ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Λοϊζίδης Λοΐζος Kώστα ν. Aνδρέα Mιχαήλ Tσιακλή και ’λλης (1997) 1 ΑΑΔ 1418
Λαζάρου Eυάγγελος και ’λλη ν. Γιάννη Π. Mακεδόνα (1999) 1 ΑΑΔ 817
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.18
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:A292
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E242/2014
3 Σεπτεμβρίου, 2020
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, X. MAΛΑΧΤΟΣ, Δ/Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ (ΚΑΡΟΥΣΟΥ),
Εφεσείοντα/Εναγόμενου,
- ΚΑΙ -
xxx ΜΕΛΑ,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.
----------------------
Aνδρέας Χαβιαριάς για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Μάριος Μαρκουλλής για Γ. Φ. ΠΙΤΤΑΤΖΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου με ειδικό οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα αξιώνοντας το ποσό των 153.391,40, πλέον τόκο 9% ετησίως επί του ποσού τούτου από 27.11.2006 μέχρι εξοφλήσεως και έξοδα, στη βάση γραμματίου συνήθους τύπου ή και γραμματίου ή και εγγράφου αναγνώρισης χρέους, πληρωτέου την 30.12.2006.
Το κλητήριο επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 14.11.2013, ο οποίος καταχώρησε εμφάνιση. Λόγω μη καταχώρισης υπεράσπισης εντός της προβλεπόμενης από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (στο εξής «οι Θεσμοί») προθεσμίας, ο εφεσίβλητος καταχώρισε αίτηση για απόφαση, η οποία αποσύρθηκε ενόψει της καταχώρισης υπεράσπισης, στις 7.2.2014. Ακολούθως, στις 25.2.2014, καταχώρισε αίτηση για συνοπτική απόφαση θεμελιωμένη στη Δ.18 των θεσμών και υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση του ιδίου. Στην ένορκη δήλωση αναφερόταν ότι ο εφεσείων του όφειλε το αξιούμενο με την αγωγή ποσό δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου, αντίγραφο του οποίου επισυναπτόταν ως τεκμήριο.
Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση του εφεσείοντα. Σύμφωνα με την εκδοχή του, όπως προβλήθηκε μέσα από ένορκη δήλωση του ιδίου, οι διάδικοι συμφώνησαν στην κατάρτιση του γραμματίου για να παρουσιαστεί από τον εφεσίβλητο σε τραπεζικό ίδρυμα με σκοπό την εξασφάλιση δανείου για την παραχώρηση του οποίου η τράπεζα απαιτούσε εξασφαλίσεις. Το ποσό του δανείου θα χρησιμοποιείτο για την πληρωμή μέρους οφειλόμενου ποσού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), το υπόλοιπο μέρος του οποίου θα καταβαλλόταν από τον ίδιο. Για τον ΦΠΑ αντιμετώπιζε, μαζί με τον εφεσίβλητο, ποινική υπόθεση υπό την ιδιότητα τους ως διευθυντές συγκεκριμένης εταιρείας, συγκατηγορούμενής τους. Αποδεχόμενη το έγγραφο, η τράπεζα παραχώρησε το δάνειο στον εφεσίβλητο. Στη συνέχεια καταβλήθηκε ο οφειλόμενος ΦΠΑ και απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Κοινή αντίληψη των διαδίκων ήταν ότι ο εφεσίβλητος δεν θα διεκδικούσε το ποσό του γραμματίου, αφού ο ίδιος (εφεσείων) δεν το έλαβε και δεν το όφειλε. Ο εφεσίβλητος, όμως, εκμεταλλευόμενος την πρόθεσή του να βοηθήσει, προσπάθησε με δόλια μέσα να εξασφαλίσει το ποσό, εξαπατώντας τον ουσιαστικά να υπογράψει το γραμμάτιο. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του και της προχειρότητας του εγγράφου, που κατά την άποψή του δείκνυε και το λόγο της σύνταξής του, παρέπεμψε στην υπογραφόμενη από τον ίδιο εγγύηση επί του εγγράφου εισηγούμενος ότι αν οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου ήταν αληθείς και επεδίωκε «την εξασφάλιση των χρημάτων του», δεν θα αποδεχόταν την υπογραφή άκυρης, ουσιαστικά, εγγύησης.
Προσεγγίζοντας την αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε, πρωτίστως, με το ερώτημα κατά πόσο έπρεπε να βασισθεί, για τους σκοπούς της αίτησης, στην υπεράσπιση του εφεσείοντα ή στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένστασή του, ζήτημα το οποίο αποτελούσε σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των διαδίκων. Κατέληξε, μετά από αναφορά σε νομολογία, ότι σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο βασίζεται στις ένορκες δηλώσεις. Εξετάζοντας στη συνέχεια την αίτηση, ικανοποιήθηκε ότι το έγγραφο που επισυναπτόταν στην ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου πληρούσε όλα τα απαιτούμενα στοιχεία ώστε να χαρακτηριστεί ως γραμμάτιο συνήθους τύπου, σημειώνοντας παράλληλα ότι η υπογραφή εγγύησης από τον υπόχρεο πληρωμής της οφειλής του γραμματίου συνήθους τύπου δεν το καθιστά άκυρο (άρθρο 79 του Κεφ.149). Ως προς τις προβαλλόμενες από τον εφεσείοντα υπερασπίσεις, κατέληξε ότι δεν ευσταθούσαν οι θέσεις του περί υπογραφής του γραμματίου συνεπεία εξαναγκασμού και εξαπάτησής του. Συνακόλουθα, εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για το αξιούμενο με την αγωγή ποσό.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται στη βάση δύο λόγων έφεσης. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η υπεράσπισή του, η οποία καταχωρίστηκε μετά από αίτηση του εφεσίβλητου για απόφαση, πριν ακόμη καταχωριστεί η αίτηση για συνοπτική απόφαση, αποκάλυπτε επαρκή υπεράσπιση, πράγμα που το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε να μην εξετάσει (1ος λόγος έφεσης). Θεωρεί εσφαλμένη, επίσης, την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν έδειξε την ύπαρξη υπεράσπισης δυνάμει των άρθρων 78 και 80 του Κεφ.149. Αυτό γιατί η εκδοχή του, η οποία υπέστη τη βάσανο της αντεξέτασης, καταδείκνυε σαφώς ότι το επίδικο γραμμάτιο δεν αποκάλυπτε γνήσια απαίτηση του εφεσίβλητου αλλά υπογράφηκε ως εξασφάλιση για την έγκριση δανείου από τραπεζικό ίδρυμα προς εξόφληση οφειλών ΦΠΑ (2ος λόγος έφεσης).
Όπως αποκαλύπτει η ίδια η πρόνοια, η διαδικασία με βάση τη Δ.18 για συνοπτική απόφαση αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, αφού παρέχει στον ενάγοντα τη δυνατότητα να πετύχει την έκδοση απόφασης παρακάμπτοντας τη συνήθη διαδικασία διεξαγωγής δίκης. Γι' αυτό εφαρμόζεται μόνο, στις περιπτώσεις εκείνες που η υπόθεση του ενάγοντα είναι ξεκάθαρη και o εναγόμενος δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή επί της ουσίας ή δεν έχει αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικά για να του παράσχουν το δικαίωμα υπεράσπισης. Ό,τι απαιτείται από τον εναγόμενο είναι να δείξει πως υπάρχει δικάσιμο θέμα «ανεξάρτητα αν το δικαστήριο πιστεύει πως τελικά η προβαλλόμενη υπεράσπιση μπορεί να μην επιτύχει», κριτήριο το οποίο δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση (βλ. N. V. Caterchef v P.C.P Electronics Ltd (1999) ΑΑΔ 1912). Υπενθυμίζουμε συναφώς και την αναφορά στην υπόθεση Λαζάρου κ.ά ν Μακεδόνα (1999) 1 ΑΑΔ 817,822 ότι, «όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση».
Όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, ο εφεσίβλητος στην έκθεση απαίτησης διατύπωσε διαζευκτικές προτάσεις ως προς τη βάση αγωγής του. Τελικώς, επέλεξε με την αίτηση για συνοπτική απόφαση, να προωθήσει τη βάση αγωγής δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου. Η επιλογή αυτή οριοθέτησε και τα πλαίσια εξέτασης της ύπαρξης ή όχι καλής υπεράσπισης.
Σε κάθε δικαστικό ΅έτρο που λαμβάνεται βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, το περιεχόμενο του εν λόγω γραμματίου συνιστά, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 80 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, α΅άχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό. Επομένως, μαρτυρία που στοχεύει στην αντίκρουση της αλήθειας του περιεχομένου γραμματίου συνήθους τύπου δεν είναι αποδεκτή (βλ. επίσης Raif v Dervish (1971) 1 C.L.R. 158 και Λοϊζίδης ν Τσιακλή κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 1418). Ο κανόνας απόδειξης που καθιερώνεται από το άρθρο 80 δεν είναι απόλυτος, αφού η επιφύλαξη του εν λόγω άρθρου εισάγει εξαίρεση σύμφωνα με την οποία αποτελεί επαρκή υπεράσπιση το γεγονός ότι «. η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπέγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη». Επιτρέπεται και η προβολή της υπεράσπισης της εξόφλησης του χρέους εφόσον η εξόφληση αποσβένει την οφειλή, (βλ. Κανναουρίδης ν. Οικοδομικής Εταιρείας Τακτικών Κυβερνητικών Εργατών Κύπρου «Η Μέριμνα» Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 1390).
Ο εφεσείων με την υπεράσπιση του αρνήθηκε όλους τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου. Σε σχέση ειδικότερα με τον ισχυρισμό του τελευταίου ότι η προθεσμία πληρωμής του γραμματίου παρήλθε και ο εφεσείων «κανένα ποσό δεν πλήρωσε παρόλο που του ζητήθηκε πολλές φορές», ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε παραβίασε οποιαδήποτε συμφωνία σε σχέση με τον εφεσίβλητο, δεν του χρωστούσε οποιοδήποτε ποσό και «εν πάση περιπτώσει.ουδέν υπόλοιπο υπάρχει και/ή οποιοδήποτε υπόλοιπο υπήρχε αυτό έχει εξοφληθεί».
Τα παράπονα του εφεσείοντα κρίνονται αβάσιμα. Σημειώνουμε κατ' αρχάς, ότι δεν παρουσιάζεται από τη μαρτυρία που ο εφεσείων έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου, το γραμμάτιο να υπεγράφη υπό «ψυχική πίεση και/ή εξαπάτηση» από τον εφεσίβλητο. Αντιθέτως, η ένορκη δήλωση του εφεσείοντα υποστηρίζει ότι υπεγράφη για να βοηθηθεί ο εφεσίβλητος στην εξασφάλιση δανείου από τραπεζικό ίδρυμα, σκοπός ο οποίος επιτεύχθηκε με την παραχώρηση του δανείου. Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτιμώντας το σύνολο της μαρτυρίας, ο εφεσείων, με βάση τους δικούς του ισχυρισμούς, γνώριζε τα γεγονότα σε όλη τους την έκταση. Τα όσα πρόβαλε ο εφεσείων ως υπερασπίσεις με βάση την κατ' ισχυρισμό συμπεριφορά του εφεσίβλητου μετά την υπογραφή του επίδικου εγγράφου, σαφώς δεν ενέπιπταν εντός της εμβέλειας της επιφύλαξης του άρθρου 80 του Κεφ.149 και ορθά απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ως έχει αναφερθεί, ο εφεσείων είχε καταχωρίσει υπεράσπιση πριν την υποβολή της αίτησης για συνοπτική απόφαση. Αποτέλεσε δε θέση αμφοτέρων των διαδίκων, κατόπιν σχετικού ερωτήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η εκδίκαση αιτήσεων για συνοπτική απόφαση γίνεται επί των ενόρκων δηλώσεων. Αναφέρθηκε, συγκεκριμένα, από το συνήγορο που εμφανίστηκε για τον εφεσείοντα:
«Θα ήθελα απλά να σημειώσω ότι θεωρώ ότι η εκδίκαση της συγκεκριμένης αίτησης θα γίνει επί των ενόρκων δηλώσεων. Όντως έχει καταχωρηθεί υπεράσπιση από τον Εναγόμενο η οποία υπεράσπιση είναι η πρόθεση μας να προχωρήσουμε με αίτηση τροποποίησης για να προστεθούν κάποια από τα στοιχεία που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της ένστασης».
Ακολούθως, ο ευπαίδευτος συνήγορος αγόρευσε προς υποστήριξη της ένστασης στηριζόμενος αποκλειστικά, στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την ένσταση, η οποία εισηγήθηκε, παρουσίαζε «καλή υπεράσπιση» και επαρκείς λόγους για να επιτραπεί στον εφεσείοντα να υπερασπιστεί τον εαυτό του στην ουσία της υπόθεσης. Καμία επίκληση δεν έγινε στην ένσταση από τον εφεσείοντα ή τον δικηγόρο του της ήδη καταχωρηθείσας υπεράσπισης, ούτε έγινε οποιαδήποτε αναφορά στο περιεχόμενό της κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της αίτησης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων δεν μπορεί τώρα να προωθήσει διαφορετική θέση ενώπιον του Εφετείου από αυτή που υιοθέτησε και προώθησε πρωτόδικα. Εν πάση περιπτώσει, η θέση του εφεσείοντα στην υπεράσπισή του, ότι δεν όφειλε οτιδήποτε προωθήθηκε με την ένσταση του, παρέχοντας λεπτομέρειες της εκδοχής του στην ένορκη δήλωση του, την οποία επανέλαβε αντεξεταζόμενος ενόρκως. Η διαζευκτική θέση στην υπεράσπιση, ότι «εν πάση περιπτώσει.ουδέν υπόλοιπο υπάρχει και/ή οποιοδήποτε υπόλοιπο υπήρχε αυτό έχει εξοφληθεί» πέραν του ότι αντιστρατεύεται τη θέση που ο εφεσείων προώθησε πρωτόδικα, δεν υποστηρίχθηκε από οποιαδήποτε μαρτυρία.
Δεν διαπιστώνουμε βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την επέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση απορρίπτεται με 2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου