ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D291
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.89/20
2 Σεπτεμβρίου, 2020
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964), ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx AVNI ΜΕ Α.Δ.Τ. xxx1030, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ENTAΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡ. 19.12.19, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΥ xxx ΠΑΠΑΕΥΡΥΒΙΑΔΗ, ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΑ 18 ΚΑΙ 19.
------------------
Χ.Γεωργίου, για ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ & ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ, ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
Με την παρούσα αίτηση ο ως άνω Αιτητής αιτείται άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, ώστε να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, με σκοπό να ακυρώσει το εναντίον του Αιτητή εκδοθέν ένταλμα σύλληψης, ημερομηνίας 19/12/2019.
Η νομική βάση της Αίτησης στηρίζεται κυρίως στα ’ρθρα 155.4, 1Α, 11, 12, 15, 16,17 30, 33,34 35, 155.4, 169.3, 179.2 και 188 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.100(Ι)/2019, στα ’ρθρα 1, 2, 3, 5, 6, 8, 13, 17 και 18 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα, η οποία έγινε στο Στρασβούργο την 20η Απριλίου 1959 ως έχει κυρωθεί στη Δημοκρατία με τον Κυρωτικό Νόμο Ν.2(ΙΙΙ)/2000, στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, ιδίαν και όχι αποκλειστικά και στα άρθρα 6, 47, 51, 52, 53 και 54, στα ’ρθρα 3Α, 3Β, 3Γ, 5, 6, 18, 19 και 20 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφάλαιο 155.
Το προσβαλλόμενο ένταλμα σύλληψης αφορά διάφορα υπό διερεύνηση αδικήματα τα οποία κατά τον ισχυρισμό της Αστυνομίας είχαν διαπραχθεί στην Κύπρο από 21.11.2018 μέχρι 6.12.2019, όπως συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, παραβιάσεις του περί απορρήτου της ιδιωτικής επικοινωνίας, εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος και άλλα.
Σύμφωνα πάντα με την πλευρά του Αιτητή, όλα άρχισαν από δημοσίευμα σε κυπριακό κανάλι στις 15.11.2019, στο οποίο αναφέρθηκε ότι στη Λάρνακα κυκλοφορεί ένα όχημα (VAN), το οποίο ανήκει σε ισραηλινό πλουτοκράτη, πράκτορα, όπως χαρακτηρίστηκε των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών και παρέχει στην Κύπρου κατασκοπευτικές υπηρεσίες. Ο Αιτητής ενημερώθηκε από κάποιο αστυνομικό για τα θέματα και του ζητήθηκε να ερευνηθεί το εν λόγω όχημα. Ο ίδιος ενημέρωσε την Αστυνομία ότι το όχημα ανήκει στην εταιρεία WS Wispear System Ltd. Ακολούθησαν πολλές έρευνες σε σχέση με συγκεκριμένα υποστατικά και μεσολάβησαν διάφορες δηλώσεις στα ΜΜΕ για την υπόθεση από δημόσια ή πολιτικά πρόσωπα τα οποία παρουσίαζαν τον Αιτητή (και άλλο πρόσωπο) ως «ενόχους». Κατά πάντα χρόνο οι δικηγόροι του ήλθαν σε συνεννόηση με την Αστυνομία με σκοπό τη συνεργασία του. Ενώ δεν ενημέρωσε η Αστυνομία ότι εκκρεμούσε εναντίον του ένταλμα σύλληψης, δηλώθηκε η προθυμία του Αιτητή να έλθει στην Κύπρο για σκοπούς ανάκρισης. Στο ενδιάμεσο διάστημα εκτελέστηκαν 3 εντάλματα σύλληψης εναντίον υπαλλήλων και ή αντιπροσώπων εταιρειών που είχαν κατ΄ισχυρισμόν σχέση με τα υπό διερεύνηση υποστατικά και το όχημα. Επίσης στο εν λόγω μεσοδιάστημα ο Αιτητής όντας πρόεδρος της εβραϊκής κοινότητας στην Κύπρο αλλά και επαγγελματίας - επιχειρηματίας υπέστη σημαντική βλάβη από την όλη δημοσίευση της υπόθεσης. Στις 2.6.2020 ο Αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο μαζί με την οικογένεια του και εκτελέστηκε το ένταλμα σύλληψης εναντίον του, το οποίο είχε εκδοθεί στις 19.12.2019. Στο μεταξύ ο δικηγόρος του είχε ενημερώσει από πριν την Αστυνομία δίδοντας λεπτομέρειες για την πτήση. Να σημειωθεί ότι από το χρόνο έκδοσης του εντάλματος σύλληψης ο Αιτητής, μέσω των συνηγόρων του, είχε επιδιώξει ανεπιτυχώς την απόκτηση αντιγράφου του εντάλματος σύλληψης ώστε να προχωρήσει με προσβολή του στο Δικαστήριο. Τα διαβήματα του περιγράφονται αναλυτικά στην ένορκη του δήλωση. Σημασία έχει ότι τελικά το αντίγραφο το έλαβε στις 5.6.2020 οπότε και προχώρησε στις 17.7.2020 στην καταχώρηση της παρούσας.
Τα γεγονότα και οι νομικές θέσεις καταγράφονται στην έκθεση γεγονότων και στη σχετική ένορκη δήλωση του Αιτητή, σε δεκάδες σελίδες και συνοδεύονται από μεγάλο αριθμό τεκμηρίων. Θα γίνει προσπάθεια σύνοψης των νομικών του θέσεων, οι οποίες συνίστανται κυρίως στα εξής:
Το προσβαλλόμενο ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, κατά παράβαση των άρθρων 18 και 19 του Κεφ. 155 και αντίθετα στις επιταγές του ’ρθρου 11 του Συντάγματος και του αντίστοιχου ’ρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του ’ρθρου 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης τα οποία ορίζουν τις αυστηρές προϋποθέσεις για περιορισμό της ελευθερίας ενός ατόμου και μέσα από διαδικασία και δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο νόμο. Ιδιαίτερα επειδή τα γεγονότα της παρούσας και τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στη βάση της ένορκης δήλωσης του Αν. Υπαστυνόμου Παπαευρυβιάδη, ήταν γενικά, αόριστα και ανεπαρκή ως προς την ύπαρξη της «ευλόγου υποψίας» για την διάπραξη των κατ' ισχυρισμόν αδικημάτων από τον Αιτητή. Είναι η θέση του Αιτητή πως το προσβαλλόμενο ένταλμα πάσχει, αφού δεν πληρούνται σωρευτικά οι δύο προϋποθέσεις για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης. Δεν στοιχειοθετείται εύλογη υποψία για διάπραξη των αδικημάτων από τον Αιτητή, ταυτόχρονα δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα σύλληψης του. Προσθέτως, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δεν τήρησε την αρχή της αναλογικότητας ή/και αναγκαιότητας, και δέχτηκε ως Rubber stamp τη θέση της Αστυνομίας, καθότι κυρίως η υπόθεση αφορούσε δικανική ανάλυση ηλεκτρονικών δεδομένων και όλο το αποδεικτικό υλικό που χρειαζόταν η Αστυνομία, το περισυνέλλεξε από τις 15/11/2019 μέχρι και τις 20/11/2019 και συνεπώς, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα παρέμβασης στο ανακριτικό έργο. Επί της ουσίας, δεν προστίθενται νέα γεγονότα στην ένορκη δήλωση, τα οποία να έχουν προκύψει μετά τις έρευνες που είχαν διεξαχθεί σχεδόν 1 μήνα πριν από την έκδοση του εντάλματος. Το μόνο νέο ουσιαστικά δεδομένο, το οποίο καταγράφεται στον όρκο και δεν αφορά τον Αιτητή ή τις εταιρίες συμφερόντων του, ΝCIS Intelligence and Security Services Ltd, CIS International Ltd και CIS Global Security Solutions Ltd, είναι η εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας στο αεροδρόμιο Λάρνακας στις 6/12/2019, δηλαδή 13 μέρες πριν την έκδοση του επίδικου εντάλματος, «όπου ο όρκος παραμένει σιωπηλός στο γεγονός ότι η ανακριτική ομάδα επέλεξε να μην παραλάβει τον server της εταιρείας Ηermes Airports Ltd».
Το προσβαλλόμενο ένταλμα λήφθηκε κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας με πλάνη του Δικαστηρίου ως προς την εξουσία του και λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της ισότητας.
Μεγάλο μέρος των ισχυρισμών του Αιτητή αποτελεί η θέση πως υπήρξε απόκρυψη ή μη αποκάλυψη ουσιωδών στοιχείων από την Αστυνομία στην εν λόγω ένορκη δήλωση, όπως ο αληθινός τρόπος και οι πραγματικές συνθήκες λήψης των στοιχείων που αποτέλεσαν τη βάση του αιτήματος, ή το γεγονός ότι στις 28/11/2019, είχαν δώσει κατάθεση 5 υπάλληλοι της εταιρείας WS Wispear System Ltd και ότι από τότε ήταν στην διάθεση τους και οι υπάλληλοι ή/και διευθυντές ή/και αντιπρόσωποι των εταιρειών NCIS Intelligence and Security Services Ltd, CIS Global Security Solutions Ltd και CIS International Ltd, ή το γεγονός ότι κανένα στοιχείο δεν προέκυψε εναντίον του Αιτητή μετά τις ανακριτικές ενέργειες που αφορούσαν την περισυλλογή τεκμηρίων ή το γεγονός ότι ο Αιτητής, από τις 03/12/2019, δια μέσω δικηγορικής εταιρείας στο Ισραήλ, απέστειλε πληθώρα επιστολών, με τις οποίες δήλωνε ρητώς την προθυμία του να συνεργαστεί πλήρως με τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές.
Παρόλο που ο Αιτητής ουδόλως σχετίζεται με την εταιρεία WS Wispear Systems Ltd ή/και το όχημα με αλλοδαπούς αριθμούς εγγραφής «xx-xx3-69» VΑΝ, («το όχημα») καθότι υπό ουδεμία ιδιότητα υπαλλήλου, διευθυντή ή ιδιοκτήτη τελεί, αλλά ούτε και συμφέρον έχει για την ως άνω εταιρεία και όχημα. Δεν αποκαλύφθηκε επίσης ότι το εν λόγω όχημα «ενημέρωνε την Αστυνομία και τις αρμόδιες αρχές για τις κινήσεις του, οι οποίες ήσαν καθόλα νόμιμες. Ειδικότερα, δεν αποκαλύφθηκε ότι ήταν ενήμεροι οι Αστυνομικοί Διευθυντές των Επαρχιών Λάρνακας και Αμμοχώστου δια μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων που είχαν σταλεί στην ηλεκτρονική τους διεύθυνση και ότι μάλιστα σε δύο περιπτώσεις που έκανε δοκιμές, ευρίσκονταν εντός του οχήματος Αστυνομικοί, στη μια περίπτωση Αξιωματικός της ΥΚΑΝ και σε άλλη, στέλεχος της ΚΥΠ».
Ούτε αποκαλύφθηκε ότι υπήρχε άδεια για παροχή συχνότητας του οχήματος και των αντενών από το τμήμα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, ως προβλέπει η σχετική νομοθεσία. Ωσαύτως, δεν αποκαλύφθηκε ότι το ΜΑC ADRESS, είναι ουδέτερο στοιχείο και δεν μπορεί να θεωρηθεί προσωπικό δεδομένο, καθότι δεν συνταυτίζει καμία συσκευή ή ηλεκτρονικό στοιχείο με κανένα πρόσωπο, άρα η κατ' ισχυρισμό πράξη της λήψης τον ΜΑC ADRESS δεν εμπίπτει σε καμία νομική απαγόρευση. Δεν αποκαλύφθηκε επίσης από το Δικαστήριο ότι ο αιτητής είναι πρόεδρος της Εβραϊκής Κοινότητας στην Κύπρο. Στα πλαίσια του ισχυρισμού για την μη αποκάλυψη ο αιτητής ισχυρίζεται «ότι δεν υπήρχε καμία σχέση ή/και διασύνδεση μεταξύ του Αιτητή και της εταιρείας WS WISPEAR SYSTEM LTD ή/και του διευθυντή της κυρίου xxx xxx Jonathan, κάτι που γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν και οι ίδιοι, αφού ως αναφέρεται και ανωτέρω, δόθηκε στους ανακριτές πρόσβαση στον κεντρικό εξυπηρετητή της εταιρείας CIS ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑL LTD, της οποίας διευθυντής είναι ο Αιτητής, όπου διαπιστώθηκε ότι καμία επικοινωνία δεν υφίστατο μεταξύ των δύο κεντρικών εξυπηρετητών που υπήρχαν στον 8ο όροφο. 0 ένας server άνηκε στην εταιρεία WS WISPEAR SΥSΤΕΜ LTD και ο άλλος στην εταιρεία και CIS ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑΙ LTD και προς τούτο ο καθένας έφερε διαφορετικές ετικέτες 'WISPEAR' και 'CIS'), το δίκτυο ήταν διαφορετικό, γεγονός που διαφαινόταν και από τις αυθεντικές ετικέτες σύνδεσης στο διαδίκτυο παρεχόμενες από την ίδια την ΑΤΗΚ (CΥΤΑ) που ήταν επικολλημένες στην πόρτα τον δωματίου που ευρίσκονταν οι δύο servers στον 80 όροφο, αναφορικά με τη γραμμή που παρείχε πρόσβαση στο διαδίκτυο στην CIS ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑΙ LTD, και την ξεχωριστή γραμμή πρόσβασης στο διαδίκτυο που παραγγέλθηκε από την εταιρεία «WS WISPEAR SYSTEM LTD» και χρησιμοποιείτο από αυτή, τα σύρματα δικτύου ήταν εντελώς διαφορετικά και δεν επικοινωνούσαν, υπήρχε ξεχωριστή καμπίνα (rack) για κάθε server».
Το κυριότερο βέβαια από τα πιο πάνω τεθέντα είναι η στοιχειοθέτηση ή μη των προϋποθέσεων για την έκδοση εντάλματος σύλληψης, (βλ. άρθρο 18(1) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155[1]). Πρέπει να καταδειχθεί από την Αστυνομία προς το Δικαστήριο, σε σχέση με τα διερευνόμενα αδικήματα, η εύλογη υπόνοια που συνδέει τον ύποπτο με αυτά. Επίσης πρέπει να καταδειχθεί η αναγκαιότητα του εντάλματος σύλληψης για σκοπούς ανάκρισης. (Bλ. Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207). Όπως αναφέρθηκε από τον Χατζηχαμπή, Δ., στην υπόθεση Μάρθας Κυπριανού (2013)1 ΑΑΔ 17 «ο δικαστής δεν ενεργεί μηχανικά αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τις συνέπειες του εντάλματος σύλληψης και να ικανοποιείται απόλυτα ότι υπάρχει τόσο η εύλογη υπόνοια όσο και η αναγκαιότητα για τη σύλληψη».
Από τα πιο πάνω γεγονότα ως τέθηκαν και εξηγήθηκαν στη δικογραφία της αίτησης διαφαίνεται πως ο Αιτητής πλήττει τις ως άνω προϋποθέσεις είτε ως ανύπαρκτες είτε ως ανεπαρκείς ώστε αφενός να μη νομιμοποιείτο η Αστυνομία στο αίτημα της και αφετέρου το Δικαστήριο στο να το εκδώσει. Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίζεται στην ουσία των πραγμάτων, την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων ως προς τις κινήσεις εναντίον του, ειδικά δίδοντας το πλαίσιο της ιδιαίτερης δημοσιότητας που δόθηκε στην υπόθεση και στην εμπλοκή ακόμα και δημοσίων προσώπων με δηλώσεις τους, με την πρόσθετη θέση πως η Αστυνομία δεν αποκάλυψε σημαντικά και ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης.
Σ΄αυτό το στάδιο θα πρέπει το Δικαστήριο, για να αποδώσει τη ζητούμενη θεραπεία, να ικανοποιηθεί ως προς το ότι στοιχειοθετείται συζητήσιμη υπόθεση, όπως η έννοια αναλύθηκε νομολογιακά. (βλ. Kakos (985)1 CLR 250, Char.Theophanous Argyrides (1987)1 CLR 23 and Sidnell v. Wilson a.o. [1966] EWCA Civ 2, 14.1.1966). Επίσης ότι δεν συντρέχει άλλη δυνατότητα θεραπείας όπως ωσαύτως εξηγήθηκε από τη Νομολογία. Εν προκειμένω, έχουν καταδειχθεί στοιχεία που συνθέτουν την εκ πρώτης όψεως ή τη συζητήσιμη υπόθεση σύμφωνα με τα νομολογηθέντα. Εφόσον δε, δεν συντρέχει άλλη δυνατότητα θεραπείας ως προς την προσβολή του εντάλματος σύλληψης, θεωρώ ότι δύναμαι να δώσω σχετική άδεια για καταχώρηση αίτηση δια κλήσεως.
Συνεπώς, δίδεται άδεια για την καταχώρηση αιτήσεως δια κλήσεως προς τους σκοπούς που αναφέρονται πιο πάνω. Η αίτηση να καταχωρηθεί εντός 8 ημερών από σήμερα και αντίγραφο της να επιδοθεί στο Γενικό Εισαγγελέα, το αργότερο σε 5 ημέρες από την καταχώρηση. Η αίτηση δια κλήσεως, ορίζεται για οδηγίες στις 17.9.2020 η ώρα 11.00π.μ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.
[1] 18.(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται ΅ε γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκη΅α ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρε΅πόδιση διαπράξεως αδική΅ατος η αποδράσεως ΅ετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλ΅α (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νό΅ο ως ένταλ΅α συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατό΅ου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλ΅α.