ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D251
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.80/20
20 Ιουλίου, 2020
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα Άρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964,
και
Αναφορικά με τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018
και
Αναφορικά με την Αίτηση της εταιρείας DARIMPEX LTD (ΗΕ79359) για ΑΔΕΙΑ για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος MANDAMUS
και
Αναφορικά με την απορριπτική απόφαση ημερ. 4.6.2020 και/ή 1.7.2020 του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου δυνάμει του άρθρου 5(2)(β) της ΚΔΠ 255/2012, για παραχώρηση άδειας αντικατάστασης του μελετητή-αρχιτέκτονα του έργου που αφορά το υπό μετατροπή κτίριο σε ξενοδοχειακή μονάδα επί της λεωφόρου Ομήρου 7, Δήμος Λευκωσίας, Ενορία Τρυπιώτης, αρ.τεμ.1034, φ/σχ.21/460504.
Μονομερής αίτηση υπό της Darimpex Ltd (HE 79359) Aιτήτριας
Ηρ. Ν. Κυριακίδης, με κα Π. Οδυσσέως, για την Αιτήτρια
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η Αιτήτρια με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκει να της δοθεί άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου («ΕΤΕΚ»), όπως εντός 3 ημερών από την επίδοση τον Διατάγματος και/ή εντός τον χρονικού περιθωρίου πού ήθελε κριθεί εύλογο και/ή δίκαιο, δώσει γραπτή άδεια στην Αιτήτρια, σύμφωνα με το άρθρο 5(2)(β) των Περί Δεοντολογίας των Μελών τον Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 255/2012), να διορίσει νέο αρχιτέκτονα-μελετητή για το έργο πού αφορά το υπό μετατροπή κτίριο σε ξενοδοχειακή μονάδα που περιγράφεται ανωτέρω στον τίτλο της αίτησης σε αντικατάσταση της αρχιτέκτονος κας xxx, ως το αίτημα πού υπεβλήθη από την Αιτήτρια προς το ΕΤΕΚ, με σχετική αίτηση ημερομηνίας 22/05/2020.
Η αίτηση στηρίζεται κυρίως στα ΄Αρθρα 23, 25, 26, 29, 30, 33, 35, 155 (4), 163, 179 και 182 τον Συντάγματος, στα άρθρα 3, 9 και 17 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Διάφορες Διατάξεις) Νόμου τον 1964, ως τροποποιήθηκε, στον Κανονισμό 3 του Περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία 'Εκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός τον 2018, στον Περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμο του 1962 (Ν. 41/1962) ως αυτός τροποποιήθηκε, στον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμο του 1990 (Ν.224/1990) ως αυτός τροποποιήθηκε, στο άρθρο 5 (2)(β) του περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 255/2012), στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, στις αρχές του δικαίου της ανάγκης, στην εν γένει πρακτική και δικονομία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις αρχές της φυσικής Δικαιοσύνης και το Δίκαιο της επιείκειας.
Η επίμαχη πρόνοια που θα απασχολήσει περαιτέρω, είναι το άρθρο 5(2)(β) του περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 255/2012), η οποία έχει ως εξής:
«τα μέλη οφείλουν να μην αναλαμβάνουν εντολή, αν με οποιοδήποτε τρόπο γνωρίζουν ότι υπάρχει απαίτηση συναδέλφου τους που ασχολήθηκε προηγούμενα με το ίδιο αντικείμενο για αμοιβή ή αποζημίωση ή και τα δύο, δεδομένου ότι η εντολή μπορεί να αναληφθεί μόνο ύστερα από έγγραφη άδεια του συναδέλφου που έχει απαίτηση ή μετά τη νόμιμη αποχώρηση αυτού ή ύστερα από σχετική άδεια του Επιμελητηρίου.»
Παράβαση δε της πιο πάνω διάταξης επιφέρει πειθαρχική δίωξη και κυρώσεις στο μέλος/αρχιτέκτονα του ΕΤΕΚ, σύμφωνα με τα άρθ.10 κ.ε. του ιδίου Κανονισμού.
Η Αιτήτρια επιδιώκει την ενεργοποίηση της διαδικασίας για έκδοση εντάλματος τύπου mandamus. Το ένταλμα αυτό είναι προνομιακό ακριβώς επειδή εκδίδεται κατ΄εξαίρεση της συνήθους πορείας των πραγμάτων και γι΄ αυτό είναι αναγκαία η προηγούμενη λήψη σχετικής άδειας. Το ένταλμα φύσεως mandamus εκδίδεται βεβαίως κατ΄ αποκλειστικότητα από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄ εξουσιοδότηση του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος και αντιδιαστέλλεται με τη δικαιοδοσία που ασκείται με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Δεν αποσκοπεί δε στο να ελέγξει μόνο τα κατώτερα δικαστήρια που αρνούνται να εκτελέσουν ένα καθήκον που τους επιβάλλει ο Νόμος αλλά και άλλες αρχές ή πρόσωπα για να υποχρεωθούν να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον. (xxx Κωνσταντίνου κ.ά., Πολ.έφ.304/14, ημερ. 25.6.2015).
Στο σύγγραμμα Halsbury´s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 11, παρα.159 σελ.84 κ.ε., αναφέρονται τα εξής:
"The order of mandamus is an order of a most extensive remedial nature, and is, in form, a command issuing from the High Court of Justice, directed to any person, corporation, or inferior tribunal requiring him or them to do some particular thing therein specified which appertains to his or their office and is in the nature of a public duty. Its purpose is to supply defects of justice; and accordingly it will issue, to the end that justice may be done, in all cases where there is a specific legal right and no specific legal remedy for enforcing that right, and it may issue in cases where, although there is an alternative legal remedy, yet that mode of redress is less convenient, beneficial and effectual."
Στο Σύγγραμμα Phillips Constitutional and Administrative Law, 5η έκδ., σελ.542 αναφέρεται:
"The order of mandamus may be issued to any person or body (not necessarily an inferior court) commanding him or them to carry out some public duty. It is a residual remedy of use where no other remedy is available.»
(βλ. xxx Κυπριανού κ.ά. (2006) 1Δ Α.Α.Δ. 176 και ΒNK East Med. Ltd (1997) 1Γ Α.Α.Δ. 1302).
Στην πρόσφατη υπόθεση ΛοΪζου, Πολ.εφ. 138/18, 20.7.2018 οι πιο πάνω αρχές επαναλαμβάνονται με την εξής κατάληξη:
«Αποτελεί προϋπόθεση για την παραχώρηση του εντάλματος mandamus η υποβολή διακριτής απαίτησης (distinct demand) προς την αρμόδια Αρχή για εκτέλεση του καθήκοντός της σε σχέση με το οποίο υποβάλλεται ακολούθως το αίτημα, εφόσον δεν υπάρχει συμμόρφωση στο μεταξύ (βλ. Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ.106 και Basu «Commentary on the Constitution of India», Τόμος 3, σελ. 479[1]). Στην υπόθεση R. v. The Bristol and Exeter Railway Company 12 L.J.Q.B. λέχθηκε ότι «It is necessary, before a rule is applied for, that a distinct demand should be made upon those who are required to do an act, and that it should be distinctly pointed out to them what it is that they are required to do.». Δεν πρόκειται για τυπικό ζήτημα, αλλά για ζήτημα ουσίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Palm-Mount Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 413/2016, ημερομηνίας 3.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A154).
Αποτελεί περαιτέρω προϋπόθεση για την απόδοση προνομιακού εντάλματος mandamus η ύπαρξη νομικού δικαιώματος ή υποχρέωσης. Όπως παρατηρείται στον Basu, πιο πάνω, σελ. 478, «The foundation of mandamus is the existence of the right. It is not intended to create a right but to restore a party who has been denied his right to the enjoyment of such right.». Η υποχρέωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη και να προκύπτει από το Σύνταγμα, το νόμο, το Κοινοδίκαιο ή από κανονισμούς ή οδηγίες που έχουν νομοθετική υπόσταση.
Δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος mandamus για διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεν μπορεί να εκδοθεί ένταλμα mandamus, εκτός εάν ο αιτητής έχει δικαίωμα να αξιώσει την άσκηση συγκεκριμένης νομικής υποχρέωσης του διοικητικού οργάνου, σε αντιπαραβολή με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Όμως, προνομιακό ένταλμα μπορεί να εκδοθεί αν το καθήκον δημόσιας Αρχής αφορά σε θέμα ιδιωτικού και όχι δημόσιου δικαίου".
Είναι σαφές και νομολογιακά εδραιωμένο ότι mandamus δεν εκδίδεται, όταν και όπου το επιδιωκόμενο προς εκτέλεση καθήκον, εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο καθότι τότε η μόνη υπάρχουσα θεραπεία είναι αυτή της προσφυγής δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος (βλ. In re Moschatos (1985) 1 C.L.R. 381).
To ερώτημα που έθεσα ευθέως στον κ. Κυριακίδη κατά την επιμελή και αναλυτική αγόρευση του ήταν ακριβώς αυτό. Εάν δηλαδή τα επίδικα θέματα που εγείρονται εν προκειμένω εμπίπτουν ή όχι στο δημόσιο δίκαιο. Εάν η απάντηση είναι καταφατική η αίτηση τίθεται εκτός της εμβέλειας έκδοσης mandamus.
Είναι αναγκαίο να αναφερθούν συνοπτικά κάποια βασικά γεγονότα της υπόθεσης. Η Αιτήτρια στα πλαίσια των επενδυτικών της δραστηριοτήτων αγόρασε κα απέκτησε το έτος 2018 υφιστάμενο κτίριο στη λεωφ. Ομήρου με σκοπό την μετατροπή του σε ξενοδοχειακή μονάδα. Διόρισε δε προς το σκοπό αυτό την κα xxx ως αρχιτέκτονα του έργου. Το έργο έχει αρχίσει. Υπήρξαν όμως στη συνέχεια διαφορές και/ή επιπλοκή στις σχέσεις της Αιτήτριας με την αρχιτέκτονα και τον μηχανικό του έργου, οι οποίες δεν είναι αναγκαίο να αναφερθούν.
Σημασία έχει πως η Αιτήτρια θεώρησε πως στις 15.5.2020 η κα xxx παραιτήθηκε με επιστολή της και η Αιτήτρια θα έπρεπε να εξεύρει λύση για συνέχιση του έργου. Καταχωρήθηκε επίσης η αγωγή υπ΄αριθμ.1046/20 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από την Αιτήτρια εναντίον της κας xxx και του μηχανικού του έργου.
Με δεδομένη την πρόνοια 5(β)(2) του Κανονισμού ανωτέρω, η Αιτήτρια επιδίωξε να της δοθεί άδεια από το ΕΤΕΚ ώστε να διορίσει άλλο αρχιτέκτονα και να συνεχίσει το έργο.
Το ΕΤΕΚ εφοδίασε την Αιτήτρια με δικό του έντυπο για συμπλήρωση, το οποίο αφού συμπληρώθηκε υποβλήθηκε προς έγκριση στις 22.5.2020. Ακολουθεί επιστολογραφία και επικοινωνία που περιλαμβάνει και τις θέσεις της αρχιτέκτονος, ως ζητήθηκε από το ΕΤΕΚ, η οποία ουσιαστικά εγείρει θέμα διαιτητικής ρήτρας δυνάμει συμφωνίας.
Θα πρέπει να δούμε τις δύο τελικές απαντήσεις του ΕΤΕΚ, για τις οποίες γίνεται αναφορά και στο ίδιο τον τίτλο της παρούσα αίτησης, δηλαδή στις 4.6.2020 και 1.7.2020.
Στην επιστολή ΕΤΕΚ ημερ. 4.6.2020 (τεκμ.5) παρατίθεται η θέση της κας xxx για αναγκαιότητα παραπομπής σε διαιτησία με την κατάληξη πως «.... το αίτημα ... δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό».
Στην επιστολή ΕΤΕΚ ημερ. 1.7.2020 - τεκμ.13 (ενώ μεσολαβεί άλλη σειρά αλληλογραφίας) αναγράφονται τα κάτωθι:
«Αναφέρομαι στο πιο πάνω Θέμα σε συνέχεια του σχετικού αιτήματος το οποίο υποβάλατε προς το Επιμελητήριο και της επιστολογραφίας που ακολούθησε, η οποία καταλήγει με την επιστολή της κ. xxx με ημερομηνία 26/06/2020 την οποία και σας προωθούμε, με την παρούσα σας ενημερώνουμε ότι, με τα υφιστάμενα δεδομένα (ύπαρξη ρήτρας διαιτησίας στην εξουσιοδότηση εντολέα και διαφωνία προηγούμενης μελετητή για επίλυση της διαφοράς δικαστικά) το αίτημά σας για παραχώρηση από το Επιμελητήριο άδειας για το διορισμό νέου εγγεγραμμένου Μηχανικού στο υπό αναφορά έργο δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, καθώς δεν έχουν ικανοποιηθεί οι σχετικοί όροι, οι οποίοι ρητά καταγράφονται στο σχετικό έντυπο υποβολής της αίτησης».
Για να απαντηθεί το πιο πάνω ερώτημα δεν είναι αναγκαίο να γίνει αναφορά σ΄ όλες τις πτυχές της υπόθεσης που καλύπτουν πολυσέλιδες αναφορές στην Ένορκη Δήλωση και στα συνημμένα τεκμήρια.
Επίσης, με όλο το σεβασμό προς την πλευρά της Αιτήτριας, δεν μπορεί το ερώτημα τι είδους εξουσία έχει το ΕΤΕΚ (δέσμια ή διακριτική) ή πώς ερμηνεύθηκε το άρθρ.5 να υποσκελίσει το βασικό ερώτημα, ως άνω. Προηγείται η απάντηση εάν το επιδιωκόμενο προς εκτέλεση καθήκον εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο.
Στη Δημοκρατία ν. Τόκα (1995)3 Α.Α.Δ. 218 τονίστηκε πως η εγγενής φύση της πράξης σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στον τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου αποτελεί το βασικό κριτήριο για την οριοθέτηση μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου. Και υπό αυτή την έννοια δεν είναι εφαρμοστέες, ως σχετικές οι αγγλικές αποφάσεις που επικαλέστηκε ο κ. Κυριακίδης. (Regina v. London (Metropolis) Licensing POlanning Committee, ex parte Baker [1970]3 W.L.L.758, Regina n. Birmingham Licensing Planning Committed, Ex parte Kennedy {1972]2 W.L.R.939, The Queen v. Bowman and Others, Justices & C, and Duncan [1898]1 QB. 663).
Όπως υποδείχθηκε στη Θεοχαρίδη, Πολ.εφ.αρ.124/18, 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A392 (απόφαση μειοψηφίας, σε θέμα όμως που δεν αποτέλεσε σημείο διαφωνίας):
«Σε περίπτωση αμφιβολίας το ζήτημα εξετάζεται καταρχήν με αναφορά στο κατά πόσο το ζήτημα εμπίπτει στην αναθεωρητική δικαιοδοσία και όχι αντιστρόφως (Phedias I. Kyriakides and The Republic, 1 R.S.C.C. 66, Hussein Ramadan and Electricity Authority of Cyprus and another, 1 R.S.C.C. 49, Platon Vassiliou and another v. Police Disciplinary Board (1979) 1 C.L.R. 177, In re Droushiotis (1981) 1 C.L.R. 708, Emilios Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256, Manolis Christofi and others v. Nina Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236, Αβραάμ Μάρκου Πιττάκη (1990) 1 Α.Α.Δ. 296)».
΄Εχοντας αυστηρά θεωρήσει το άρθ.5 με γνώμονα τον ίδιο το Νόμο περί ΕΤΕΚ, την υφή του ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και τους σκοπούς της ίδρυσης και της εξουσίας του, θεωρώ ότι το επίδικο θέμα, ως μου έχει τεθεί, εμπίπτει στο χώρο του δημοσίου δικαίου.
Η δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους του ΕΤΕΚ για την αναγκαιότητα λήψης αδείας ως προς το διορισμό νέου αρχιτέκτονα είναι συνυφασμένη με το σκοπό της ίδρυσης του, αφού εντάσσεται στην ευταξία και έλεγχο των επαγγελματιών που καλύπτει ο περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμος του 1990 (Ν,224/1990) των οποίων οι πράξεις ή παραλείψεις άμεσα και πολλές φορές καταλυτικά επηρεάζουν τον περιβάλλοντα χώρο. Και υπό αυτή την έννοια εξυπηρετείται δημόσιος σκοπός. (Βλ. Δημοκρατία ν. Χανιού (1998)3 Α.Α.Δ. 690 και Ζέμπασιης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010)3 Α.Α.Δ. 442). To ίδιο το άρθρο 4 του ως άνω Νόμου αναφέρει πως το Επιμελητήριο «έχει σκοπό την προαγωγή της επιστήμης στους διάφορους τομείς που σχετίζονται με την ειδικότητα των μελών του, της μηχανικής και της τεχνολογίας γενικά και την ανάπτυξη τους για αυτοδύναμη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της Δημοκρατίας».
Σαφώς και συσχετίζεται το επάγγελμα του αρχιτέκτονα με την ευρύτερη ανάπτυξη, σκοπός ο οποίος, αν και ξεκινά ως προστασία του επαγγέλματος δεν παραμένει μόνο εκεί, έχοντας ευρύτερο δημόσιο όφελος. Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιωτικού χαρακτήρα η απόφαση του ΕΤΕΚ.
Ο κ.Κυριακίδης εισηγήθηκε ουσιαστικά πως μόνο πράξεις-αποφάσεις του ΕΤΕΚ που αφορούν τα μέλη του, θα πρέπει να εκληφθούν ως διοικητικές πράξεις και εντός του δημοσίου δικαίου. Εδώ, επιχειρηματολογεί ο ευπαίδευτος συνήγορος, η περίπτωση διαφέρει αφού αφορά ιδιώτη - μη μέλος του ΕΤΕΚ. Δεν με βρίσκει σύμφωνη η γενική αυτή προσέγγιση. Περαιτέρω, με όλο το σεβασμό, δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι αποδέκτης της ενέργειας ή ανενέργειας του ΕΤΕΚ δεν είναι και μέλος του ΕΤΕΚ (ο προηγούμενος ή ο νέος αρχιτέκτονας).
Συμφωνώντας με τις παρατηρήσεις στην απόφαση Θεοχαρίδη, ως άνω, (απόφαση πλειοψηφίας) πως πολλές φορές τα όρια μεταξύ καθήκοντος στο δημόσιο δίκαιο και καθήκοντος που αφορά το ιδιωτικό δίκαιο, είναι δύσκολο να καθοριστούν, έχω καταλήξει - όχι χωρίς προβληματισμό - για την αντίθετη άποψη πως δηλαδή οι επίδικες ενέργειες ή οι αποφάσεις του ΕΤΕΚ που οδήγησαν στην απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας εντάσσονται στα πλαίσια δημοσίου καθήκοντος που αφορά το δημόσιο δίκαιο, αφού πρόκειται για εξουσία με έννομες συνέπειες που δεν μπορούν να θεωρηθούν ιδιωτικού δικαίου, έστω και εάν παρεμβάλλεται στα δρώμενα σειρά θεμάτων που θα απασχολήσουν εν τέλει, είτε το Δικαστήριο είτε το όργανο διαιτησίας, αναλόγως. Η πράξη αυτή καθ΄ εαυτή του ΕΤΕΚ να δώσει ή να μη δώσει άδεια, ελέγχεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Γι΄αυτό και είναι ζητούμενο η αιτιολογία της πράξης καθώς και η ερμηνεία που εδόθη και την οποία ο κ. Κυριακίδης έθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Όμως ακριβώς, εάν παρείσφρησε πλάνη περί τα πράγματα, είτε περί το νόμο, συναφώς αυτό ελέγχεται στα πλαίσια προσφυγής. Εμμέσως, και στο αποτέλεσμα, το παρόν Δικαστήριο καλείται να ελέγξει διοικητικά την πράξη του ΕΤΕΚ, ενεργώντας όμως εκτός του θεσμικού πλαισίου του ΄Αρθρου 146.
Είναι βεβαίως κατανοητή η ανησυχία του κ.Κυριακίδη για την ενδεχόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση προσφυγής. Όμως αυτό δεν αλλοιώνει τη φύση των δεδομένων και εναπόκειται στους συνηγόρους να θέσουν δεόντως τα δεδομένα ως προς την αναγκαιότητα πιο επείγουσας εκδίκασης.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.