ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692
Tράπεζα Kύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1010
Seamark Consultancy Services Ltd και Άλλοι ν. Joseph P. Lasala και Άλλων (2007) 1 ΑΑΔ 162
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.48
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2020:D278
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 81/2020)
30 Ιουλίου, 2020
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΜΠΙΤΖΙΟΣ, ΕΞ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ Η/ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ Π.Ε.Δ.) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16/06/2020 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 1339/2020 ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12/06/2020 ΤΩΝ LIBRA CAPITAL LIMITED, ΑΠΟ ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΩΣ ΤΟ ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ Η/ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗ Η/ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, Π.Ε.Δ) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26/06/2020 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΟΡΙΣΤΕΙ ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΕΟ/ΓΙΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΙΣ 9/07/2020
_ _ _ _ _ _
Φ. Ζωμενής με Χ. Κυριακίδη και Τζ. Γιωργαλλίδου (κα), για
Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Μ. Κυπριανού με Χρ. Γαλανό, για Michael Kyprianou & Co
LLC, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής είναι ο εναγόμενος 1 στην Αγωγή υπ΄ αρ. 1339/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία καταχωρήθηκε εκ μέρους 19 εταιρειών εναντίον 79 εναγομένων.
Στα πλαίσια της εν λόγω Αγωγής, εκδόθηκαν στις 16.6.2020, μετά από μονομερή αίτηση, διατάγματα εναντίον του αιτητή και των εναγομένων - καθ΄ων η αίτηση 2 - 6. Για σκοπούς της παρούσας αυτό που ενδιαφέρει είναι τα διατάγματα εναντίον του αιτητή τα οποία προνοούσαν ως ακολούθως:
1 «ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΚΔΙΔΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στον καθ΄ου η Αίτηση 2 προσωπικά και/ή μέσω των υπαλλήλων, υπηρετών, αντιπροσώπων και/ή εκπροσώπων του και/ή μέσω οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου από του να μεταβιβάσει ή να αποξενώσει ή να διαθέσει ή να επιβαρύνει ή να δημιουργήσει οποιαδήποτε επιβάρυνση επί ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο να χειριστεί ή να μειώσει την αξία οποιωνδήποτε των περιουσιακών του στοιχείων στην Κύπρο ή εκτός Κύπρου είτε αυτά είναι στο όνομά του ή όχι και είτε αυτά του ανήκουν αποκλειστικά ή από κοινού και είτε το συμφέρον του σε αυτά είναι νομικό συμφέρον, συμφέρον ως δικαιούχος ή οποιοδήποτε άλλο συμφέρον μέχρι του ποσού των Ευρώ 398,483.132 μέχρι την ολοκλήρωση της παρούσας αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
2 «ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΚΔΙΔΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ τον Καθ΄ου η Αίτηση 1 όπως εντός 5 εργάσιμων ημερών από την επίδοση του Διατάγματος να ετοιμάσει, καταχωρήσει και επιδώσει στους δικηγόρους των Αιτητριών ένορκη δήλωση η οποία να προσδιορίζει όλα του τα περιουσιακά στοιχεία αξίας €10.000 ή άνω τα οποία βρίσκονται είτε εντός ή εκτός Κύπρου είτε αυτά είναι στο όνομα του ή όχι και είτε αυτά του ανήκουν αποκλειστικά ή από κοινού προσδιορίζοντας την αξία, τοποθεσία και λεπτομέρειες όλων των περιουσιακών στοιχείων και λεπτομέρειες όλων των τραπεζικών λογαριασμών τους οποίους είναι υπογράφων είτε τηρούνται στο όνομά του ή όχι οποιοδήποτε και να είναι το υπόλοιπο τέτοιου λογαριασμού και που διατάσσει τον Καθ΄ου η αίτηση 1 να παρουσιάσει όλα τα έγγραφα που είναι στην κατοχή του και που καταδεικνύουν τη φύση, τοποθεσία και αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.»
Τα διατάγματα αρχικά ορίστηκαν για επίδοση-επιστρεπτέα στις 26.6.2020. Στις 25.6.2020, μετά από μονομερή αίτηση, εκδόθηκε διάταγμα που επέτρεπε την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και υποκατάστατη επίδοση των προσωρινών διαταγμάτων και άλλων σχετικών δικαστικών εγγράφων. Στις 26.6.2020 και περί ώρα 13:49:22 EEST, οι δικηγόροι των εναγόντων διαβίβασαν προς τον αιτητή τα σχετικά δικαστικά έγγραφα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Στο ηλεκτρονικό μήνυμα αναφέρετο ότι τα προσωρινά διατάγματα έχουν οριστεί επιστρεπτέα στις 9.7.2020 και ώρα 09.00, ημερομηνία κατά την οποία ο αιτητής θα μπορούσε να εμφανιστεί στο Δικαστήριο και να δείξει λόγο γιατί το διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει. Περαιτέρω, υπήρχε οπισθογράφηση ότι, σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης εντός πέντε εργασίμων ημερών μετά την επίδοση, οι καθ΄ων η αίτηση υπόκεινται σε σύλληψη η δε περιουσία τους σε κατάσχεση και δεύτερη οπισθογράφηση για άμεση συμμόρφωση με το διάταγμα.
Στις 6.7.2020 παραχωρήθηκε άδεια στον αιτητή για καταχώρηση αίτησης certiorari προς ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος αποκάλυψης καθώς και αναστολή της διαδικασίας για τους λόγους που εκτίθενται στη σχετική απόφαση. Η άδεια δόθηκε γιατί κρίθηκε πως υπάρχει συζητήσιμο θέμα και, ενδεχομένως, παραβίαση φυσικής δικαιοσύνης εφόσον το εν λόγω διάταγμα που είναι προστακτικής φύσης επιβάλλει την ανάγκη συμμόρφωσης με αυτό χωρίς να δίδεται η δυνατότητα στον αιτητή την ημέρα που ορίστηκε επιστρεπτέο να το αμφισβητήσει.
Ο αιτητής εντός της προκαθορισμένης με την άδεια προθεσμίας καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση με την οποία εξαιτείται την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προς ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης.
Αποτελεί θέση του αιτητή ότι το επίδικο διάταγμα κατέστη προδήλως εσφαλμένο, αποτελεί προϊόν νομικής πλάνης και συνιστά νομικό λάθος εμφανές στο πρακτικό, δόθηκε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας και παραβιάζει τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης εφόσον τον διέτασσε να προβεί σε αποκάλυψη εντός 5 ημέρων από την επίδοση, ημερομηνία που έληγε πριν την ημερομηνία που αυτό ορίστηκε επιστρεπτέο, η οποία ήταν η πρώτη ημερομηνία κατά την οποία ο αιτητής θα είχε τη δυνατότητα να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
Με τους ακόλουθους οκτώ λόγους ένστασης οι καθ΄ ων η αίτηση ενίστανται στην αιτούμενη θεραπεία:
1. Η αίτηση καταχωρήθηκε κακόπιστα με σκοπό ο αιτητής σε μία σοβαρή υπόθεση απάτης, να κερδίσει χρόνο όσον αφορά την υποχρέωση του να συμμορφωθεί με το εκδοθέν διάταγμα.
2. Το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια να εκδώσει το διάταγμα αποκάλυψης και να απαιτήσει από τον αιτητή να συμμορφωθεί με αυτό χωρίς να του δώσει τη δυνατότητα να ενστεί σε αυτό ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο να το αμφισβητήσει. Το πότε το εν λόγω διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο και/ή για επίδοση και το πότε ο αιτητής όφειλε να συμμορφωθεί με αυτό, είναι θέματα που δεν είναι σχετικά, η δε ορθότητα της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου να εκδώσει το διάταγμα αποκάλυψης δεν ελέγχεται στα πλαίσια προνομιακής διαδικασίας.
3. Διαζευκτικά με το λόγο ένστασης 2, ο αιτητής είχε στη διάθεσή του άλλο ένδικο μέσο, το οποίο μπορούσε να λάβει πριν από την ημερομηνία που το διάταγμα αποκάλυψης είχε οριστεί επιστρεπτέο και/ή για επίδοση και δεν υφίστανται οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την αίτηση για προνομιακό ένταλμα που καταχώρησε ο αιτητής.
4. Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά των όσων αναφέρονται πιο πάνω, η αίτηση έχει καταστεί άνευ αντικειμένου. Ο λόγος είναι ότι μετά την έκδοση της απόφασης για άδεια, ο αιτητής μέσω των συνηγόρων του εμφανίστηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου στις 10.7.2020 χωρίς να προβάλει οποιοδήποτε ουσιαστικό αίτημα σε σχέση με το διάταγμα αποκάλυψης ούτε μέχρι σήμερα έχει υποβάλει οποιοδήποτε ουσιαστικό αίτημα στο κατώτερο Δικαστήριο σε σχέση με το εν λόγω διάταγμα.
5. Ο αιτητής παρέβη το καθήκον του να προβεί σε πλήρη και αληθινή αποκάλυψη, τόσο σε σχέση με το νομικό καθεστώς που διέπει το υπό εξέταση θέμα, όσο και όσον αφορά τα γεγονότα της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, ο αιτητής:
(α) Ισχυρίστηκε λανθασμένα ότι είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που υποστηρίζει τις θέσεις του.
(β) Παρέλειψε να παραπέμψει το Δικαστήριο σε αποφάσεις, σύμφωνα με τις οποίες διατάγματα αποκάλυψης εκδίδονται με σκοπό να ελέγχονται τα διατάγματα δέσμευσης τα οποία, χωρίς την υποβοήθηση των εν λόγω διαταγμάτων αποκάλυψης, καθίστανται σε ορισμένες περιπτώσεις αναποτελεσματικά ή ακόμη και εντελώς άχρηστα.
(γ) Δεν παρέπεμψε το Δικαστήριο στη Δ.48 θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία δίνει τη δυνατότητα στο μέρος που επηρεάζεται από διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς να αποταθεί για θεραπεία στο ίδιο το Δικαστήριο που το εξέδωσε.
(δ) Δεν επιχείρησε να δώσει στο Δικαστήριο δίκαιη εικόνα αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Η υπόθεση αφορά πολύ σοβαρούς ισχυρισμούς απάτης και απασχολεί και τις Ελληνικές Διωκτικές Αρχές που έχουν ήδη, ανάμεσα σε άλλα, εκδώσει διατάγματα δέσμευσης κατά των περιουσιακών στοιχείων του αιτητή. Ούτε έγινε αναφορά στη θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής μαζί με τους εναγόμενους 2-6 στην αγωγή επιδίδονται ακόμη και σήμερα σε παράνομες δραστηριότητες συγκάλυψης περιουσιακών στοιχείων που παράνομα απέκτησαν και σε αποξένωση αυτών για να μην μπορέσουν οι ενάγουσες να επανακτήσουν. Η θέση αυτή είναι διάχυτη στην ένορκη δήλωση που υποστήριξε το αίτημα για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα, με το διάταγμα αναστολής που εξασφάλισε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, να του παρέχεται πολύτιμος χρόνος να συνεχίσει τις παράνομες δραστηριότητές του.
6. Ο αιτητής παρέβη το συνεχόμενο καθήκον που είχε προς το Δικαστήριο να προβαίνει σε πλήρη και αληθινή αποκάλυψη, ακόμη και μετά την καταχώρηση της μονομερούς αίτησης. Συγκεκριμένα, όταν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 6.7.2020, κατά την ακρόαση της μονομερούς αίτησης, παρέλειψε να αναφέρει ότι οι ενάγουσες στην αγωγή που εκκρεμεί στο κατώτερο Δικαστήριο είχαν παραχωρήσει, κατόπιν σχετικών προφορικών αιτημάτων, παράταση στους εναγόμενους 2, 3, 4 και 6, σε σχέση με την υποχρέωσή τους να συμμορφωθούν με τα διατάγματα αποκάλυψης που είχαν εκδοθεί εναντίον τους και που είναι πανομοιότυπα με το υπό εξέταση και να αναφέρει στο Δικαστήριο ότι την 1.7.2020 ο εναγόμενος 4 καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε την τροποποίηση του διατάγματος που εκδόθηκε εναντίον του.
7. Τα γεγονότα που αναφέρονται στην παράγραφο 6 καταδεικνύουν, επίσης, ότι ο αιτητής ενεργεί κακόπιστα.
8. Η νομική θέση που προβάλλει ο αιτητής στην παράγραφο 14 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση ότι το διάταγμα αποκάλυψης «κατέστη εσφαλμένο» είναι άγνωστη στο δίκαιό μας. Ένα δικαστικό διάταγμα είναι είτε ορθό είτε λανθασμένο τη στιγμή που εκδίδεται και δεν μπορεί να καταστεί λανθασμένο στη συνέχεια, ούτε η ορθότητά του εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο θα το χειριστεί ο διάδικος που το εξασφάλισε.
Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Άγη Χαραλάμπους, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τις ενάγουσες, στην οποία αναπτύσσονται οι λόγοι ένστασης, με αναφορά σε γεγονότα. Συγκεκριμένα αναφέρθηκαν στα γεγονότα που έλαβαν χώρα από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι σήμερα που κατ΄ ισχυρισμό είναι σχετικά με συγκεκριμένα νομικά ζητήματα που εγείρονται στην παρούσα διαδικασία, τα οποία συνοψίζονται ως ακολούθως:
Μετά την επίδοση των διαταγμάτων, ο εναγόμενος 4 την 1.7.2020 καταχώρισε αίτηση δια κλήσεως ζητώντας την τροποποίηση των διαταγμάτων για να συμπεριληφθεί πρόνοια για τα έξοδα διαβίωσης του καθώς και τα δικηγορικά του έξοδα, η οποία ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση την 3.7.2020. Στις 3.7.2020 εμφανίστηκαν πέραν του συνηγόρου του εναγόμενου 4 και συνήγοροι εκ μέρους των εναγομένων 2, 5 και 6 και εκδόθηκαν εκ συμφώνου διατάγματα με τα οποία παρατάθηκε ο χρόνος εντός του οποίου όφειλαν οι εναγόμενοι 2, 3, 4, 5 και 6 να συμμορφωθούν με το διάταγμα αποκάλυψης μέχρι την 10.7.2020. Σημειώνεται ότι στις 3.7.2020 παρών στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ο εκ των συνηγόρων του αιτητή Μιχάλης Κυριακίδης, παρά το ότι δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία. Συνεπώς, γνώριζε για τη συγκατάθεση των καθ' ων η αίτηση στην παράταση του χρόνου συμμόρφωσης με το διάταγμα αποκάλυψης, κάτι το οποίο δεν ανέφερε στις 6.7.2020 κατά την εξέταση της μονομερούς αίτησης για λήψη άδειας. Γνώριζε επίσης και για την καταχώριση της αίτησης εκ μέρους του εναγομένου 4, κάτι που επίσης δεν έφερε εις γνώση του δικαστηρίου στις 6.7.2020 όταν επιχειρηματολόγησε ότι δεν είχε στη διάθεση του άλλα ένδικα μέσα.
Στις 6.7.2020 καταχωρήθηκε από τον εναγόμενο 5 μονομερής αίτηση στα πλαίσια σχετικής δια κλήσεως αίτησης, με την οποία ζήτησε αναστολή της υποχρέωσης συμμόρφωσης του με το διάταγμα αποκάλυψης, η οποία ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 8.7.2020. Τελικά η μονομερής αίτηση αποσύρθηκε για να ακουστεί μόνο η δια κλήσεως, η οποία ορίστηκε για ακρόαση στις 22.7.2020, ενώ ταυτόχρονα η πλευρά των εναγόντων ανέλαβε δέσμευση να μην λάβει οποιαδήποτε μέτρα κατά του εναγομένου 5 για μη συμμόρφωση του με το διάταγμα αποκάλυψης μέχρι να ακουστεί και αποφασιστεί η εν λόγω αίτηση δια κλήσεως.
Στις 9.7.2020 που ήταν ορισμένα επιστρεπτέα και/ή για επίδοση τα διατάγματα, λόγω απουσίας της φυσικού δικαστού της υπόθεσης, η υπόθεση ορίστηκε για οδηγίες την επομένη. Οπόταν οι συνήγοροι των εναγομένων, συμπεριλαμβανομένου του συνηγόρου του αιτητή, ζήτησαν όπως η μονομερής αίτηση της αγωγής οριστεί εκ νέου για οδηγίες την 31.7.2020 ούτως ώστε μέχρι την ημερομηνία εκείνη να λάβουν τα συγκεκριμένα δικαστικά διαβήματα που επιθυμούν. Μέχρι την 10.7.2020 οι εναγόμενοι 2, 3, 4 και 6 συμμορφώθηκαν με το διάταγμα αποκάλυψης, καταχωρώντας και επιδίδοντας σχετικές ένορκες δηλώσεις αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων.
Ο αιτητής παρέλειψε στα πλαίσια του καθήκοντος που είχε να προβεί σε πλήρη και αληθινή αποκάλυψη του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης να αναφέρει τα ακόλουθα που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση Μόρτογλου, που συνόδευε τη μονομερή αίτηση για έκδοση των διαταγμάτων, τα οποία συνοψίζονται ως ακολούθως:
Οι ενάγουσες εταιρείες είναι μέλη του Ομίλου Libra, που είναι ένας διεθνούς φήμης επιχειρηματικός κολοσσός ελληνικών συμφερόντων. Περί τον Απρίλιο του 2019 περιήλθε στη γνώση του Ομίλου ότι είχε διαπραχθεί εναντίον του μία τεραστίων διαστάσεων απάτη η οποία είχε θέσει αρχικά σε συναγερμό τις ελληνικές τραπεζικές αρχές που διερεύνησαν θέματα ξεπλύματος και παραβίασης κανόνων ελέγχου κεφαλαίων (παρ. 745-769 της ένορκης δήλωσης και τεκμήρια 329, 331 και 332). Ακολούθησε έρευνα της Ελληνικής Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας η οποία προχώρησε και στη δέσμευση αριθμού τραπεζικών λογαριασμών, ανάμεσα στους οποίους είναι και τραπεζικοί λογαριασμοί εταιρειών του αιτητή (παρ. 770-774 της ένορκης δήλωσης) με το θέμα να διερευνάται μέχρι σήμερα από τις ελληνικές εισαγγελικές αρχές (παρ. 775-780).
Ο Όμιλος προχώρησε στο δικό του εσωτερικό έλεγχο ενώ εξασφάλισε δικαστικά διατάγματα αποκάλυψης πληροφοριών τύπου Norwich Pharmacal από το Επαρχιακό Δικαστήριο εναντίον της Τράπεζας Κύπρου, Astrobank και Eurobank Κύπρου. Περαιτέρω, ο Όμιλος εξασφάλισε διάταγμα από το High Court της Ειδικής Διοικητικής Περιφέρειας του Χονγκ Κόγκ με το οποίο διατάχθηκε η αποκάλυψη τραπεζικών πληροφορικών από τις τράπεζες The Hong Kong and Shanghai Banking Corporation Ltd (HSBC) και της Industrial and Commercial Bank of China (Asia Ltd) (παρ. 976-978 της ένορκης δήλωσης). Ενορχηστρωτής της απάτης προκύπτει ότι είναι ο αιτητής ο οποίος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του Ομίλου. Για να υλοποιήσει τα σχέδια του χρησιμοποίησε ένα μεγάλο αριθμό εταιρειών εγγεγραμμένων στην Κύπρο και σε άλλες χώρες.
Οι παράνομες πράξεις κατά του Ομίλου χωρίζονται περιληπτικά σε τρεις κατηγορίες: (α) Διενέργεια πληρωμών χρηματικών ποσών στα πλαίσια δήθεν συμφωνιών παροχής υπηρεσιών προς τον Όμιλο από τρίτους, όπου τα υποτιθέμενα τρίτα μέρη τελικά αποδείχθηκαν ότι ήταν εταιρείες που ιδρύθηκαν και ελέγχονταν από τον ίδιο τον αιτητή και συγκεκριμένους συνεργούς του. (β) Πώληση προς εταιρείες συνδεδεμένες προς τους εναγόμενους περιουσιακών στοιχείων του Ομίλου σε μειωμένη τιμή. (γ) Πώληση στον Όμιλο μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε. σε τιμή σημαντικά μεγαλύτερη από τη χρηματιστηριακή αξία των μετοχών την ημέρα της εκάστοτε συναλλαγής. Για να πραγματοποιηθούν οι αγορές αυτές σε υπερτιμημένη αξία παραβιάστηκαν οι κανόνες ελέγχου κεφαλαίων της Ελληνικής Δημοκρατίας, γεγονός που οδήγησε σε ποινικές έρευνες, δημοσιεύματα και ζημιά στη φήμη και υπόληψη του Ομίλου.
Από τον έλεγχο που πραγματοποίησε ο Όμιλος προέκυψαν αποδεικτικά στοιχεία για παράνομα δώρα και πληρωμές προς τραπεζίτες της Τράπεζας Πειραιώς. Οι εναγόμενοι έχουν ήδη προβεί σε πολυάριθμες πράξεις ξεπλύματος των χρημάτων που απέσπασαν, π.χ. σε οχήματα πολυτελείας, ακίνητα σε διάφορες χώρες κλπ, όπως περιγράφονται στις παραγράφους 683-684 της ένορκης δήλωσης. Λίγες μέρες πριν την καταχώρηση της αγωγής οι εναγόμενοι προέβησαν σε αποξένωση πολύτιμου περιουσιακού στοιχείου.
Οι συνήγοροι των δύο πλευρών ανέπτυξαν τις αντίστοιχες θέσεις τους σε ιδιαίτερα εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις και προφορικές διευκρινίσεις τις οποίες εξέτασα και θα αναφερθώ εκεί και όπου χρειάζεται στην πορεία της απόφασης.
Ένταλμα certiorari εκδίδεται είτε εκεί όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας ή την υπερέβη είτε όπου εντοπίζεται προφανές νομικό σφάλμα στο πρακτικό της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου (Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692). Περαιτέρω, ένταλμα certiorari εκδίδεται εκεί όπου εντοπίζεται έκδηλη πλάνη περί το νόμο, ή προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ως εκφάνσεις έλλειψης ή υπέρβασης εξουσίας (Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1Β ΑΑΔ 1010). Σε κάθε περίπτωση, με το ένταλμα certiorari ελέγχεται η νομιμότητα της απόφασης και όχι η ορθότητά της. Στην ύπαρξη δε άλλου διαθέσιμου ένδικου μέσου δεν εκδίδεται ένταλμα certiorari εκτός αν υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις (Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All ER 257, Αρτέμη - Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 166-167 ).
Είναι νομολογημένο ότι η ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου διέπεται, σε κάθε στάδιο, από την κατάδειξη εκ μέρους του αιτητή, ο οποίος φέρει και το βάρος, ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, σε αυτό το στάδιο γίνεται επαναξιολόγηση των δεδομένων (βλ. Αναφορικά με τον xxx Νικολάου Πολιτική Έφεση 117/2016 ημερομηνίας 25.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A188).
Ξεκινώντας από το δεύτερο λόγο ένστασης η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση είναι ότι τα Δικαστήρια της Κύπρου έχουν την ευχέρεια να εκδίδουν διατάγματα αποκάλυψης ως το επίδικο διάταγμα. Ο σκοπός που εκδίδεται τέτοιο διάταγμα είναι να μπορεί να επιτηρείται ή να αστυνομεύεται διάταγμα δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που εκδίδεται παράλληλα με το διάταγμα αποκάλυψης, έτσι ώστε να γνωρίζει ο ενάγων τα περιουσιακά στοιχεία που είχε στην κατοχή του ο εναγόμενος για να μπορέσει σε μεταγενέστερο στάδιο να γνωρίζει αν υπήρχε συμμόρφωση με το διάταγμα παγοποίησης. Σε υποθέσεις ισχυριζόμενης απάτης όπως είναι η παρούσα, το διάταγμα δέσμευσης είναι αναποτελεσματικό αν δεν εκδοθεί ταυτόχρονα και διάταγμα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων. Προς τούτο, παρέπεμψαν στις υποθέσεις Aldi Marine Ltd v. Rual Trade Ltd κ.α., Πολιτικές Εφέσεις 182/2012 και 184/2012, ημερομηνίας 18.1.2016 και Seamark Consultancy Services Ltd ν. J. P. Lasala κ.ά. (2007) 1 AAΔ 162.
Παρέπεμψαν, περαιτέρω στις Αγγλικές αποφάσεις Motorola Credit Corporation v. Cem Cegiz Uzan a.o. [2002] EWCA Civ. 989 και VTB Capital plc v. Malofeev [2011] EWCA Civ. 1252, καθώς και στο σύγγραμμα GEE on Commercial Injunctions 5η έκδοση, παρα. 9-003, όπου αναλύεται το πώς τα Δικαστήρια προσεγγίζουν το θέμα αυτό.
Σύμφωνα με την εισήγηση, το κατώτερο Δικαστήριο είχε τη διακριτική εξουσία να απαιτήσει από τον εναγόμενο να συμμορφωθεί αμέσως με το διάταγμα αποκάλυψης. Οπόταν το πότε όρισε επιστρεπτέο το διάταγμα είναι θέμα άσχετο. Η ορθότητα της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου να εκδώσει το υπό εξέταση διάταγμα αποκάλυψης εκφεύγει του ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προνομιακή του δικαιοδοσία. Η εισήγηση προχωρά ότι, για τους λόγους που εξηγούνται από τους καθ΄ων η αίτηση, ορθά έπραξε το κατώτερο Δικαστήριο εκδίδοντας το διάταγμα αποκάλυψης.
Ο αιτητής από την άλλη, εισηγείται πως το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει ευρεία δικαιοδοσία και διακριτική ευχέρεια έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης, δεν σημαίνει ότι δικαιολογείται παρέκκλιση από την αρχή ότι δεν πρέπει να εκδίδεται διάταγμα που επιφέρει τελεσίδικες συνέπειες για το διάδικο, χωρίς αυτός να έχει το δικαίωμα να ακουστεί και να προβάλει τις θέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου. Ούτε και από τη ρητή νομοθετική πρόνοια ότι κανένα διάταγμα το οποίο εκδίδεται μονομερώς δεν μπορεί να παραμένει σε ισχύ για μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που είναι απόλυτα αναγκαίο για να επιδοθεί και να δοθεί η ευκαιρία στον επηρεαζόμενο να ακουστεί.
Η νομολογία που αφορά διατάγματα αποκάλυψης, ιδιαίτερα η νομολογία αλλοδαπών Δικαστηρίων, της οποίας συχνά γίνεται επίκληση, δεν δικαιολογεί παρέκκλιση από τις ρητές νομοθετικές πρόνοιες. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκείται εντός των πλαισίων του Συντάγματος και του Νόμου. Οποιαδήποτε υπέρβαση των εξουσιών του Δικαστηρίου ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή παρέπεμψαν στο άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Η νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων επιβάλλει αυστηρή συμμόρφωση τόσο ως προς το ζήτημα του χρόνου για τον οποίο διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς μπορεί να παραμείνει σε ισχύ, όσο και για την παροχή, στο πρόσωπο που επηρεάζεται από το διάταγμα, ευκαιρίας να ακουστεί από το Δικαστήριο σχετικά με τη διατήρηση ή όχι του διατάγματος σε ισχύ. Αν ο χρόνος κατά τον οποίο το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο είναι θέμα άσχετο, όπως εισηγούνται οι καθ΄ων η αίτηση, το δικαστήριο θα μπορούσε να εκδώσει διάταγμα χωρίς καν να το ορίσει επιστρεπτέο.
Εξέτασα τις θέσεις των δύο πλευρών. Τα δικαστήρια έχουν εξουσία να εκδίδουν διατάγματα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων με σκοπό την υποβοήθηση της διαδικασίας εκτέλεσης διατάγματος τύπου mareva. Πρόκειται για επικουρικά διατάγματα τα οποία εκδίδονται για σκοπούς αστυνόμευσης (policing) του διατάγματος παγοποίησης, ώστε, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, να γνωρίζει ο ενάγων ποια ακριβώς περιουσιακά στοιχεία είχε στην κατοχή του ο εναγόμενος τη δεδομένη στιγμή, για να μπορέσει σε μεταγενέστερο στάδιο να γνωρίζει αν υπήρχε συμμόρφωση με το διάταγμα παγοποίησης (Aldi Marine Ltd v. Rual Trade Ltd κ.α., πιο πάνω). Ιδιαίτερα σε υποθέσεις όπου εμπλέκονται διάφοροι παράγοντες και περίπλοκες δοσοληψίες σε διάφορες χώρες, απαιτείται όπως αναγκαστεί ο εναγόμενος να αποκαλύψει ο ίδιος λεπτομέρειες των περιουσιακών του στοιχείων.
Στην υπόθεση Motorola Credit Corporation v. Cem Cegiz Uzan a.o. (πιο πάνω) το Αγγλικό Εφετείο αναγνώρισε ότι στις κατάλληλες περιπτώσεις το δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διάταγμα αποκάλυψης αυτής της φύσης χωρίς να παρέχει τη δυνατότητα στον εναγόμενο να ακουστεί προτού παρέλθει ο χρόνος για συμμόρφωση. Όπως επεξηγήθηκε από το Εφετείο, σε τέτοιες περιπτώσεις απαιτείται να γίνει εξισορρόπηση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων. Από τη μία ο εναγόμενος υποχρεώνεται να συμμορφωθεί με ένα διάταγμα το οποίο στη συνέχεια μπορεί να κριθεί ότι κακώς εκδόθηκε ενώ, από την άλλη, το διάταγμα παγοποίησης, που εξασφάλισε ο ενάγοντας μπορεί να καταστεί αναποτελεσματικό εάν δεν γνωρίζει ποια είναι τα περιουσιακά στοιχεία του εναγόμενου. Σε τέτοια περίπτωση ο ενάγοντας, παρά το ότι έχει ήδη ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση του διατάγματος παγοποίησης, κινδυνεύει να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά καθότι ο εναγόμενος στο μεσοδιάστημα ενδέχεται να αποξενώσει περιουσιακά του στοιχεία. Με βάση τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης, αφού σταθμίστηκαν τα πιο πάνω στοιχεία, κρίθηκε ότι οι σκοποί της δικαιοσύνης επέβαλλαν όπως ο εναγόμενος υποχρεωθεί να συμμορφωθεί με το διάταγμα αποκάλυψης προτού εκδικαστούν οι σχετικές αιτήσεις παραμερισμού και ακύρωσης που είχαν καταχωρηθεί. Η απόφαση επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση Raja v. Hoogstraten a.o. [2004] EWCA Civ. 968 στην οποία εξηγήθηκε πως η Motorola Credit Corporation v. C.C. Uzan a.o., πιο πάνω, στηρίζει τη θέση πως συνήθως η αναστολή της αποκάλυψης απορρίπτεται, χωρίς όμως να αποτελεί αυθεντία ότι απαγορεύεται εν γένει η εν λόγω αναστολή εκκρεμούσης της τελικής κατάληξης επί της αίτησης παραμερισμού του διατάγματος παγοποίησης. Περαιτέρω, πως απαιτείται εξισορρόπηση των δικαιωμάτων των διαδίκων.
Τέτοιου είδους διατάγματα πρέπει να εκδίδονται με φειδώ και αφού εξισορροπηθούν προσεκτικά τα εκατέρωθεν δικαιώματα των διαδίκων. Η πλευρά του αιτητή δεν αμφισβητεί, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ότι ορθά εκδόθηκε το διάταγμα αποκάλυψης ούτε επιχειρεί την ακύρωση του για το λόγο ότι δεν εκδόθηκε σωστά, χωρίς να αποτελεί παραδοχή ότι η έκδοση του ήταν δικαιολογημένη. Προβάλλει όμως ότι δεν του δόθηκε η δυνατότητα να ακουστεί πριν την ημερομηνία συμμόρφωσης.
Από την πιο πάνω αγγλική νομολογία εκείνο που προκύπτει είναι πως μπορεί να υπάρξει υποχρέωση συμμόρφωσης με διάταγμα αποκάλυψης, προτού ακόμα εξεταστεί σχετική αίτηση παραμερισμού και ακύρωσης του διατάγματος εκεί όπου το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια και εξισορροπώντας τα εκατέρωθεν δικαιώματα των διαδίκων, κρίνει ότι αυτό απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης. Τέτοιου είδους διατάγματα μπορούν να εκδίδονται μονομερώς εκεί όπου κρίνεται ότι με αυτό τον τρόπο εξυπηρετείται το συμφέρον της δικαιοσύνης, στη βάση των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης. Και αυτό παρά το ότι είναι προστακτικής φύσεως. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ισορροπίες είναι λεπτές και απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, όταν εκδίδεται ένα τέτοιο διάταγμα μονομερώς, λόγω ακριβώς του ότι είναι προστακτικής φύσεως και υπάρχει το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να αναγκαστεί σε συμμόρφωση και αργότερα είτε το διάταγμα παγοποίησης είτε το διάταγμα αποκάλυψης να ακυρωθούν. Από την άλλη υπάρχει ο κίνδυνος, στην απουσία τέτοιου διατάγματος, να παραμείνει ανεφάρμοστο το διάταγμα παγοποίησης.
Όπως διαφάνηκαν πλέον τα δεδομένα της υπόθεσης υπό το πρίσμα και της ένστασης των καθ΄ων η αίτηση, δεν τίθεται θέμα έλλειψης εξουσίας του κατώτερου Δικαστηρίου στην έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων, αλλά άσκηση διακριτικής ευχέρειας στα πλαίσια της οποίας γίνεται εξισορρόπηση των πιο πάνω παραγόντων. Η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ενώπιον της οποίας τέθηκε η αίτηση η οποία συνοδευόταν από μία μακροσκελέστατη ένορκη δήλωση εξέδωσε τα υπό αναφορά διατάγματα μονομερώς ασκώντας την διακριτική της ευχέρεια. Εφόσον η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του κατώτερου Δικαστηρίου, δεν μπορεί να λεχθεί ότι το διάταγμα εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας ούτε και κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Αναφορικά με την αίτηση των Starport Nominees Ltd κ.ά. (Αρ. 1) (2010) 1 ΑΑΔ 1271). Εάν, ενδεχομένως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του κατώτερου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα, δεν αποτελεί ζήτημα που θα μπορούσε να αποφασιστεί στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας.
Το άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6, το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, αφορά το δικαίωμα του να εμφανιστεί και να ενστεί σε διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς. Δεν αφορά το κατά πόσο το κατώτερο Δικαστήριο είχε εξουσία να εκδώσει το διάταγμα.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί πιο πάνω, κρίνω ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της προνομιακής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και δεν απαιτείται να εξεταστούν τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρονται. Εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής δύναται στα πλαίσια άλλων νομικών διαδικασιών να προβάλει τις θέσεις του.
Η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας επιδικάζονται εις βάρος του αιτητή και προς όφελος των καθ΄ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ