ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D366
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 156/2020)
23 Οκτωβρίου 2020
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16.9.2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1) ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ, 2) Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, 3) ΑΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ 4) Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16.9.2020 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΛΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 827/2012 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ
A. Γιωρκάτζης για Ανδρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.
Α. Τσιρίδης για Κώστας Τσιρίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ' ων η Αίτηση
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Την 2.10.2020 δόθηκε άδεια στην Αιτήτρια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς την 16.9.2020 στα πλαίσια της Αγωγής 827/2012 Ε.Δ. Λεμεσού. Την 5.10.2020 καταχωρίστηκε η Αίτηση με κλήση που επιδόθηκε στους Καθ' ων η Αίτηση, προς όφελος των οποίων είχε εκδοθεί το επίδικο διάταγμα. Οι Καθ' ων η Αίτηση εμφανίστηκαν στην διαδικασία και καταχώρησαν ένσταση.
Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα καταγράφηκαν στην απόφαση με την οποία δόθηκε η άδεια και επαναλαμβάνονται. Την 25.9.2019 εκδόθηκε απόφαση στην Αγωγή 827/2012 Ε.Δ. Λεμεσού, υπέρ της Αιτήτριας, εκεί Ενάγουσας και εναντίον των Καθ'ων η Αίτηση, εκεί Εναγόμενων 1-4, για το ποσό των 43.413,03 πλέον τόκους και έξοδα. Την 1.11.2019, οι Καθ'ων η Αίτηση καταχώρισαν έφεση κατά της απόφασης και την 28.1.2020 αίτηση με κλήση, στο Επαρχιακό Δικαστήριο, για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μέχρι την εκδίκαση και έκδοση απόφασης στην έφεση. Η Αιτήτρια καταχώρισε ένσταση και η αίτηση είναι ορισμένη για ακρόαση την 14.11.2020. Την 14.2.2020 οι Καθ'ων η Αίτηση καταχώρισαν νέα αίτηση, χωρίς κλήση, ζητώντας την αναστολή της εκτέλεσης ή τον παραμερισμό εντάλματος κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας που είχε εκδοθεί από 6.11.2019 για το οποίο, κατά τη θέση τους, είχαν προσφάτως ενημερωθεί. Το κατώτερο Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της.
Την 16.9.2020 οι Καθ'ων η Αίτηση καταχώρισαν νέα αίτηση, πάλι χωρίς κλήση, εξασφαλίζοντας τη φορά αυτή, αυθημερόν, διάταγμα αναστολής της απόφασης μέχρι την εκδίκαση και έκδοση απόφασης στη αίτηση με κλήση ημερ.28.1.2020. Η αίτηση ημερ.16.9.2020 καταχωρίστηκε μετά που την 11.9.2020 επιδόθηκε ειδοποίηση πτώχευσης εναντίον του Εναγόμενου 2.
Το κατώτερο Δικαστήριο δεν όρισε το διάταγμα ημερ.16.9.2020 επιστρεπτέο, ούτε και διάταξε την παροχή εγγύησης από τους Καθ' ων η Αίτηση και είναι γι' αυτό το λόγο που δόθηκε η άδεια.
Είναι η θέση της Αιτήτριας ότι το κατώτερο Δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία του παραβιάζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και δίκαιης δίκης. Με το να μην περιοριστεί η χρονική διάρκεια του διατάγματος μέχρι συγκεκριμένη ημερομηνία που θα οριζόταν επιστρεπτέο και να παρασχεθεί έτσι στην Αιτήτρια η δυνατότητα να εμφανιστεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου και να ενστεί, παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης. Ούτε διατάχθηκε η παροχή εγγύησης. Υπάρχει, κατά την Αιτήτρια, έκδηλη πλάνη νόμου η οποία είναι καταφανής στα πρακτικά.
Από το στάδιο της αίτησης για την άδεια είχε εντοπιστεί ως κρίσιμο ερώτημα κατά πόσο το διάταγμα είχε εκδοθεί χωρίς ειδοποίηση προς την Αιτήτρια κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, που επιτρέπει την έκδοση διατάγματος με αίτηση ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλο: «όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις» ή δυνάμει των προνοιών της Δ.48, θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που επιτρέπει, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, την καταχώριση αιτήσεων χωρίς κλήση και εξασφάλιση συναφών διαταγμάτων.
Όταν ένα διάταγμα εκδίδεται μονομερώς κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 9(1) του Κεφ. 6, προβλέπεται στο εδάφιο (3) ότι: «δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι' αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σε αυτό» (Αφρικάνα Δισκοθήκη Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 901, 903-4). Περαιτέρω, το εδάφιο (2) προβλέπει ότι σε τέτοια περίπτωση: «το Δικαστήριο πρέπει να απαιτεί από το πρόσωπο που ζητά αυτό, όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση, με ή χωρίς εγγυητή ή εγγυητές, όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο, για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου ζητείται το διάταγμα». Αντίθετα, όταν ένα διάταγμα εκδίδεται μονομερώς δυνάμει των προνοιών της Δ.48, θ.8 των Θεσμών, δεν ορίζεται επιστρεπτέο, αλλά ούτε και διατάσσεται η παροχή τέτοιας εγγύησης.
Η Δ.48, θ.8(1)(ee) επιτρέπει όπως αίτηση για αναστολή εκτέλεσης απόφασης εκκρεμούσας έφεσης, δυνάμει της Δ.35, θ.18, προωθηθεί χωρίς κλήση (Ιωάννου (1993) 1 Α.Α.Δ. 305, 307). Σε τέτοια περίπτωση και εφόσον το διάταγμα χορηγηθεί, είναι δυνατό και όχι επιτακτικό να διαταχθεί η παροχή εγγύησης για την εξασφάλιση της αποπληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους, κάτι όμως εντελώς διαφορετικό από την εγγύηση που διατάσσεται δυνάμει του άρθρου 9(3) του Κεφ.6.
Θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κάποιος ότι εφόσον το κατώτερο Δικαστήριο είχε την εξουσία, με μονομερή αίτηση, να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της έφεσης, χωρίς να ορίσει το διάταγμα επιστρεπτέο και χωρίς να διατάξει την παραχώρηση σχετικής εγγύησης για τυχών ζημιές στην άλλη πλευρά, θα πρέπει να θεωρείται πως θα μπορούσε, κατά τον ίδιο τρόπο, να διατάξει και την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, για τη μικρότερη χρονική περίοδο, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της αίτησης για αναστολή με κλήση, στη βάση της θεώρησης ότι το μείζον εμπεριέχει το έλασσον.
Στη βάση αυτής της θεώρησης, οι δικηγόροι των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξαν ότι η Δ.35, θ.18 εφαρμόζεται και στη περίπτωση αίτησης για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης που γίνεται μέχρι την αποπεράτωση άλλης αίτησης για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι αποπεράτωσης της έφεσης και πως το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε κατ' εφαρμογή της Δ.35, θ.18, μονομερώς όπως επιτρέπει η Δ.48, θ.8(1)(ee) και νομότυπα χωρίς να οριστεί επιστρεπτέο και χωρίς να διαταχτεί η παροχή εγγύησης από τους Καθ' ων η Αίτηση. Υποστήριξαν ότι η αναφορά στη Δ.35, θ.18 «except so far as the Court appealed from . may order» καταδεικνύει ότι το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει αναστολή και για οιαδήποτε άλλη μικρότερη περίοδο που εμπεριέχεται στο χρόνο μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης. Αναμφίβολα, πλην όμως, δεν είναι το περιεχόμενο της διαταγής για αναστολή που εδώ ενδιαφέρει, αλλά η διαδικασία στην οποία εκδόθηκε.
Η αίτηση για αναστολή εκτέλεσης μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της έφεσης είχε καταχωριστεί την 28.1.2020 και είναι ορισμένη για ακρόαση. ’λλη αίτηση για αναστολή εκτέλεσης μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της έφεσης εκκρεμούσας της πρώτης δεν θα μπορούσε να καταχωριστεί. Μόνο εάν η πρώτη είχε απορριφθεί θα μπορούσε να ακολουθήσει νέα και αυτή στο Εφετείο (Δ.35, θ.19). Η αίτηση ημερ.16.9.2020 είχε τη μορφή ενδιάμεσου διαβήματος, στα πλαίσια της αίτησης ημερ.28.1.2020, που προωθήθηκε χωρίς κλίση λόγω της επείγουσας περίστασης που είχε προκύψει με την επίδοση ειδοποίησης πτώχευσης εναντίον του Εναγόμενου 2. Οι Καθ'ων η Αίτηση επικαλέστηκαν στην νομική βάση της αίτησης τους το άρθρο 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων και το άρθρο 9 του Κεφ.6 (όπως και τις Δ.35, θ.18 και Δ.48, θ.8 των Θεσμών) ενώ με την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 2 που υποστήριζε την αίτηση πρόβαλαν, στην παρ.15, ότι: «Η παρούσα αίτηση είναι κατεπείγουσα καθότι σήμερα λήγουν οι 3 μέρες που έχω στη διάθεση μου με βάση τον πτωχευτικό νόμο για να απευθυνθώ με ένορκη δήλωση στο δικαστήριο για παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης σε περίπτωση ύπαρξης αναστολής της απόφασης». Επίκληση του κατ' επείγοντος γινόταν και στην παρ.37, όπου αναφερόταν ότι: «Επομένως, καθίσταται άμεση και επιτακτική ανάγκη η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος καθότι εάν προχωρήσει η άλλη πλευρά σε καταχώρηση αίτησης πτώχευσης, οι συνέπειες θα είναι τεράστιες αφού αυτή τη στιγμή είμαι μέλος της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ)». Ακόμα, στην παρ.32, γινόταν αναφορά στην εγγύηση που οι Καθ' ων η Αίτηση πρότειναν να παράσχουν για την έκδοση του διατάγματος.
Υποστήριξαν οι δικηγόροι των Καθ' ων η Αίτηση ότι οι πιο πάνω αναφορές δεν είχαν γίνει για να καταδειχτεί το κατ' επείγον στη έννοια του άρθρου 9 του Κεφ.6, αλλά για να εξηγηθεί γιατί το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει της Δ.48, θ.8(3) και να διατάξει την επίδοση της αίτησης. Το επιχείρημα συνηγορεί υπέρ του αντιθέτου. Ότι δηλαδή δεν υπήρχε το χρονικό περιθώριο για να επιδοθεί η αίτηση στην Αιτήτρια και να ακουστεί και όχι γιατί ως εκ του αντικειμένου της αίτησης ήταν κατάλληλη περίπτωση για να χορηγηθεί διάταγμα μονομερώς.
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η αίτηση ημερ.16.9.2020 δεν ήταν αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της έφεσης. Δεν είναι αυτό που ζητήθηκε, ούτε αυτό που χορηγήθηκε. Ζητήθηκε και χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της αίτησης με κλήση, ενδιάμεση θεραπεία μέχρι την εκδίκαση της αίτησης εκείνης ενόψει της επείγουσας, όπως είχε παρουσιαστεί, περίστασης μετά την επίδοση ειδοποίησης πτώχευσης στον Εναγόμενο 2.
Ο ορισμός διατάγματος που εκδίδεται χωρίς ειδοποίηση επιστρεπτέου, ώστε να παρέχεται η ευκαιρία στα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και να ενστούν, εφόσον το επιθυμούν, είναι ουσιαστικής σημασίας και η παράλειψη να γίνει αυτό συνιστά νομικό σφάλμα αφού παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 (In Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568).
Στην Ανθίμου αναφέρθηκε από το Εφετείο ότι:
«Για την χορήγηση άδειας ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει "εκ πρώτης όψεως" υπόθεση και/ή ότι υπάρχει "συζητήσι΅ο ζήτη΅α", στην έννοια που δόθηκε στις φράσεις αυτές στις Αγγλικές υποθέσεις Sidnell v. Wilson [1966] 1 All E.R. 681 και Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην υπόθεση In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η πλάνη περί το νό΅ο πρέπει να είναι έκδηλη στο πρακτικό. Το πρακτικό είναι η ελεγχό΅ενη απόφαση και το πρακτικό του Δικαστηρίου χωρίς προσθήκες ή ενόρκους ο΅ολογίες - (Rex v. Nat Bell Liquors Ltd. [1922] 2 A.C. 128, στη σελ. 159 Baldwin & Francis v. Patent Appeal Tribunal [1959] 2 All E.R. 433, In re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 23). Πλάνη νό΅ου, (error of law), όπως ειπώθηκε στην υπόθεση R. v. Preston Appeal Tribunal [1975] 2 All E.R. 807, στη σελ. 810 από τον Λόρδο Denning MR., περιλα΅βάνει εσφαλ΅ένη ερ΅ηνεία νό΅ου, ή εσφαλ΅ένη εφαρ΅ογή του νό΅ου στα γεγονότα της υπόθεσης.»
Το διάταγμα ημερ.16.9.2020 δεν ορίστηκε επιστρεπτέο, ούτε διατάχτηκε η παροχή σχετικής εγγύησης από τους Καθ'ων η Αίτηση και αυτό συνιστά νομικό σφάλμα που διακρίνεται στην όψη του σχετικού πρακτικού.
Με την ένσταση προβάλλεται η περαιτέρω θέση ότι η Αιτήτρια είχε στη διάθεση της εναλλακτικό ένδικο μέσο και επομένως η εκ μέρους της επιδίωξη προνομιακού εντάλματος είναι καταχρηστική. Παρέπεμψαν οι δικηγόροι των Καθ' ων η Αίτηση στη Δ.48, θ.8(4) των Θεσμών που προνοεί ότι: «Οιονδήποτε πρόσωπο (άλλο από τον αιτητή) που επηρεάζεται από διαταγή που εκδόθηκε μονομερώς μπορεί να αιτηθεί με κλήση για τον παραμερισμό ή τη τροποποίηση της .».
Το λεκτικό της Δ.48, θ.8(4) είναι ευρύ. Έτσι, παρά το ότι η παρ.(4) εντάσσεται στο εδάφιο 8, η νομολογία καταδεικνύει πως η εφαρμογή της δεν περιορίζεται σε διατάγματα που εκδόθηκαν νομότυπα δυνάμει της παρ.(1) που προηγείται.
Στην K.E.M. Ltd v. Pavlides & Araouzos (1979) 1 C.L.R. 269, τα δύο μέλη του Εφετείου δεν συμμερίστηκαν τη θέση του Προέδρου ότι η διέξοδος που παρείχε η Δ.48, θ.8(4) απέκλειε την έφεση. ’φησαν το ζήτημα ανοιχτό, εφόσον δεν είχε δεόντως εγερθεί ούτε είχε ακουστεί σχετική επιχειρηματολογία. Συμφωνούσαν όμως όλοι ότι η Δ.48, θ.8(4) εφαρμοζόταν, παρά το ότι το διάταγμα που προσβαλλόταν αφορούσε ένταλμα παράδοσης που είχε εκδοθεί δυνάμει των προνοιών της Δ.43Β των Θεσμών και προνοείτο στην ίδια τη Δ.43Β (και όχι στη Δ.48, θ.8(1)) ότι αυτό γινόταν με αίτηση χωρίς κλήση.
Στην Ιωάννου σημειώνεται η Κωνσταντινίδη (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 853, στην οποία, σε σχέση με την έκδοση διατάγματος δυνάμει του άρθρου 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων χωρίς χρονική διάρκεια και χωρίς να οριστεί επιστρεπτέο, απορρίφθηκε αίτηση για άδεια για την καταχώριση αίτησης Certiorari, αφού κρίθηκε ότι το ένδικο μέσο που προβλέπεται από τη Δ.48, θ.8(4) παρείχε στους αιτητές την ευχέρεια να ζητήσουν την ακύρωση του επίδικου διατάγματος από το Δικαστήριο που το εξέδωσε, για τους ίδιους ακριβώς λόγους για τους οποίους ζητείτο η ακύρωση του με προνομιακό ένταλμα.
Είναι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η διαδικασία που προνοείται στη Δ.48, θ.8(4) ήταν διαθέσιμη και η Αιτήτρια θα μπορούσε να επιζητήσει τη θεραπεία του παραμερισμού ή τροποποίησης του διατάγματος ημερ.16.9.2020 καταχωρώντας σχετική αίτηση στο Δικαστήριο που είχε εκδώσει το διάταγμα. Και σε περίπτωση αποτυχίας της αίτησης, είχε τη δυνατότητα καταχώρησης έφεσης.
Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο, παρά τη διαθεσιμότητα άλλου ένδικου μέσου, θα μπορούσε στα περιστατικά της υπόθεσης να χορηγηθεί προνομιακό ένταλμα.
Στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1Γ Α.Α.Δ.1535, 1541-2, αναφέρθηκε ότι:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Αυτή η προσέγγιση ακολουθήθηκε από την πλειοψηφία της Ολομέλειας στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1Α Α.Α.Δ. 878, 887-90. Η εμβέλεια της απόφασης αναδύεται μέσα από το πιο κάτω απόσπασμα στη Καμηλάρης (2013) 1Β Α.Α.Δ. 1001,1005-6:
« . η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσι΅ης υπόθεσης δεν είναι αρκετή. Σύ΅φωνα ΅ε την πάγια νο΅ολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου φαίνεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο ΅έσο ή άλλη θεραπεία, δεν δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν αποδειχθεί από τον Αιτητή, ο οποίος έχει το σχετικό βάρος, ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. Η συγκεκρι΅ένη αρχή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από την Ολο΅έλεια στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δη΅όσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 878, στην οποία έγινε ανασκόπηση της νο΅ολογίας επί του θέ΅ατος και των διαφόρων νο΅ολογιακών τάσεων που επικρατούν. Ζητήθηκε από την Ολο΅έλεια να αναγνωρίσει ΅ια ευρύτερη προσέγγιση όταν το θέ΅α που τίθεται είναι δικαιοδοτικό. Σύ΅φωνα ΅ε την προσέγγιση αυτή, ακό΅η και αν υπήρχε άλλο διαθέσι΅ο εναλλακτικό ΅έσο όπως αυτό της έφεσης, δεν υπάρχει ανάγκη να διακριβώνονται εξαιρετικές περιστάσεις. Η πλειοψηφία της Ολο΅έλειας απέρριψε την εισήγηση, επιβεβαιώνοντας την πάγια θέση της νο΅ολογίας, ότι όταν υπάρχουν άλλα ένδικα ΅έσα θα πρέπει απαραίτητα να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. Η Ολο΅έλεια διαφοροποιήθηκε από τις θέσεις που εκφράζονται στο Σύγγρα΅΅α Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τό΅ος 11, σελ. 140, παρ. 265 και επιβεβαίωσε επί του θέ΅ατος την αυστηρότερη άποψη της δικής ΅ας νο΅ολογίας, όπως εκφράστηκε στις υποθέσεις Ανθί΅ου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535.»
Το πιο πάνω απόσπασμα στη Base Metal υιοθετήθηκε με επιδοκιμασία πιο πρόσφατα στην Αίτηση των Junport International Limited, Πολ. Έφ.321/2018, ημερ. 2.4.2018, όπου σημειώνεται εμφαντικά ότι η νο΅ολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά ΅ε την έκδοση προνο΅ιακών ενταλ΅άτων είναι αποκρυσταλλω΅ένη και πως η εξουσία του Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις αφορά στο κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης, όπως ήταν εκεί η περίπτωση.
Επομένως, δεδομένης της δυνατότητας καταχώρησης αίτησης δυνάμει της Δ.48, θ.8(4) θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν παρέκκλιση.
Υπάρχουν περιπτώσεις στη νομολογία όπου η έκδοση διατάγματος μονομερώς, χωρίς αυτό να οριστεί επιστρεπτέο κρίθηκε ότι τεκμηρίωνε εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν τη χορήγηση προνομιακού εντάλματος (In Re Philippou). Ακόμα και ο ορισμός τέτοιου διατάγματος και η συνακόλουθη διατήρηση του σε ισχύ για χρόνο πέραν του αναγκαίου για την επίδοση του στον επηρεαζόμενο και την παροχή δυνατότητας σε αυτό να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να ενστεί κρίθηκε ότι μπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσμα (BP Cyprus Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 861 και Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1010).
Είναι η θέση των Καθ' ων η Αίτηση ότι οι περιπτώσεις αφορούσαν διατάγματα που, ενόψει της δραστικότητας τους, παραβίαζαν θεμελιώδη δικαιώματα του υποκειμένου του διατάγματος και επομένως συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις. Επικαλέστηκαν προς τούτο την Stavros Hotels Aprt. Ltd κ.ά. (Αρ.1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 389, 392 όπου είχε επισημανθεί πως το διάταγμα που είχε εκδοθεί δεν ήταν συνηθισμένο, με δραστικές επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα των αιτητών, δημιουργώντας πρόβλημα στην επιβίωση τους και όπου η συνέχιση της ισχύος του, έστω για μερικές μέρες ακόμα θα έθετε τους καθ' ων η αίτηση μπροστά στο φάσμα αδυναμίας κάλυψης στοιχειωδών αναγκών τους. Υποστήριξαν πως είναι κάτω από αυτές τις περιστάσεις που κρίθηκε ότι υφίσταντο εξαιρετικές περιστάσεις.
Δεν έχει καθοριστεί η έννοια του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις» και κανένας ορισμός δεν μπορεί να είναι εξαντλητικός, με τη κάθε περίπτωση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά (P.S.P. Freestyle Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 626, 632).
Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν έχουν υποδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις. Με την αναστολή που δόθηκε δεν δημιουργήθηκαν επιπτώσεις που μόνο με την έκδοση προνομιακού εντάλματος θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Επομένως, η από μέρους της Αιτήτριας προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της έκδοσης προνομιακού εντάλματος, που αποτελεί την εφεδρεία της δικαιοδοσίας και το κατάλοιπο των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και που ασκείται κατά προνόμιο, δεν δικαιολογείται (Αναφορικά με το Διάταγμα ημερ.7.4.2017, Πολ. Αίτ.74/2017, ημερ.20.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:D228).
Κατά συνέπεια η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή πλέον το Φ.Π.Α. αν υπάρχει και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Χ. Μαλαχτός, Δ.