ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα ASSOCIATES LLC, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-07-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ , Πολιτική Αίτηση Αρ. 88/2020, 23/7/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:D264

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ      

 (Πολιτική Αίτηση Αρ. 88/2020)

23 Ιουλίου, 2020

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9  ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠOΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ΄ ΑΡ. 7/20 Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 09/07/2020 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ΄ ΑΡ. 7/2020 Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ

 

----------

 

Ν. Πιριλλίδης με Α. Αργυρού (κα), για N. PIRILIDES &

 ASSOCIATES LLC, για τον Αιτητή.

 

----------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση ο αιτητής ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:

 

Α. Άδεια του Σεβαστού Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία να επιτρέπει στον Αιτητή να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης και/ή διατάγματος που εκδόθηκε από το Ε.Δ. Λεμεσού την 09.07.2020 στην Αίτηση υπ΄ αρ. 7/2020 (η «Αίτηση Εκκαθάρισης».).

 

Β. Άδεια του Σεβαστού Ανωτάτου Δικαστηρίου για μεταφορά του φακέλου της Αίτησης υπ΄ αρ. 7/2020 (με όλα τα σχετικά πρακτικά) στο Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου με σκοπό την εξέταση της αίτησης Certiorari για ακύρωση της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης και/ή διατάγματος που εκδόθηκε από το Ε.Δ. Λεμεσού την 09.07.2020.

 

Γ. Όπως δοθούν όλες οι αναγκαίες και συνακόλουθες οδηγίες και/ή οποιαδήποτε άλλη συναφής θεραπεία.»

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η Αίτηση παρατίθενται τόσο στην έκθεση όσο και στην ένορκη δήλωση του Σάββα Θεοφάνους, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο το οποίο εκπροσωπεί τον αιτητή, τα οποία συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

Στις 13.1.2020 καταχωρήθηκε από τον αιτητή αίτηση εκκαθάρισης της εταιρείας Kissonerga Development Company Ltd, με την οποία ζητούσε την πώληση των μετοχών που κατέχει ο ίδιος στην εν λόγω εταιρεία προς τους υπόλοιπους μετόχους, καθ΄ων η αίτηση 2 και 3, ενόψει του καταπιεστικού τρόπου (unfairly prejudicial) διεξαγωγής των υποθέσεων της εταιρείας, δυνάμει του άρθρου 202 του Κεφ. 113 ή την εκκαθάριση της εταιρείας στη βάση των αρχών του δικαίου και της επιείκειας (just and equitable) δυνάμει του άρθρου 211(στ) του Κεφ. 113, ενόψει της ολικής ρήξης των σχέσεων των μετόχων της εταιρείας, η οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, έχει τα χαρακτηριστικά ενός οιωνοί συνεταιρισμού (quasi partnership).

 

Στις 29.5.2020 η εταιρεία καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε αναστολή της διαδικασίας της αίτησης εκκαθάρισης, έτσι ώστε οι διαφορές μεταξύ της εταιρείας και του αιτητή να εκδικαστούν σε διαιτητική διαδικασία, στη βάση της παραγράφου 41 του καταστατικού της εταιρείας.

 

Ο αιτητής καταχώρησε ένσταση στην οποία, μεταξύ άλλων, επικαλείτο ότι η φύση της διαφοράς και τα επίδικα θέματα που προκύπτουν από την αίτηση εκκαθάρισης, αφορούν μόνο τον αιτητή από τη μία και τους υπόλοιπους μετόχους της εταιρείας, καθ΄ων η αίτηση 2 και 3, από την άλλη. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο στις 9.7.2020 εξέδωσε απόφαση με την οποία παρέπεμψε τις διαφορές μεταξύ του αιτητή και της εταιρείας σε διαιτησία, διατάσσοντας παράλληλα όπως η διαδικασία της αίτησης εκκαθάρισης ανασταλεί, σε σχέση με όλους τους καθ΄ων η αίτηση, στο πλαίσιο της αίτησης εκκαθάρισης.

 

Ο αιτητής ζητά την ακύρωση της εν λόγω απόφασης, καθότι αυτή είναι αποτέλεσμα προφανούς νομικού σφάλματος και/ή έκδηλης νομικής πλάνης ως προς το νομικό καθεστώς και τις αρχές που διέπουν τις αιτήσεις εκκαθάρισης εταιρειών, που ζητούνται στην παρούσα και/ή κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και δίκαιης δίκης, δοθέντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε διαιτησία τη διαδικασία μεταξύ του αιτητή και της εταιρείας, ο ρόλος της οποίας είναι τυπικός, ενώ ανέστειλε τη δικαστική διαδικασία μεταξύ του αιτητή και των υπόλοιπων μετόχων της εταιρείας, οι οποίοι στο πλαίσιο αιτήσεων τέτοιας φύσης είναι οι ουσιαστικοί διάδικοι, εμποδίζοντας ουσιαστικά τον αιτητή να προσφύγει στη δικαιοσύνη.

 

Αποτελεί θέση του αιτητή ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας, καθότι το επίδικο διάταγμα δόθηκε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και με προφανές νομικό σφάλμα ως προς τις αρχές που διέπουν τις αιτήσεις εκκαθάρισης εταιρειών με χαρακτηριστικά οιωνοί συνεταιρισμού στη βάση των αρχών του δικαίου και του επιεικούς (just and equitable) καθώς και τις αιτήσεις για εναλλακτική θεραπεία ενόψει της διεξαγωγής των υποθέσεων μίας εταιρείας με τρόπο καταπιεστικό (unfairly prejudicial) εφόσον στο πλαίσιο τέτοιων αιτήσεων ο ρόλος μιας εταιρείας είναι καθαρά τυπικός, οι διαφορές που προκύπτουν στο πλαίσιο αιτήσεων τέτοιας φύσεως επί της ουσίας αφορούν μόνο τους μετόχους και η εταιρεία συμπεριλαμβάνεται ως τυπική διάδικος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε διαιτησία μία τυπική και ουσιαστικά ανύπαρκτη διαφορά, αναστέλλοντας την εκδίκαση της ουσιαστικής και μοναδικής διαφοράς που προκύπτει από την αίτηση εκκαθάρισης μεταξύ των μετόχων της εταιρείας, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και δίκαιης δίκης, αποστερώντας από τον αιτητή το δικαίωμα να ακουστεί επί της ουσίας της αίτησης εκκαθάρισης και, κατ΄ επέκταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε ευρήματα ως προς την ουσιαστική διαφορά μεταξύ των μετόχων της εταιρείας.

 

Η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων είναι η καταλληλότερη και προσφορότερη υπό τις περιστάσεις διαδικασίας, καθότι δεν υπάρχει στη διάθεση του αιτητή εναλλακτικό ένδικο μέσο. Πρόκειται για ενδιάμεση απόφαση και το εκδοθέν διάταγμα αναστολής δεν είναι απόλυτα καθοριστικό ως προς τα δικαιώματα του αιτητή. Ακόμα όμως και σε περίπτωση που ήθελε φανεί ότι το ένδικο μέσο της έφεσης είναι διαθέσιμο, υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις για παράκαμψη του κανόνα. Τα αιτούμενα διάταγμα αφορούν θέματα αμιγώς νομικά και όχι θέματα που εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση που δεν παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια, ο αιτητής θα καταστεί έρμαιο μιας «πρωτοφανούς και ανορθόδοξης» διαδικασίας στην οποία θα κληθεί να λύσει τις διαφορές του με διάδικο του οποίου η συμπερίληψη στην όλη διαδικασία είναι καθαρά τυπική, ενώ η ουσιαστική διαφορά μεταξύ του ιδίου και των υπόλοιπων μετόχων δεν θα τύχει οποιασδήποτε δικαστικής κρίσης.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή ανέπτυξαν σε προφορική αγόρευση τις θέσεις τους. Τονίστηκε κυρίως πως η εταιρεία σε υποθέσεις όπως την παρούσα αποτελεί τυπικό διάδικο και προς τούτο παρέπεμψαν στο σύγγραμμα McPherson's Law of Company Liquidation, Δεύτερη Έκδοση, σελ. 266, παρα. 4.053 και σε αγγλική νομολογία (Re Crossmore Electrical and Civil Engineering Ltd (1989) 5BCC 37 και Re a Company [1991] BCC 234), ενώ η ουσιαστική διαφορά είναι με τους μετόχους της εταιρείας με τους οποίους υπήρξε ολική ρήξη σχέσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε την υπόθεσή του σε μία αγγλική απόφαση, όπου ο όρος περί διαιτησίας ασχολείτο αποκλειστικά με τις διαφορές μεταξύ των μετόχων. Με την αναστολή της διαδικασίας και την παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία ο αιτητής παρέμεινε ουσιαστικά χωρίς δικαίωμα να ακουστεί, καθότι δεν έχει διαφορά με την εταιρεία. Μετά από σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου διευκρινίστηκε η θέση του ότι το κατά πόσο τα παράπονα του αιτητή στην αίτηση εκκαθάρισης εμπίπτουν ή όχι στη σχετική ρήτρα διαιτησίας  δεν είναι αντικείμενο εξέτασης στα πλαίσια της παρούσας. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι η φύση της αίτησης εκκαθάρισης, η οποία πρέπει να αντικριστεί σφαιρικά, αφορά διαφορά μεταξύ μετόχων και μόνο και όχι μεταξύ εταιρείας και αιτητή με την εταιρεία να αποτελεί μόνο τυπικό διάδικο.

 

Οι θέσεις που προβλήθηκαν από τον αιτητή συμπεριλαμβάνονται στους λόγους ένστασης που καταχώρησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αίτηση που υπεβλήθη από την εταιρεία για αναστολή της διαδικασίας της αίτησης εκκαθάρισης έτσι ώστε οι διαφορές μεταξύ της εταιρείας και του αιτητή στην εν λόγω αίτηση να εκδικαστούν σε διαιτητική διαδικασία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο άρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, επί του οποίου βασίζετο το αίτημα, και της σχετικής νομολογίας, εξέτασε τις πρόνοιες της παραγράφου 41 του καταστατικού της εταιρείας, όπου προνοείται η παραπομπή σε διαιτησία οποιασδήποτε διαφοράς προκύψει μεταξύ της εταιρείας και οποιουδήποτε μέλους αυτής η οποία αφορά το σκοπό, ερμηνεία ή συνέπειες των προνοιών του καταστατικού ή του νόμου, παράβαση του καταστατικού ή νόμου που επηρεάζει την εταιρεία ή αφορά οποιανδήποτε των υποθέσεων της εταιρείας. Στη βάση αυτού του όρου εξέτασε τα παράπονα του αιτητή που περιλαμβάνονται στην αίτηση για εκκαθάριση και για πώληση των μετοχών του προς τους άλλους μετόχους και έκρινε πως τα ζητήματα αυτά αποτελούν διαφορές μεταξύ της εταιρείας και του ιδίου ως μετόχου και εμπίπτουν στις πρόνοιες της παραγράφου 41 του καταστατικού της εταιρείας. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι συνιστούν διαφορές που μπορούν να παραπεμφθούν σε διαιτησία. Στη συνέχεια εξέτασε κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 8 του Κεφ. 4 ως προς το κατά πόσο υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη παραπομπή του θέματος σε διαιτησία και κατά πόσο η εταιρεία εξακολουθεί να είναι πρόθυμη να πράξει οτιδήποτε το αναγκαίο για τη διεξαγωγή της διαιτησίας. Στα πλαίσια εξέτασης αυτών των προϋποθέσεων παρέπεμψε στην υπόθεση Fulham Football Club (1987) Ltd v. Sir David Richards [2011] EWCA Civ. 855 και κατάληξε ότι δεν υπάρχει πρόνοια στον περί Διαιτησίας Νόμο, Κεφ. 4, και στον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, που να αποκλείει την παραπομπή σε διαιτησία διαφωνιών μεταξύ μετόχων. Το γεγονός ότι κάποιες θεραπείες δεν μπορούν να δοθούν από διαιτητικό δικαστήριο δε σημαίνει ότι το θέμα της διαφοράς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της διαιτητικής διαδικασίας. Σημειώνοντας περαιτέρω την προθυμία της εταιρείας να διεξαχθεί κανονικά η διαιτησία ενέκρινε την αίτηση και εξέδωσε σχετικό διάταγμα.

 

Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του xxx Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, xxx Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692). Σε περίπτωση δε όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε η άδεια δεν δίδεται, εκτός αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1Γ ΑΑΔ 1535).

 

Με βάση τη σχετική επί του θέματος νομολογία, η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όργανο εποπτείας της διαδικασίας ή της πρακτικής που ακολουθείται από το Επαρχιακό Δικαστήριο (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 ΑΑΔ 442), ούτε αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας ο έλεγχος της ορθότητας μίας απόφασης, αλλά της νομιμότητάς της (Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1Α ΑΑΔ 116). Εκεί όπου το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα ή ακόμα αποδέχθηκε παράνομη μαρτυρία (Μάριος Χρίστου (1996) 1Α ΑΑΔ 398), ή τέλος, αν παραπλανήθηκε ως προς τα γεγονότα. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Ανθίμου (1991) 1ΑΑΔ 41, και έκτοτε επαναλήφθηκε σε αριθμό άλλων αποφάσεων, η παροχή θεραπείας μέσω προνομιακού εντάλματος ή ακόμα η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης με την οποία αυτό επιζητείται, επαφίεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Εν προκειμένω η αίτηση για αναστολή της διαδικασίας εκκαθάρισης έτσι ώστε οι διαφορές μεταξύ της εταιρείας και του αιτητή να παραπεμφθούν σε διαιτησία τέθηκε ενώπιον του αρμοδίου να εξετάσει την αίτηση Δικαστηρίου στη βάση υφιστάμενης ρήτρας διαιτησίας στο καταστατικό της εταιρείας. Το κατά πόσο η διαφορά αποτελεί διαφορά που εμπίπτει στη ρήτρα διαιτησίας και κατά πόσο η υπόθεση είναι κατάλληλη για να σταλεί σε διαιτησία αποτελούσαν θέματα εντός της σφαίρας εξέτασης της εν λόγω αίτησης από το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η αίτηση εκκαθάρισης της εταιρείας. Το Δικαστήριο στηρίχθηκε στην υπόθεση Fulham Football Club (1987) Ltd v. Sir David Richards (ανωτέρω) όπου αποφασίστηκε ότι η ρήτρα διαιτησίας έχει εφαρμογή και μπορεί να οδηγήσει σε αναστολή της Εταιρικής Αίτησης σε περιπτώσεις όπου μέτοχος παρακάμπτει δεσμευτική ρήτρα διαιτησίας για να προωθήσει νομικές διαδικασίες στη βάση Εταιρικής Αίτησης. Το κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε την εν λόγω απόφαση ή κατά πόσο τα γεγονότα της διαφοροποιούνται από την παρούσα, δεν αποτελεί θέμα που μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της προνομιακής διαδικασίας. Προφανώς υπάρχουν διαφορετικές απόψεις μεταξύ των διαδίκων, όπως φαίνεται από τη δικογραφία και τις αγορεύσεις των δύο πλευρών ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου. Ούτε βέβαια το κατά πόσο εν προκειμένω εφαρμόζεται η ρήτρα διαιτησίας έτσι ώστε να πρέπει να προηγηθεί η διαιτησία της απόφασης του Δικαστηρίου στην εκκαθάριση. Αυτό άλλωστε ήταν το ζητούμενο στα πλαίσια της αίτησης αναστολής η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που εκδικάζει την αίτηση εκκαθάρισης και απαιτείτο από αυτό να εξετάσει κατά πόσο δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης η αναστολή της. Το κατά πόσο το γεγονός ότι η εταιρεία, της οποίας ζητείτο η εκκαθάριση ήταν τυπικός διάδικος και δε θα μπορούσε να υποβάλει τέτοια αίτηση είναι θέμα που άπτεται της ορθότητας της απόφασης. Η όλη διαδικασία αφορούσε αίτηση εκκαθάρισης της και αυτό που επιζητείτο με την αίτηση είναι όπως προτού αποφασιστεί η εκκαθάριση της εταιρείας αποφασιστούν τα παράπονα του αιτητή σε διαιτησία, στη βάση του σχετικού όρου του καταστατικού που αποτελεί συμφωνία μεταξύ της εταιρείας και των μελών της. Η παραπομπή σε διαιτησία δυνάμει όρου διαιτησίας δεν μπορεί από μόνη της να αποτελεί παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Είναι γι  αυτό το λόγο που θεωρώ ότι η αίτηση ουσιαστικά αποτελεί μία κεκαλυμμένη αμφισβήτηση της ορθότητας της απόφασης, κάτι που δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προνομιακής διαδικασίας. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και η αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη χωρίς να απαιτείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Κ. Σταματίου,

Δ.

/ΧΤΘH


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο