ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D322
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 27/2020)
28 Σεπτεμβρίου, 2020
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ PJSC T PLUS, ΕΚ ΡΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ/΄Η PROHIBITION ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ Ή/ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑ Ή/ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ (Χ. ΦΙΛΙΠΠΟΥ Α.Ε.Δ.) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15/01/2020 ΚΑΙ 23/01/2020 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 1522/2019)
_ _ _ _ _ _
Φ. Ζωμενής με Κ. Χατζηαναστάση (κα) για Χ. Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για
την Αιτήτρια.
Στ. Παύλου με Ε. Χριστοφή (κα) και Θ. Συμεωνίδη, για τους Καθ' ων
η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι ενάγουσα στην αγωγή 1522/2009 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία στρέφεται εναντίον 28 εναγομένων και με την οποία αξιώνονται διάφορες θεραπείες, μεταξύ των οποίων αποκάλυψη τύπου Norwich Pharmacal, φίμωσης (gagging order), απαγόρευσης απόκρυψης ή καταστροφής στοιχείων και όπως μη επιτρέπεται η χρήση των πληροφοριών που θα συλλέγοντο, ως αποτέλεσμα, σε δικαστικές διαδικασίες είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό εναντίον τριών προσώπων που καταγράφονται στο σχετικό αιτητικό και εταιρειών που σχετίζονται με τα πρόσωπα αυτά. Παράλληλα, καταχώρισε μονομερή αίτηση με την οποία αξιώνονταν τα ίδια ως άνω διατάγματα.
Στις 5.9.2019 εκδόθηκαν μονομερώς διατάγματα φίμωσης και απαγόρευσης καταστροφής, ενώ για τα υπόλοιπα διετάχθη η επίδοση της αίτησης. Η αίτηση δεν επιδόθηκε στην εναγόμενη 1 και σε κάποιους άλλους από τους εναγομένους, ενώ για τους υπόλοιπους τελικά ορίστηκε για ακρόαση στις 23.1.2020 με οδηγίες όπως τυχόν ενστάσεις καταχωριστούν μέχρι τις 15.1.2020.
Στις 13.1.2020 καταχωρήθηκε μονομερής αίτηση εκ μέρους της εναγόμενης 1/καθ'ης η αίτηση με την οποία ζητείτο άδεια για καταχώριση ένστασης εντός του χρόνου που θα καθόριζε το Δικαστήριο, η οποία ορίστηκε, κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου, στις 15.1.2020. Σύμφωνα με το πρακτικό που τηρήθηκε εκείνη την ημερομηνία, ο φάκελος αναζητήθηκε αλλά δεν βρέθηκε στο Πρωτοκολλητείο. Στη βάση των όσων ανέφερε ο συνήγορος της εναγόμενης 1 και όσα αναφέροντο στην αίτηση και την ένορκη δήλωση που την υποστήριζε, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως η εναγόμενη 1 καταχωρίσει ένσταση μέχρι 30.1.2020 και πως «ενόψει του ότι δόθηκε άδεια για καταχώριση ένστασης εκ μέρους της εναγόμενης 1/αιτήτριας, εκ των πραγμάτων δεν θα γίνει ακρόαση στις 23.1.2020, οι συνήγοροι όσων εμφανίζονται να ενημερωθούν από το Πρωτοκολλητείο».
Όταν έλαβαν γνώση περί της αλλαγής της ημερομηνίας ακρόασης οι συνήγοροι της αιτήτριας παρουσιάστηκαν μονομερώς ενώπιον του Δικαστηρίου στις 17.1.2020, δηλώνοντας πως ενόψει του ότι είχαν προβεί σε διακοπή της αίτησης εναντίον της καθ'ης η αίτηση 1, η ακρόαση της αίτησης θα έπρεπε να γίνει την ημέρα που είχε οριστεί. Το Δικαστήριο, με σχετικό πρακτικό, διαφοροποίησε τις προηγούμενες οδηγίες του, αναφέροντας πως «η υπόθεση θα ακουστεί στις 23.1.2020 που είναι ορισμένη όπως είχε προγραμματιστεί αρχικά», δίνοντας παράλληλα οδηγίες στο Πρωτοκολλητείο να ειδοποιηθούν σχετικά οι συνήγοροι των καθ'ων η αίτηση.
Στις 23.1.2020 η συνήγορος της αιτήτριας εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ζήτησε όπως η ακρόαση προχωρήσει με τους διάδικους οι οποίοι εμφανίστηκαν και είχαν καταχωρίσει εμπρόθεσμα τις ενστάσεις τους. Κατά την ημερομηνία εκείνη εμφανίστηκαν και δικηγόροι εκ μέρους της εναγόμενης 1/καθ'ης η αίτηση, οι οποίοι δήλωσαν έτοιμοι να ακουστούν με την καταχώρηση ένστασης. Η συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ένσταση υποστηρίζοντας πως ενόψει της διακοπής της διαδικασίας εναντίον της εναγόμενης 1 αυτή δεν μπορούσε να ακουστεί στη διαδικασία. Τα όσα διαμείφθηκαν εκείνη την ημέρα καταγράφονται στο πρακτικό του Δικαστηρίου, στο οποίο θα αναφερθώ λεπτομερώς στην πορεία της απόφασης. Το Δικαστήριο τελικά επέτρεψε στην καθ΄ ης η αίτηση να εμφανιστεί και να καταχωρήσει ένσταση και όρισε την υπόθεση στις 30.1.2020 για οδηγίες, για να καταχωρηθεί η ένσταση.
Μετά από αυτή την εξέλιξη η ενάγουσα καταχώρισε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για άδεια για καταχώριση αίτησης για την έκδοση διατάγματος Certiorari προς ακύρωση των οδηγιών και/ή αποφάσεων του Δικαστηρίου ημερομηνίας 15.1.2020 και 23.1.2020 και άδεια για καταχώριση αίτησης Prohibition για απαγόρευση προώθησης της ένστασης ή/και συνέχισης της συμμετοχής της πρώην εναγόμενης 1. Παράλληλα, ζήτησε αναστολή της διαδικασίας πλην της ισχύος του προσωρινού διατάγματος ημερ. 5.8.2019, μέχρι την τελική εκδίκαση της αίτησης για άδεια.
Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της αίτησης για άδεια έκρινε πως ο χειρισμός της υπόθεσης από το κατώτερο Δικαστήριο στις 23.1.2020, σε συνδυασμό με τα όσα προηγήθηκαν ήδη από 15.1.2020, «θέτουν εκ πρώτης όψεως ζήτημα παράβασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης για το οποίο θα πρέπει να δοθεί άδεια για καταχώριση αίτησης η οποία, τονίζεται, θα πρέπει να περιοριστεί στα πλαίσια της άδειας χωρίς επέκταση σε άλλα νομικά και πραγματικά ζητήματα». Ως εκ τούτου, έδωσε άδεια για καταχώριση της αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση των οδηγιών του Δικαστηρίου ημερομηνίας 15.1.2020 και 23.1.2020 που επέτρεψαν την καταχώριση ένστασης της πρώην εναγόμενης 1 και αίτηση προς έκδοση εντάλματος Prohibition για απαγόρευση της προώθησης της ένστασης ή/και συνέχιση της συμμετοχής της πρώην εναγόμενης 1 στη σχετική ενδιάμεση διαδικασία. Ενώ παράλληλα, διέταξε την αναστολή της σχετικής ενδιάμεσης διαδικασίας στην αγωγή, πλην της ισχύος του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 5.8.2019, μέχρι την τελική εκδίκαση της αίτησης.
Ακολούθησε η καταχώριση της παρούσας αίτησης, στην οποία η καθ'ης η αίτηση υπέβαλε ένσταση, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
(α) Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων θεραπειών.
(β) Διάταγμα Certiorari για ακύρωση οδηγιών ημερ. 15.1.2020 δεν είναι αναγκαίο, είναι αχρείαστο και επί ματαίω, ενόψει των οδηγιών ημερομηνίας 17.1.2020.
(γ) Η έκδοση εντάλματος Prohibition θα αποτελεί καταστρατήγηση των νόμιμων δικαιωμάτων της καθ'ης η αίτηση και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Δεν θα πρέπει η καθ'ης η αίτηση να στερηθεί του δικαιώματος να ακουστεί ως προς το κατά πόσο αποτελεί «ενδιαφερόμενο μέρος».
(δ) Η αίτηση είναι καταχρηστική και προωθείται για αλλότριους σκοπούς ήτοι, να αποσιωπηθεί η καθ'ης η αίτηση και να της στερήσουν το δικαίωμα να ακουστεί και να τοποθετηθεί στη διαδικασία ώστε να πετύχουν την έκδοση των αιτούμενων, με την ενδιάμεση αίτηση, διαταγμάτων στην απουσία της.
(ε) Υπήρξε παράλειψη αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων στο πλαίσιο της αίτησης για λήψη άδειας.
(στ) Οι οδηγίες που δόθηκαν από το Δικαστήριο στις 15.1.2020 και 23.1.2020 εκδόθηκαν νομότυπα.
(η) Η παράγραφος (β) της αίτησης προωθείται καταχρηστικά και δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της άδειας που δόθηκε, εφόσον η έκδοση του προϋποθέτει εξέταση του κατά πόσο η καθ'ης η αίτηση αποτελεί ενδιαφερόμενο μέρος στην πρωτόδικη διαδικασία.
Αρχικά η υπό κρίση αίτηση προχώρησε σε ακρόαση ενώπιον αδελφού Δικαστή, ο οποίος μετά την επιφύλαξη της απόφασης και με πρακτικό ημερομηνίας 1.9.2020 εξαιρέθηκε από την υπόθεση για τους λόγους που φαίνονται στο πρακτικό. Τέθηκε η υπόθεση ενώπιον μου και ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση, όπου οι δύο πλευρές καταχώρισαν εκτεταμένες γραπτές αγορεύσεις και προέβησαν σε προφορικές διευκρινίσεις, τις οποίες εξέτασα με προσοχή.
Ένταλμα certiorari εκδίδεται είτε εκεί όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας ή την υπερέβη είτε όπου εντοπίζεται προφανές νομικό σφάλμα στο πρακτικό της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου (Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692). Περαιτέρω, ένταλμα Certiorari εκδίδεται και εκεί όπου εντοπίζεται έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ως εκφάνσεις έλλειψης ή υπέρβασης εξουσίας (Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1010).
Με βάση τη σχετική επί του θέματος νομολογία, η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όργανο εποπτείας της διαδικασίας ή της πρακτικής που ακολουθείται από το Επαρχιακό Δικαστήριο (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 ΑΑΔ 442), ούτε αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας ο έλεγχος της ορθότητας μίας απόφασης, αλλά της νομιμότητάς της (Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116). Στην ύπαρξη δε άλλου διαθέσιμου ένδικου μέσου δεν εκδίδεται ένταλμα certiorari εκτός αν υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις (Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All ER 257, Αρτέμη - Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 166-167 ).
Είναι νομολογημένο ότι η ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου διέπεται, σε κάθε στάδιο, από την κατάδειξη εκ μέρους του αιτητή, ο οποίος φέρει και το βάρος, ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, σε αυτό το στάδιο γίνεται επαναξιολόγηση των δεδομένων (βλ. Αναφορικά με την αίτηση τον Νίκου Νικολάου, Πολ. Έφ. 117/2016 ημερομηνίας 25.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A188).
Αναφορικά με τη διαδικασία που έλαβε χώρα στις 15.1.2020 το Δικαστήριο επιλήφθηκε της μονομερούς αίτησης χωρίς να έχει γνώση περί της επιστολής για διακοπή της αγωγής εναντίον της εναγομένης 1. Δεν μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο η επιστολή καταχωρήθηκε πριν ή μετά που επιλήφθηκε το Δικαστήριο της εν λόγω αιτήσεως. Το Δικαστήριο έδωσε ουσιαστικά άδεια για καταχώρηση ένστασης στην αίτηση σε διάδικο μέρος στο οποίο δεν φαίνεται να είχε επιδοθεί η αίτηση. Δεν μπορεί να ελεγχθεί με την παρούσα διαδικασία κατά πόσο η διαδικασία που ακολούθησε, δηλαδη να δώσει οδηγίες για καταχώρηση της ένστασης μετά την ημερομηνία της προγραμματισθείσας ακρόασης με αποτέλεσμα ουσιαστικά να την αναβάλει χωρίς να ακούσει τις θέσεις της άλλης πλευράς, ήταν ορθή. Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να καθορίζει την ενώπιον του διαδικασία και, τυχόν λανθασμένη άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, δεν ελέγχεται με certiorari.
Στις 17.1.2020 η αιτήτρια μονομερώς εμφανίστηκε στο Δικαστήριο και πέτυχε την τροποποίηση των οδηγιών που δόθηκαν στις 15.1.2020 και τον επαναορισμό της υπόθεσης για ακρόαση στις 23.1.2020. Παρά το ότι ο χειρισμός της υπόθεσης από το κατώτερο Δικαστήριο δεν ήταν ο καλύτερος, το ερώτημα που τίθεται στα πλαίσια της παρούσας αίτησης είναι κατά πόσο αυτό είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ως επικαλείται η αιτήτρια.
Στις 23.1.2020, όταν η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν παρόντα όλα τα μέρη περιλαμβανομένου και του δικηγόρου της καθ΄ ης η αίτηση. Το πρακτικό του Δικαστηρίου είναι εκτεταμένο και γι αυτό θα περιοριστώ σε συνοπτική αναφορά σε όσα αναφέρονται.
Αρχικά η συνήγορος της αιτήτριας τοποθετήθηκε ότι υπήρξε διακοπή της διαδικασίας για συγκεκριμένους διαδίκους, μεταξύ των οποίων για την καθ΄ης η αίτηση δυνάμει της Δ.15 και πως η ακρόαση θα πρέπει να προχωρήσει με τους διάδικους, οι οποίοι εμφανίστηκαν και έχουν ήδη καταχωρήσει εμπρόθεσμα τις ενστάσεις τους. Τότε ο δικηγόρος που εμφανιζόταν εκ μέρους της καθ΄ης η αίτηση ζήτησε να ακουστεί καταχωρώντας ένσταση και δήλωσε ότι είχε ετοιμάσει προς τούτο γραπτή αγόρευση και ήταν έτοιμος να προχωρήσει. Υποβλήθηκε ένσταση από τη συνήγορο της αιτήτριας ότι η καθ΄ης η αίτηση δεν μπορεί να ακουστεί γιατί «ενόψει της διακοπής που έχει λάβει χώρα, η εναγόμενη 1 δεν είναι πλέον διάδικος σ΄αυτή τη διαδικασία. Η αγωγή έχει διακοπεί στην ολότητα της εναντίον της εναγόμενης 1 και γι΄ αυτό το λόγο δεν μπορεί πλέον να εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου.» Το κατώτερο Δικαστήριο ζήτησε τη θέση τους κατά πόσο θα χρειαστεί να γίνει αίτηση τροποποίησης του δικογράφου και κατά πόσο τα όσα αφορούσαν την εναγόμενη 1 έχουν αποσυρθεί και η ευπαίδευτη συνήγορος ανέφερε ότι δε χρειάζεται τροποποίηση και πως, με βάση τη Δ.15, η ενάγουσα δικαιούται να διακόψει στην ολότητά της την αγωγή χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Ακολούθησε η πιο κάτω στιχομυθία:
«...
Κα Λοϊζου:-
Η πρώτη μου ένσταση είναι ότι δεν πρέπει να ακουστεί ενόψει του ότι πλέον μετά την ειδοποίηση διακοπής η οποία καταχωρήθηκε στις 15.1.2020 η εναγόμενη 1 δεν είναι διάδικος.
Κος Παύλου:-
Είναι καθ΄ης η αίτηση, αναφέρεται το όνομα της, τα διατάγματα στρέφονται εναντίον τρίτων.
Κα Λοϊζου:-
Ο συνάδελφος εμφανίστηκε σε προηγούμενο στάδιο εκ μέρους του κ. Abyzov ο οποίος ρητά καταγράφεται στα αιτητικά και μάλιστα προβλήθηκε ότι επειδή αναφέρεται και το όνομα του και τέθηκε θέμα απορρήτου ζητά να παρέμβει. Και υπάρχει απόφαση από την κα Εφραίμ ότι δεν μπορεί να παρέμβει και δεν επιτράπηκε. Η θέση μας είναι ότι η συγκεκριμένη διάταξη είναι ξεκάθαρη από τη στιγμή που διακόπηκε δεν υπάρχει τίποτε ενώπιον του Δικαστηρίου και κακώς εμφανίζεται. Δεν έχει δικαίωμα να ακουστεί στην παρούσα διαδικασία. Αν το Δικαστήριο σας κρίνει ότι έχει δικαίωμα να ακουστεί και θα ακουστεί κατά πόσο ενίσταται στη διακοπή γιατί η διακοπή έχει ισχύ από 15.1.2020.
...».
Ακολούθησε επιχειρηματολογία εκ μέρους του συνηγόρου της καθ'ης η αίτηση με αναφορά στην απόφαση της κας Εφραίμ και η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας επανέλαβε τη θέση της ότι η αγωγή έχει διακοπεί και δεν είναι πλέον διάδικος στη διαδικασία και πως ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να ακουστεί θα ήταν με αίτηση για παρέμβαση, έτσι ώστε να καταστεί διάδικος. Το κατώτερο Δικαστήριο ζήτησε από την ευπαίδευτη συνήγορο της αιτήτριας να αγορεύσει επί του ζητήματος. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό μέρος του πρακτικού:
«Δικαστήριο:-
Το ζήτημα όπως τίθεται είναι αν μπορώ να ακούσω την πλευρά της καθ΄ης η αίτηση 1 στο παρόν στάδιο όπως είναι τα πράγματα. Η κα Λοϊζου ισχυρίζεται ότι δεν μπορώ να την ακούσω. Μπορείτε να μου αγορεύσετε;
Κα Λοϊζου:-
Η αγόρευση του κ. Παύλου δεν γνωρίζω αν είναι γενική ή αν μπορεί να ακουστεί σήμερα.
Κος Παύλου:-
Σ΄ αυτό.
Κα Λοϊζου:-
Η θέση μου είναι ότι σήμερα δεν μπορεί να ακουστεί ενώπιον του Δικαστηρίου ενόψει της διακοπής. Αν το Δικαστήριο αποφασίσει ότι η αγωγή παρά το γεγονός ότι έχει διακοπεί μπορείτε να τον ακούσετε σήμερα τότε μπορώ να υποβάλω οπωσδήποτε αίτημα για να αγορεύσω σε άλλο στάδιο. Η θέση μου είναι ότι δεν είναι διάδικος η εναγόμενη 1 και δεν μπορεί να εμφανίζεται κανένας και αυτό το στηρίζω στο ζήτημα διακοπής γιατί όταν το Δικαστήριο έδωσε άδεια για καταχώριση ένστασης το οποίο Δικαστήριο δεν είχε υπόψη του ότι καταχωρήθηκε ειδοποίηση για διακοπή και αν το Δικαστήριο το γνώριζε τότε δεν θα έδινε οδηγίες για ένσταση. Ενόψει της διακοπής το γεγονός ότι οι οδηγίες δόθηκαν και το Δικαστήριο έλαβε γνώση μεταγενέστερα δεν αλλάζει το γεγονός ότι η αγωγή έχει διακοπεί. Και ουσιαστικά ζητείται από την εναγόμενη 1 η οποία κατά τη θέση μας μετά τη διακοπή δεν είναι πλέον διάδικος ούτε καθ΄ης η αίτηση να ακουστεί.
Δικαστήριο:-
Για όλους τους λόγους που έχει εξηγήσει ο κ. Παύλου ότι πρόκειται για ενδιαφερόμενο πρόσωπο κρίνω ότι έχει δικαίωμα να του δοθεί ο λόγος και να παρέμβει στη διαδικασία για να ακουστεί.»
Παρά την πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου, η συνήγορος της αιτήτριας επανέλαβε την ένστασή της και ακολούθησε εκτεταμένη στιχομυθία μεταξύ του Δικαστηρίου και των δύο συνηγόρων με τη συνήγορο της αιτήτριας να επαναλαμβάνει τις θέσεις της πως θα πρέπει να καταχωριστεί αίτηση στο Δικαστήριο για παρέμβαση στη διαδικασία και εφόσον δοθεί άδεια τότε θα μπορούσε να ακουστεί, με το Δικαστήριο να δηλώνει πως έχει ήδη αποφασίσει το ζήτημα και πως ήδη δόθηκε χρόνος μέχρι τις 30.1.2020 για καταχώρηση ένστασης.
Αποτελεί κοινή θέση ότι σε περίπτωση όπου δεν δίδεται το δικαίωμα σε ένα διάδικο να ακουστεί υπάρχει παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει προνομιακό διάταγμα.
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία v. Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060 η αρχή της ακρόασης και των δύο μερών πριν το Δικαστήριο προέλθει σε κρίση «διακηρύχθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων, από τους Έλληνες ποιητές και τραγωδούς σαν ανυπέρβατη αρχή του δικονομικού δικαίου και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του διαδίκου».
Η κα Χατζηανανστάση διευκρίνισε ότι το παράπονο της αιτήτριας είναι ότι στις 23.1.2020 ενώ η συνήγορος της αιτήτριας διαχώρισε σε δύο σκέλη τα ζητήματα που έθετε ήτοι, ότι δεν νομιμοποιείτο εκείνη την ημέρα να βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου η καθ΄ ης η αίτηση και ότι θα πρέπει να κάμει κάποιο γραπτό αίτημα, αλλά σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήταν της άποψης ότι ορθά ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω των συνηγόρων της, τότε χρειαζόταν χρόνο για να αγορεύσει σε άλλο στάδιο, ως προς το ποια έκταση θα μπορούσε να είχε η παρέμβαση της, το Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση απόφασης χωρίς να της δώσει το δικαίωμα να ακουστεί ως προς το δεύτερο μέρος της ένστασης.
Η παρούσα δεν είναι περίπτωση όπου το Δικαστήριο δεν έδωσε την ευκαιρία σε ένα διάδικο να ακουστεί λόγω μη επίδοσης, ούτε ότι δεν του έδωσε το λόγο να υποστηρίξει τις θέσεις του. Το πρακτικό της 23.1.2020 υποδηλοί ότι η αιτήτρια είχε την ευκαιρία να υποστηρίξει τις θέσεις της, χωρίς μάλιστα να της αφαιρεθεί αυτό το δικαίωμα, ενδεχόμενα λανθασμένα, ακόμα και μετά που το Δικαστήριο αποφάσισε για το δικαίωμα της καθ΄ ης η αίτηση να εμφανίζεται και να καταχωρήσει ένσταση. Το γεγονός ότι η αιτήτρια περιορίστηκε στο να αγορεύσει μόνο για το κατά πόσο η καθ΄ ης η αίτηση μπορούσε να ακουστεί, καθότι θεώρησε ότι τα δύο ζητήματα διαχωρίζονται και πως θα ήταν εύλογο να αναβληθεί η υπόθεση σε άλλη ημερομηνία για να αγορεύσει επί του δεύτερου ζητήματος, ήταν κάτι που καθορίστηκε από την ίδια και όχι από το Δικαστήριο και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε αποστέρηση του δικαιώματος της να ακουστεί και να προβάλει τις θέσεις της. Το κατά πόσο το Δικαστήριο, έχοντας τον έλεγχο της ενώπιον του διαδικασίας, ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και αποφάσισε το εγειρόμενο ζήτημα στη βάση των ενώπιον του προφορικά τεθέντων στοιχείων, αποτελεί ζήτημα που άπτεται της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Διευκρινίζεται, όπως άλλωστε δηλώθηκε και από τις δύο πλευρές, ότι με την παρούσα αίτηση δεν καλείται το Δικαστήριο να αποφασίσει ως προς την ορθότητα της απόφασης. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, όπως έχει προαναφερθεί (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) ανωτέρω), δεν είναι επιτρεπτή η αναθεώρηση της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου στα πλαίσια της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πέραν τούτου, εν προκειμένω, η άδεια για καταχώρηση της αίτησης για certiorari και prohibition περιορίστηκε σε ένα μόνο ζήτημα όπως προκύπτει από το απόσπασμα της απόφασης για άδεια, πιο πάνω, και μόνο αυτό εξετάζεται (Θεοδούλου (Αρ. 2) (1990) 1 ΑΑΔ 756).
Έχοντας εξετάσει τα όσα έλαβαν χώρα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου κατά τις επίδικες ημερομηνίες, όπως φαίνονται στα πρακτικά που τηρήθηκαν, προκύπτει ότι δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια να ακουστεί και να αναπτύξει τις θέσεις της. Το γεγονός ότι η ίδια επέλεξε να κατακερματίσει την αγόρευση της δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει παραβίαση της αρχής των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης έτσι ώστε να δικαιολογείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος.
Η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον της αιτήτριας.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ