ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2020:25
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙO ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 8/2019
10 Ιουλίου, 2020
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
χχχ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΗ
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
1. χχχ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ
2. χχχ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ-ΚΑΨΟΥ
Εφεσίβλητοι
---------
Χρ. Χριστάκης, Για την Εφεσείουσα
Καμιά εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους
-------------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Στις 26/3/2019 εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας ενδιάμεσο διάταγμα, στη βάση μονομερούς αίτησης, που ρυθμίζει προσωρινά την επικοινωνία της εφεσείουσας/αιτήτριας με τα ανήλικα εγγόνια της, ηλικίας 7 και 5 ετών, παιδιά της εφεσίβλητης 2/Καθ' ης η αίτηση 2.
Η μονομερής αίτηση καταχωρήθηκε στα πλαίσια της εναρκτήριας αίτησης υπ. αριθμό 480/2018 που η εφεσείουσα καταχώρησε εναντίον της θυγατέρας της και του γαμπρού της, εφεσίβλητοι 1 και 2, αντίστοιχα, επιζητώντας την ίδια θεραπεία, με μεγαλύτερο όμως χρόνο επικοινωνίας.
Η μονομερής αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση των εφεσιβλήτων εγείροντας τους εξής λόγους ένστασης:
«α) Η αίτηση στερείται ουσιαστικού και νομικού ερείσματος.
β) Η αίτηση είναι κακόπιστη και/ή δεν γίνεται καλή τη πίστη.
γ) Η αίτηση γίνεται εκδικητικά λόγω των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των δύο πλευρών.
δ) Η αίτηση είναι παράτυπη και αντικανονική.
ε) Η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται στην αιτούμενη θεραπεία.
στ) Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος και η Νομολογία».
Η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση στη βάση των γεγονότων των ενόρκων δηλώσεων που συνόδευαν την αίτηση και ένσταση και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν με αυτές.
Αν και οι εφεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν πρωτόδικα από δικηγόρο εν τούτοις δεν καταχώρησαν γραπτή αγόρευση ούτε και αγόρευσαν προφορικά, μετά από απόρριψη του αιτήματος τους για αναβολή της ακρόασης της αίτησης. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και στην υπό κρίση έφεση όπου δεν εμφανίστηκαν και ούτε κατέθεσαν περίγραμμα αγόρευσης αν και τους είχε επιδοθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του θεώρησε κατ' αρχάς ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα, στη βάση των ενώπιον του στοιχείων, ότι η εφεσείουσα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή των δύο ανηλίκων εγγονών της από τη γέννηση τους και εντεύθεν παρέχοντας, μεταξύ άλλων, και βοήθεια στους εργαζόμενους γονείς τους. Κατά το χρονικό διάστημα πριν την καταχώρηση της κυρίως αίτησης, τα ανήλικα επιτηρούντο από την εφεσείουσα στο σπίτι της, ο μεν εγγονός μια φορά την εβδομάδα, η δε εγγονή τρεις φορές την εβδομάδα. Με αφορμή ενός γεγονότος που επεσυνέβη στις 22/8/2018 όπου ο συμβίος της εφεσείουσας έδωσε ένα χαστούκι στον εγγονό της, γεγονός που οι εφεσίβλητοι ενημερώθηκαν την επόμενη μέρα από τα ίδια τα παιδιά, σταμάτησε και η επικοινωνία της εφεσείουσας με αυτά. Για το περιστατικό αυτό οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε καταγγελία στην αστυνομία εναντίον του συμβίου της εφεσείουσας. Καταγγελία επίσης προέβησαν και εναντίον της εφεσείουσας για επεισόδιο που επεσυνέβη μεταξύ τους στις 28/8/2018 όταν η εφεσείουσα θέλησε να επισκεφθεί τα εγγόνια της στο σπίτι τους.
Μεταξύ των τεκμηρίων που κατατέθηκαν, ήταν και η έκθεση συγκεκριμένου κλινικού παιδοψυχολόγου, ημερ. 9/10/2018 (Τεκμήριο 4 στην ένσταση), το περιεχόμενο της οποίας το Δικαστήριο παρέθεσε αυτούσιο στην απόφαση του ενόψει της σημασίας που ενείχε και το οποίο είναι το εξής:
«Έχω αξιολογήσει ψυχολογικά (κλινικά) τον Σ. και την Ν. σε ατομικές (μόνο του το κάθε παιδί) και κοινές συναντήσεις (με τα 2 παιδιά). Επίσης, διενήργησα κλινική συνέντευξη και με τους 2 γονείς των παιδιών. Οι συναντήσεις μας έλαβαν μέρος τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Πιο κάτω παραθέτω το επιστημονικό μου πόρισμα.
Και τα 2 παιδιά έχουν περιγράψει ένα γεγονός που έλαβε μέρος το καλοκαίρι, 2018, στο Εμπορικό Κέντρο της Λευκωσίας στα Λατσιά. Με μεγάλη λεπτομέρεια και χωρίς ψυχολογικά στοιχεία ψεύδους ή υποβολής, τα 2 παιδιά ξεχωριστά περιέγραψαν μια μέρα μέσα στο καλοκαίρι που ο συμβίος της γιαγιάς (μητέρας της μητέρας τους) χτύπησε τον Σ. στο πρόσωπο (στην παρουσία και της Ν.) τόσο δυνατά που ο Σ. έπεσε στο έδαφος και χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Επίσης, μετά από ανάλυση και συζήτηση με τα παιδιά είχε γίνει ξεκάθαρο σε εμένα ότι αυτή η συμπεριφορά προς τον Σ. είχε επαναληφθεί και στο παρελθόν με φυσική βία από τον συμβίο της γιαγιάς προς το παιδί. Υπάρχουν τουλάχιστον 3 διαφορετικές περιπτώσεις που θυμάται ο Σ.
Η γιαγιά (μητέρα της μητέρας τους) προσπάθησε να πείσει τα παιδιά ότι η φυσική βία από γιαγιάδες και παππούδες προς τα παιδιά είναι φυσιολογική και συμβαίνει συχνά ενώ τους είπε πως και η άλλη τους γιαγιά (μητέρα του πατέρα) τους κτυπά, απλά δεν πρέπει να το θυμούνται. Αυτός ο αναληθές, σύμφωνα με τους 2 γονείς και τα παιδιά, επηρεασμός σύγχυσε πολύ τα παιδιά που δεν θυμούνται κανένα άλλο να τους κτυπά.
Ως αποτέλεσμα τα παιδιά έχουν σημαντικά επηρεαστεί και αν και θα ήθελαν επαφή με την γιαγιά τους (μητέρα της μητέρας τους) εντούτοις και οι δύο δηλώνουν φόβο προς την γιαγιά τους (μητέρα της μητέρας τους) και τον συμβίο της. Επίσης ο Σ. έχει φοβίες την νύχτα και θέλει να κοιμάται πλέον με αρκουδάκι. Αυτές είναι φοβίες που δεν υπήρχαν στο παρελθόν.
Και τα δύο παιδιά είναι πολύ έξυπνα και με πλούσιο λεξιλόγιο και μπορούν να εκφραστούν εύκολα και να περιγράψουν επεισόδια στην ζωή τους. Δηλαδή έχουν άριστη ικανότητα στην περιγραφή αλλά και στο να μεταφέρουν τα συναισθήματα και μνήμες τους.
Σε αυτό το σημείο συστήνω όπως τα παιδιά επαναξιολογηθούν ψυχολογικά σε 2-3 μήνες αφού εφαρμοστούν κάποιες συστάσεις που έχουν δοθεί στους γονείς.
Επίσης, συστήνω όπως η γιαγιά (μητέρα της μητέρας) και ο συμβίος της περάσουν από ψυχολογική εκτίμηση και θεραπεία πριν ξανασυζητηθεί η περίπτωση να ξαναδούν τα παιδιά. Η γιαγιά (που δεν είναι τόσο μεγάλο φόβητρο όσο ο συμβίος της προς τα παιδιά) θα μπορούσε να δει νωρίτερα τα παιδιά μετά από κάποιες συμβουλευτικές συναντήσεις με ψυχολόγο αλλά μόνο στον χώρο των γονιών και μόνο στην παρουσία των γονιών αφού εκτός από τα πιο πάνω συμβάντα έχει παράλληλα διαβρωθεί η εμπιστοσύνη των παιδιών, αλλά και των γονιών των παιδιών, και προς την γιαγιά.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/1960), όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία (βλ. Οδυσσέως ν. Πιερή (1982) 1 CLR 557 και Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 255) εξέδωσε το εξής προσωρινό διάταγμα που επίσης παραθέτουμε για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«Με βάση όλα τα πιο πάνω, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ρυθμίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας της Αιτήτριας με τα πιο πάνω ανήλικα τέκνα των Καθ' ων η αίτηση 1 και 2 Σ. και Ν. από την ημέρα επίδοσης του παρόντος διατάγματος σ' αυτούς και μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, ως ακολούθως:
Υπό την επίβλεψη Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας, στο Γραφείο Ευημερίας στη Λευκωσίας, κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Πέμπτη από η ώρα 1.30 μ.μ. έως η ώρα 3.00 μ.μ.
Οι Καθ' ων η αίτηση 1 και 2 ή ένας εξ αυτών διατάσσονται όπως μεταφέρουν τα ανήλικα στον παραπάνω τόπο, στο χρόνο έναρξης του δικαιώματος επικοινωνίας της Αιτήτριας και να τα παραδίδουν σε Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας, για σκοπούς άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας της Αιτήτριας, από την οποία Λειτουργό και θα τα παραλαμβάνουν στο χρόνο λήξης του δικαιώματος επικοινωνίας της Αιτήτριας.
Η Αιτήτρια διατάσσεται όπως παραδίδει τα ανήλικα στη Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας στη λήξη του πιο πάνω δικαιώματος επικοινωνίας της.
Νοείται ότι απαγορεύεται στην Αιτήτρια να μετακινήσει τα ανήλικα από τον παραπάνω τόπο κατά τη διάρκεια άσκησης του δικαιώματος της.
Δίδονται οδηγίες στην Πρωτοκολλητή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να αποστείλει αντίγραφο της παρούσας απόφασης στη Διευθύντρια Κοινωνικών Υπηρεσιών για τις δικές της ενέργειες.»
Η ενδιάμεση αυτή απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου προσβάλλεται με την υπό κρίση έφεση με ένα λόγο ως λανθασμένη, μόνο σ' όσον αφορά στον τρόπο και τόπο της επικοινωνίας της εφεσείουσας με τα εγγόνια της, που θα γίνεται στο Γραφείο Ευημερίας τρεις φορές τη βδομάδα υπό την επίβλεψη Λειτουργού.
Ειδικότερα η εφεσείουσα εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια ρύθμισης του δικαιώματος επικοινωνίας με τα εγγόνια της με το να αποφασίσει διαφορετικά από το αίτημα της, όπως η επικοινωνία μαζί τους να γίνεται στο σπίτι της. Προβάλλει περαιτέρω τη θέση ότι το Δικαστήριο ενήργησε αντίθετα με τα ευρήματα του, εφόσον παραγνώρισε το γεγονός ότι η εφεσείουσα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή των εγγονιών της και ότι η επικοινωνία της μαζί τους διακόπηκε αδικαιολόγητα για ένα συμβάν που μάλιστα ήταν άσχετο με την ίδια. Παραγνώρισε επίσης τη δήλωση του συντρόφου της ότι θα είναι απών κατά την επικοινωνία της με τα παιδιά στο σπίτι της. Παραπονείται επίσης ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στη γνωμάτευση του κλινικού παιδοψυχολόγου την οποίαν θεωρεί αβάσιμη και αντιεπιστημονική. Εισηγείται τέλος ότι η επικοινωνία με τα εγγόνια της στο Γραφείο Ευημερίας είναι τραγικά καταστροφική και αναποτελεσματική και αντίθετη με το καλώς νοούμενο συμφέρον των παιδιών.
Εξετάσαμε την κάθε εισήγηση από πλευράς εφεσείουσας για δήθεν λανθασμένη ρύθμιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του δικαιώματος επικοινωνίας της με τα εγγόνια της.
Όπως το Δικαστήριο σημειώνει στην απόφαση του, ο σκοπός ενός συντηρητικού διατάγματος που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν.14/1960 είναι κυρίως η διατήρηση της ισχύουσας κατάστασης πραγμάτων (status quo)∙ εφόσον στην παρούσα περίπτωση πληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 το Δικαστήριο έκρινε ότι εκείνο που παρέμεινε ήταν η ρύθμιση του τρόπου, χρόνου και τόπου άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας της εφεσείουσας με τα εγγόνια της.
Το δικαίωμα επικοινωνίας της γιαγιάς εφεσείουσας με τα εγγόνια της προβλέπεται από το άρθρο 17(Α) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/1990), όπως έχει τροποποιηθεί, το εδάφιο 3 του οποίου διαλαμβάνει: «Το Δικαστήριο δύναται να ρυθμίζει θέματα που αφορούν την άσκηση ή μη του δικαιώματος αυτού.»
Είναι φανερό από το πιο πάνω άρθρο ότι η ρύθμιση της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο στην παρούσα περίπτωση έλαβε τα εξής στοιχεία υπόψη για να καταλήξει στο επίδικο διάταγμα:
«Μέσα στα πλαίσια αυτά, από τη μια, δεν μπορούν να παραγνωριστούν οι συστάσεις του Κλινικού Παιδοψυχολόγου που αναφέρονται στην έκθεση του Τεκ. 4 στην ένσταση και αφορούν σε επικοινωνία τους Αιτήτριας με τα εγγόνια τους «μόνο στο χώρο των γονιών και μόνο στην παρουσία τους», ούτε τους από την άλλη να παραγνωριστεί το γεγονός τους δημιουργίας επεισοδίου κατά την επίσκεψη τους γιαγιάς τους 28/8/2018, στο σπίτι των γονέων, μάλιστα στην παρουσία των παιδιών, που οδήγησε και στην καταγγελία τους στην Αστυνομία από τους. Επιπρόσθετα και σε συνάφεια με τα πιο πάνω ούτε και το σπίτι τους γιαγιάς στο οποίο συμβιώνει με τον άνθρωπο που συνδέεται άμεσα με το περιστατικό τους 22/8/2018, προσφέρεται τους διεξαγωγή τους επικοινωνίας τους με τα ανήλικα.
Ο τρόπος ρύθμισης τους επικοινωνίας θα πρέπει να είναι τέτοιος ώστε, από τη μια να διασφαλίζεται το συμφέρον των ανηλίκων και να αντιμετωπίζεται επαρκώς ο κίνδυνος αποξένωσης τους από τη γιαγιά και από την άλλη, να αποσοβηθεί ο οποιοσδήποτε τυχόν κίνδυνος διατρέχουν αυτά και να διαλύονται οι οποιοιδήποτε φόβοι και ανησυχίες των γονέων και των ίδιων των παιδιών.»
Ενδιατρίψαμε επί του κάθε στοιχείου που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ιδιαίτερα της έκθεσης του παιδοψυχολόγου επί της οποίας βασίστηκε ουσιαστικά για να προβεί στη σχετική ρύθμιση.
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης που είχε ενώπιον του, αντλώντας ωφέλιμη πληροφόρηση από την γνωμοδότηση του παιδοψυχολόγου άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια αποβλέποντας στο συμφέρον των παιδιών. Σημειώνουμε από την έκθεση το σημείο ότι η εφεσείουσα θα μπορούσε να έχει επαφή με τα εγγόνια της μόνο στο χώρο των εφεσιβλήτων και μόνο στην παρουσία τους, εφόσον λόγω των συμβάντων είχε διαβρωθεί παράλληλα η εμπιστοσύνη των παιδιών. Το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του εξουσία αποφάσισε όπως η επικοινωνία γίνεται στο χώρο του Γραφείου Ευημερίας, ενόψει και του δυσάρεστου γεγονότος που προηγήθηκε στο σπίτι των εφεσιβλήτων, που έκρινε ότι ήταν η πλέον ορθή ρύθμιση που θα μπορούσε να γίνει υπό τις περιστάσεις.
Δεν τέθηκε κανένα στοιχείο ενώπιον μας που να καθιστά την προσωρινή, σημειώνουμε, ρύθμιση επικοινωνίας της εφεσείουσας με τα εγγόνια της από το πρωτόδικο Δικαστήριο τρωτή ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς καμιά διαταγή για έξοδα ενόψει μη εμφάνισης των εφεσιβλήτων στη διαδικασία.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.