ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D215
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 84/2014)
3 Ιουλίου 2020
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
D & L TOURIST ENTERPRISES LTD
Εφεσειόντων/Εναγομένων
ΚΑΙ
1. LACOSTE
2. NOTOS (CYPRUS) LTD
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
---------------
Γ. Πιττάτζης, για τους Εφεσείοντες.
Αχ. Δημητριάδης με Ν. Επαμεινώνδα (κα), για τους Εφεσίβλητους.
--------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Από τα παραδεχτά γεγονότα, τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν από κοινού και την μαρτυρία του διευθυντή της Εφεσίβλητης 2 εταιρείας που έκρινε αξιόπιστη, το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Εφεσείουσα εταιρεία, που λειτουργούσε κατάστημα λιανικού εμπορίου στην Αγία Νάπα, παραβίασε τα εμπορικά σήματα της Εφεσίβλητης 1 γαλλικής εταιρείας, διέπραξε το αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού κατά της Εφεσίβλητης 1 και της Εφεσίβλητης 2, πωλήτριας κατ' αποκλειστικότητα των εμπορευμάτων της Εφεσίβλητης 1 στη Κύπρο και παραβίασε τα δικαιώματα πνευματικής τους ιδιοκτησίας. Εξέδωσε σχετικά απαγορευτικά διατάγματα προς άρση των παραβιάσεων και παρεμπόδιση επανάληψης τους, διέταξε την παράδοση των σχετικών εμπορευμάτων στις Εφεσίβλητες για να καταστραφούν και επιδίκασε προς όφελος τους και εναντίον της Εφεσείουσας ονομαστικές αποζημιώσεις €100 και «επιπρόσθετες αποζημιώσεις» €5.000.
Η υπόθεση αφορούσε αριθμό φανέλων και αρωμάτων που έφεραν το σήμα «LACOSTE» και το «σχέδιο κροκόδειλου», που είναι εγγεγραμμένα εμπορικά σήματα της Εφεσίβλητης 1 τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που δεν ήταν αυθεντικά εμπορεύματα της Εφεσίβλητης 1 και που η Εφεσείουσα διέθετε προς πώληση στο κατάστημα της.
Ήταν η βασική θέση της Εφεσείουσας, όπως υποστηρίχτηκε από τον διευθυντή της και μόνο μάρτυρα που κάλεσε, ότι είχε αγοράσει τα εμπορεύματα καλόπιστα στην ανοιχτή και ελεύθερη αγορά και σε αυτή τη θέση δόμησε την υπεράσπιση της προβάλλοντας, τόσο ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον μας, ότι αυτό συνιστούσε υπεράσπιση στην αξίωση των Εφεσίβλητων.
Η περί του αντιθέτου κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι το αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης που, ομολογουμένως διατυπώθηκε όχι κατά τον καλύτερο τρόπο και περιορίζεται στην διαπίστωση της παραβίασης των εμπορικών σημάτων μόνο, αναφέροντας ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει το ζήτημα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον διευθυντή της Εφεσείουσα αναξιόπιστο. Έτσι, ενώ η αγορά των εμπορευμάτων από την Εφεσείουσα διαφαινόταν ότι πράγματι είχε πραγματοποιηθεί από την ανοιχτή αγορά δυνάμει τιμολογίων, δεν υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία ότι ήταν και καλόπιστη. Προχώρησε εντούτοις το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην εξέταση της νομικής θέσης που υποστηρίχτηκε, για να καταλήξει πως ο ισχυρισμός ότι η Εφεσείουσα ενεργούσε αθώα και καλόπιστα δεν θα συνιστούσε καλή υπεράσπιση. Με παραπομπή στην Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, υπέδειξε ότι η ένοχη πρόθεση δεν είναι στοιχείο που πρέπει να αποδεικνύεται για την επιτυχή κατάληξη αγωγής για αθέμιτο ανταγωνισμό («passing off») και αναφέρθηκε και στην πιο πρόσφατη CTO Public Company Limited v. BAT (Cyprus) Limited κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 178 προς επίρρωση της θέσης του.
Ο δικηγόρος της Εφεσείουσας μας παρέπεμψε στη Α. A. Pilottos Ltd κ.ά. v. Houghton κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 783, όπου αποφασίστηκε ότι η συμφωνία πώλησης ενός κλεμμένου αυτοκινήτου δεν ήταν άκυρη γιατί οι πωλητές, χωρίς γνώση ότι ήταν κλεμμένο, το είχαν αγοράσει με καλή πίστη και έναντι νόμιμου ανταλλάγματος και σε συνθήκες που ομοίαζαν με συνθήκες πώλησης σε ανοικτή αγορά («market overt»). Επιχειρηματολόγησε, παραλληλίζοντας τις περιπτώσεις, ότι εφόσον η Εφεσείουσα είχε αγοράσει τα επίδικα εμπορεύματα από κατάστημα στην Αθήνα μπορούσε να τα πωλήσει χωρίς να έχει παραβιάσει τα δικαιώματα των Εφεσίβλητων.
Η αυθεντία αναφέρεται στο ζήτημα του τίτλου ιδιοκτησίας του αντικειμένου της συναλλαγής και στο ότι η προσέγγιση αφορά εξέλιξη του δικαίου προς διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών (Bishopsgate Motor Finance Cpn. Ltd v. Transport Brakes Ltd [1949] 1 K.B. 332, 336-7) με το μετριασμό της αυστηρότητας του κανόνα ότι ο αγοραστής δεν μπορούσε να αποκτήσει καλύτερο τίτλο από εκείνο που είχε ο πωλητής («nemo dat non quod habet»). Δεν έχει όμως εφαρμογή στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και στο ζήτημα που εξετάζεται. Αντίθετα, ότι τα επίδικα εμπορεύματα δεν ανήκαν, ούτε είχαν προέλευση την Εφεσίβλητη 1, ήταν στοιχείο της υπόθεσης.
O δικηγόρος της Εφεσείουσας μας παρέπεμψε ακόμα σε παλιά έκδοση του έγκυρου συγγράμματος Kerly's Law of Trade Marks and Trade Names (11η Έκδοση του 1983) και στην παρ.14-44 όπου αναφέρεται ότι: «If once the property in the goods has passed to the purchaser in good faith without previous notice, no infringement in respect of those goods can occur thereafter», (σε δική μας ελεύθερη μετάφραση: «Όταν η ιδιοκτησία των εμπορευμάτων μεταβιβαστεί στον αγοραστή με καλή πίστη και χωρίς προηγούμενη γνώση, καμιά προσβολή αναφορικά με αυτά τα εμπορεύματα δεν μπορεί να επισυμβεί στη συνέχεια»). Η αποσπασματική παραπομπή θα μπορούσε να δημιουργήσει λανθασμένη εντύπωση. Ωστόσο, όπως διαπιστώνουμε η παράγραφος ήταν μέρος της ενότητας με τίτλο: «Section 6: Infringement by Breach of Restrictions» (σε δική μας ελεύθερη μετάφραση: «Άρθρο 6: Προσβολή με τη Παραβίαση Περιορισμών») αναφερόταν στο άρθρο 6(1) του Trade Marks Act 1938 της Αγγλίας και αφορούσε σε συγκεκριμένη διευθέτηση με τον ίδιο το εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη ή χρήστη του σήματος που η νομοθεσία προνοούσε. Δεν αφορά και δεν καλύπτει περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση.
Είναι η κατάληξη μας, σε πλήρη συμφωνία με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι και αν ακόμα γινόταν αποδεχτό ότι η Εφεσείουσα είχε αποκτήσει τα επίδικα εμπορεύματα με καλή πίστη και πάλι δεν θα είχε καλή υπεράσπιση στην αγωγή. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στο άρθρο 8 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268, που αφορά στους λόγους απόρριψης ή ακυρότητας ενός εμπορικού σήματος και δεν έχει σχέση με τα επίδικα θέματα. Εγείρεται όμως με το λόγο αυτό ζήτημα ότι οι Εφεσίβλητες έπρεπε να είχαν προσφέρει μαρτυρία ότι ο έμπορος από τον οποίο η Εφεσείουσα αγόρασε τα εμπορεύματα ή και κάποιος πριν από τον έμπορο αυτό δεν είχε άδεια χρήσης των εμπορικών τους σημάτων ή είχε τέτοια άδεια και έκαμε αλλαγές και διαφοροποιήσεις στα εμπορεύματα εν γνώσει της Εφεσείουσας που τα αγόρασε καλόπιστα στην ελεύθερη αγορά.
Αρκούμαστε στη υπόδειξη ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την μαρτυρία του διευθυντή της Εφεσίβλητης 2 ότι τόσο η μια φανέλα που ο ίδιος είχε αγοράσει από το κατάστημα της Εφεσείουσας, όσο και τα υπόλοιπα εμπορεύματα που παραλήφθηκαν από αυτό δυνάμει Δικαστικού διατάγματος, δεν ήταν εξουσιοδοτημένα εμπορεύματα των Εφεσίβλητων και αυτό ήταν αρκετό. Επομένως, απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στις επιδικασθείσες αποζημιώσεις. Κατά την Εφεσείουσα η επιδίκαση επιπρόσθετων αποζημιώσεων ήταν αβάσιμη και ατεκμηρίωτη, εδραζόμενη σε υποθέσεις και όχι ευρήματα. Ακόμα πως ήταν αντιφατική με την επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων που, κατά την Εφεσείουσα, είναι η αρμόζουσα αποζημίωση στην περίπτωση αθώων παραβιάσεων.
Η επιδίκαση επιπρόσθετων αποζημιώσεων είναι θεραπεία που προβλέπεται στο άρθρο 13(7) των περί Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμων του 1976 μέχρι 1993. Αναφέρεται ότι:
«Οποτεδήποτε, σε αγωγή δυνάμει του παρόντος άρθρου, αποδεικνύεται ή γίνεται παραδεκτή η προσβολή δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη επιπρόσθετα από όλους τους υπόλοιπους ουσιώδεις λόγους -
(α)το κατάφωρο της προσβολής, και
(β)το τυχόν όφελος, το οποίο αποδεδειγμένα έχει προσπορισθεί ο εναγόμενος λόγω της προσβολής,
πείθεται ότι ο ενάγοντας δε δύναται άλλως πως να τύχει αποτελεσματικού μέσου θεραπείας, έχει εξουσία, κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης λόγω της προσβολής, να επιδικάσει τέτοια επιπρόσθετη αποζημίωση δυνάμει του παρόντος εδαφίου, την οποία αυτό δύναται να θεωρήσει αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις.»
Διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι υπήρξε κατάφορη παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων των Εφεσίβλητων και προσπορισμός κέρδους από την Εφεσείουσα, διαπιστώσεις απόλυτα δικαιολογημένες από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό. Τα εμπορεύματα στα τιμολόγια αγοράς που αποκαλύφθηκαν και παρουσιάστηκαν ήταν περισσότερα από αυτά που ανευρέθηκαν στο κατάστημα της Εφεσείουσας και ήταν εύλογο το συμπέρασμα ότι τα υπόλοιπα είχαν ήδη πωληθεί στις τιμές που και τα εναπομείναντα διατίθεντο προς πώληση, με την Εφεσείουσα να αποκομίζει κέρδος €1.702,50. Ήταν περαιτέρω εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα πωλούσε τέτοια εμπορεύματα για αρκετούς μήνες πριν αυτό περιέλθει στην αντίληψη των Εφεσίβλητων, έτσι που το ποσό των €1.702,50 να ήταν μόνο μέρος του κέρδους που είχε αποκομίσει. Για τους λόγους αυτούς, όπως αναφέρεται στην απόφαση του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως χωρίς επιπρόσθετες αποζημιώσεις οι Εφεσίβλητες δεν θα τύγχαναν αποτελεσματικής θεραπείας και επιδίκασε προς όφελος τους επιπρόσθετη αποζημίωση ύψους €5.000.
Προϋπόθεση για την άσκηση της εξουσίας για την επιδίκαση επιπρόσθετης αποζημίωσης είναι να πεισθεί το Δικαστήριο ότι «ο ενάγοντας δεν δύναται άλλως πως να τύχει αποτελεσματικού μέσου θεραπείας». Τέτοια προϋπόθεση απουσιάζει από την κατά τα άλλα αντίστοιχη πρόνοια του άρθρου 97(2) του Copyright, Designs and Patents Act 1988 της Αγγλίας. Η συνήθης θεραπεία στις περιπτώσεις προσβολής δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας συνίσταται στην έκδοση σχετικών απαγορευτικών διαταγμάτων και στην επιδίκαση αποζημιώσεων. Η επιδίκαση επιπρόσθετης αποζημίωσης αφορά στη πτυχή των αποζημιώσεων και πρέπει να έχει ως υπόβαθρο τη διαπίστωση ότι οι συνήθεις αποζημιώσεις είναι ανεπαρκείς. Όπως και το ίδιο το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε με αναφορά στην Nottinghamshire Healthcare NHS Trust v. News Group Newspapers Ltd (2002) EWHC 409, η αγγλική προσέγγιση είναι ότι η επιπρόσθετη αποζημίωση δεν έχει τιμωρητικό σκοπό αλλά αυξητικό χαρακτήρα. Επομένως, δεν στοχεύει στη τιμωρία του εναγόμενου, παρά το ότι είναι στοιχεία της δικής του συμπεριφοράς που αναφέρονται στο Νόμο ότι λαμβάνονται υπόψη, αλλά επιδικάζεται με αναφορά στον ενάγοντα και την ανάγκη για την δίκαιη αποζημίωση του.
Πάγια νομολογία υποδεικνύει ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το τελευταίο ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων (Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45, Antoniou v. Iordanous and Another (1976) 1 C.L.R. 341, Φοινικαρίδης κ.α. ν. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396, Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687 και Παναγή ν. Κακόψιτου (2001) 1 Α.Α.Δ. 839).
Στην προκείμενη περίπτωση το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι στην απουσία θετικής μαρτυρίας για πραγματική ζημιά των Εφεσίβλητων μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις μπορούσε να επιδικάσει. Και αυτό γιατί δεν είχε παρουσιαστεί μαρτυρία ότι οι αγοραστές που είχαν αγοράσει τις φανέλες από την Εφεσείουσα θα τις αγόραζαν από τις Εφεσίβλητες εάν η Εφεσείουσα δεν πωλούσε τις απομιμήσεις σε χαμηλότερη τιμή. Επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη M. & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. ν. The Timberland Co. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1791, 1799, ότι: «Ο αθέμιτος ανταγωνισμός έχει προεκτάσεις, μεταξύ των οποίων και ο επηρεασμός της εμπορικής εύνοιας, που είναι δύσκολο να αποτιμηθούν σε χρήμα ή να εξακριβωθούν με βεβαιότητα», ωστόσο, δεν διαπίστωσε την όποια βλάβη στην εμπορική τους εύνοια ή άλλη συναφή βλάβη.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την κατάληξη του ότι χωρίς επιπρόσθετη αποζημίωση οι Εφεσίβλητες δεν θα τύγχαναν αποτελεσματικής θεραπείας. Δεν προέβηκε σε εύρημα ότι οι Εφεσίβλητες υπέστηκαν οιαδήποτε ζημιά. Σημείωσε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι απώλεσαν πωλήσεις και δεν διαπίστωσε την όποια βλάβη στην εμπορική τους εύνοια ή άλλως πως. Διαφορετική θα ήταν η κατάληξη εάν είχαν διαπιστωθεί απώλειες ή βλάβες που δεν θα είχαν αποτιμηθεί σε συγκεκριμένο ποσό. Υπό τις περιστάσεις η έκδοση των σχετικών διαταγμάτων, έστω και χωρίς να συνοδεύονται από ουσιαστικές αποζημιώσεις συνιστούσαν αποτελεσματική θεραπεία των Εφεσίβλητων.
Επομένως, ο τρίτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο επιδικάστηκε το ποσό των €5.000 ως επιπρόσθετη αποζημίωση παραμερίζεται.
Σε αυτή την έκταση η έφεση επιτυγχάνει. Λαμβάνοντας υπόψη τη μερική επιτυχία της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον των Εφεσίβλητων €1.250 έξοδα της έφεσης.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.