ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D342
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 143/2020)
9 Οκτωβρίου, 2020
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 01/09/2020 ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣTΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 288/2020 ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 1-30 (ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED, ΩΣ ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ, ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 1/9/2020 ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 45 ΚΑΙ 46 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 2007 ΕΩΣ 2019 (Ν.188(1)/2007).
_ _ _ _ _ _
Α. Αθανασιάδου (κα) με Χ. Πιερή (κα), για Γεωργιάδη & Πελίδη
Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι αιτητές με την παρούσα αίτηση αξιώνουν τις ακόλουθες θεραπείες:
«(Α) Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερομηνίας 1/9/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 288/20 εναντίον των Διευθυντών των Καθ΄ων η Αίτηση 1-30 (συμπεριλαμβανομένου του Διευθυντή της Hellenic Bank Public Company Limited, ως Καθ΄ης η Αίτηση 1, κατόπιν αίτησης χωρίς ειδοποίηση ημερομηνίας 1/9/2020 υπό του Αρχηγού Αστυνομίας (εκ μέρους της Αστυνομίας Κύπρου) για την έκδοση Διατάγματος Αποκάλυψης.
(Β) Διάταγμα για αναστολή της ισχύος του εκδοθέντος Διατάγματος Αποκάλυψης ημερομηνίας 01/09/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στα πλαίσια της άνω αναφερόμενης Αίτησης Αρ. 288/20, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας Αίτησης και, σε περίπτωση παραχώρησης Άδειας από το Σεβαστό Δικαστήριο, μέχρι την εκδίκαση της Αίτησης με Κλήση για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερομηνίας 01/09/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 288/20 και όπως δοθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο όλες οι απαραίτητες συνεπακόλουθες οδηγίες.
(Γ) Οποιοδήποτε άλλο παρεμφερές ή συνακόλουθο διάταγμα ή θεραπεία που το σεβαστό Δικαστήριο θεωρήσει δίκαιη και ορθή υπό τις περιστάσεις.
(Δ) Έξοδα και Φ.Π.Α.»
Στα πλαίσια της Αίτησης υπ΄αρ. 288/2020 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα αποκάλυψης, δυνάμει των άρθρων 45 και 46 των περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2013. Όπως αναφέρεται στο διάταγμα, το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε για τα εξής:
«(α) υπάρχει εύλογη υποψία ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο και/ή η συγκεκριμένη εταιρεία πιθανόν να έχουν διαπράξει ή να έχουν ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων και/ή υπάρχουν χρηματοοικονομικές συναλλαγές που δημιουργούν εύλογη υποψία ότι το πιο πάνω πρόσωπο και/ή εταιρείες ενέχονται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή ότι οι συναλλαγές ενδέχεται να σχετίζονται με τέτοια αδικήματα.
(β) υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι οι πληροφορίες είτε από μόνες τους είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες υποβάλλεται η υπό εξέταση αίτηση.
(γ) οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών και
(δ) ότι υπάρχει εύλογη αιτία ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθούν ή αποκαλυφθούν οι ζητηθείσες πληροφορίες. Λαμβανομένου υπόψη:
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή των εν λόγω πληροφοριών και
(ii) των συνθηκών κατοχής των εν λόγω πληροφοριών από τους κατόχους τους.»
Το διάταγμα στρέφεται εναντίον 30 καθ΄ ων η αίτηση, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι αιτητές. Με το εν λόγω διάταγμα διατάσσονταν οι καθ΄ ων η αίτηση όπως εντός 30 ημερών από την επίδοση του διατάγματος παραδώσουν έγγραφα στο Γραφείο Διερεύνησης Θεμάτων Οικονομίας και ΣΠΕ του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας.
Στο διάταγμα καθορίζονταν τα «έγγραφα» και η «κλειστή περίοδος» ως ακολούθως:
«1. «Έγγραφα» αναφέρεται ως αλληλογραφία, διατάγματα, πρακτικά, σημειώσεις, οδηγίες, διαδικασίες, ηλεκτρονικά δεδομένα, συναλλαγές.
2. «Κλειστή περίοδος» αναφέρεται ως η περίοδος από 16-27/03/2013 κατά την οποία τα εποπτευόμενα ιδρύματα (Κύπρο και εξωτερικό) παρέμειναν κλειστά ή απαγορεύτηκε διενέργεια συναλλαγών μετά από διατάγματα/εγκυκλίους/οδηγίες του υπουργείου Οικονομικών, ή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου («ΚΤΚ») ή οποιασδήποτε άλλης αρχής.
Σημ:
Όπου γίνεται αναφορά σε κλειστή περίοδο θεωρείται δεδομένο ότι περιλαμβάνει οποιαδήποτε έγγραφα και πληροφορίες τα οποία συνδέονται με συζητήσεις, αποφάσεις, διεργασίες, αναφορές κ.α. που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν της κλειστής περιόδου και σχετίζονται με την κλειστή περίοδο.»
Στο μέρος Β του διατάγματος καθορίζονται τα ζητούμενα έγγραφα και στοιχεία για κλειστή περίοδο και αφορούσε τα τραπεζικά ιδρύματα 1 - 29, στα οποία περιλαμβάνονται και οι αιτητές, ενώ στο μέρος Β(2) τα ζητούμενα έγγραφα που αφορούσαν την καθ΄ ης η αίτηση 30.
Η αίτηση για έκδοση του πιο πάνω διατάγματος στηριζόταν σε ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Ι. Αζά, μέλους του Γραφείου Διερεύνησης Θεμάτων Οικονομίας και ΣΠΕ του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας, που διερευνά τα αίτια της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σ΄ αυτήν αναφέρεται ότι η Αστυνομία διερευνά υπόθεση που αφορά τα ακόλουθα αδικήματα, τα οποία διαπράχθηκαν κατά ή περί τα έτη 2012 - 2013 στην Κυπριακή Δημοκρατία και στο εξωτερικό:
«(1) Ο περί τραπεζικών εργασιών νόμος 66(1)/1997, άρθρα (1), (2) και (3)
(2) Ο περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος του 2002, άρθρο (6) και (48)
(3) Ο περί της επιβολής περιοριστικών μέτρων στις συναλλαγές νόμος του 2013, άρθρα (4), (5) και (7)
(4) Ο περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς Νόμος 23(ΙΙΙ)/2000, άρθρα (2), (3), (4), (7), (8) και (14)
(5) Ο περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμος (ΚΕΦ. 161), άρθρο (2), (3), (4), (5)
(6) Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό Κεφ. 154, άρθρο (133)
(7) Κατάχρηση εξουσίας, Κεφ. 154, άρθρο (105)
(8) Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και αποκάλυψη κρατικού απορρήτου, κεφ. 154, άρθρο (135)(1), (3)
(9) Νόμος που προνοεί για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) Ν. 116(1)/2005, άρθρα 19, 20, 21, 22, 23(3)(4)
(10) Ο περί αθέμιτης κτήσης, περιουσιακού οφέλους από αξιωματούχους και λειτουργούς του δημοσίου, Ν.51(1) του 2004, άρθρα (2), (3) και (4)
(11) Αδικήματα Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των Άρθρων 4 και 5, του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες δραστηριότητες Νόμος 188(1)/2007 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.»
Στις 25.10.2017 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ζήτησε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας να γίνουν εξετάσεις για να διαπιστωθεί κατά πόσο έχουν διαπραχθεί οποιαδήποτε ποινικά αδικήματα από τράπεζες που δραστηριοποιούνταν στην Κύπρο το 2013 και βρίσκονταν κάτω από την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (ΚΤΚ). Οι εξετάσεις αφορούσαν εκροές κεφαλαίων που έγιναν από τα διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά την περίοδο που δεν λειτουργούσαν κατόπιν διαταγμάτων του Υπουργείου Οικονομικών για τη χρονική περίοδο 16 - 27.3.2013 ή εγγύς προηγουμένως. Οδηγίες προς τις Ανακριτικές Αρχές δόθηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα και στις 18.7.2018 όπως οι έρευνες στραφούν στις εκροές και μεταφορά κεφαλαίων που έγιναν μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων των τραπεζών κατά την κλειστή περίοδο.
Στις 16.3.2013 εξεδόθη εγκύκλιος από τον τότε διοικητή της ΚΤΚ, στη βάση του περί της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Νόμου, με στόχο τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, σύμφωνα με την οποία η ΚΤΚ έδιδε τις ακόλουθες οδηγίες:
«(α) απαγόρευε προσωρινά, και μέχρι νεωτέρας, την εισαγωγή, είτε από ιδρύματα υποκείμενα στην εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας ή κατ΄ άλλον τρόπο, εντολών πληρωμής ή μεταφοράς κεφαλαίων σε οιοδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που λειτουργούσε εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων εντολών εντός του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος (intra-bank transactions).
(β) γινόταν προσωρινή αναστολή και μέχρι νεωτέρας, ο διακανονισμός εντολών που είχαν ήδη εισαχθεί προς εκτέλεση σε οιοδήποτε σύστημα, πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμού συναλλαγών που λειτουργούσε εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων εντολών εντός του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος (intra-bank transactions)».
Οι τράπεζες επαναλειτούργησαν στις 28.3.2013 με περιοριστικά μέτρα, δυνάμει διατάγματος του Υπουργείου Οικονομικών με βάση το Νόμο για την Επιβολή Περιοριστικών Μέτρων στις Συναλλαγές σε περίπτωση Έκτακτης Ανάγκης Νόμου του 2013.
Στα πλαίσια της διερεύνησης δόθηκε έμφαση στην Έκθεση της Επιτροπής Θεσμών Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων. Επρόκειτο για συνεδρία της Βουλής που έγινε στις 11.6.2013, όπου συζητήθηκαν, μεταξύ άλλων, κατά πόσο η απομείωση των καταθέσεων και καταθετών της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου ήταν γνωστή στους κυβερνητικούς κύκλους πριν από τη λήξη του Eurogroup της 15.3.2013. Αναφέρονται γεγονότα που σχετίζονται με εκροές κεφαλαίων από τις τράπεζες από το Νοέμβριο του 2012 μέχρι την αποστολή της εγκυκλίου.
Το μεγαλύτερο μέρος της ένορκης δήλωσης αφορά σε γεγονότα που συναρτώνται με την εγκύκλιο του Διοικητή της ΚΤΚ και έρευνες που έγιναν σε σχέση με παραβιάσεις της εγκυκλίου. Αναφορά γίνεται και σε διάταγμα αποκάλυψης που εκδόθηκε εναντίον της ΚΤΚ και στις έρευνες που έγιναν στη συνέχεια, καθώς και σε διατάγματα και έρευνες που έγιναν για την τράπεζα FBME.
Τέλος, ο ενόρκως δηλών αναφέρει πως οι αιτούμενες πληροφορίες δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 44 του Νόμου, ενώ η αποκάλυψή τους είναι προς το δημόσιο συμφέρον, καθότι θα βοηθήσει στη διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Η εξασφάλιση της μαρτυρίας είναι ουσιώδους σημασίας και θα βοηθήσει στην έρευνα που γίνεται «για τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων από μέρους των προσώπων που έχουν αναφερθεί πιο πάνω καθώς και εντοπισμό και διαπίστωση παράνομων εσόδων με σκοπό το μελλοντικό πάγωμα και δήμευση τους», κάτι που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.
Οι αιτητές επικαλούνται τους ακόλουθους λόγους, για τους οποίους θεωρούν ότι το Διάταγμα Αποκάλυψης πάσχει:
(1) Έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας αλλά και νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό καθότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά αφού στην ΕΔ Αζά δεν υπάρχει οποιουδήποτε είδους υποστηρικτικό έγγραφο και μαρτυρία που θα μπορούσε να καταδείξει την ύπαρξη «εύλογης υποψίας» για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
(2) Έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας αλλά και νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό καθότι το Διάταγμα Αποκάλυψης εκδόθηκε προς υποβοήθηση ποινικών ερευνών για ανύπαρκτο ποινικό αδίκημα - μη τεκμηρίωση εύλογης υποψίας για διάπραξη καθορισμένου αδικήματος.
(3) Παραπλάνηση του κατώτερου Δικαστηρίου και μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων όπως μεταξύ άλλων (α) του γεγονότος ότι η Αστυνομία πέτυχε στα πλαίσια της Αίτησης 5/19 την έκδοση πανομοιότυπου Διατάγματος το οποίο ακολούθως ακυρώθηκε με πρωτοβουλία της ίδιας της Αστυνομίας και (β) του γεγονότος ότι η τυχόν παράβση Εγκυκλίου δεν δημιουργεί ποινικό αδίκημα και δεν διώκεται αλλά ούτε και τιμωρείται ποινικά.
(4) Έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας αλλά και νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό καθ΄ ότι με το Διάταγμα Αποκάλυψης παραβιάζεται το δικαίωμα στην αλληλογραφία κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος.
(5) Έκδηλη νομική πλάνη καθ΄ ότι το Διάταγμα Αποκάλυψης στρέφεται εναντίον του Διευθυντή των Αιτητών τόσο για την Ελληνική Τράπεζα όσο και για την Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ (ΣΚΤ), ενώ ο Διευθυντής της Ελληνικής Τράπεζας αφενός δεν έχει καμία σχέση με την ΣΚΤ και αφετέρου στην ΕΔ Αζά δεν υπάρχει οποιουδήποτε είδους υποστηρικτικό έγγραφο και μαρτυρία που να συνδέει τον Διευθυντή της Ελληνικής Τράπεζα με την ΣΚΤ και/ή από το οποίο θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο Διευθυντής της Ελληνικής Τράπεζας εκπροσωπεί ή θα μπορούσε να εκπροσωπεί τη ΣΚΤ.
(6) Συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για όλους τους πιο πάνω λόγους και επειδή δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο.
(7) Πρόκειται για δυσανάλογο Διάταγμα που αποσκοπεί στην αλίευση μαρτυρίας.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του xxx Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, xxx Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692). Σε περίπτωση δε όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε η άδεια δεν δίδεται, εκτός αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1Γ ΑΑΔ 1535).
Στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης. Είναι αρκετό εάν με βάση το υλικό που τίθεται με την αίτηση το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι πρέπει να δοθεί άδεια (In re Kakos (1985) 1 CLR 122).
Εξέτασα την παρούσα αίτηση υπό το φως των πιο πάνω αρχών, στη βάση του υλικού που τέθηκε ενώπιόν μου με την αίτηση, την Έκθεση και την ένορκη δήλωση και αφού έλαβα υπόψη τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των συνηγόρων των αιτητών.
Τα άρθρα 45 και 46 του περί Παρεμπόδισης, Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007 (Ν.188(Ι)/2007), επί των οποίων εδράζεται το επίδικο διάταγμα, προνοούν ως ακολούθως:
«45. (1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς ανάλυσης χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, περιλαμβανομένου του εντοπισμού άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων για σκοπό δέσμευσης και/ή δήμευσης, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού και/ή οποιεσδήποτε μεταγενέστερες πληροφορίες που αφορούν το αντικείμενο του διατάγματος αποκάλυψης.
Προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης
46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή/και σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα˙
(ii) [Διαγράφηκε]˙
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη˙
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών˙
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας˙ και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
(3) Το διάταγμα αποκάλυψης-
(α) Εκδίδεται και σε σχέση με πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού˙
(β) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική ή άλλη διάταξη δυνάμει της οποίας δημιουργείται υποχρέωση για τήρηση μυστικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισμοί στην αποκάλυψη πληροφορίας˙
(γ) δεν παρέχει δικαίωμα αποκάλυψης ή παράδοσης πληροφοριών οι οποίες είναι προνομιούχες˙
(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.»
Στην υπόθεση Edrinotio, Πολ. Εφ. 343/2012, ημερομηνίας 3.7.2015, τέθηκε ότι η μη αποκάλυψη ουσιαστικών γεγονότων μπορεί να επιφέρει την ακύρωση Διατάγματος Αποκάλυψης που εκδόθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 46 του Νόμου. Όπως τονίστηκε στην απόφαση, η έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών κατ΄ ακολουθία των άρθρων 45 και 46 του Νόμου δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον ίδιο το Νόμο, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46(2), προκειμένου να ασκήσει την εξουσία του για παροχή του διατάγματος. Ως πρώτη δε προϋπόθεση καταγράφεται η κατάδειξη ύπαρξης εύλογης υπόνοιας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος από συγκεκριμένο πρόσωπο.
Εν προκειμένω, τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν η ένορκη δήλωση Αζά. Με τα στοιχεία που έθεσαν οι αιτητές ενώπιόν μου, τόσο νομικά, όσο και πραγματικά, θεωρώ ότι στοιχειοθετείται συζητήσιμη υπόθεση ως προς το κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46(2) του Νόμου για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, τόσο ως προς τα αδικήματα που κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκαν, όσο και τη σχέση των αιτητών με αυτά και της θεμελίωσης ύπαρξης εύλογης υπόνοιας διάπραξής τους. Απαιτείται, επίσης, πλήρης αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση και ως προς αυτό το ζήτημα, καθώς και για τα υπόλοιπα ζητήματα που ηγέρθησαν από τους αιτητές.
Το άρθρο 72(2) του Νόμου, προνοεί ότι τα διατάγματα ή αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του Νόμου, με εξαίρεση το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 45 και 46, υπόκεινται σε έφεση. Συνεπώς, φαίνεται οι αιτητές να μην έχουν στη διάθεσή τους εναλλακτική θεραπεία. Περαιτέρω, από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, προκύπτει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις προς απόδοση της αιτούμενης άδειας.
Την ίδια προσέγγιση ακολούθησε και η αδελφή Δικαστής Ψαρά-Μιλτιάδου στις αποφάσεις της στις αιτήσεις υπ΄αρ. 132/2020 κ.επ., ημερομηνίας 30.9.2020, επί πανομοιότυπων αιτημάτων που έγιναν από άλλους καθ΄ ων η αίτηση για το ίδιο διάταγμα αποκάλυψης, στις οποίες με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και με τις οποίες συμφωνώ.
Για τους πιο πάνω λόγους δίδεται άδεια ως η παράγραφος (α) της αίτησης. Η ισχύς του Διατάγματος αναστέλλεται μέχρι εκδίκασης της αίτησης δια κλήσεως ή μέχρι άλλης διαταγής. Η αίτηση δια κλήσεως να καταχωρηθεί εντός 7 ημερών και να επιδοθεί. Δίδονται οδηγίες να οριστεί από το Πρωτοκολλητείο στις 23.10.2020 και ώρα 8.45.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ