιτηρών τα οποία, αν δεν ξεφορτώνονταν αμέσως, θα δημιουργούντο τεράστιες ζημιές. Προς τούτο, ανταλλάγησαν επιστολές μεταξύ των διαδίκων. Ενόψει του ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να ανταποκριθούν, προχώρησαν στην ακύρωση των συμβολαίων και αναγκάστηκαν να συμβληθούν με άλλο εργολάβο προς διεκπεραίωση των μεταφορών τους. Η εγγυητική επιστολή εισπράχθηκε έναντι των ζημιών που προκλήθηκαν από την παραβίαση των υποχρεώσεων των εφεσειόντων.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε εκτεταμένη μαρτυρία εκ μέρους των εφεσειόντων με οκτώ μάρτυρες, ενώ εκ μέρους των εφεσίβλητων δόθηκε μαρτυρία μόνο από ένα μάρτυρα. Το Δικαστήριο παρατήρησε πως, παρά την εκτεταμένη μαρτυρία που δόθηκε και την κατάθεση σωρείας εγγράφων, μεγάλο μέρος ουσιαστικών γεγονότων παρέμεινε αδιαμφισβήτητο ή συνιστούσε κοινό έδαφος. Σημαντικό μέρος της μαρτυρίας δόθηκε προς τεκμηρίωση της θέσης των εφεσειόντων περί δυνατότητας και ετοιμότητάς τους να εκτελέσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και, ειδικότερα, κατά πόσο διέθεταν επαρκή αριθμό οχημάτων για να ανταποκριθούν στις άμεσες ανάγκες μεταφοράς σιτηρών. Ως προς τούτο, το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι οι εφεσείοντες «διέθεταν ικανοποιητικό αριθμό οχημάτων και ήταν, υπό τις συνθήκες, σε θέση να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις».
Ήταν όμως αδιαμφισβήτητο, σύμφωνα με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι εφεσείοντες δεν εκπλήρωσαν το μέρος των υποχρεώσεων που τους αναλογούσε σύμφωνα με τις μεταξύ των διαδίκων συμφωνίες. Κατέληξε δε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών των τρίτων προσώπων, ήτοι των ιδιοκτητών της εταιρείας Ε.Φ.Α. «ΑΝΑΝΕΩΤΗΣ» ΛΤΔ, οι οποίοι δεν επέτρεπαν την ελεύθερη διακίνηση των φορτηγών των εφεσειόντων. Έκρινε, περαιτέρω, ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη για την κατάσταση που δημιουργήθηκε και πως πρόκειτο για περίπτωση σύμβασης η οποία, για λόγους δικαιολογημένους και ανεξάρτητους της θέλησης των μερών, ήταν αδύνατο να εκτελεστεί. Συνακόλουθα, η επιλογή του τερματισμού της σύμβασης ήταν απόλυτα δικαιολογημένη και δεν τίθετο θέμα αποζημιώσεων. Στη βάση της κατάληξής του ότι καμία πλευρά δεν ευθύνετο για την κατάσταση που δημιουργήθηκε, έκρινε πως δεν δικαιολογείτο η κατακράτηση της εγγύησης και εξέδωσε απόφαση για το ποσό των €36.650 (αντίστοιχο των ΛΚ21.469,96). Σημειώνεται ότι ποσό ΛΚ38.530,04 από την εν λόγω εγγύηση είχε επιστραφεί στις 2.11.1992.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα έφεση, προβάλλοντας ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη, αντίθετη σε κάθε συμβατική αρχή και παραβιάζουσα τις αρχές της επιείκειας. Στα πλαίσια της έφεσης, μετά από σχετική τροποποίηση, πρόσθεσαν και λόγους έφεσης αναφορικά με ενδιάμεση αίτηση τροποποίησης της Απάντησης, η οποία απορρίφθηκε. Συγκεκριμένα, προβάλλουν τους ακόλουθους δεκατρείς λόγους έφεσης:
1. Το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το κρίσιμο ερώτημα προς απάντηση ήταν κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν οποιαδήποτε ευθύνη για την παρεμπόδιση των εφεσειόντων για εκτέλεση των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Το κρίσιμο ερώτημα ήταν κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις και με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν ευθύνονται, οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα τερματισμού και ανάθεσης του επίδικου συμβολαίου στους ανταγωνιστές παρανομούντες και κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις, παραβίασαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και προέβησαν σε πρόωρο και παράνομο τερματισμό της επίδικης συμφωνίας.
2. Το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι, παρά το ότι δεν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη για την παρεμπόδιση των εφεσειόντων να εκτελέσουν τα συμβατικά τους καθήκοντα και ότι οι εφεσίβλητοι, παρά το ότι δεν είχαν υποχρέωση να διασφαλίσουν την ομαλή πρόσβαση στους χώρους φόρτωσης των σιτηρών, εντούτοις προσπάθησαν να βοηθήσουν για να γίνει κατορθωτή η ομαλή προσέλευσή τους.
3. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η επιλογή του τερματισμού ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, είναι λανθασμένο.
4. Λανθασμένο ήταν και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν παρέβησαν την επίδικη σύμβαση.
5. Λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν τίθετο θέμα αποζημιώσεων και λανθασμένα δεν προέβη στον υπολογισμό αυτών.
6. Υπήρχε αδιαμφισβήτητη μαρτυρία για τη ζημιά την οποία υπέστησαν οι εφεσείοντες, την οποία καλείται το Εφετείο να επιδικάσει ή να διατάξει επανεκδίκαση για το θέμα αυτό.
7. Το Δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε επί του υπολοίπου ποσού της κατασχεθείσας εγγύησης νόμιμο τόκο, ενώ όφειλε να επιδικάσει τόσο από την ημερομηνία κατά την οποία το ποσό αυτό παρανόμως εισεπράχθη, ή τουλάχιστον από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.
8. Λανθασμένα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης οφείλεται στα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι εφεσείοντες.
9. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιολόγησαν επαρκώς, μέσω της ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την αίτηση τροποποίησης, τους λόγους για τους οποίους υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος τροποποίησης και στο περιεχόμενο της ίδιας της αίτησης.
10. Εσφαλμένη θεωρούν την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιολόγησαν την αναγκαιότητα προσθήκης γεγονότων που αναφέρονται σε αλληλογραφία και πως πρόκειται για μαρτυρία που δεν μπορεί να δικογραφηθεί.
11. Με την απόφαση του το Δικαστήριο αποστέρησε το δικαίωμα από τους εφεσείοντες να παρουσιάσουν κατά την ακρόαση της υπόθεσης όλα τα γεγονότα, κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
12. Λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επιδιώκεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής με την τροποποίηση.
13. Εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με την αιτούμενη τροποποίηση θα υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού των δικαιωμάτων της άλλης πλευράς και ότι ο κίνδυνος δεν θα μπορούσε να καλυφθεί με την έκδοση διαταγής για παροχή εξόδων.
Αρχή θα γίνει από τους λόγους έφεσης 8 - 13, οι οποίοι αφορούν την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αίτησης τροποποίησης της Απάντησης των εφεσειόντων και όσα περιστρέφονται γύρω από αυτήν.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες/αιτητές προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης από το 2006 οφείλεται σε προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι εφεσείοντες.
Ειδικότερα, κατά τους εφεσείοντες/αιτητές, η οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε αυτούς ώστε να αποτελεί λόγο απόρριψης της αίτησης τροποποίησης. Από τους εφεσείοντες/αιτητές ζητήθηκαν 4 από συνολικά 9 αναβολές οι οποίες είχαν δοθεί πριν το στάδιο της ακρόασης και, έως την καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης, λόγω σοβαρής ασθένειας του δικηγόρου τους, ο οποίος εν τέλει απεβίωσε. Αναβολές ζητήθηκαν και από κοινού με τους εφεσίβλητους/καθ'ων η αίτηση κατά τις προσπάθειες εξώδικου συμβιβασμού. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 4.7.2011 και η αίτηση τροποποίησης καταχωρήθηκε στις 8.6.2011. Οι εφεσίβλητοι/καθ'ων η αίτηση δεν απέδειξαν οποιαδήποτε ζημιά ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης.
Περαιτέρω, με τον ένατο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση τροποποίησης δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, μέσα από τη συνοδευτική ένορκη δήλωση, ως προς τους λόγους για τους οποίους υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης και ιδίως την παράλειψη των δικηγόρων των εφεσειόντων/αιτητών να συμπεριλάβουν την εν λόγω αλληλογραφία και κάποιες περαιτέρω επεξηγήσεις των γεγονότων, ενώ με τον δέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα γεγονότα που επιδιώχθηκε να προστεθούν ήταν μαρτυρία που δεν μπορούσε να δικογραφηθεί. Επιπρόσθετα, με τον ενδέκατο λόγο έφεσης προτείνεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στερεί τους εφεσείοντες/αιτητές του δικαιώματος της παρουσίασης όλων των γεγονότων κατά την ακρόαση της υπόθεσης, καθότι δεν σταθμίστηκε ο παράγοντας χρόνος έναντι δίκαιης δίκης. Με το δωδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι με την τροποποίηση επιδιώκεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής. Κατά τους εφεσείοντες/αιτητές τα γεγονότα που επιχειρείται να εισαχθούν αποτελούν περαιτέρω απάντηση στους ισχυρισμούς των εφεσίβλητων/καθ'ων η αίτηση, δεν μεταβάλλουν την ουσία και τα γεγονότα της υπόθεσης όπως περιγράφονται στα δικόγραφα και γενικότερα το χαρακτήρα της υπόθεσης (Annual Practice (1959), σελ. 627) και βασίζονται στην ίδια βάση αγωγής στην οποία στηρίζεται η Έκθεση Απαίτησης. Όπως, δε, προβάλλεται με το δέκατο τρίτο λόγο έφεσης, είναι εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την αιτούμενη τροποποίηση θα υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού των δικαιωμάτων της άλλης πλευράς και ότι αυτός ο κίνδυνος δεν θα μπορούσε να καλυφθεί με μόνη την έκδοση διαταγής εξόδων. Όμως, κατά τους εφεσείοντες/αιτητές, καμία ζημιά δεν προκύπτει που να μην μπορούσε να καλυφθεί με την έκδοση διαταγής εξόδων εφόσον η ακρόαση της υπόθεσης δεν είχε αρχίσει.
Με την αίτηση τροποποίησης της Απάντησης οι εφεσείοντες/αιτητές θα έθεταν ισχυρισμό κατά πρώτον, ότι οι εφεσίβλητοι/καθ'ων η αίτηση παρεμπόδισαν την άμεση εκφόρτωση του πλοίου, θα προσκομιζόταν επιστολογραφία με την οποία θα φανερωνόταν ότι ο τερματισμός μπορούσε να αποφευχθεί αν οι εφεσίβλητοι/καθ' ων η αίτηση αποδέχονταν τις εναλλακτικές προτάσεις των εφεσειόντων/αιτητών οι οποίες περιλάμβαναν την πληρωμή καθυστερήσεων επισταλιών ή άλλων εξόδων για να συμπληρωθεί η εκφόρτωση. Τέλος, επιδιωκόταν να τεθεί ισχυρισμός ότι οι εφεσείοντες/αιτητές είχαν συμβληθεί με πέραν των 60 φορτηγατζήδων, οπότε υπήρχε επάρκεια για την προμήθεια κατάλληλων φορτηγών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τόσο την εν λόγω αίτηση, όσο και την ένσταση των εφεσίβλητων/καθ' ων η αίτηση με τις ένορκες δηλώσεις που τις συνόδευαν, με αναφορά στις αποφάσεις Astor Manufacturing & Exporting Co κ.α. v. A. & G. Leventis & Company (Nigeria) Ltd κ.α. (1993) 1 ΑΑΔ 726, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου κ.α. (1991) 1 ΑΑΔ 934, Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Ανδρέα Παύλου (1995) 1 ΑΑΔ 560, SABA & Co (T.M.P.) ν. TMP Agents (1994) 1 ΑΑΔ 426, Φοινιώτης v. Greenmar Navigation κ.α. (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 33 και Ιωάννης Νικολάου ν. Ζωής Μιλτιάδους κ.α. (2007) 1 ΑΑΔ 1005. Διαπίστωσε τη μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος, τονίζοντας πως η τροποποίηση δικογράφων εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου (Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Ανδρέα Παύλου (ανωτέρω)). Η καθυστέρηση, όπως κρίθηκε από το Δικαστήριο, δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς στη συνοδευτική ένορκη δήλωση, η οποία μόνο σε αόριστες αναφορές προβαίνει. Η αλληλογραφία, η οποία επιχειρείτο να εισαχθεί μέσω των δικογράφων, ήταν γνωστή από εικοσαετίας, οι ίδιες δε οι αναφορές δεν δικαιολογούν την αναγκαιότητα παρουσίασης της αλληλογραφίας ως μαρτυρίας σε δικόγραφο.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη βασική αρχή πως πρέπει να αποτρέπεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής, καθότι τα δικαιώματα του αντιδίκου τίθενται σε άμεσο κίνδυνο, εφόσον καλείται να υπερασπισθεί μια εντελώς διαφορετική αξίωση από την αρχική. Αυτό επιδιώκεται με την προσπάθεια προσκόμισης δημοσιευμάτων προς απόδειξη του επικρατούντος κλίματος την επίδικη περίοδο. Τονίστηκε πως εκείνο που «σκοπείται να τροποποιηθεί δεν είναι το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης αλλά η απάντηση με κίνδυνο προσθήκης νέας βάσης και ταυτόχρονης αδυναμίας των εναγομένων να εισαγάγουν τις δικές τους θέσεις επί του ζητήματος». Πέραν τούτων, γίνονται εκτενείς αναφορές σε γεγονότα τα οποία συνιστούν μαρτυρία μάλλον παρά δικογράφηση στα ορθά πλαίσια των κανόνων δικογράφησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγοντας έκρινε πως η παρατηρηθείσα αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ο κίνδυνος επηρεασμού των δικαιωμάτων του αντιδίκου, ο οποίος δεν μπορεί να καλυφθεί μόνο με την έκδοση διαταγής για παροχή εξόδων, καθώς και η προσπάθεια εισαγωγής νέας βάσης αγωγής στα πλαίσια της Απάντησης, είναι παράγοντες που οδηγούν στην απόρριψη της εν λόγω αίτησης τροποποίησης.
Οι αρχές που διέπουν το θέμα της τροποποίησης συνοψίστηκαν στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλας, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε4/2017, ημερομηνίας 11.10.2018:
«Οι αρχές με βάση τις οποίες ασκείται η διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο με την Δ.25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών έχουν καθοριστεί με σαφήνεια από τη νομολογία. Από αυτές προκύπτει ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπονται τροποποιήσεις δικογράφων από το Δικαστήριο, ακόμα και όπου οι περιπτώσεις αυτές είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου ότι δεν προκαλείται αδικία στην άλλη πλευρά, η οποία να μην μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα (βλ.Φοινιώτης ν. Green Mar Navigation (1989) 1(E) ΑΑΔ 33, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου κ.α. (1991) 1 ΑΑΔ 934, Γραμμές Στρίντζη Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία ν. Επίσημου Παραλήπτη (1995) 1 ΑΑΔ 607, Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) ν. Σιακόλα (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 44, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.α. ν. Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.α. (2002) 1(Α) ΑΑΔ 237, Νικολάου ν. Μιλτιάδους κ.α. (2007) 1(Β) ΑΑΔ 1005, Preece κ.α. ν. Ρωσσίδου (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2138, Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστας Γρηγοριάδης & Συνέταιροι (2012) 1(Α) ΑΑΔ 817, Kayat Trading Limited ν. Genzyme Corporation (Αρ. 2) (2013) 1(Α) ΑΑΔ 543, Kyriacos Andreou Arsiotis Developments & Constructions Ltd κ.α. ν. Highway Gardens City Ltd, ΠΕ 106/2012, ημερομηνίας 18.4.2018).
Σύμφωνα με τη νομολογία, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δύο μόνο περιπτώσεις:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες, και
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Κρέντου ν. General Constructions Company Ltd κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 1270).»
Παρομοίως στην Andrenal Shipping Company Ltd κ.α. ν. Compania Naviera Iris S.A. κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 49/2014, ημερομηνίας 20.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:A373, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Τα συμφέροντα της δικαιοσύνης είναι ο κυρίαρχος παράγων ο οποίος διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όπως υπογραμμίστηκε στη Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation (1989) 1 Α.Α.Δ. 33, η παροχή άδειας για τροποποίηση σε προχωρημένο στάδιο της δίκης, ασκείται με φειδώ, «λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου.».»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας καθοδηγηθεί από τη σχετική νομολογία, ορθά οδηγήθηκε στην πιο πάνω κατάληξη, αποδίδοντας τη δέουσα βαρύτητα στον παράγοντα της καθυστέρησης. Ασκήθηκε δεόντως η διακριτική ευχέρεια έχοντας ως γνώμονα, όπως διαφαίνεται από την ενδιάμεση απόφαση, το γενικότερο συμφέρον της δικαιοσύνης, ορθά λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο ανεπανόρθωτου επηρεασμού των δικαιωμάτων της άλλης πλευράς και τη διαφοροποίηση του χαρακτήρα της υπόθεσης μέσα από την προσπάθεια εισαγωγής νέας βάσης αγωγής, με την Απάντηση. Δεν διαφαίνεται λόγος ανατροπής της πρωτόδικης κρίσης.
Οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Οι πρώτοι τέσσερεις λόγοι θεωρούμε ότι συμπλέκονται και θα εξεταστούν μαζί.
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου δεν είχαν παραβιάσει οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση και, συνεπώς, ο τερματισμός εκ μέρους των εφεσίβλητων δεν ήταν δικαιολογημένος, ούτε νόμιμος. Το επίδικο ερώτημα δεν ήταν κατά πόσο οι εφεσίβλητοι ευθύνονταν για την όλη κατάσταση αλλά κατά πόσο, εφόσον οι εφεσείοντες δεν ευθύνονταν, είχαν δικαίωμα να προβούν σε τερματισμό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρώντας ως κρίσιμο ερώτημα το κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν οποιαδήποτε ευθύνη, ακολούθησε λανθασμένο σκεπτικό.
Η δικαιολογία που δόθηκε για τον τερματισμό της συμφωνίας ήταν ότι «. δεν έχετε παρουσιάσει τον αριθμό των εκατόν αυτοκινήτων που σας ζητήθηκαν .. Έχετε παρουσιάσει μόνο είκοσι αυτοκίνητα.». Το Δικαστήριο, όμως, προέβη σε εύρημα ότι οι εφεσείοντες διέθεταν επαρκή αριθμό οχημάτων, κατά συνέπεια, ο τερματισμός ήταν παράνομος. Η υπεράσπιση που τέθηκε από τους εφεσίβλητους ήταν σαφής ότι αναγκάστηκαν να προβούν σε ακύρωση των συμφωνιών λόγω σοβαρών παραβάσεων ουσιωδών όρων και αδυναμίας των εφεσειόντων να εκπληρώσουν ουσιώδεις υποχρεώσεις τους και, εφόσον κρίθηκε ότι δεν παραβίασαν τους όρους των συμφωνιών, η αξίωση θα έπρεπε να έχει επιτυχή κατάληξη και δεν θα έπρεπε να εξεταστεί η υπεράσπιση της ματαίωσης σύμβασης ή ακύρωσης, ένεκα δικαιολογημένου προς τούτο λόγου, που δεν ήταν καν δικογραφημένη.
Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι οι εφεσίβλητοι είχαν ευθύνη να διασφαλίσουν την ομαλή πρόσβαση στους χώρους φόρτωσης και εκφόρτωσης των σιτηρών, καθήκον που δεν εκπλήρωσαν και το Δικαστήριο δεν προέβη σε σχετικό εύρημα, αντίθετα κατέληξε ότι δεν είχαν υποχρέωση να διασφαλίσουν την ομαλή πρόσβαση στους εν λόγω χώρους. Οι εφεσείοντες έδωσαν διάφορες εναλλακτικές προτάσεις οι οποίες δεν αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο, με τους εφεσίβλητους να επιμένουν σε παράνομους όρους όπως παρουσιαστούν 100 αυτοκίνητα, ενώ αυτό δεν ήταν απαραίτητο και ήταν αδύνατο να επιτευχθεί. Τελικά το Δικαστήριο επιβράβευσε την παρανομία.
Οι εφεσείοντες προέβησαν σε εκτεταμένη ανάλυση του άρθρου 37 του Κεφ. 149 και των αρχών που διέπουν τη ματαίωση σύμβασης, προς υποστήριξη της θέσης τους ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης ήταν τέτοιες που δεν δικαιολογούσαν τις πράξεις των εφεσίβλητων, ούτε υπήρχε ματαίωση της σύμβασης. Στην εσχάτη των περιπτώσεων, σύμφωνα με την εισήγηση, υπήρχε προσωρινή αδυναμία εκτέλεσης της σύμβασης για την περίοδο εκείνη του ενός μηνός.
Κατά την εισήγηση, η κρίση του Δικαστηρίου ότι η επιλογή του τερματισμού ήταν απόλυτα δικαιολογημένη ήταν λανθασμένη. Τέτοια υπεράσπιση δεν είχε δικογραφηθεί και δεν υπάρχει στο Νόμο δικαιολογία τερματισμού σύμβασης όταν το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, για λόγους ανεξάρτητους της θέλησης του, αδυνατεί ή δυσκολεύεται να την εκτελέσει προσωρινά. Ούτε υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογείται το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν παρέβησαν τη σύμβαση.
Από την άλλη, η πλευρά των εφεσίβλητων υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, ισχυριζόμενη ότι οι εφεσείοντες δεν αναφέρουν οτιδήποτε στο περίγραμμά τους, το οποίο θα δικαιολογούσε παρέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ως προς το ζήτημα της νόμιμης δικαιολογίας (lawful excuse), η θέση τους είναι ότι αποτελεί ασπίδα και όχι αιτία αγωγής με βάση αγγλική νομολογία την οποία παραθέτουν. Αναφορικά δε με την αρχή της ματαίωσης (frustration) οι εφεσίβλητοι παραπέμπουν σε κυπριακή νομολογία όπου έχει αναλυθεί το άρθρο 56(2) του περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149, επί του οποίου στηρίζεται η αρχή της ματαίωσης, από την οποία προκύπτει ότι πηγή του εν λόγω άρθρου είναι το αντίστοιχο άρθρο του ινδικού νόμου και διαφέρει από την αντίστοιχη έννοια όπως διαμορφώθηκε στο αγγλικό δίκαιο.
Εξετάζοντας την έφεση και τα αντίστοιχα επιχειρήματα, πρέπει να τεθούν τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει χωρίς αναφορά στη δικογραφία. Οι εφεσείοντες με την αγωγή τους και χωρίς να τηρούνται οι ορθοί κανόνες δικογραφίας, από την άποψη της απλής παράθεσης των βασικών γεγονότων που οδήγησαν στη διαφορά, καταλήγουν στο αιτητικό της παρ. 18 να αναφέρουν τα εξής:
«18. Ως εκ τούτου κατέστη αναγκαία η καταχώρηση της παρούσας Αγωγής με την οποία οι Ενάγοντες αξιούν ως ακολούθως:
(Α) Γενικές και Ειδικές αποζημιώσεις συνολικού ύψους £732,065.- για παράνομο και/ή αντισυμβατικό τερματισμό και/ή ακύρωση ή ματαίωση και/ή καταγγελία και αποκήρυξη και/ή παράβαση συμβολαίων ημερομηνίας 17/04/1992 και/ή συμφωνιών και/ή συμβατικών υποχρεώσεων μεταξύ των διαδίκων, για την μεταφορά σιτηρών, για την περίοδο 1992 έως 1994.»
Επομένως, νομικά, η βάση αγωγής ταξινομήθηκε από τους ίδιους να αναφέρεται σε τερματισμό εκ μέρους των εφεσιβλήτων που ήταν παράνομος ή αντισυμβατικός ή αποκήρυξη και καταγγελία της σύμβασης ή παράβαση συμβολαίου ή ματαίωση της συμφωνίας. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν κατά πόσον οι εφεσίβλητοι ήσαν υπαίτιοι για παράνομο τερματισμό σύμβασης και/ή για ματαίωση. Οι ίδιοι οι εφεσείοντες έθεσαν κατά συνέπεια ζήτημα ματαίωσης και δεν ευσταθεί τώρα η αντίδραση τους ότι το Δικαστήριο εξέτασε τέτοιο λόγο εκτός δικογραφίας που, εν πάση περιπτώσει, προκύπτει από το συνδυασμό των παρ. 7(α) και 10 της Υπεράσπισης, παρά το γεγονός ότι, ως ζήτημα ορθής δικογραφίας, θα έπρεπε να εγερθεί ρητά με λεπτομέρειες, (δέστε Bullen & Leake & Jacobs: Precedents of Pleadings, 12η Έκδ., σελ. 1016, παρ. αρ. 756). Η ματαίωση, εν προκειμένω, όμως, όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω, καθιστά τη συμφωνία άκυρη, χωρίς ουσιώδη υπαιτιότητα οποιουδήποτε των διαδίκων. Πέραν του The Law Reform (Frustrated Contracts) Act 1943, που δεν ισχύει στην Κύπρο, κατά το κοινοδίκαιο η ματαίωση («frustration»), δεν καθιστά τη συμφωνία εξ υπαρχής άκυρη («void ab initio»), αλλά την τερματίζει από τη στιγμή του συμβάντος που ματαιώνει τη συμφωνία, απαλλάσσοντας αμφότερους τους διαδίκους από την περαιτέρω εφαρμογή της. Συνεπώς, οι εφεσείοντες λανθασμένα χρησιμοποίησαν τη ματαίωση ως αγώγιμο δικαίωμα το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν θα τους επέτρεπε να αξιώσουν τις θεραπείες που ζήτησαν. Το μόνο που δικαιούνταν οι εφεσείοντες να ζητήσουν ενόψει ματαίωσης, είναι την επιστροφή χρημάτων που τυχόν έδωσαν έναντι της συμφωνίας, όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω.
Η υπεράσπιση του άρθρου 37 του Κεφ. 149 έχει εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης διότι αυτή συμπλέκεται στην ουσία με το άρθρο 56(2) εφόσον, κατά το άρθρο 37, οι συμβαλλόμενοι απαλλάσσονται εάν το επιτρέπει άλλη διάταξη του Κεφ. 149, εν προκειμένω, οι πρόνοιες του άρθρου 56(2) περί ματαίωσης.
Αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν αμφισβητείται με την έφεση, ότι οι εφεσείοντες «διέθεταν ικανοποιητικό αριθμό οχημάτων και ήταν υπό τις συνθήκες, σε θέση να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις». Ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν κατέστη δυνατό οι εφεσείοντες να εκπληρώσουν το μέρος των υποχρεώσεων που τους αναλογούσε κατ΄ ακολουθία των επίδικων συμφωνιών, το Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Όλη η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία συγκλίνει στο γεγονός ότι η εκτέλεση της μεταξύ των μερών συμφωνίας κατέστη αδύνατη, συνεπεία παρεμβολής τρίτων. Συγκεκριμένα, μεγάλος αριθμός άλλων προσώπων, οι ιδιοκτήτες φορτηγών της εταιρείας Ε.Φ.Α. «ΑΝΑΝΕΩΤΗΣ» ΛΤΔ, άρχισαν, ευθύς αμέσως μετά την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών, να δημιουργούν προβλήματα, αποκόπτοντας δρόμους και παρεμποδίζοντας τη διέλευση και την πρόσβαση των οχημάτων των Εναγόντων προς τους χώρους φόρτωσης. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα ήταν ανταγωνιστές των Εναγόντων και προέβαιναν σε αυτές τις ενέργειες διαμαρτυρόμενα για την κατακύρωση των προσφορών στους Ενάγοντες αντί στους ίδιους. Οι απαράδεκτες ενέργειές τους, ο τρόπος αντίδρασης και το μέγεθος των προβλημάτων που δημιούργησαν, προβάλλει, επίσης κατά τρόπο αναντίλεκτο, μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας. Επικρατούσε, περιληπτικά, μια χαώδης κατάσταση, σε τέτοιο σημείο, που ακόμη και η Αστυνομία δεν μπορούσε να επιβάλει την τάξη. Οι συνθήκες αυτές καθιστούσαν αδύνατη την ευθυγράμμιση των Εναγόντων με τις συμβατικές τους δεσμεύσεις, καθότι δεν μπορούσαν τα φορτηγά τους να προσεγγίσουν τα επίμαχα σημεία, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή, βεβαίως, και η μεταφορά των σιτηρών. Ανάλογα, λοιπόν, είναι και τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τους λόγους που καθιστούσαν αδύνατη την εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων των Εναγόντων.»
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου, τα οποία δεν αμφισβητούνται, συνάγεται ότι οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να επικαλεστούν ως λόγο για τον τερματισμό της συμφωνίας τη μη παρουσίαση εκατό αυτοκινήτων. Αυτό όμως δεν μπορεί άνευ ετέρου να οδηγήσει σε επιτυχία της αγωγής, όπως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης.
Υπήρξε βασική θέση των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι επέδειξαν ανοχή και αδράνεια για όσα συνέβαιναν και δεν διασφάλισαν την ομαλή πρόσβαση των φορτηγών τους στους χώρους φόρτωσης σιτηρών ως είχαν υποχρέωση. Το Δικαστήριο, συνεπώς, ορθά προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν οποιαδήποτε ευθύνη.
Προβλήθηκε η θέση πως το Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει και να εκτιμήσει την όλη συμπεριφορά των εφεσίβλητων, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, παρά μόνο προέβη σε συνοπτικά ευρήματα.
Έχοντας διεξέλθη τα πρακτικά διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία ότι τα διάφορα επεισόδια λάμβαναν χώραν εντός του χώρου που τελούσε υπό τον έλεγχο των εφεσίβλητων. Αντίθετα, από τη μαρτυρία προκύπτει ότι σε κάποιες περιπτώσεις τα φορτηγά ευρίσκοντο παρατεταγμένα από την είσοδο του σιλό μέχρι και έξω από το χώρο του λιμανιού. Πέραν από κάποιες γενικές αναφορές, όπως π.χ. ότι οι εφεσίβλητοι συναναστρέφονταν με τους απεργούντες εντός του σιλό και έπιναν καφέ μαζί τους και εισηγήσεις που έγιναν για αποθήκευση των εμπορευμάτων σε χώρους εντός του λιμανιού με προσωρινές κατασκευές, οι οποίες δεν έγιναν αποδεκτές από τους εφεσίβλητους, δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που να υποδηλοί ότι οι ενέργειες των τρίτων λάμβαναν χώραν εντός χώρων όπου οι εφεσίβλητοι είχαν τον έλεγχο. Εν πάση περιπτώσει, το εύρημα του Δικαστηρίου περί χαώδους κατάστασης, η οποία μάλιστα δικαιολογούσε την αδυναμία των εφεσειόντων να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, δεν αμφισβητείται. Οι ενέργειες των τρίτων λάμβαναν χώρα σε χώρους εκτός του σιλό και σε κάποιες περιπτώσεις επεκτείνονταν και εκτός λιμανιού. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να καταλογιστεί ευθύνη στους εφεσίβλητους για τις πράξεις αυτές. Το θέμα παρέμεινε ουσιαστικά ότι δεν κατέστη δυνατό, παρά τις εκκλήσεις των εφεσίβλητων προς τους οδηγούς της ΕΦΑ και παρά τις προσπάθειες που έγιναν μέσω των αρμόδιων αρχών, να επιτύχουν την απομάκρυνση των οδηγών αυτών από το χώρο έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της συμφωνίας. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση των εφεσίβλητων να διασφαλίσουν την ομαλή πρόσβαση στους χώρους φόρτωσης των σιτηρών. Ούτε βεβαίως είχαν υποχρέωση να αποδεχτούν οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση των εφεσειόντων ως προς την προσωρινή αποθήκευση των σιτηρών. Οι ίδιοι οι εφεσείοντες περιέγραψαν ως χαοτική την όλη κατάσταση όπως διαμορφώθηκε και ως τέτοια παρέμεινε μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας. Ως εκ τούτου, ήταν ορθή η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι «. βρισκόμαστε αντιμέτωποι, νομικά, με περίπτωση σύμβασης, η οποία για λόγους δικαιολογημένους και ανεξάρτητους της θέλησης των μερών, ήταν αδύνατο να εκτελεστεί». Λόγω αυτής της κατάστασης και ενόψει της φύσης των αντικειμένων που αφορούσε η συμφωνία, το Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι η επιλογή του τερματισμού ήταν απόλυτα δικαιολογημένη.
Εφόσον η αδυναμία εκτέλεσης οφειλόταν σε τρίτους, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη και, συνεπώς, δεν υπήρχε θέμα παράβασης συμφωνίας. Το άρθρο 56(2) του Κεφ. 149, το οποίο προνοεί για ματαίωση συμφωνίας, προέρχεται από το αντίστοιχο άρθρο του ινδικού νόμου. Βάσει της κυπριακής νομολογίας η έννοια της «ματαίωσης» (frustration) διαφέρει από την αντίστοιχη έννοια όπως διαμορφώθηκε στο αγγλικό δίκαιο. Στην υπόθεση Izzet Fadil v. Κυπριακή Εταιρεία Αποθήκευσης Πετρελαιοειδών Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 11, συνοψίζονται οι αρχές της ματαίωσης όπως εφαρμόζονται στο κυπριακό δίκαιο ως ακολούθως:
«Πηγή προέλευσης του Άρθρου 56(2) του Νόμου είναι το αντίστοιχο άρθρο του Ινδικού Νόμου υπό το οποίο η έννοια της «ματαίωσης» (frustration) διαφέρει από την αντίστοιχη έννοια όπως διαμορφώθηκε στο Αγγλικό δίκαιο (βλ. Χenophontos v. Tyrimou (1984) 1 C.L.R. 23, Maison Jenny Limited v. Krashias Footwear Industry Limited (2002) 1 A.A.Δ. 1156). Σχετικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Pollock and Mulla Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η έκδοση, σελ. 402, που υιοθετήθηκε στην KIER (Cyprus) Ltd v. Trenco Construction Ltd (1981) 1 C.L.R. 30.
«The doctrine of frustration comes into play when a contract becomes impossible of performance, after it is made, on account of circumstances beyond the control of parties or the change in circumstances makes the performance of the contract impossible.»»
Το κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αντικειμενικό και, όπως ορθά παρατηρούν οι εφεσίβλητοι, αφορά στο κατά πόσο το επιγενόμενο γεγονός καταλύει το θεμέλιο της σύμβασης. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπίστωσε, στη βάση των γεγονότων, ότι υπήρχε αδυναμία εκτέλεσης της σύμβασης με βάση τους όρους της, λόγω των ενεργειών τρίτων με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση υπέρ τους για την επιστροφή του ποσού της εγγύησης που κατακρατήθηκε από τους εφεσίβλητους. Η επιστροφή χρημάτων λόγω ματαίωσης δεν επιτρεπόταν αρχικά από το κοινοδίκαιο στη βάση και της απόφασης στη Chandler v. Webster (1904) 1 K.B. 493, αφήνοντας έτσι τη ζημία να επιπέσει στους ώμους εκείνων που την υπέστησαν. Η θεωρία ήταν ότι όταν επέλθει ματαίωση «... it does not merely provide one party with a defence in an action brought by the other. It kills the contract itself and discharges both parties automatically.», (Joseph Constantine S.S. Line Ltd v. Imperial Smelting Corp. Ltd (1942) AC 154). Στην πορεία, με τη Fibrosa Spolka Akeyjna v. Fairbairn Lawson Combe Barbour Ltd (1943) AC 32, η θέση αυτή ανατράπηκε ώστε να θεωρείται ότι η αποτυχία της πλήρους αντιπαροχής δεν επισυνέβαινε μόνο όταν το συμβόλαιο ακυρωνόταν εξ υπαρχής, αλλά και όταν χρήματα είχαν πληρωθεί στη βάση ενός υποβάθρου που έχει πλήρως αποτύχει.
Εν προκειμένω, η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τους τρίτους δεν επέτρεπε τη συνέχιση της σύμβασης. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του λόγου που προβλήθηκε στην επιστολή τερματισμού, η συμφωνία δεν μπορούσε να υλοποιηθεί και, με δεδομένο ότι το εμπόρευμα που έπρεπε να μεταφερθεί ήταν σιτηρά που δεν μπορούσαν να μείνουν εκτεθειμένα επί μακρόν, ο τερματισμός της ήταν αναπόφευκτος, χωρίς όμως υπαιτιότητα κανενός από τους συμβαλλομένους. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείτο υπολογισμός των αξιούμενων αποζημιώσεων, εφόσον δεν τίθετο θέμα απόδοσης οποιασδήποτε αποζημίωσης. Συνακόλουθα, και οι λόγοι έφεσης 5 και 6 απορρίπτονται.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το Δικαστήριο όφειλε να επιδίκαζε τόκους τόσο από την ημερομηνία είσπραξης της εγγυητικής ή τουλάχιστον από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.
Το άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60 προνοεί τα ακόλουθα αναφορικά με τον τόκο:
«33.-(1) Καθ' oιαvδήπoτε εvώπιov oιoυδήπoτε δικαστηρίoυ διαδικασίαv, διά τηv είσπραξιv oιoυδήπoτε χρέoυς διά τo oπoίov τόκoς είvαι πληρωτέoς είτε δυvάμει συμφωvίας ή άλλως ως διά vόμoυ πρoβλέπεται, τo δικαστήριov θα επιδικάζη τόκov συμφώvως πρoς τo συμφωvηθέv ή άλλως διά vόμoυ πρoβλεπόμεvov επιτόκιov, διά τηv περίoδov τηv αρχoμέvηv από της ημέρας καθ' ηv τoιoύτoς τόκoς κατέστη απαιτητός μέχρι τελικής απoπληρωμής:
(2) Εκάστη απόφασις, περιλαμβαvoμέvoυ τoυ μέρoυς αυτής τo oπoίov αφoρά εις τα δικηγoρικά έξoδα, εκτός εάv άλλη πρόβλεψις εγέvετo εv τη απoφάσει δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1), θα φέρει, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), τόκο προς 5,5% ετησίως από τηv ημερoμηvία καταχώρησης της αγωγής ή εv σχέσει με εκκρεμoύσες αγωγές, από τηv ημερoμηvία έvαρξης της ισχύoς του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2008, μέχρι τελικής απoπληρωμής τoυ χρέoυς:
..»
Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμφωνία ως προς τον τόκο, το Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε πρόβλεψη και, συνεπώς, ισχύει το άρθρο 33(2) πιο πάνω. Άλλωστε από το συνταχθέν αντίγραφο της απόφασης είναι προφανές ότι επί του επιδικασθέντος ποσού επιδικάστηκε νόμιμος τόκος από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Συνακόλουθα, ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ εναντίον των εφεσειόντων.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ