ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:A363
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 3/2019)
22 Οκτωβρίου, 2020
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Α. ΑΛΕΚΟΥ,
Ενάγων,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εναγόμενος.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Ιωαννίδης με Ι. Ζαχαρία (κα), για Αγγελίδης, Ιωαννίδης,
Λεωνίδου ΔΕΠΕ, για τον Ενάγοντα.
Μ. Τσαγκάρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον
Εναγόμενο.
_ _ _ _ _ _
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο ενάγων καταχώρησε στις 13.9.2008 την Αγωγή υπ΄ αρ. 5283/2008 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αξιώνοντας αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που υπέστη και έξοδα συνεπεία αμέλειας των ιατρών και άλλων λειτουργών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Στις 19.3.2014 εκδόθηκε απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η Αγωγή. Ακολούθησε στις 17.4.2014 η καταχώρηση της έφεσης υπ΄ αρ. 98/2014 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία εκδικάστηκε και εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση στις 4.4.2018.
Με την παρούσα Αγωγή, ο ενάγων αξιώνει, δυνάμει του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμου του 2010, Ν.2(1)/2010 (στο εξής «ο Νόμος»), τις ακόλουθες θεραπείες:
(Α) €90.000 ως ειδικές αποζημιώσεις και/ή χρηματική ζημιά και/ή απώλεια, και
(Β) γενικές αποζημιώσεις και/ή δίκαιη και/ή εύλογη αποζημίωση και/ή άλλη δίκαιη θεραπεία που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις για τον ψυχικό πόνο και/ή την ταλαιπωρία που υπέστη, συνεπεία της παραβίασης του δικαιώματός του στη διάγνωση σε εύλογο χρόνο των αστικών του δικαιωμάτων στην Πολιτική Έφεση 98/2014.
Η αξίωση του ενάγοντα αρχικά επεκτεινόταν τόσο στην κατ΄ ισχυρισμό καθυστέρηση διάγνωσης των δικαιωμάτων του στην πρωτόδικη διαδικασία, όσο και στη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, όμως, περιόρισε την αξίωσή του μόνο στη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου και, συνεπώς, μόνο αυτή θα απασχολήσει στα πλαίσια της παρούσας.
Με την υπεράσπιση ο εναγόμενος απορρίπτει τους ισχυρισμούς του ενάγοντα και ισχυρίζεται ότι ο χρόνος εκδίκασης της έφεσης ήταν εύλογος και, συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματός του σε διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων σε εύλογο χρόνο.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα, τα οποία δεν χρειάζεται να εκτεθούν στην ολότητά τους. Αφενός γιατί η αξίωση του ενάγοντα περιορίστηκε - και ορθώς - στην κατ΄ ισχυρισμό καθυστέρηση ολοκλήρωσης της έφεσης και αφετέρου γιατί έχει στο επίκεντρό της συνυφασμένες με την καθυστέρηση ζημίες. Κατά συνέπεια ό,τι χρειάζεται να παραθέσουμε για σκοπούς της παρούσης είναι τα ακόλουθα, τα οποία αποδίδουν και την ουσία των παραδεκτών γεγονότων.
Ο ενάγων ενεπλάκη σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 23.9.2006, συνεπεία του οποίου τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όπου διαγνώστηκε ότι υπέστη διάστρεμμα του αυχένα και εγκεφαλική διάσειση και κρατήθηκε για νοσηλεία για δύο μέρες. Δύο μήνες όμως μετά, στις 29.11.2007, υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία, η οποία αποκάλυψε την ύπαρξη κατάγματος στη βάση του οδόντος του άξονα Α2. Ακολούθησε χειρουργική επέμβαση σε εξειδικευμένο κέντρο στη Σουηδία όπου έτυχε οπισθίας καθήλωσης και στερεοποίησης του κατάγματος. Με αυτό ως δεδομένο, ο ενάγων καταχώρισε στις 13.9.2008 την υπ΄ αρ. 5283/2008 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, καταλογίζοντας στους ιατρούς του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας αμέλεια για τη μη έγκαιρη διάγνωση του κατάγματος.
Η προαναφερθείσα αγωγή απορρίφθηκε μετά από ακροαματική διαδικασία στις 19.3.2014 και στις 17.4.2014 ο ενάγων καταχώρισε την υπ΄ αρ. 98/2014 Πολιτική Έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία ορίστηκε για προδικασία στις 22.1.2016, οπόταν και δόθηκαν οδηγίες για την καταχώριση περιγραμμάτων εντός των θεσμοθετημένων προθεσμιών.
Ο ενάγων καταχώρισε το περίγραμμά του στις 7.3.2016 και ο εναγόμενος στις 14.7.2016, και αυτό μετά που ο ενάγοντας συγκατατέθηκε σε παράταση του χρόνου καταχώρισής της για 45 ημέρες. Ακολούθησε, στις 26.10.2016, επιστολή του ενάγοντα για επίσπευση της διαδικασίας εκδίκασης της έφεσης λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και, τελικά, η έφεση ορίστηκε για ακρόαση στις 22.2.2018 και την ιδία ημέρα επιφυλάχθηκε απόφαση, η οποία δόθηκε 4.4.2018. Με επιτυχή για τον ενάγοντα κατάληξη εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, εκδίδοντας προς όφελος του απόφαση για (1) για το ποσό των €100.000,00 γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία, με νόμιμο τόκο από τις 19.3.2014, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρι εξόφλησης, (2) για το ποσό των €2.341,26 συμφωνηθείσες ειδικές ζημιές, με νόμιμο τόκο από τις 19.3.2014 μέχρι εξόφλησης, (3) για το ποσό των €20.000,00 έξοδα μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στην έφεση (4) για το ποσό των €100.440,00 έξοδα φυσιοθεραπείας, υδροθεραπείας και φάρμακα από 19.3.2014 μέχρι 19.3.2041, με νόμιμο τόκο από 19.3.2014 μέχρι εξόφλησης, (5) για το ποσό των €161.740,00 για απώλεια απολαβών από 1.4.2007 μέχρι 19.3.2014, με νόμιμο τόκο από 19.3.2014 μέχρι εξόφλησης, (6) για το ποσό των €232.440,00 για απώλεια μελλοντικών απολαβών υπό τύπο γενικών αποζημιώσεων, με νόμιμο τόκο από 19.3.2014 μέχρι εξόφλησης.
Επιπροσθέτως του πιο πάνω παραδεκτού πραγματικού πλαισίου, ο ενάγων υιοθέτησε γραπτή του δήλωση στην οποία ισχυρίζεται ότι, λόγω του χρόνου που διήρκησε η διάγνωση των δικαιωμάτων του από το Εφετείο, κινδύνευσε να χάσει την οικία του στην οποία διέμενε, εφόσον οι σωματικές βλάβες που υπέστη τον κατέστησαν ανίκανο για εργασία, με αποτέλεσμα από τις 28.3.2007 να μην είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στις δανειακές του υποχρεώσεις και να αποπληρώσει το στεγαστικό δάνειο που διατηρούσε στον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης. Προς τούτο, κατέθεσε καταστάσεις λογαριασμού του δανείου, όπου φαίνονται τα υπόλοιπα ποσά του δανείου και των επιβληθέντων τόκων κατά την 31.12.2014, 31.12.2015, 30.12.2016, 29.12.2017 και 31.12.2018.
Ο ενάγων επικαλέστηκε περαιτέρω χρηματική απώλεια επειδή του αποστερήθηκε νόμιμος τόκος συνολικού ύψους €80.000, καθότι το Εφετείο του επιδίκασε τόκο επί των αποζημιώσεων από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης και όχι από την ημερομηνία που έγινε η λανθασμένη διάγνωση ή από την ημέρα που διαπιστώθηκε αυτή ή από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.
Τέλος, ισχυρίστηκε πως, λόγω των οικονομικών του δυσκολιών, δεν ήταν σε θέση να καλύπτει στοιχειώδεις ανάγκες του ιδίου και της οικογένειάς του, εφόσον ήταν ανίκανος για εργασία, και η σύζυγος του ανέλαβε την φροντίδα του και των τριών ανήλικων τέκνων του, με την οικογένεια να ζει σε καταστάσεις εξαθλίωσης, με άμεσες επιπτώσεις στη ζωή των παιδιών του. Κατά την αντεξέταση διευκρίνισε ότι το δάνειο που επικαλέστηκε ήταν από κοινού με τη σύζυγό του.
Η αμφισβήτηση της αξίωσης από πλευράς της Δημοκρατίας δεν αφορούσε τα γεγονότα που αναφέρθηκαν από το μάρτυρα, αλλά το κατά πόσο δικαιούτο να αξιώνει τα διάφορα ποσά που επικαλέστηκε.
Έχουμε εξετάσει ό,τι τέθηκε ενώπιον μας, έχοντας υπόψιν ότι οι αρχές που διαμορφώθηκαν από το ΕΔΑΔ για χορήγηση αποζημιώσεων, λόγω παραβίασης του δικαιώματος ενός διαδίκου σε διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων σε εύλογο χρόνο, κωδικοποιούνται στο άρθρο 11 του Νόμου, που έχει ως ακολούθως:
«11. Το δικαστήριο προκειμένου να κρίνει κατά πόσο παραβιάστηκε το δικαίωμα του ενάγοντα ή του αιτητή σε διάγνωση σε εύλογο χρόνο αστικών του δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε αγωγή δυνάμει των άρθρων 4 και 5 και σε πρωτογενή αίτηση δυνάμει των άρθρων 7 και 8, λαμβάνει υπόψη -
(α) το συνολικό χρόνο που εκκρεμεί ή που διήρκεσε η διάγνωση των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στην υπόθεση λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο καταχώρισής της στο δικαστήριο και, όπου είναι σχετικός, οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο,
(β) τη φύση της υπόθεσης στην οποία κατά τον ισχυρισμό του ενάγοντα ή του αιτητή παραβιάστηκε το δικαίωμά του,
(γ) την τυχόν πολυπλοκότητα της εν λόγω υπόθεσης,
(δ) τη συμπεριφορά του ενάγοντα ή αιτητή στη διαδικασία της υπόθεσης,
(ε) τη συμπεριφορά των δικαστικών αρχών στα διάφορα στάδια και διαδικασίες της υπόθεσης, περιλαμβανομένων, όπου είναι σχετικές, των διαδικασιών εκτέλεσης, και την προώθηση της υπόθεσης στα εν λόγω στάδια και διαδικασίες,
(στ) τη συμπεριφορά άλλων αρχών της Δημοκρατίας, όπου είναι σχετική, στο στάδιο και στις διαδικασίες εκτέλεσης, όπως και σε τυχόν σχετικά στάδια και διαδικασίες που προηγήθηκαν της καταχώρισης της υπόθεσης στο δικαστήριο,
(ζ) οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες που εκάστοτε λαμβάνει υπόψη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως σχετικούς με το υπό κρίση ζήτημα όπως προκύπτουν από τη σχετική με το θέμα νομολογία του.»
Στην υπόθεση Δημητρίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2014) 1 ΑΑΔ 716, ECLI:CY:AD:2014:A219 υποδείχθηκε ότι δεν υπάρχουν στερεότυπες παράμετροι για τη διαπίστωση του εύλογου χρόνου. Ανάλογα με την περίσταση και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης ο εύλογος χρόνος μπορεί να επεκτείνεται ή να σμικρύνεται. Στην εν λόγω απόφαση γίνεται αναφορά σε νομολογία του ΕΔΑΔ ως προς τα κριτήρια με βάση τα οποία κρίνεται η παραβίαση του εύλογου χρόνου ως ακολούθως:
«Στην Frydlender v. France (2001) 31 EHRR 1152, αποφασίστηκε ότι το εύλογο της διάρκειας της όλης εκκρεμοδικίας πρέπει να συνεκτιμάται υπό το φως των όλων περιστατικών της υπόθεσης, με ειδική αναφορά στο περίπλοκο της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των διαδίκων και των αρμοδίων αρχών και τι διακυβεύεται για τον αιτητή στην κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Ταυτόχρονα, έχει λεχθεί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να οργανώσουν το νομικό τους σύστημα κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα Δικαστήρια της χώρας να διασφαλίζουν σε κάθε πολίτη το δικαίωμα σε τελική απόφαση εντός ευλόγου χρόνου. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Bottazzi ν. Italy, Αppl. 34884/97, 28.7.1999, το αντικείμενο της πρόνοιας του ΄Αρθρου 6(1) της Σύμβασης είναι να προστατεύει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο από του να ζει για υπέρμετρο χρόνο κάτω από το άγχος της αβεβαιότητας, και γενικότερα, να διασφαλίζεται ότι η δικαιοσύνη αποδίδεται χωρίς καθυστερήσεις, οι οποίες και θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της. Το ΕΔΑΔ δεν αναγνωρίζει ως παράγοντα καθυστέρησης την έννοια του ότι οι ίδιοι οι διάδικοι είναι υπεύθυνοι για την πρόοδο της διαδικασίας, (Wemholf v. FRG A 7 (1968)). Αποτελεί αντίθετα, υποχρέωση του κράτους να βεβαιώνει ότι η όλη διαδικασία έχει την αναμενόμενη πρόοδο, (Union Alimentaria Sanders SA v. Spain 12 EHRR 24). Ο διάδικος, από την άλλη, έχει την ευθύνη να επιδείξει την αναγκαία σπουδή στην προώθηση της υπόθεσης του λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία διαδικαστικά βήματα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα παρελκυστικές τακτικές, (Monnet v. France A 273-A (1993)).
Όπως έχει αναφερθεί ήδη δεν υπάρχουν στερεότυπα ως προς τον καθορισμό του ευλόγου χρόνου. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου, ενώ αποδέχεται ότι μικρές περίοδοι χρόνου αναβολών δυνατόν να είναι αναγκαίες και ενσωματωμένες σε ένα σύστημα δικαίου, τις θέτει ταυτόχρονα κάτω από την ευρύτερη προϋπόθεση ότι ο γενικότερος χρόνος εκδίκασης της υπόθεσης δεν είναι υπερβολικός. Ετσι στην Pretto v. Italy, 6 EHRR 182, καθυστερήσεις αρκετών εβδομάδων πριν ακουστεί η έφεση και πριν την έκδοση της απόφασης, αν και θα μπορούσαν να αποφευχθούν, δεν ήσαν επαρκείς να θεμελιώσουν την κατάληξη ότι η συνολική έκταση της εκκρεμοδικίας των τριών ετών και έξι μηνών, ήταν υπερβολική. Από την άλλη, ακόμη και μια μοναδική και ανεξήγητη καθυστέρηση επαρκούς διάρκειας, ανεξάρτητα από το συνολικό χρόνο εκδίκασης, μπορεί να θεμελιώσει παραβίαση, (Bunate Bunkate v. Netherlands 19 EHRR 477).»
Αναφορικά με το τέταρτο κριτήριο που έχει καθορίσει η νομολογία του ΕΔΑΔ ως προς το τι διακυβεύεται για τον αιτητή, συσχετίζεται κυρίως με την αναγκαιότητα γρήγορης εκδίκασης, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που αφορούν τον αιτητή. Τέτοιου είδους υποθέσεις είναι αυτές που αφορούν αποζημιώσεις των θυμάτων αυτοκινητιστικών ατυχημάτων, τις διαφορές που αφορούν συνταξιοδοτικές παροχές και εργατικές διαφορές (βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ερμηνεία Κατ΄άρθρο, 2η έκδοση, 295-296).
Σχετικές με τα γεγονότα της παρούσας είναι οι υποθέσεις Martins Moreira ν. Πορτογαλίας, Αίτηση υπ΄ αρ. 11371/85, ημερομηνίας 26.10.1988, και Silva Pontes v. Πορτογαλίας, Αίτηση υπ΄ αρ. 14940/89, ημερομηνίας 23.3.1994, που αφορούσαν διαδικασίες για τον καθορισμό αποζημίωσης θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων, όπου κρίθηκε ότι, σε τέτοιου είδους υποθέσεις, θα πρέπει να επιδεικνύεται ιδιαίτερη επιμέλεια στην προώθησή τους.
Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, η έφεση ολοκληρώθηκε εντός τριών ετών, 11 μηνών και 18 ημερών. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση M.D. Cyprus Soya Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα Αρ. Αγωγής 1/2018, ημερομηνίας 25.2.2019, «ο συνολικός χρόνος εκδίκασης της έφεσης δεν είναι καθορισμένος νομοθετικά, αλλά το εύλογο του χρόνου εκδίκασης εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης». Εν προκειμένω, η υπόθεση αφορούσε ιατρική αμέλεια και τέτοιου είδους υποθέσεις είναι αρκετά πολύπλοκες. Παρά ταύτα, το Εφετείο εξέδωσε την απόφασή του σε σύντομο χρόνο μετά την επιφύλαξή της. Ο ενάγων καταχώρισε εντός της προκαθορισθείσας ημερομηνίας το περίγραμμα αγόρευσής του και η καθυστέρηση στην καταχώρηση του περιγράμματος της Δημοκρατίας, στην οποία συγκατατέθηκε ο ενάγων, δεν ήταν μεγάλη. Με δεδομένο, όμως, ότι η έφεση αφορούσε απαίτηση για αποζημιώσεις θύματος αμέλειας, όπου ο εφεσείων ήταν ανίκανος για εργασία, ενώ υπήρχε και ανάγκη για περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις, αυτά που διακυβεύοντο ήταν τα απαραίτητα για τη διαβίωση του ίδιου και της οικογένειάς του και, συνεπώς, θεωρούμε ότι υπό αυτές τις περιστάσεις, η διαδικασία της έφεσης έχει υπερβεί τον εύλογο χρόνο. Και αυτό, ανεξαρτήτως του ότι οι λόγοι που δεν εκδικάστηκε η έφεση προγενέστερα συναρτώνται με τον όγκο των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Από την άλλη, δε θα μπορούσε ο εύλογος χρόνος να καθοριστεί στον πραγματικό χρόνο που χρειάστηκε για την καταχώριση των περιγραμμάτων και της ακρόασης μέχρι την έκδοση της απόφασης, που σύμφωνα με τον κ. Ιωαννίδη ανέρχεται στους επτά μήνες. Δεν μπορεί να αναμένεται από το Ανώτατο Δικαστήριο μίας χώρας, όπου εκκρεμεί μεγάλος όγκος υποθέσεων, να εκδικαστεί μία υπόθεση εντός του «πραγματικού» χρόνου εκδίκασης της έφεσης. Το γεγονός, όμως, παραμένει ότι, με δεδομένη τη φύση της υπόθεσης, όπως έχει προσδιοριστεί πιο πάνω, παρατηρείται παραβίαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης.
Ως εκ των ανωτέρω, ο αιτητής δικαιούται να αποζημιωθεί για ζημία ή βλάβη μη χρηματικής φύσης λόγω της πιο πάνω διαπιστωθείσας παράβασης, δυνάμει του άρθρου 12(β) του Νόμου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενάγοντα εισηγήθηκε πως το ποσό που θα πρέπει να του αποδοθεί είναι €10.000, ενώ η πλευρά της Δημοκρατίας το ποσό των €1.500.
Περαιτέρω, ο ενάγων αξιώνει ποσό €21,224.15 σε σχέση με επιβαρύνσεις που χρεώθηκαν στο δάνειό του στον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης (ΟΧΣ), το οποίο είχε συνάψει μαζί με τη σύζυγό του. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Τεκμ. 1 (καταστάσεις λογαριασμού του ΟΧΣ) την 31.12.2014, οι χρεώσεις ανέρχοντο στο ποσό των €5.975,25, την 31.12.2015 στο ποσό των €5.516,46, την 30.12.2016 στο ποσό των €5.295,83, την 29.12.2017 στο ποσό των €5.350,32 και την 31.12.2018 στο ποσό των €5.300,12.
Σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου ο ενάγων, σε τέτοιου είδους υποθέσεις, δικαιούται αποζημιώσεις για τυχόν χρηματική ζημιά, απώλεια, έξοδα και δαπάνες που έχει αποδεδειγμένα υποστεί λόγω της παράβασης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να καταδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ποσού που αξιώνεται με την παραβίαση.
Εν προκειμένω, ο ενάγων αξιώνει ποσά που χρεώθηκε ο λογαριασμός δανείου που είχε με τη σύζυγό του κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες που εκτείνονται πέραν του χρόνου που διήρκεσε η διαδικασία της έφεσης. Υπενθυμίζεται ότι η έφεση καταχωρήθηκε στις 17.4.2014 και η απόφαση του Εφετείου εκδόθηκε στις 4.4.2018. Ακόμα, όμως, και εάν περιοριζόταν το ποσό στις χρεώσεις που έγιναν κατά το χρόνο που διήρκεσε η έφεση, πάλι η προσέγγιση είναι εσφαλμένη καθότι, μεταξύ άλλων, δεν λαμβάνει υπόψη τον εύλογο χρόνο που απαιτείται για την εκδίκαση της έφεσης έτσι ώστε το αξιούμενο ποσό να συναρτάται με την παραβίαση. Πέραν τούτου, ο ενάγων με την έφεση πέτυχε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και την επιδίκαση μεγάλων χρηματικών ποσών ως αποζημιώσεις, για τις οποίες του έχει αποδοθεί και τόκος, ο οποίος κάλυπτε την περίοδο που διαρκούσε η έφεση. Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι δεν μπορεί να του αποδοθεί ούτε αυτό το ποσό. Το ίδιο ισχύει και για την αξίωση του για απώλεια τόκου €80.000, καθότι αυτό που ουσιαστικά ζητά είναι η ανατροπή, μέσω της παρούσης αγωγής, της απόφασης του Εφετείου, κάτι που είναι ανεπίτρεπτο, εφόσον θα μετέτρεπε το παρόν Δικαστήριο σε Δικαστήριο τρίτου βαθμού.
Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι ο ενάγων αυτό που δικαιούται είναι αποζημιώσεις για βλάβη μη χρηματικής φύσης που έχει υποστεί λόγω της παραβίασης. Έχοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, όπως έχουν αναλυθεί πιο πάνω, κρίνουμε ότι το συνολικό ποσό των €1.500 αποτελεί εύλογη και δίκαιη αποζημίωση.
Συνακόλουθα, εκδίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντα για το ποσό των €1.500, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, πλέον έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ