ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D296
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.105/20
7 Σεπτεμβρίου, 2020
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
Και
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27, 28 ΤΟΥ ΚΕΦ.155 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5(1)(γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ 2018 (3(Ι)/2018)
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ENTAΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΤΗΝ 04/08/2020, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΛΟΧΙΑ 3xx2 xxx ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΟΥ ΑΙΤΕΙΤΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ, ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1)(Γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ 2018 (3(Ι)/2018
------------------
Γ.Πολυχρόνης, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Εx tempore)
T.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο ως άνω αιτητής αιτείται άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, που να ακυρώνει και να παραμερίζει το ένταλμα έρευνας, ημερομηνίας 4/8/2020, το οποίο εξεδόθη στη βάση ένορκης δήλωσης του Λοχία Προδρόμου «ως δικαστική πράξη παράνομη και αντίθετη στο Σύνταγμα και/ή αντίθετη με το εφαρμοστέο ευρωπαϊκό δίκαιο».
Η Αστυνομία στις 4.8.2020 παρουσίασε ενώπιον επαρχιακού δικαστή τον ποινικό τύπο αριθμ.6 (΄Εντυπον J.16) το οποίο συνοδεύετο από ένορκη δήλωση του πιο πάνω λοχία αιτούμενη έκδοση εντάλματος έρευνας. Διερευνόμενα αδικήματα ήσαν κυρίως αυτά του δεκασμού δημοσίου λειτουργού Κεφ.154, άρθρ.100(α), κατάχρησης εξουσίας άρθρ.105, παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, άρθρο 122(β), παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου άρθρ.135, συναλλαγές με αντιπροσώπους που υποδηλώνουν διαφθορά, Κεφ.161, άρθρο 3(α) και άλλα. Κατ΄ισχυρισμόν τα αδικήματα διαπράχθησαν από τον Οκτώβρη 2019 μέχρι και σήμερα.
Το Δικαστήριο αφού έκρινε πως είχε ικανοποιηθεί λογικά «ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στα πιο πάνω αναφερόμενα ήτοι οικία, υποστατικά και χώρο εργασίας, υπάρχουν συσκευές κινητών τηλεφώνων, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, συσκευές αποθήκευσης ψηφιακών/ηλεκτρονικών δεδομένων, επιστολές ή και οποιαδήποτε άλλα αντικείμενα ή έγγραφα σε σχέση με τα οποία υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκαν τα πιο πάνω ποινικά αδικήματα και έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ανάγκη ύπαρξης του εντάλματος». Οι διευθύνσεις που είχαν αναφερθεί σε σχέση με τον αιτητή ήσαν αυτές της οικίας καθώς και του χώρου εργασίας του στην Αστυνομία.
Δια της παρούσης ο αιτητής ισχυρίζεται πως το εκδοθέν ένταλμα ήταν παράνομο, βασιζόμενος στους εξής κύριους πυλώνες:
(α) Ενέχει δικαιοδοτικό και νομικό σφάλμα έκδηλο στην όψη του, επειδή το εν λόγω ένταλμα έχει ως νομική βάση έκδοσης του τα άρθρ.27 και 28 του Κεφ.155 και όχι τον περί Σύστασης και Λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας του 2018, (Ν.3(Ι)/2018). Σύμφωνα με την πλευρά του αιτητή τα άρθρα της Ποινικής Δικονομίας δεν δίδουν εξουσία εισόδου και έρευνας σε δημόσιες υπηρεσίες εν τη εννοία του άρθρου 4 του Κεφ.154, χώροι που ρητά δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ.155 επιτρέπεται η είσοδος χωρίς ένταλμα έρευνας, σε αντίθεση με άρθρ.5(1)(γ) του Ν.3(Ι)/2018.
(β) Υπήρξε παρανομία στην έκδοση του εντάλματος. Εκδόθηκε καθ΄υπέρβαση του Συντάγματος και της Ποινικής Δικονομίας. Προσθέτως, παράνομο ήταν καθότι εξεδόθη κατά παράβαση του Νόμου 3(Ι)/2018 και δη του άρθρου 5(1)(γ) στο βαθμό και την έκταση που νομιμοποιεί την έρευνα για τα αδικήματα 2 έως 8 της αίτησης, αφού δεν συνιστούν αδικήματα διαφθοράς εν τη εννοία του ως άνω Νόμου, καθώς και του περί Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ποινικοποίηση της διαφθοράς Κυρωτικού Νόμου του 2000 (Ν.23(ΙΙΙ)/2000).
(γ) Δεν προκύπτουν από την ένορκη δήλωση που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ικανά στοιχεία για να δημιουργηθεί εύλογη υποψία ως απαιτεί το άρθρο 27. Το Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τον αιτητή, βασίστηκε σε γενικότητες. Το εν λόγω ένταλμα δεν είχε επαρκή αιτιολογία και πάσχει εφόσον στον όρκο δεν γίνεται αναφορά για σύνδεση της οικίας του αιτητή με τα τεκμήρια που αναζητούνται. Δεν προσδιορίζονται επαρκώς, ούτε ο χώρος εργασίας που θα ερευνηθεί, ούτε εξειδικεύονται τα αντικείμενα που αναζητούνται. Επιπλέον γίνεται επίκληση της αρχής της αναλογικότητας, τονίζοντας την εξοντωτική φύση του εντάλματος προς τον αιτητή ο οποίος είναι αστυνομικός.
(δ) το ένταλμα έρευνας είναι προϊόν δόλου ή απόκρυψης για τους λόγους που εξηγούνται.
(ε) Το ένταλμα έρευνας είναι γενικό και αόριστο, βασιζόμενο σε ανεπαρκή ή ανύπαρκτη μαρτυρία.
Η άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται εκεί μόνο όπου καταδεικνύεται από τον αιτητή πως υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα και σε περίπτωση που προσφέρεται με άλλο ένδικο μέσο η θεραπεία, ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ικανές να καταστήσουν το θέμα συζητήσιμο. Στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο υπάρχει συζητήσιμη, εκ πρώτης όψεως υπόθεση η οποία να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της άδειας. Αυτό κρίνεται στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς εμβάθυνση στην υπόθεση, (βλ. In re Kakos (1985) 1 CLR 250). ΄Αδεια επίσης παραχωρείται όπου διαπιστώνεται παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης και ή καταδεικνύονται στοιχεία παρανομίας στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. (Βλ. Base Metal Trading Ltd (2005)1A A.A.Δ. 1).
Το πρώτιστο που θα πρέπει να εξεταστεί είναι η επάρκεια του όρκου στη βάση του Νόμου στα πλαίσια βεβαίως της συζητήσιμης υπόθεσης, ως ανωτέρω. Είναι φανερό ότι το εν λόγω ένταλμα εξεδόθη με επίκληση των άρθρων 27 και 28 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155. Συνεπώς, ορθό είναι να τεθεί το περιεχόμενο των δύο πιο πάνω άρθρων και να συσχετιστεί στη συνέχεια με τα δεδομένα που ο εν λόγω όρκος θέτει.
«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και
(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.
28.-(1) Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.
(2) Κάθε τέτοιο ένταλμα συνήθως απευθύνεται γενικά προς όλους τους αστυνομικούς0 αλλά ο Δικαστής που εκδίδει τέτοιο ένταλμα δύναται, αν η άμεση εκτέλεση του είναι αναγκαία, και δεν υπάρχει αμέσως διαθέσιμος αστυνομικός, να απευθύνει αυτό σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα, και το πρόσωπο αυτό ή πρόσωπα εκτελούν αυτό, όταν δε το ένταλμα απευθύνεται σε περισσότερους από ένα αστυνομικούς ή περισσότερα από ένα πρόσωπα, αυτό δύναται να εκτελεστεί από όλους, ή από οποιοδήποτε ή από περισσότερους του ενός από αυτούς.
(3) Κάθε τέτοιο ένταλμα παραμένει σε ισχύ μέχρις ότου εκτελεστεί ή ακυρωθεί από Δικαστή»
Διαφαίνεται από την ανάγνωση των πιο πάνω, ότι προκύπτει ζήτημα για το πώς εφαρμόστηκε το άρθρο 5(1)(γ) του Νόμου 3(1)/2018 συσχετιζόμενο με τα ως άνω άρθρα της Ποινικής Δικονομίας. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του, η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου έχει, μεταξύ άλλων, εξουσία «να εισέρχεται και διενεργεί έρευνες και ελέγχους, κατόπιν έκδοσης δικαστικού εντάλματος, σε τόπο εργασίας ή άλλο τόπο που κατέχεται από μέλος ή μέλη της Αστυνομίας, αν έχει λόγο να πιστεύει ότι σε αυτό πρόκειται να διαπραχθεί ή διαπράττεται ή έχει πρόσφατα διαπραχθεί αδίκημα διαφθοράς, ή έχει πληροφορίες ή στοιχεία, που αφορούν τη διάπραξη αδικήματος διαφθοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου: Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, «τόπος» περιλαμβάνει οποιοδήποτε γραφείο, δωμάτιο ή κτίριο και οποιοδήποτε χώρο ή τοπικό σημείο, είτε ανοικτό είτε περίκλειστο, οποιοδήποτε όχημα, ή οποιοδήποτε προσγειωμένο πτητικό μέσο, πλοίο, λέμβο ή άλλο σκάφος που επιπλέει ή όχι, το οποίο δεν χρησιμοποιείται ως κατοικία ή χώρος διαμονής·» (άρθρο 5(1)(γ)).
Επανερχόμενη στο θέμα της επάρκειας της ένορκης δήλωσης, υπό την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, θα πρέπει να λεχθεί πως η ένορκη δήλωση στήριξε ταυτοχρόνως διάφορες αιτήσεις για έκδοση εντάλματος έρευνας εναντίον 6 συνολικά υπόπτων μεταξύ των οποίων και τον αιτητή. Συνεπώς θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε εκείνα τα σημεία της ενόρκου δηλώσεως που αφορούν τον αιτητή. (΄Υποπτος 3). Στη δήλωση Προδρόμου, αναφέρεται πως «φαίρεται να προβαίνει σε ελέγχους για το σήμα της Cytavision σε διάφορα υποστατικά δημόσιας χρήσης προς όφελος του τρίτου προσώπου, έναντι αμοιβής σε μετρητά της τάξης των €1,000 μηνιαίως. Δίδει επίσης στο τρίτο πρόσωπο αρκετές πληροφορίες από τα συστήματα της Αστυνομίας.. Να σημειωθεί ότι για την υπόθεση του κατασκοπευτικού βαν, ο τρίτος ύποπτος φέρεται να έδινε υπηρεσιακές πληροφορίες στο τρίτο πρόσωπο ..».
Εκτός απ΄αυτή την ειδική τοποθέτηση του ενόρκως δηλούντα σε σχέση με τον αιτητή οι ενέργειες των υπόπτων συσχετίζονται με κατ΄ισχυρισμόν συνεργασία τους με συγκεκριμένο άτομο, επίσης ύποπτο, (σε άλλη διαδικασία), πρώην μέλος της Αστυνομίας ο οποίος σύμφωνα με τον όρκο ασχολείται με παράνομες δραστηριότητες, όπως ηλεκτρονικός τζόγος και διαχείριση παράνομων ηλεκτρονικών πλατφόρμων. Εκτιμάται, πάντα σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, ότι το άτομο αυτό έχει συνεργάτες του, μέλη της Αστυνομίας και της CYTA oι οποίοι εργάζονται για το συμφέρον του έναντι χρηματικής αμοιβής σε μετρητά. Σύμφωνα με την πληροφορία οι συνεργάτες του είναι οι ύποπτοι, μεταξύ των οποίων ο αιτητής. Περαιτέρω, με βάση την πληροφορία η συνεργασία του με τους υπόπτους γίνεται είτε σε προσωπικές τους συναντήσεις είτε μέσω τηλεφωνικής και/ή ηλεκτρονικής επικοινωνίας, όπως και ο καθορισμός του τρόπου πληρωμής τους.
Σύμφωνα πάντοτε με την Αστυνομία, από προκαταρκτικό έλεγχο που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου Αστυνομίας με βάση τις εξουσίες που της παρέχει το άρθρο 5(1)(στ) του ως άνω Νόμου Ν.3(Ι)/2018 διαπιστώθηκε ότι τα ύποπτα (1-6) μέλη της Αστυνομίας είναι χρήστες Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, κατέχουν προσωπικά κινητά τηλέφωνα, διαμένουν σε συγκεκριμένες κατοικίες και χρησιμοποιούν συγκεκριμένα οχήματα για τις διακινήσεις τους. (παρακάτω καταγράφονται οι διευθύνσεις του αιτητή που προαναφέρθησαν, όπως βεβαίως και των άλλων υπόπτων).
Είναι φανερό ότι με βάση το άρθρο 27 ανωτέρω, ο δικαστής πρέπει να ικανοποιηθεί με βάση την ένορκη δήλωση που του προσφέρεται, ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στον τόπο εργασίας ή διαμονής του αιτητή υπάρχει ο,τιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε. (Βλ. Μαρκίδης (2014)1A A.A.Δ 756, Αντωνίου (2009)1Α Α.Α.Δ. 656 και Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.ά. Πολ.εφ.348/15, 9.6.2017), ECLI:CY:AD:2017:A216.
Από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στον επίδικο όρκο προκύπτει πως τίθεται ζήτημα συζητήσιμης υπόθεσης για το πώς συσχετίστηκε ο αιτητής είτε με τη διάπραξη των αδικημάτων είτε συναφώς με τον τόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο να φυλάσσεται οποιονδήποτε αντικείμενο για το οποίο εξεδόθη το ένταλμα. Η επίκληση πληροφοριών σε σχέση με παράνομες ενέργειες του κυρίως υπόπτου και οι γενικές αναφορές πως σύμφωνα με την πληροφορία οι συνεργάτες του είναι τα ύποπτα μέλη της Αστυνομίας, μεταξύ των οποίων, ο αιτητής, επίσης δημιουργεί ερώτημα αν ικανοποιεί το σχετικό άρθρο του Νόμου. Εν πάση περιπτώσει, όλα τα υπό του αιτητή αναφερόμενα, συναρτώμενα με το πλαίσιο που εξεδόθη το επίδικο ένταλμα δημιουργούν ζητήματα προς εξέταση.
Από τα πιο πάνω έχω ικανοποιηθεί ότι έχει προκύψει συζητήσιμη υπόθεση σε σχέση με το αναφερόμενο ένταλμα έρευνας πάντα σε συνάρτηση με τον αιτητή. Επίσης είναι φανερό πως δεν παρέχεται άλλο ένδικο μέσο σε αυτόν προς επιδίωξη οποιασδήποτε θεραπείας. Ως εκ τούτου, θα παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια.
Συνεπώς, δίδεται άδεια για την καταχώρηση αιτήσεως δια κλήσεως, προς το σκοπό έκδοσης εντάλματος certiorari σε σχέση με το εν λόγω ένταλμα έρευνας. Το παρακλητικό Β της παρούσης, καθότι γενικό, απορρίπτεται. Η αίτηση δια κλήσεως να καταχωρηθεί εντός 8 ημερών από σήμερα και αντίγραφο της να επιδοθεί στο Γενικό Εισαγγελέα. Η αίτηση δια κλήσεως, ορίζεται για οδηγίες στις 23.9.2020 η ώρα 11.15π.μ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.