ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D337
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 119/2020)
7 Οκτωβρίου, 2020
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx SAHIN ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORRUS
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ-
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝOΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ xxx SAHIN ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
_ _ _ _ _ _
κα Ν. Χαραλαμπίδου, για τον Αιτητή.
κα Σ. Χαραλάμπους, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Αιτητής παρών.
(Η μεταφράστρια κα Χρ. Φράγκου, υπάλληλος του Δικαστηρίου, ορκίζεται να μεταφράζει πιστά από τα Ελληνικά στα Τουρκικά και αντίστροφα.)
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής αξιώνει την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad Subjiciendum, με το οποίο να κηρύσσεται η κράτησή του από τις 6.11.2019 μέχρι και σήμερα ως παράνομη από απόψεως διάρκειας και να διατάσσεται η απελευθέρωσή του ή και επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου, σε όση έκταση είναι σημαντικά για την εξέταση της παρούσας αίτησης, ο αιτητής, ο οποίος γεννήθηκε στις 10.5.1992, είναι υπήκοος Τουρκίας και αφίχθηκε παράνομα στην Κύπρο, σε άγνωστη ημερομηνία, από το αεροδρόμιο Τύμπου. Στις 8.6.2018 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Στις 24.10.2019 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών για τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β και παράνομης κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών.
Στις 5.11.2019 εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη, ενώ η επιβολή εναλλακτικών μέτρων αντί της κράτησης κρίθηκε ότι δεν εξυπηρετούσε το σκοπό του Νόμου. Στις 9.1.2020 καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), η οποία απερρίφθη στις 6.2.2020 και δεν ασκήθηκε έφεση. Στις 14.2.2020, 24.3.2020 και 16.4.2020 διενεργήθηκε επανεξέταση της κράτησής του, όπου αποφασίστηκε η συνέχισή της. Στις 14.5.2020 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του για διεθνή προστασία και εναντίον της απόφασης ο αιτητής έχει καταχωρήσει την προσφυγή 897/2020, η οποία είναι ορισμένη ενώπιον του ΔΔΠ στις 5.10.2010.
Στις 20.5.2020 και 13.7.2020 διενεργήθηκε επανεξέταση της κράτησής του όπου και αποφασίστηκε η συνέχισή της. Η συνέχιση της κράτησης του αιτητή θεωρείται από τους καθ΄ων η αίτηση ως επιβεβλημένη, καθότι εκκρεμούν μέχρι σήμερα διαδικασίες που αφορούν τον αιτητή και εμποδίζουν την απέλασή του, ενώ για λόγους δημόσιας τάξης οι οποίοι ελέγχθηκαν από το αρμόδιο Δικαστήριο και κρίθηκαν ως νόμιμοι και εύλογοι, δεν μπορεί να αφεθεί να διαμένει ελεύθερος στη Δημοκρατία.
Ο αιτητής προβάλλει πως η συνέχιση της κράτησής του είναι παράνομη, καθότι παραβιάζει τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία και του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, λόγω της παρατεταμένης της διάρκειας, αφού διαρκεί δέκα μήνες, χωρίς να ενημερώνεται αναφορικά με οποιεσδήποτε ενέργειες γίνονται από τις Αρχές για επαλήθευση των λόγων κράτησής του, ούτε επιδεικνύεται η δέουσα επιμέλεια προς τις διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με το λόγο κράτησής του, με αποτέλεσμα η κράτησή του ως αιτητή ασύλου να μην είναι η συντομότερη δυνατή, όπως απαιτείται από το Νόμο, και να έχει καταστεί παράνομη. Περαιτέρω, προβάλλει τη θέση πως για τα αδικήματα που έχει διαπράξει έχει καταδικαστεί και εκτίσει την ποινή του και δεν έχει ενημερωθεί για ποιο άλλο λόγο θεωρείται επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Ενώ κρατείται για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης, δεν έχει ενημερωθεί περί οποιασδήποτε διερεύνησης διάπραξης αδικημάτων και καμία ενέργεια δεν γίνεται για επαλήθευση των λόγων κράτησης.
Στην ένστασή της η Δημοκρατία προβάλλει ως προδικαστικό ζήτημα ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση πάσχει δικονομικά και ουσιαστικά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εισήγηση, στην αίτηση αναφέρεται ότι τα γεγονότα στα οποία βασίζεται εκτίθενται σε ένορκη δήλωση του αιτητή. Αυτή όμως είναι στην τουρκική γλώσσα που δεν είναι κατανοητή από το Δικαστήριο και επισυνάπτεται σ΄ αυτήν ένορκη δήλωση του μεταφραστή, ο οποίος έχει μεταφράσει την ένορκη δήλωση του αιτητή από την τουρκική στην ελληνική γλώσσα, καθώς και την ελληνική μετάφραση αυτής, χωρίς να επισυνάπτονται τα τεκμήρια που επισυνάπτονται στην ΕΔ του αιτητή και χωρίς να γίνεται αναφορά στο σώμα της αίτησης ότι επισυνάπτεται η ΕΔ του μεταφραστή.
Ένα άλλο ζήτημα που προβάλλεται ως προδικαστικό στην αγόρευση της Δημοκρατίας είναι και το γεγονός ότι ο αιτητής είχε πετύχει την έκδοση διατάγματος νομικής αρωγής στην αίτηση 17/2020 από το Μάιο του 2020 και η καταχώρηση της αίτησης στις 16.9.2020 αποτελεί αντιφατική και καταχρηστική συμπεριφορά. Θεωρώ ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην υποβολή της αίτησης δεν μπορεί άνευ ετέρου να καταστήσει την παρούσα αίτηση καταχρηστική. Η επιλογή ενός κρατουμένου να μην προωθήσει αίτημα για habeas corpus σε ένα χρονικό σημείο δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο για καταχώρηση τέτοιας αίτησης σε μεταγενέστερο χρόνο. Άλλωστε πρόκειται περί δικαιώματος και όχι υποχρέωσης.
Αναφορικά με την ουσία της αίτησης η Δημοκρατία προβάλλει πως αυτό που επιδιώκει ο αιτητής είναι τον έλεγχο της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης, πράξη που εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο, φέρει το τεκμήριο της νομιμότητας, εφόσον ελέγχθηκε από το ΔΔΔΠ στα πλαίσια της προσφυγής υπ. Αρ. ΔΚ1/20 και κρίθηκε ως νόμιμο. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η κράτηση είναι καθ΄όλα νόμιμη και σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και του άρθρου 5(στ) της ΕΣΔΑ. Η δε διάρκειά της δεν είναι τέτοια που να ενεργοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(7)(α) του Νόμου και/ή, εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει ως όφειλε ότι η κράτησή του είναι παρατεταμένη και ότι δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις. Εξακολουθούν να υφίστανται διοικητικές διαδικασίες που αφορούν το αίτημά του για διεθνή προστασία και της ολοκλήρωσης της προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ που ήγειρε ο αιτητής και εκτελούνται με τη δέουσα επιμέλεια και χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Η συνέχιση της κράτησής του αποφασίζεται με βάση επαναξιολόγηση. Η επαλήθευση λόγων κράτησης που αφορούν τη δημόσια τάξη δεν μπορούν να ελεγχθούν στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας. Ο αιτητής δεν έχει δείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τη νομιμότητα της κράτησής του και δεν ικανοποίησε το αποδεικτικό βάρος να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία που να μπορεί να οδηγήσει στην πιθανότητα ενός ευνοϊκού για τον ίδιο συμπεράσματος.
Οι συνήγοροι των δύο πλευρών ανέπτυξαν τις αντίστοιχες θέσεις τους σε γραπτές αγορεύσεις οι οποίες ήταν ιδιαίτερα εμπεριστατωμένες με αναφορά και σε αποφάσεις του ΔΕΕ, τις οποίες εξέτασα με προσοχή και θα αναφερθώ εκεί όπου χρειάζεται στην πορεία της απόφασής μου.
Η κράτηση του αιτητή διατάχθηκε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(1)/2000,[1] εφόσον κρίθηκε ως επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη, ενώ η επιβολή εναλλακτικών μέτρων, αντί της κράτησης, δεν εξυπηρετούσε το σκοπό του Νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(4)(α) του ίδιου Νόμου, η κράτηση πρέπει να έχει «τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2)». Στο άρθρο 9ΣΤ(4)(β) προβλέπεται ότι «οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.».
Η διάρκεια της κράτησης υπόκειται σε έλεγχο στη βάση διαδικασίας έκδοσης εντάλματος Habeas Corpus, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος (άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του Ν.6(1)/2000). Τονίστηκε και από τις δύο πλευρές, ορθά κατά την κρίση μου, ότι με την παρούσα διαδικασία δεν ελέγχεται η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Αυτό ελέγχθηκε από το ΔΔΔΠ στα πλαίσια της προσφυγής υπ. αρ. ΔΚ1/20, κρίθηκε ως νόμιμο και η απόφαση δεν έχει εφεσιβληθεί.
Ο αιτητής κρατείται από την έκδοση του διατάγματος κράτησης για περίοδο 10 μηνών υπό την ιδιότητά του ως αιτητής ασύλου, ο οποίος κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Στην υπόθεση J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, Υπόθεση C-601/15 PPU, ημερομηνίας 15.2.2016, η οποία κρίθηκε στη βάση της Οδηγίας 2013/33, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά στις σκέψεις 64, 65 και 67, που παρέπεμψε η κα Χαραλαμπίδου:
«64 Επιπλέον, η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία στη νομολογία του Δικαστηρίου των εννοιών «δημόσια ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» σε άλλες οδηγίες, η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33.
65 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34)].
66 ..
67 Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ' αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).»
Για να δικαιολογείται η κράτηση του αιτητή μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορό του, θα πρέπει να εξακολουθεί να θεωρείται πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, με το βάρος απόδειξης να επωμίζεται η Δημοκρατία. Προς τούτο παρέπεμψε στις πρόσφατες αποφάσεις Αναφορικά με την Αίτηση του Ismail, Πολιτική Αίτηση Αρ. 49/2020, ημερομηνίας 17.9.2020, Αναφορικά με την Αίτηση του Abdelmogheeth, Πολιτική Αίτηση Αρ. 56/2020, ημερομηνίας 15.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:D305, Αναφορικά με την Αίτηση του Almuhana, Πολιτική Αίτηση Αρ. 28/2020, ημερομηνίας 28.7.2020, καθώς και την πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ WM κατά Stadt Frankfurt am Main, C-18/19, ημερομηνίας 2.7.2020, όπου το ΔΕΕ ανέφερε τα ακόλουθα στις σκέψεις 42 - 44 και 46 - 47:
«42 Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν, κατ' ουσίαν, την ελευθερία να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσίας τάξεως σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, οι οποίες ενδέχεται να διαφοροποιούνται αναλόγως του κράτους μέλους και του κρίσιμου χρονικού διαστήματος, εντούτοις οι απαιτήσεις αυτές, στο πλαίσιο της Ένωσης και ιδίως ως δικαιολόγηση παρεκκλίσεως από υποχρέωση αποσκοπούσα στη διασφάλιση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών κατά την απομάκρυνσή τους από την Ένωση, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, με συνέπεια το περιεχόμενό τους να μην μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από κάθε κράτος μέλος χωρίς τον έλεγχο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O., C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 48).
43 Όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας του «κινδύνου για τη δημόσια τάξη», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια αυτή προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O., C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60).
44 Όσον αφορά την έννοια της «δημόσιας ασφάλειας», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, ως εκ τούτου, μπορεί να θίγεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή τον κίνδυνο σοβαρής διαταράξεως των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 66). 45 Όπως, όμως, επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 77 των προτάσεών του, η απαίτηση περί πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, προκειμένου να θεμελιωθεί η μείωση ή η κατάργηση της προθεσμίας οικειοθελούς αναχωρήσεως υπηκόου τρίτης χώρας βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο προς δικαιολόγηση της κρατήσεως σε σωφρονιστικό κατάστημα ενόψει απομακρύνσεως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/115.
45 ..
46 Επομένως, προσβολή της δημοσίας τάξεως ή ασφάλειας δύναται να δικαιολογεί την ενόψει απομακρύνσεως κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας σε σωφρονιστικό κατάστημα, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/115, μόνον εφόσον η ατομική συμπεριφορά του συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 67).
47 Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές στην υπόθεση της κύριας δίκης.»
Στην FMS κα κατά Orszagos, C-924/19 κα, ημερομηνίας 2.7.2020, που παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, το ΔΕΕ τόνισε τα ακόλουθα στις σκέψεις 263 και 265:
«263 Αντιθέτως, καμία διάταξη της οδηγίας 2013/33 δεν καθορίζει συγκεκριμένη προθεσμία πέραν της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται να άρουν την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ενώ το άρθρο 9 της πρότασης οδηγίας [COM(2008) 815 τελικό] προέβλεπε ρητώς ότι η απόφαση για τη θέση υπό κράτηση έπρεπε να προσδιορίζει τη μέγιστη διάρκεια της κράτησης, η απαίτηση αυτή δεν περιλαμβάνεται στο τελικό κείμενο της οδηγίας 2013/33.
265 Επομένως, το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33 δεν αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν προβλέπει προθεσμία μετά τη λήξη της οποίας η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία θεωρείται αυτομάτως παράνομη, εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος μεριμνά ώστε, αφενός, η κράτηση να διαρκεί μόνον για όσο διάστημα συντρέχει ο λόγος που τη δικαιολογεί και, αφετέρου, οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τον λόγο αυτόν να διεξάγονται με επιμέλεια.»
Εν προκειμένω, ο αιτητής έχει κριθεί από Δικαστήριο στη Δημοκρατία ένοχος για τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β και παράνομης κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών. Η διάπραξη αυτών των αδικημάτων είναι που τον κατέστησαν απειλή για τη δημόσια τάξη της χώρας, στην οποία ο ίδιος επέλεξε να έρθει και να ζητήσει άσυλο. Πρόκειται δε για αδικήματα που διαπράχθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Οι υποθέσεις Ismail, Abdelmogheeth, και Almuhana, πιο πάνω, που με παρέπεμψε η κα Χαραλαμπίδου, διαφοροποιούνται ως προς τα γεγονότα. Σ΄ εκείνες τις υποθέσεις οι αιτητές θεωρήθηκαν ύποπτοι για θέματα εθνικής ασφάλειας και, παρά την κράτησή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είχαν γίνει ενέργειες για επαλήθευση του κινδύνου ή έστω ως προς το χρόνο τυχόν μελλοντικώς λήψης τέτοιων μέτρων. Εν προκειμένω, η καταδίκη του αιτητή για τα προαναφερθέντα αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν πρόσφατα, είναι που τον κατέστησαν απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του κράτους μέλους υποδοχής. Το ερώτημα που τίθεται σε αυτό το στάδιο είναι κατά πόσο η διάρκεια της κράτησής του είναι παρατεταμένη. Σε τέτοιου είδους υποθέσεις απαιτείται η εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός του επιδιωκόμενου σκοπού που είναι η προστασία της δημόσιας τάξης και αφετέρου η βαρύτητα της επεμβάσεως στο δικαίωμα της ελευθερίας (J.N. σκέψη 69 και 70).
Ο αιτητής δεν ευρίσκεται σε διαδικασία απέλασης, εφόσον πρόκειται για αιτητή ασύλου όπου δεν είναι επιτρεπτή η απέλαση του προτού συμπληρωθούν οι διαδικασίες που αφορούν το αίτημά του. Η εισήγηση της κας Χαραλαμπίδου ότι, ακόμα και σε περίπτωση που απορριφθεί το αίτημά του για άσυλο από το ΔΔΔΠ, αυτός δε θα μπορεί να απελαθεί στην Τουρκία, διότι τυχόν απέλασή του θα συνιστά απαγορευμένη επαναπροώθηση, δυνάμει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας αίτησης.
Εν προκειμένω, αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο αιτητής, ως είχε δικαίωμα, αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η οποία είναι ορισμένη στις 5.10.2020 για πρώτη εμφάνιση. Δεν έχει τεθεί ενώπιόν μου οτιδήποτε που να υποδηλοί καθυστέρηση στην προώθηση της προσφυγής του που να δικαιολογεί την απόδοση της αιτούμενης θεραπείας. Εφόσον λοιπόν εκκρεμεί η διαδικασία ενώπιον του ΔΔΔΠ προς αμφισβήτηση της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής τέθηκε υπό κράτηση και με δεδομένη τη νομιμότητα του διατάγματος καθώς και ότι ο συνολικός χρόνος κράτησης δεν είναι υπερβολικός σε συνάρτηση με τα ληφθέντα διαβήματα, θεωρώ ότι δεν μπορεί να του αποδοθεί η αιτούμενη θεραπεία σε αυτό το στάδιο.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ
[1] «9ΣΤ(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·»