ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A334
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E205/2014
6 Οκτωβρίου, 2020
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΠΟΠ,
Εφεσείοντα/Καθ΄ ου η Αίτηση,
- ΚΑΙ -
xxx ΑΤΙΝΑ ΕΥΤΥΧΙΟΥ ΤΟ ΓΕΝΟΣ xxx ΚΡΕΝΚΑ,
Eφεσίβλητης/Καθ΄ ης η Αίτηση.
----------------------
Χριστάκης Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα.
Γιώργος Τσαρδελής για Ηλίας Νεοκλέους και Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο εφεσείων στις 7.4.2009, διορίστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ως διαχειριστής της περιουσίας και των υποθέσεων της συζύγου του, βάσει των σχετικών προνοιών του περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανικάνων Προσώπων Νόμου του 1996 (Ν.23(Ι)/1996) («ο Νόμος»), μετά από αίτησή του η οποία πήρε τον αριθμό 4/2009. Η σύζυγος του εφεσείοντα, στην οποία θα αναφερόμαστε ως «ΜΚ», είχε καταστεί τετραπληγική συνεπεία τροχαίου ατυχήματος.
Τον Ιούνιο 2010, ο εφεσείων εισέπραξε το ποσό των 250.000 από το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων, για τις σωματικές βλάβες που υπέστη η ΜΚ συνεπεία του ατυχήματος, το οποίο κατάθεσε επ' ονόματί του υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας της σε λογαριασμό στην Λαϊκή Τράπεζα. Έκτοτε, ο εφεσείων λάμβανε και το ποσό των 1.400 (περίπου) μηνιαίως ως επίδομα, για λογαριασμό της.
Στις 8.9.2014, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, εγκρίνοντας σχετική αίτηση της εφεσίβλητης, αδελφής της ΜΚ, η οποία υπεβλήθη στα πλαίσια της ως άνω Αίτησης Διαχείρισης 4/2009, έπαυσε τον εφεσείοντα από διαχειριστή της περιουσίας της ΜΚ και διόρισε την εφεσίβλητη ως διαχειρίστρια σε αντικατάστασή του, («η τελική απόφαση»).
Βασική θέση της εφεσίβλητης ήταν ότι ο διαχειριστής, εφεσείων, ενεργούσε «δολίως και/ή με αμέλεια». Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθεντο στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση της ο εφεσείων, κατά παράβαση του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 7.4.2009, «αμελούσε και/ή αρνείτο να καταθέσει απογραφή της περιουσίας της ανίκανου εντός 3 μηνών από της έκδοσης του διατάγματος και ακολούθως να υποβάλλει κατάσταση λογαριασμού ώστε να ελέγχεται από τον Πρωτοκολλητή». Με καθυστέρηση περίπου δύο ετών και μετά από δική της παρέμβαση, κατάθεσε στον Πρωτοκολλητή «κάποιες αποδείξεις» αναφορικά με την περιουσία της ανικάνου. Του καταλόγισε, επίσης, ότι σε λιγότερο από ένα χρόνο ξόδεψε «αμελώς» όλη την αποζημίωση που έλαβε η ΜΚ συνεπεία του ατυχήματος και φιλοξενούσε συγγενικά του πρόσωπα στη συζυγική κατοικία, τα οποία συντηρούσε με χρήματα από την περιουσία της.
Ο εφεσείων αντέδρασε με την καταχώριση ειδοποίησης ένστασης, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης περί ανάλωσης του ποσού της αποζημίωσης, ως αβάσιμες και αναληθείς. Ειδικότερα για το ζήτημα της μη καταχώρισης απογραφής και λογαριασμών, παραδέχτηκε ότι υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή τους, λόγω των πολλών υποχρεώσεων του έναντι της ΜΚ, η οποία έχρηζε διαφόρων ιατρικών εξετάσεων και θεραπειών καθώς και του όγκου των αποδείξεων και του βεβαρημένου προγράμματος του δικηγόρου που θα τον βοηθούσε στην ετοιμασία και υποβολή της απογραφής. Ήγειρε, παράλληλα, αριθμό νομικών λόγων γιατί η αίτηση της εφεσίβλητης δεν μπορούσε να επιτύχει, στους οποίους δεν θεωρούμε αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά στο παρόν στάδιο.
Προσεγγίζοντας την αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε - ακολουθώντας παρόμοια πορεία με το πρωτόδικο Δικαστήριο στη Θεμιστοκλέους ν Λεωνίδου (2005) 1 ΑΑΔ 417, από την οποία άντλησε καθοδήγηση - ότι τα «κρίσιμα ζητήματα» που έπρεπε να απαντηθούν ήταν τα ακόλουθα δύο:
«.κατά πόσο ο διαχειριστής παρέλειψε να υποβάλει, ως είχε υποχρέωση, σωστούς λογαριασμούς διαχείρισης και να ικανοποιήσει παρατηρήσεις του πρωτοκολλητή που αφορούσαν στη διεξαγωγή της διαχείρισης και δεύτερο, κατά πόσο ο διαχειριστής απέσυρε από λογαριασμό της ανικάνου χιλιάδες ευρώ χωρίς άδεια του δικαστηρίου».
Στη συνέχεια, αφού εξέτασε και έδωσε θετική απάντηση στα ερωτήματα που έθεσε, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα αντικατάστασης του εφεσείοντα με την εφεσίβλητη, δίδοντας παράλληλα οδηγίες όπως εντός 7 ημερών από την επίδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, ο εφεσείων παραδώσει στη νέα διαχειρίστρια όλα τα σχετικά έγγραφα που αφορούσαν στη διαχείριση. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
«Η παράλειψη του διαχειριστή να υποβάλει απογραφή μέσα σε 30 ημέρες και λογαριασμούς μέσα σε 12 μήνες αφότου διορίστηκε διαχειριστής καθώς και η συνεχισθείσα παράλειψη του να συμμορφωθεί, παρά τη σχετική ειδοποίηση του Πρωτοκολλητή, είναι ένα στοιχείο το οποίο συνεκτιμούμενο με τις συνεχείς αναλήψεις μεγάλων ποσών χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου από τον λογαριασμό της ανικάνου προσώπου συνηγορούν υπέρ της κατάληξης ότι ο διαχειριστής έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο την περιουσία της ανικάνου προσώπου. Η δυστροπία του να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις και οδηγίες του Πρωτοκολλητή και η παράλειψή του να εκτελέσει τις υποχρεώσεις που ο Νόμος επιβάλλει στο διαχειριστή αλλά και η εν γένει συμπεριφορά του συνιστά συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή της περιουσίας του ανικάνου προσώπου και για αυτό θα πρέπει να απαλλαγεί από τα καθήκοντα και τη θέση που κατέχει, ιδιαίτερα λόγω του ότι αναμένεται και η κατάθεση άλλου ποσού στον λογαριασμό του ανίκανου προσώπου».
Δέον εδώ να σημειωθεί ότι, εκκρεμούσης της διαδικασίας της αίτησης της εφεσίβλητης για αντικατάσταση του εφεσείοντα («η αίτηση αντικατάστασης»), το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 13.1.2014 εξέδωσε διάταγμα προσωρινού διορισμού της εφεσίβλητης ως διαχειρίστριας της περιουσίας της ΜΚ, αντικαθιστώντας τον εφεσείοντα, μέχρι την τελική εκδίκαση της αίτησης αντικατάστασης.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα των αποφάσεων αυτών, ενδιάμεσης και τελικής, καθώς και της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει αίτηση του εφεσείοντα, για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, στη βάση δεκαέξι λόγων έφεσης εδραιωμένων, κατά το πλείστον, στους λόγους ένστασης που πρόβαλε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης με τη λογική τους σειρά.
Προκρίνεται η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται η δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου με γνώμονα τη θέση ότι: (α) η αξία της περιουσίας του ανικάνου προσώπου υπερέβαινε το ποσό των 100.000, που ήταν το ανώτατο όριο της καθ' ύλην δικαιοδοσίας της Επαρχιακού Δικαστή που εξέδωσε τα προσβαλλόμενα διατάγματα ημερομηνίας 13.1.2014 και 8.9.2014 αντίστοιχα, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 22(3)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960)˙ και (β) με την αίτηση αντικατάστασης ζητείτο η έκδοση διαταγμάτων καταβολής από τον εφεσείοντα, ως αποζημίωση, ποσού πέραν των 150.000, το οποίο επίσης υπερέβαινε το άνω ανώτατο όριο της καθ' ύλην δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Παρόλο που στην ειδοποίηση ένστασης του εφεσείοντα καταγράφηκε ως λόγος ένστασης ότι το Δικαστήριο στερείτο εξουσίας να εκδώσει τα αιτούμενα από την εφεσίβλητη διατάγματα, η θέση αυτή δεν εξειδικεύτηκε στην ένταση ούτε και προωθήθηκε πρωτοδίκως. Η τακτική του εφεσείοντα να επαναφέρει το ζήτημα αυτό με την έφεση είναι αποδοκιμαστέα. Θέματα δικαιοδοσίας δικαστηρίου πρέπει να τίθενται με την πρώτη ευκαιρία και να προωθούνται το συντομότερο. Παρά ταύτα, το Εφετείο έχοντας υποχρέωση, εφόσον πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης, να ακυρώσει διάταγμα που εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία, ενεργώντας προς τούτο ακόμη και αυτεπάγγελτα, (βλ. μεταξύ άλλων Κούρου ν. Κόνου (2014) 1 ΑΑΔ 2192, ECLI:CY:AD:2014:A764), θα προχωρήσουμε στην εξέταση του ζητήματος.
Σχετικά είναι τα αιτητικά 3 και 4 της αίτησης αντικατάστασης με τα οποία η εφεσίβλητη ζητούσε, αντίστοιχα, διατάγματα για την καταβολή από τον εφεσείοντα (α) οποιουδήποτε ποσού ήθελε βρεθεί από το Δικαστήριο ότι κρατείτο από αυτόν «σαν καταπίστευμα» και (β) «σαν αποζημίωση», οποιουδήποτε ποσού ήθελε βρεθεί από το Δικαστήριο ότι προκλήθηκε από αμέλεια του εφεσείοντα στη βάση, μεταξύ άλλων, ότι εντός περιόδου λιγότερης του ενός έτους ο εφεσείων σπατάλησε, για δικούς του σκοπούς, ποσά πέραν των 150.000.
Τα ποσά που αναφέρονταν στα αιτητικά 3 και 4 της αίτησης αντικατάστασης ως σπαταληθέντα από τον εφεσείοντα για προσωπικούς του σκοπούς, δεν καθόριζαν την επίδικη διαφορά, ούτε προσεγγίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως τέτοια. Βασικός στόχος της αίτησης, η οποία ερειδόταν σε πρόνοιες του Νόμου 23(Ι)/1996, ήταν η απαλλαγή του εφεσείοντα από διαχειριστή της περιουσίας της ΜΚ και η αντικατάστασή του με την εφεσίβλητη. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ήταν αρμόδιο να αποφανθεί για το ζήτημα, με βάση την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του Νόμου.[1] Οι δε εξουσίες του, ως αρμόδιου Δικαστηρίου επιλαμβανομένου της αίτησης αντικατάστασης, καθορίζονταν και οροθετούνταν από τα άρθρα 5(1) και 6(1) του Νόμου. Δεν εκτείνονταν στην χορήγηση της θεραπείας του είδους που διατυπώνεται στα αιτητικά (3) και (4) της αίτησης, τα οποία ορθά δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως, δεν τίθεται προς εξέταση θέμα καθ' ύλην αρμοδιότητας της Επαρχιακής Δικαστού που επιλήφθηκε της αίτησης αντικατάστασης, με βάση τα αιτητικά 3 και 4 της αίτησης, αφού η δυνατότητα χορήγησης της θεραπείας αυτής εκφεύγει των εξουσιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου που του παρέχει ο Νόμος.
Η απόρριψη της θέσης του εφεσείοντα, σύμφωνα με την οποία η εφεσίβλητη δεν είχε ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι είχε συμφέρον στην περιουσία της ΜΚ ή locus standi, κατά τα απαιτούμενα του άρθρου 4 του Νόμου, αποτελεί το αντικείμενο του 6ου λόγου έφεσης. Οι εξουσίες του Δικαστηρίου δυνάμει του Νόμου, ενεργοποιούνται, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 4, «κατόπιν αίτησης ή άλλων γραπτών παραστάσεων πού υποβάλλονται από ενδιαφερό΅ενο πρόσωπο». «Ενδιαφερόμενο πρόσωπο» κατά το εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου, σημαίνει:
«(α) Το σύζυγο ή τη σύζυγο του ανίκανου προσώπου, τον πατέρα, τη μητέρα και τους κατιόντες αυτού.
(β) το Διευθυντή Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. και
(γ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ικανοποιεί το αρμόδιο δικαστήριο για το συμφέρον του στην περιουσία του ανίκανου προσώπου.»
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη, η οποία είναι η μόνη συγγενής της ΜΚ, έχει κατά νόμο συμφέρον «να διασφαλίσει ότι η περιουσία της χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο που να της διασφαλίζει καλή ποιότητα ζωής» μας βρίσκει σύμφωνους. Ως αδελφή της ΜΚ και μόνη συγγενής της στην Κύπρο, η εφεσίβλητη είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εφαρμογή του Νόμου, το οποίο θεμελίωνε επαρκώς το απαραίτητο locus standi για την υποβολή της αίτησης αντικατάστασης.
Ο εφεσείων εισηγείται επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του ότι η αίτηση αντικατάστασης ηγέρθη πρόωρα, κατά παράβαση του άρθρου 9 του Νόμου (5ος λόγος). Αναφερόμενος σε συγκεκριμένες πρόνοιες της εν λόγω νομοθετικής διάταξης, ισχυρίζεται ότι «έστω και αν ο Πρωτοκολλητής δεν έπραξε αυτοβούλως τα όσα ορίζει το άρθρο 9», η εφεσίβλητη όφειλε, πριν από την καταχώρηση της αίτησης αντικατάστασης, να ζητήσει να επιθεωρήσει τους λογαριασμούς που υπέβαλε ο εφεσείων και αν διαπίστωνε κάτι μεμπτό, τότε μόνο να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω βήματα. Συνεπώς, η αίτηση της έπρεπε να είχε απορριφθεί ως πρόωρη.
Το άρθρο 9 του Νόμου, όπως προκύπτει και από τον πλαγιότιτλο, αφορά στα καθήκοντα και ευθύνες διαχειριστή. Τίποτε στο εν λόγω άρθρο δεν εναποθέτει σε πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 4 του Νόμου, όπως στην προκειμένη περίπτωση, υποχρέωση επιθεώρησης προηγουμένως των λογαριασμών της διαχείρισης ως προϋπόθεση για την έγκυρη καταχώριση της αίτησης - εν προκειμένω για την απαλλαγή διαχειριστή - όπως εισηγείται ο εφεσείων. Κρίνεται αβάσιμο και αυτό το παράπονο του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων παραπονείται εξάλλου για την ορθότητα απόφασης (ruling) του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 16.6.2014 να αντιμετωπίσει και εκδικάσει την αίτηση αντικατάστασης «ως ενδιάμεση αίτηση», καθώς και για την απόρριψη της θέσης του, με την τελική απόφαση του Δικαστηρίου, ότι η αίτηση αντικατάστασης ήταν παράτυπη γιατί δεν «εισάχθηκε» ως πρωτογενής αίτηση ή εναρκτήρια κλήση και αποτελούσε «λανθασμένο εναρκτήριο μέσο» (3ος λόγος έφεσης).
Επισημαίνουμε, κατ' αρχάς, ότι δεν εκδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο οποιαδήποτε απόφαση στις 16.6.2014, η οποία να αφορά στην αίτηση αντικατάστασης. Κατά την έναρξη της ακρόασης της αίτησης αντικατάστασης τέθηκε, πράγματι, θέμα διαδικασίας από αμφότερους τους συνηγόρους των διαδίκων, υποστηρίζοντας, ο συνήγορος του εφεσείοντα ότι απαιτείτο η προσκόμιση μαρτυρίας, ο δε συνήγορος της εφεσίβλητης ότι η διεξαγωγή της ακρόασης έπρεπε να γίνει στη βάση των ενόρκων δηλώσεων με δικαίωμα αντεξέτασης των ενόρκων δηλούντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άντλησε καθοδήγηση από τη Θεμιστοκλέους - στην οποία αναφέρεται ότι οι εκεί διάδικοι αντεξετάστηκαν κατά την ακρόαση της υπόθεσης - και την πρακτική που εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο σε παρόμοιες υποθέσεις, με ενδιάμεση απόφασή του, που έδωσε στις 2.6.2014, δέχτηκε τη θέση της εφεσίβλητης για τη διεξαγωγή της διαδικασίας στη βάση των ενόρκων δηλώσεων, όπως προβλέπεται και από την Δ.48,θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών («οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας»), την οποία επικαλείτο στην αίτησή της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύθηκε το ζήτημα του τύπου της αίτησης στην τελική του απόφαση στην αίτηση αντικατάστασης, προσεγγίζοντας το ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με το ίδιο τον Ν. 23(Ι)/96 και συγκεκριμένα το άρθρο 18 εφαρμόζονται κατ' ακολουθία οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί αλλά και οι περί Διανοητικά Ασθενών Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Κεφ. 120). Το άρθρο 4(2)(γ) του ίδιου Νόμου επιτρέπει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο ικανοποιεί το Δικαστήριο για το συμφέρον του στην περιουσία του ανικάνου προσώπου, να καταχωρίσει αίτηση για να ενεργοποιήσει τις εξουσίες που παρέχονται από το Δικαστήριο σε σχέση με το ανίκανο πρόσωπο. Το συγκεκριμένο άρθρο δεν προσδιορίζει κατά πόσο η αίτηση πρέπει να είναι εναρκτήρια ή όχι. Επίσης το άρθρο 26(1) του Κεφ. 120 δεν προβλέπει για την καταχώρηση εναρκτήριας αίτησης για την αντικατάσταση του διαχειριστή. Οπόταν, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Ν.23(Ι)/96 η υπό κρίση αίτηση θα μπορούσε να καταταχτεί εντός του πλαισίου της αίτησης διαχείρισης και δεν είναι απαραίτητο να είναι εναρκτήρια αίτηση.»
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα ζητήματα αυτά μας βρίσκει σύμφωνους. Το Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι σήμερα δεν έχει εκδώσει διαδικαστικούς κανονισμούς δυνάμει του άρθρου 18 του Νόμου[2] «για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεών του». Επί του προκειμένου, παρατηρήθηκε προσφάτως από το Εφετείο στην υπόθεση Αναφορικά με τον περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανικάνων Προσώπων Νόμο Ν. 23(Ι)/1996 ΚΜ κ.ά και Αναφορικά με την ΑΜΚ, Πολ. Εφ. 436/2012, ημερ. 10.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A297 ότι:
«Εφόσον μέχρι στιγμής δεν έχουν εκδοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικοί Διαδικαστικοί Κανονισμοί, εφαρμόζονται με τις αναγκαίες προσαρμογές, οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί. Οι πρόνοιες των περί Διανοητικώς Ασθενών Διαδικαστικών Κανονισμών (Mental Patients Rules, Δ.Ν. Τόμος 330) τέθηκαν εκ ποδών, αφής στιγμής καταργήθηκε ο περί Διανοητικώς Ασθενών Νόμος και οι περί Διανοητικώς Ασθενών Κανονισμοί, άρθρο 41 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου του 1997, Ν. 77(1)/1997. Σύμφωνα δε με τον Κανονισμό 20 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2009 που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στις 15.1.2009, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 40 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου (ανωτέρω), όλοι οι προηγούμενοι Διαδικαστικοί κανονισμοί που εξεδόθηκαν δυνάμει του περί Διανοητικώς Ασθενών Νόμου, Κεφ. 252 καταργήθηκαν, από δε τις 15.1.2009 εφαρμόζονται οι Θεσμοί της Πολιτικής Δικονομίας.»
Όπως ορθά παρατηρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το άρθρο 4(1) του Νόμου[3], το οποίο προβλέπει για την καταχώριση αίτησης, δεν προσδιορίζει κατά πόσο η αίτηση πρέπει να είναι εναρκτήρια ή όχι, επομένως δεν ήταν απαραίτητη η καταχώριση εναρκτήριας αίτησης. Δεδομένης, μάλιστα, της εφαρμογής των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η εφεσίβλητη μπορούσε να καταχωρήσει αίτηση στον τύπο που προβλέπεται από τη Δ.48 στο πλαίσιο της υφιστάμενης Αίτησης Διαχείρισης 4/2009, όπως και έπραξε. Η προβλεπόμενη δε από το άρθρο 4(1) διαζευκτική δυνατότητα άσκησης των εξουσιών του Δικαστηρίου κατόπιν «άλλων γραπτών παραστάσεων» - σε αντιδιαστολή με αίτηση - φανερώνει ξεκάθαρα τη βούληση του Νομοθέτη να μην οδηγηθεί η δικαστική διαδικασία σε ακυρότητα για λόγους που αφορούν στον τύπο του αιτήματος, αλλά και τον ιδιόμορφο χαρακτήρα τη διαδικασίας.
Επικαλούμενος την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 2.6.2014 και «κρίσιμα και σοβαρά» κατά τον εφεσείοντα, γεγονότα, που έλαβαν χώρα μετά την καταχώριση της ειδοποίησης ένστασης του στην αίτηση αντικατάστασης, ο εφεσείων προβάλλει, με τον 4ο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε με απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αίτηση του για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, με την αιτιολογία ότι δεν είχε τεκμηριωθεί «καλός λόγος». Παρόλο που δεν προσδιορίζονται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης τα «σοβαρά και κρίσιμα για την υπόθεση γεγονότα», φαίνεται από την ένορκη δήλωση που συνόδευε την υπό αναφορά αίτηση, ότι σκοπός της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ήταν η προσκόμιση μαρτυρίας υπό μορφή τεκμηρίων «σε σχέση με ουσιώδη δεδομένα» στα οποία αναφέρθηκαν η εφεσίβλητη, η Πρωτοκολλητής, σε σημείωμα της προς το Δικαστήριο, και ο λογιστής που διορίστηκε από το Δικαστήριο, για τη διενέργεια ελέγχου σε λογαριασμούς που καταχώρισε ο εφεσείων, σε σχετική έκθεση του. Tο σκεπτικό της απορριπτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν ότι ο εφεσείων επιχειρούσε με έμμεσο τρόπο να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία η οποία αφορούσε σε έξοδα που ήταν ήδη σε γνώση του κατά το χρόνο καταχώρισης της ειδοποίησης ένστασης του στην αίτηση αντικατάστασης, αλλά επέλεξε να μην τα αναφέρει παρά το ότι η εφεσίβλητη με την εν λόγω αίτηση της επικαλείτο κακοδιαχείριση της περιουσίας της ΜΚ.
Η δυνατότητα καταχώρισης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης δυνάμει της Δ.48, Θ.4(2) των θεσμών, παρέχεται εφόσον τεκμηριωθεί καλός λόγος για τη χορήγηση της σχετικής άδειας από το Δικαστήριο. Το ζήτημα της παραχώρησης ή μη άδειας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, η οποία ασκείται σε συνάρτηση με τη φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας και τα θέματα που αναδύονται ενώπιον του ως επίδικα. «Καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Έχοντας εξετάσει τη θέση του εφεσείοντα υπό το φως των πιο πάνω αρχών, κρίνουμε ότι δεν τεκμηριώνεται λόγος για παρέμβαση μας. Κεντρικό ζήτημα στην ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία ήταν ο έλεγχος της δράσης του εφεσείοντα σε σχέση με τη διαχείριση της περιουσίας της ΜΚ, στον οποίο η εφεσίβλητη καταλόγιζε κακοδιαχείριση, ως έχει ήδη αναφερθεί. Επομένως, τα όσα ο εφεσείων έπραξε ή δεν έπραξε υπό την ιδιότητα του διαχειριστή της περιουσίας της ΜΚ, ήταν ζητήματα καίριας σημασίας για τους σκοπούς της αίτησης αντικατάστασης∙ επρόκειτο δε, για ζητήματα στη σφαίρα της δικής του γνώσης αφού αφορούσαν τον τρόπο που ο ίδιος διαχειρίστηκε την περιουσία της ανικάνου.
Προτού υπεισέλθουμε στα ζητήματα ουσίας που εγείρονται με την έφεση, θεωρούμε χρήσιμο να σημειώσουμε και τα ακόλουθα από την απάντηση που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στα «κρίσιμα ερωτήματα» που έθεσε:
«Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου του δικαστηρίου ο Καθ' ου η Αίτηση δεν κατάθεσε λογαριασμούς για τέσσερα και πλέον χρόνια και μετά που εξαναγκάστηκε κατέθεσε σκόρπιες αποδείξεις χωρίς επεξήγηση. Όταν με τη συγκατάθεση του διορίστηκε λογιστής από το Δικαστήριο αρνήθηκε να συνεργαστεί. Οπόταν, τα καθήκοντα του διαχειριστή σύμφωνα και με την παραδοχή του.είχαν παραβιαστεί αφού παρόλο που του είχε λεχθεί εξ αρχής, από το συνήγορο του, ότι κάθε χρόνο έπρεπε να καταχωρεί λογαριασμούς στο Δικαστήριο αυτός δεν το έπραττε. Επίσης με δική του παραδοχή αποκαλύφθηκε ότι είχε αποσύρει λεφτά από τον λογαριασμό της διαχείρισης της ανικάνου προσώπου, μοιράζοντας την αποζημίωση σε δύο ποσά, 150.000- και 80.000-, καταθέτοντας τα σε δικούς του λογαριασμούς χωρίς να λάβει προηγουμένως την άδεια του Δικαστηρίου.»
Η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα «κρίσιμα ζητήματα» που έπρεπε να απαντηθούν ήταν τα δύο που αυτό προσδιόρισε, αμφισβητείται από τον εφεσείοντα με την αιτιολογία ότι δεν επρόκειτο για ζητήματα που τέθηκαν με την αίτηση (11ος λόγος έφεσης). Θεωρεί δε ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η θέση του ότι δεν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο Νόμο για απαλλαγή διαχειριστή από τα καθήκοντά του, εν προκειμένω ότι ενεργούσε δολίως και/ή με αμέλεια (άρθρο 7(3)(γ) του Νόμου) (10ος λόγος έφεσης).
Οι γενικές και ειδικές εξουσίες του Δικαστηρίου, σχετικές με τη περιουσία και τις υποθέσεις ανίκανου προσώπου, εκπηγάζουν και οριοθετούνται από τα άρθρα 5(1) και 6(Ι) του Νόμου, ως έχει αναφερθεί. Πρόκειται, σε κάθε περίπτωση, για διαδικασία ερευνητικού χαρακτήρα. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Θεμιστοκλέους (ανωτέρω):
«Το δικαστήριο κατά την άσκηση των εξουσιών του δεν ενεργεί ως δικαστήριο επίλυσης διαφορών μεταξύ αντιδίκων σε κατ' αντιμωλία δίκη αφού σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο είναι η κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο προστασία της περιουσίας του ανικάνου προσώπου και η ευημερία του ιδίου και της οικογένειάς του».
Ο ερευνητικός χαρακτήρας και η ιδιομορφία της δικαστικής διαδικασίας, στον πυρήνα της οποίας είναι η προστασία της περιουσίας του ανικάνου και η ευημερία του, επιτρέπουν στο δικαστήριο να λάβει υπόψη στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον του, τα οποία μπορούν να παρέχουν ένδειξη του τρόπου διαχείρισης και να αποτελέσουν κριτήριο του βαθμού καταλληλόλητας του διαχειριστή, έστω και αν αυτά δεν προκύπτουν από την αίτηση ή την ένσταση αλλά προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου του Δικαστηρίου.
Το συνεχές καθήκον του Δικαστηρίου για προστασία της περιουσίας της ανικάνου, μέσω ελέγχου και συστηματικής παρακολούθησης της πορείας της διαχείρισης δεν περιοριζόταν από το δικογραφημένο πλαίσιο της αίτησης αντικατάστασης και το χρόνο καταχώρισης της. Η αίτηση της εφεσίβλητης αποτέλεσε, βασικά, το έναυσμα για την ενεργή παρακολούθηση και τον έλεγχο της δράσης του διαχειριστή από το Δικαστήριο, στα πλαίσια άσκησης του εν λόγω καθήκοντος του δυνάμει του Νόμου. Θεωρούμε ότι αυτό απαντά και στις αιτιάσεις του εφεσείοντα περί δεδικασμένου λόγω προηγούμενης καταχώρισης και απόσυρσης από την εφεσίβλητη παρόμοιας αίτησης, καθώς και για μη εξειδίκευση στο σώμα της αίτησης των δόλιων πράξεων και αμέλειας επί των οποίων στηριζόταν η αίτηση (λόγοι έφεσης 8 και 9). Μπορεί εδώ να σημειωθεί, επίσης, ότι ενόψει του λόγου της τελικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρέλκει και η εξέταση της θέσης του εφεσείοντα (με τον 7ο λόγο έφεσης) ότι η εφεσίβλητη δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και προσπάθησε να «εκμαιεύσει» το αιτούμενο διάταγμα παύσης του με ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις, παραλείποντας να παρουσιάσει την πραγματικότητα.
Για το ζήτημα της μη καταχώρισης λογαριασμών και την ανάλωση του ποσού των 250.000 γινόταν λόγος στην ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης που υποστήριζε την αίτηση, ως έχει αναφερθεί. Τα στοιχεία που αφορούσαν στη μη καταχώριση λογαριασμών από τον εφεσείοντα και την απόσυρση μεγάλων χρηματικών ποσών από λογαριασμό της ΜΚ χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, προέκυπταν από το φάκελο του Δικαστηρίου αλλά και την αντεξέταση του εφεσείοντα στα πλαίσια εκδίκασης της αίτησης αντικατάστασης. Απαντώντας, μάλιστα, σε ερώτηση που του τέθηκε από το Δικαστήριο, μετά την καταχώριση της αίτησης αντικατάστασης, ο εφεσείων επιβεβαίωσε ότι είχε ενημερωθεί από το δικηγόρο του, όταν υπέβαλε την αίτηση διορισμού του, για την υποχρέωση του «να φέρνει» λογαριασμούς κάθε χρόνο. Προέκυπτε δε από το περιεχόμενο του φακέλου του Δικαστηρίου ότι παρήλθαν δύο χρόνια από το διορισμό του ως διαχειριστή χωρίς να υποβάλει ετήσια κατάσταση λογαριασμού. Ακολούθησε η καταχώριση αίτησης από την εφεσίβλητη, για παρόμοια θεραπεία, όπως ζητείτο με την αίτηση αντικατάστασης, στη βάση, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείων είχε εισπράξει το ποσό των 250.000 ως αποζημίωση για τις σωματικές βλάβες που υπέστη η ΜΚ, αλλά παρέλειψε να δηλώσει το γεγονός τούτο στο Δικαστήριο, ούτε ότι η ΜΚ λάμβανε μηνιαίο επίδομα. Σημειώνεται συναφώς στην τελική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 8.9.2014, ότι ο εφεσείων καταχώρισε ειδοποίηση ένστασης, στην οποία ανέφερε πώς είχαν ξοδευτεί τα χρήματα της αποζημίωσης, χωρίς όμως να δικαιολογήσει τη μη καταχώριση λογαριασμών. Μετά την κατάθεση κατάστασης λογαριασμού από τον εφεσείοντα στις 16.12.2011, η εφεσίβλητη στις 2.2.2012 απέσυρε την αίτησή της με επιφύλαξη δικαιώματος. Επανήλθε όμως εννέα μήνες αργότερα με την αίτηση αντικατάστασης, μετά που διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων σε δυο μήνες είχε ξοδέψει το ποσό των 250.000. Ενόψει της αδυναμίας της Πρωτοκολλητή, η οποία ήταν επιφορτισμένη με τον έλεγχο των στοιχείων που κατάθεσε ο εφεσείων, να τα ελέγξει λόγω του όγκου τους, ορίστηκε λογιστής να το πράξει τούτο. Αφού ετοιμάστηκαν οι λογαριασμοί, η Πρωτοκολλητής ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι δεν μπορούσαν να εγκριθούν λόγω παρατυπιών που παρατηρήθηκαν. Τη μεταφορά χρημάτων από το λογαριασμό της ΜΚ σε δύο προσωπικούς του τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, παραδέχτηκε ο ίδιος ο εφεσείων κατά την αντεξέτασή του.
Πρέπει να σημειωθούν και τα ακόλουθα. Ενώ ο εφεσείων αμφισβητεί (με τον 15ο λόγο έφεσης) την ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου ότι οι υπό αναφορά ενέργειες και παραλείψεις του, καθώς και η συνεχής παράλειψή του να συμμορφωθεί, παρά τη σχετική ειδοποίηση της Πρωτοκολλητή, «συνηγορούν υπέρ της κατάληξης ότι . έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο την περιουσία της ανικάνου προσώπου», δεν αμφισβητεί τις πράξεις και παραλείψεις που του καταλόγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο και αιτιολογεί τη θέση του στη βάση ότι έγιναν «καλόπιστα, υπό καταστάσεις κατεπείγουσας ανάγκης και αποτέλεσαν την αιτία όχι μόνον να παραμείνει εν ζωή η ανίκανη αλλά και να βελτιωθεί η κατάσταση της».
Διαχειριστής που διορίζεται δυνάμει του άρθρου 7 του Νόμου, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απαλλάσσεται των καθηκόντων του όταν, μεταξύ άλλων, ενεργεί δολίως ή με αμέλεια.[4] Θεωρούμε, όσον αφορά τα εφαρμοστέα κριτήρια κατά την εξέταση αίτησης από το Δικαστήριο για την απαλλαγή διαχειριστή, ότι πέραν από την καθοδήγηση της Θεμιστικλέους, καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί και από την απόφαση του Εφετείου του New South Wales της Αυστραλίας στην Holt v The Protective Commissioner (1993) 31 NSWLR 227, όπου τέθηκαν διάφορες κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες υιοθετήθηκαν και από το Court of Protection της Αγγλίας. Τις παραθέτουμε, όπως συνοψίστηκαν στην υπόθεση EB v RC [2011] EWCOP 3805:
«The actual guidelines that the Court of Appeal of New South Wales set down can be summarised in the following manner:
i) An application for the removal of a deputy may be made by any interested person, including P himself.
ii) The burden of proof is on the person seeking a change in the status quo.
iii) It is normally necessary for the person seeking the change to show some reason why the court should remove the existing deputy and appoint someone else in his or her place.
iv) Where it is shown that the existing deputy is unsuitable to be P's deputy for property and affairs (perhaps because he or she is incompetent, or has acted unlawfully or improperly, or is not acting in P's best interests), the court will terminate the appointment and appoint some other suitable person as deputy.
v) If, however, the unsuitability of the existing deputy is not an issue, or if the applicant fails to prove that the existing deputy is unsuitable, it must be shown forensically that P's best interests will in some way be advanced or promoted by discharging the existing deputy and appointing someone else in his or her place.
vi) The standard of proof is the usual civil standard, namely 'the balance of probabilities'. It does not have to be 'clear and convincing' or 'compelling'. Section 2(4) of the Mental Capacity Act 2005 provides that "In proceedings under this Act or any other enactment, any question whether a person lacks capacity within the meaning of this Act must be decided on the balance of probabilities."
vii) In deciding what is in P's best interests the court will have regard to all the circumstances. Section 4(2) of the Mental Capacity Act 2005 states that "The person making the determination must consider all the relevant circumstances and, in particular, take the following steps," which are listed in subsections (3) to (11). »
Εν προκειμένω υπενθυμίζεται ότι το διάταγμα διορισμού του εφεσείοντα ως διαχειριστή της περιουσίας και των υποθέσεων της ΜΚ εκδόθηκε αφού ο εφεσείων υπέγραψε χρηματική εγγύηση ύψους 10.000 με ένα αξιόχρεο εγγυητή «για την ορθή και δίκαιη διαχείριση». Το διάταγμα περιλάμβανε και τον ακόλουθο επιτακτικό όρο υπό μορφή σημείωσης:
«Ο διαχειριστής να καταθέσει Απογραφή της περιουσίας εντός 3 μηνών από της έκδοσης του παρόντος διατάγματος και ακολούθως κάθε χρόνο να υποβάλλει κατάσταση λογαριασμού και να ελέγχεται από τον Πρωτοκολλητή.»
Οι παραπάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί παραλείψεων καταχώρισης λογαριασμών διαχείρισης από τον εφεσείοντα, εν γνώσει της υποχρέωσης του να πράξει τούτο, καθώς και η άνευ αδείας του Δικαστηρίου μεταφορά χρημάτων από λογαριασμό της ΜΚ προς προσωπικούς λογαριασμούς του που διατηρούσε σε τραπεζικά ιδρύματα, συνιστούσαν σημεία κακοδιαχείρισης και απρεπούς συμπεριφοράς που από μόνα τους καθιστούσαν τον εφεσείοντα ακατάλληλο να διαχειρίζεται την περιουσία και τις υποθέσεις της ΜΚ και δικαιολογούσαν την παύση του από διαχειριστή της περιουσίας της, χωρίς την ανάγκη διερεύνησης από το Δικαστήριο των όσων άλλων του καταλόγιζε η εφεσίβλητη. Η εκ των υστέρων προφορική παράθεση, κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα, «αναλυτικού λογαριασμού» των εξόδων της διαχείρισης, ο οποίος, ως ισχυρίζεται (με τον 16ο λόγο έφεσης), εσφαλμένα δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο, ουδόλως αλλάζει τα πράγματα. Η παραγνώριση από το Δικαστήριο των υπό αναφορά παραλείψεων και ενεργειών του εφεσείοντα θα συνιστούσε διάβρωση και υπονόμευση του ελεγκτικού του ρόλου και παραβίαση των υποχρεώσεων του δυνάμει του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την παροχή κατάλληλων και αποτελεσματικών εγγυήσεων για την αποτροπή της κατάχρησης (βλ. μεταξύ άλλων, το ’ρθρο 12 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στις 13.12.2006 και τον κυρωτικό Νόμο 8(ΙΙΙ)/2011). Ορθά λοιπόν κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα ήταν ασυμβίβαστη προς τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή ανικάνου προσώπου (κρίση που προσβάλλεται με τον 13ο λόγο έφεσης).
Χρειάζεται εδώ να απασχολήσει ο 14ος λόγος έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται για τη μη ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, λανθασμένα κατά την εισήγησή του, με τη θέση του ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος παύσης του ως διαχειριστή και αντικατάστασής του από την εφεσίβλητη «θα επιφέρει παράνομη παρέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής» του ζεύγους, κατά παράβαση του ’ρθρου 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ’ρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Πράγματι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την πιο πάνω εισήγηση, προφανώς επειδή θεώρησε πως δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Έχοντας εξετάσει τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παράθεσε προς υποστήριξη της θέσης του, κρίνουμε αβάσιμο το παράπονό του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε τον εφεσείοντα από τα καθήκοντα και τη θέση που αυτός κατείχε, μετά από ορθή εκτίμηση των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενεργώντας με βάση τις εξουσίες που του παρέχονται από το Νόμο, η συνταγματικότητα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε. Πέραν τούτου, τίποτε δεν υπάρχει στις πρόνοιες του Νόμου που να θέτει ως κριτήριο, κατά την άσκηση των εξουσιών του δικαστηρίου, τα όσα συνεπάγεται η εισήγηση του εφεσείοντα. Γνώμονας δε είναι πάντοτε τα καλώς νοούμενα συμφέροντα του ανικάνου και της περιουσίας του, που στην προκειμένη περίπτωση εξυπηρετούνταν με την παύση του εφεσείοντα από διαχειριστή της περιουσίας του.
Ενόψει της τελικής μας κατάληξης, δεν θα εξυπηρετήσει κανένα σκοπό η ενασχόλησή μας με τη θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, καθ' υπέρβαση εξουσίας και αντίθετα στο νόμο και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης εξέδωσε ενδιάμεσο διάταγμα παύσης του στις 13.1.2014, μέχρι την τελική εκδίκαση της αίτησης αντικατάστασης.
Η έφεση απορρίπτεται, με 2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] "αρ΅όδιο δικαστήριο" ση΅αίνει το επαρχιακό δικαστήριο εντός των ορίων της τοπικής αρ΅οδιότητας του οποίου δια΅ένει το ανίκανο πρόσωπο ή, σε περίπτωση διανοητικά ασθενούς πού τελεί υπό περιορισ΅ό, εντός των ορίων της τοπικής αρ΅οδιότητας όπου διέ΅ενε πριν από τον περιορισ΅ό του σε περίπτωση α΅φιβολίας αναφορικά ΅ε το αρ΅όδιο δικαστήριο, αρ΅όδιο θα είναι το Επαρχιακό ∆ικαστήριο Λευκωσίας.
[2] 18. Το Ανώτατο ∆ικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικούς κανονισ΅ούς για την καλύτερη και αποτελεσ΅ατικότερη εφαρ΅ογή των διατάξεων του παρόντος Νό΅ου. Μέχρις ότου εκδοθούν τέτοιοι κανονισ΅οί, θα εφαρ΅όζονται ΅ε τις αναγκαίες αναπροσαρ΅ογές οι εκάστοτε ισχύοντες περί ∆ιανοητικά Ασθενών ∆ιαδικαστικοί Κανονισ΅οί και οι περί Πολιτικής ∆ικονο΅ίας ∆ιαδικαστικοί Κανονισ΅οί.
[3] 4.-(1) Το αρ΅όδιο δικαστήριο ασκεί οποιαδήποτε από τις εξουσίες που παρέχονται σ' αυτό δυνά΅ει του παρόντος Νό΅ου, κατόπιν αίτησης ή άλλων γραπτών παραστάσεων πού υποβάλλονται από ενδιαφερό΅ενο πρόσωπο. H αίτηση αυτή επιδίδεται στο ανίκανο πρόσωπο και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κρίνεται αναγκαίο από το αρ΅όδιο δικαστήριο.
[4] «(3) ∆ιαχειριστής που διορίζεται δυνά΅ει του άρθρου αυτού απαλλάσσεται των καθηκόντων του
(α) Με διάταγ΅α του αρ΅όδιου δικαστηρίου, όταν αυτό ικανοποιηθεί ότι το ανίκανο πρόσωπο έχει επανακτήσει την ικανότητά του να διαχειρίζεται την περιουσία του και να διευθύνει τις υποθέσεις του ή όταν κριθεί σκόπι΅ο για οποιουσδήποτε άλλους λόγους.
(β) όταν το ανίκανο πρόσωπο αποβιώσει.
(γ) όταν ενεργεί δολίως ή ΅ε α΅έλεια.»