ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A282
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 99/2013)
4 Αυγούστου, 2020
[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσείουσα-Εναγομένη 1,
ν.
1. xxx ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
2. ΠΕΑΛ ΣΟΛΕΑΣ - ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑ Ο ΚΛΑΡΙΟΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων 2 και 3.
________________________
Στέλλα Ερωτοκρίτου, για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Νίκος Αβρααμίδης, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Τα μέρη που, πραγματικά, ενδιαφέρονται στην υπό εξέταση διαφορά είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες των δύο οχημάτων τα οποία, στις 24.10.2008, ενεπλάκησαν, στο δρόμο Κοκκινοτριμιθιάς - Ακακίου, με κατεύθυνση προς το Ακάκι, (ο «κύριος δρόμος»), σε τροχαίο δυστύχημα, (το «δυστύχημα»). Αυτό συνέβη, όταν το ημιφορτηγό όχημα με αριθμό εγγραφής xxx 312 συγκρούστηκε βίαια στο πίσω δεξιό μέρος του προπορευόμενου λεωφορείου με αριθμό εγγραφής xxxx 103. Συνεπεία της σύγκρουσης, τραυματίστηκε σοβαρά ο συνοδηγός του ημιφορτηγού.
Στην πορεία, το πιο πάνω πρόσωπο κίνησε, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, την αγωγή αρ. 1458/2010, για αποζημιώσεις. Αυτή στρεφόταν εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας του ημιφορτηγού, (εναγομένης 1), καθώς, επίσης, εναντίον του οδηγού του λεωφορείου, σε σχέση προς το οποίο είχε ενδιαφέρον η άλλη ασφαλιστική εταιρεία, και της ιδιοκτήτριας αυτού εταιρείας, (εναγομένων 2 και 3, αντίστοιχα). Η εν λόγω απαίτηση συμβιβάστηκε σε πρόωρο στάδιο κατά την ακρόαση της αγωγής· εμφανώς, ήταν από όλες τις πλευρές αποδεκτό ότι ο ενάγων δεν ευθυνόταν, σε οποιοδήποτε βαθμό, για το δυστύχημα ή για τις ζημιές που ο ίδιος είχε υποστεί. Ως αποτέλεσμα, αυτός έλαβε ποσό €270.000,00, το οποίο του πλήρωσαν, εξ ημισείας, οι ασφαλιστικές εταιρείες των δύο εμπλεκομένων στο δυστύχημα οχημάτων, (οι «ασφαλιστικές εταιρείες»).
Η αγωγή εκδικάστηκε, με σκοπό τη διαπίστωση της ευθύνης του κάθε ενός από τους δύο ενεχομένους στο δυστύχημα οδηγούς. Συνακόλουθα, σκοπός ήταν η προσαρμογή, ανάλογα, της υποχρέωσης της κάθε μιας από τις ασφαλιστικές εταιρείες, σε σχέση με την καταβληθείσα, ως άνω, χρηματική αποζημίωση στον ενάγοντα. Ως εκ τούτου, η ακρόαση διεξήχθη μεταξύ των συνεναγομένων στην αγωγή, με την ασφαλιστική εταιρεία που δεν ήταν διάδικος σε αυτή να έχει το χειρισμό της υπόθεσης εκ μέρους των εναγομένων 2 και 3, εφεσιβλήτων στην παρούσα έφεση.
Το θέμα το οποίο, κατ' ουσία, απασχόλησε το Δικαστήριο κατά τη δίκη ήταν κατά πόσο το λεωφορείο είχε εισέλθει απρόσμενα στον κύριο δρόμο, ανακόπτοντας την πορεία του ημιφορτηγού, ή κατά πόσο το ημιφορτηγό, με ευθύνη του οδηγού του, συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του λεωφορείου, το οποίο κινείτο στον κύριο δρόμο, ακολουθώντας την πορεία του. Το εκδικάσαν Δικαστήριο, στη βάση της ενώπιόν του μαρτυρίας, κατέληξε στην αποδοχή της δεύτερης, ως άνω, εκδοχής. Καταλόγισε, έτσι, πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα στον οδηγό του ημιφορτηγού. Την κατάληξη αυτήν αμφισβήτησε, για τους διάφορους λόγους που αναφέρονται στην ειδοποίηση της παρούσας έφεσης, η ασφαλιστική εταιρεία, εναγομένη 1, εφεσείουσα.
Η μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προήλθε από τους αστυνομικούς εξεταστές, από πρόσωπα που είδαν, με κάποιο τρόπο, το δυστύχημα και από δύο εμπειρογνώμονες, ειδικούς στη διερεύνηση τροχαίων δυστυχημάτων. Είναι δε γεγονός ότι το Δικαστήριο, στην απόφασή του, συζήτησε, σε έκταση, τη μαρτυρία των δύο τελευταίων μαρτύρων, η οποία διήρκεσε επί μακρόν. Αφού αντιπαρέβαλε τα όσα ο κάθε ένας από αυτούς ανέφερε, οδηγήθηκε στην απόρριψη της γνώμης του εμπειρογνώμονα της εφεσείουσας. Κατέληξε, ως ανωτέρω, υπό το φως της αδιαμφισβήτητης, όπως το έθεσε, μαρτυρίας, αναφορικά με τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το δυστύχημα.
Στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το δυστύχημα έγινε κατά τη διάρκεια της ημέρας, υπό άριστες καιρικές συνθήκες. Κατά το χρόνο δε της σύγκρουσης των δύο οχημάτων, το λεωφορείο βρισκόταν στον κύριο δρόμο και ακολουθούσε την πορεία του. Είχε εισέλθει σε αυτόν από παρακείμενο ανοιχτό, ασφαλτοστρωμένο χώρο, στον οποίο είχε κάνει στάση, (ο «χώρος στάσης»), και είχε διανύσει την απόσταση των 66.50 μέτρων, μέχρι τη σύγκρουση, μέσα σε 16 δευτερόλεπτα.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ότι τα ανωτέρω παρατήρησε ο ανυποψίαστος, κατά τη στιγμή εκείνην, Επιθεωρητής Καρανικόλας, ο οποίος μόλις είχε ελέγξει το λεωφορείο, καθ' ον χρόνο αυτό βρισκόταν στο χώρο στάσης. ΄Οπως ο ίδιος είπε, είδε το λεωφορείο να εισέρχεται στον κύριο δρόμο και να προχωρεί κανονικά στην πορεία του. Ακολούθως, κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση του ημιφορτηγού, το είδε να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα. Αφού τον προσπέρασε, σε πέντε έως δέκα δευτερόλεπτα, άκουσε δυνατό θόρυβο· ήταν ο θόρυβος από τη σύγκρουση μεταξύ των προαναφερθέντων δύο οχημάτων. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η ορατότητα από την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν το ημιφορτηγό προς το χώρο στάσης ήταν 400 μέτρα και ότι ο ενάγων, συνοδηγός στο ημιφορτηγό, αντιλήφθηκε το λεωφορείο από απόσταση 300 μέτρων να οδηγείται κανονικά στην πορεία του.
Τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση με τα γεγονότα περιγράφουν τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το δυστύχημα. Τα γεγονότα αυτά, ως έχουν, δεν αμφισβητήθηκαν πρωτόδικα και, εν πάση περιπτώσει, ούτε στο παρόν στάδιο τίθενται, με οποιοδήποτε από τους λόγους έφεσης, υπό αμφισβήτηση. Επτά λόγοι έφεσης, από τους εννέα, ασχολούνται με επιμέρους παρατηρήσεις του Δικαστηρίου σε σχέση με τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων των δύο πλευρών και το λανθασμένο, όπως θεωρείται, της απόρριψης της γνώμης του εμπειρογνώμονα της εφεσείουσας. Το αντικείμενο της ενασχόλησης των εμπειρογνωμόνων αφορούσε, κυρίως, την προέλευση ενός μαυρίσματος από ελαστικό οχήματος στο οδόστρωμα, το οποίο σημειώθηκε στο σχεδιάγραμμα της σκηνής ως Β2 και απείχε περί τα 2.20 μέτρα από την αριστερή άκρια του κυρίου δρόμου. Σημειώνεται, επιπρόσθετα, ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι δεν ασχολούνται με τα προαναφερθέντα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα.
Τα πιο πάνω γεγονότα είναι σαφή και ομιλούν αφ' εαυτών. Ο συνετός άνθρωπος σε αυτά θα εστίαζε τη σκέψη του, προκειμένου να αποφάσιζε τυχόν υπαιτιότητα των εμπλεκομένων στο δυστύχημα οδηγών και τον καταμερισμό της μεταξύ τους ευθύνης. Η κρίση του, σχετικά, αποτελεί το μέτρο προς διαπίστωση της ευθύνης, ενός εκάστου, εφόσον αυτή υπάρχει, δεδομένου ότι η υπόθεση αφορά στο αστικό αδίκημα της αμέλειας. Στο πλαίσιο δε δικαστικής διαδικασίας, ο δικαστής που επιλαμβάνεται της υπόθεσης είναι ο γνήσιος εκφραστής της κρίσης του εν λόγω προσώπου.
Το Δικαστήριο, προς το σκοπό να καταδείξει τη βασιμότητα, κατά το νόμο, του αποτελέσματος των πιο πάνω ευρημάτων του, παρέπεμψε σε νομολογία που αφορούσε υποθέσεις με ανάλογα γεγονότα. Πρόκειται για τη Σιεηττάνης ν. Γεωργίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1337 και την Αγγελή ν. Νεοφύτου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1001. Αυτές είχαν κοινό το γεγονός ότι το όχημα του οδηγού που εισήλθε στον κύριο δρόμο και προχώρησε στην πορεία του ήταν εγκαίρως ορατό και δεν προέβαλε, απρόσμενα, ως εμπόδιο, στην πορεία του οχήματος του οδηγού που ακολουθούσε. Επομένως, δεν αποδόθηκε στον οδηγό του προπορευομένου οχήματος οποιαδήποτε ευθύνη για το επακολουθήσαν δυστύχημα. Προς επιβεβαίωση του αναίτιου οδικής συμπεριφοράς εκ μέρους οδηγού που εισέρχεται στον κύριο δρόμο υπό συνθήκες ως οι ανωτέρω, ορθώς, το Δικαστήριο παρέθεσε, σε μετάφραση, το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Rouse v. Squires [1973] 2 All ER 903, σελίδα 912[1]:-
"But when there is ample visibility and ample opportunity for the driver of an oncoming vehicle to see and appreciate the nature and extent of an obstruction and to take evasive action, then the obstruction does not constitute a danger, and in such a case there is a break in the chain of causation between the prior negligent act which caused the obstruction and the immediate consequences of the latter negligent act of a driver on the highway who causes an accident."
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, δεδομένης και της μεγάλης ορατότητας από την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν το ημιφορτηγό προς το χώρο στάσης, ακόμα και αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η παρουσία του κινούμενου λεωφορείου αποτελούσε εμπόδιο, εντάσσονται στην πιο πάνω νομολογιακή αντίκριση και στηρίζουν την κρίση του Δικαστηρίου. Συνοψίζοντας, το λεωφορείο είχε γίνει αντιληπτό, από το συνοδηγό του ημιφορτηγού, από απόσταση 300 μέτρων, αφού αυτό είχε εισέλθει στον κύριο δρόμο και οδηγείτο κανονικά στην πορεία του. Κάλυψε δε απόσταση 66.50 μέτρων από το σημείο εκκίνησής του μέχρι το σημείο όπου το ημιφορτηγό επέπεσε επί του οπίσθιου μέρους του.
Η πιο πάνω εκδοχή, η οποία έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, αυτού βασιζομένου στα αδιαμφισβήτητα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, γεγονότα, καταρρίπτει την εκδοχή που προέβαλε ο εμπειρογνώμονας της πλευράς της εφεσείουσας. Αυτός γνωμάτευσε ότι το λεωφορείο είχε κινηθεί, από το χώρο στάσης μέχρι το σημείο της σύγκρουσης, (απόσταση 66.50 μέτρων, όπως έχει ήδη αναφερθεί), παράλληλα με τον κύριο δρόμο. Για τη γνώμη του, βασίστηκε στην άποψη ότι το προαναφερθέν σημείο Β2 είχε προέλθει από τον πίσω δεξιό τροχό του λεωφορείου, κατά το χρόνο της σύγκρουσής του με το ημιφορτηγό. ΄Αρα, συνεχίζει ο συλλογισμός του, δεδομένης της απόστασης του Β2, 2.20 μέτρων από την αριστερή πλευρά του κυρίου δρόμου, επιβεβαιώνεται ότι το λεωφορείο, πλάτους 2.60 μέτρων, είχε κινηθεί μέχρι εκεί σε παράλληλη με το δρόμο πορεία. Δεν εισηγήθηκε ότι αυτό εισήλθε απότομα στον κύριο δρόμο.
Το Δικαστήριο, δεδομένων των προαναφερθέντων αδιαμφισβήτητων ευρημάτων του, δεν έκαμε δεκτή την πιο πάνω γνώμη. Οπωσδήποτε, η κρίση του, σχετικά, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, είναι ορθή. Επιπρόσθετα, παρατήρησε, παρεμπιπτόντως, πως, έστω και εάν το λεωφορείο κινείτο παράλληλα με τον κύριο δρόμο, εκδηλώνοντας, όμως, συγχρόνως, ο οδηγός του την πρόθεσή του να εισέλθει σε αυτόν, η κίνησή του τούτη, πασιφανώς, πάλιν, έπρεπε να ήταν ορατή. Δεν μπορούσε, λοιπόν, και σε τέτοια περίπτωση, να θεωρηθεί ότι η παρουσία του λεωφορείου στον κύριο δρόμο προέβαλε, ως εμπόδιο, στην πορεία του ημιφορτηγού. Ασφαλώς, η παρατήρηση αυτή, επίσης, είναι ορθή. Επομένως, οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης δεν είναι δυνατό, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθούν ως βάσιμοι και να γίνουν δεκτοί.
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω παρατήρηση, τα ευρήματα του Δικαστηρίου, αναμφίβολα, όπως έχει επισημανθεί, θέτουν την ευθύνη για το δυστύχημα, αποκλειστικά, στον οδηγό του ημιφορτηγού. Το πρόσωπο αυτό, όπως έχει, επίσης, διαπιστωθεί από το Δικαστήριο, οδηγούσε, ευρισκόμενο υπό ένταση και υπό εκνευρισμό, κατάσταση που τον εμπόδιζε να οδηγεί επιμελώς, αφού, λίγο πιο πριν, στην ίδια διαδρομή, πέρασε φώτα τροχαίας, ενώ το φανάρι ήταν στο κόκκινο. Οδηγούσε δε, σύμφωνα με την αδιάψευστη μαρτυρία του ενάγοντος, συνοδηγού του, καθ' όλη τη διαδρομή μέχρι τη σύγκρουση, με μεγάλη ταχύτητα. Δεδομένων και των ευρημάτων αυτών, επιβεβαιωτικών της ήδη διαπιστωθείσας αμελούς οδικής συμπεριφοράς του οδηγού του ημιφορτηγού, ουδεμία σημασία έχει ο σχολιασμός από το Δικαστήριο δήλωσής του στη σκηνή προς τον αστυνομικό εξεταστή αναφορικά με την τροχαία κίνηση στον κύριο δρόμο. Επομένως, δεν κρίνεται αναγκαία η ενασχόληση με τους υπόλοιπους δύο λόγους έφεσης, με τους οποίους εξετάζεται ο συγκεκριμένος σχολιασμός.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, πλέον Φ.Π.Α.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΜΠ
[1] Το συγκεκριμένο απόσπασμα παρατέθηκε με επιδοκιμασία στην υπόθεση Κυριάκου κ.ά. ν. Κανάρη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1436, στην οποία το Δικαστήριο έκανε αναφορά.